Σφυρήλατες μεταλλικές εξώθυρες, κλιμακοστάσια με ξύλινες κουπαστές, νεροχύτες από μάρμαρο και τσιμεντένια κλωστρά γίνονται αντικείμενα παρατήρησης, συχνά μέσα από τους εξιδανικευτικούς φακούς της νοσταλγίας. Πλάι σε αυτά και τα μωσαϊκά, τα οποία απλώθηκαν στις κατόψεις των κτιρίων την περίοδο της μεγάλης ανοικοδόμησης. Περνώντας από την απαξίωση και τον αισθητικό ευτελισμό, έφτασαν έως τις ημέρες μας, όπου μια νέα εποχή φαίνεται να ξεκινάει, αυτή της εκ νέου εκτίμησής τους.
Κάτι φθηνό, ανθεκτικό, ανθρώπινο και μοντέρνο
Τα μωσαϊκά, οικεία ήδη από τον νεοκλασικισμό και τον 18ο αιώνα, ενσωματώθηκαν στα κτίρια του μοντέρνου κινήματος και έγιναν μέρος του λεξιλογίου του. Σταδιακά, κυριάρχησαν στη μεταπολεμική ελληνική αρχιτεκτονική και η μοναδικότητά τους αναπτύχθηκε στα δημόσια κτίρια, στις εισόδους, στους κοινόχρηστους χώρους και στα ισόγεια καταστήματα των πολυκατοικιών, στα διαμερίσματα και στα μπαλκόνια τους.
Γιατί, όμως, αυτό το γνώριμο, παλιό υλικό αξιοποιήθηκε, και μάλιστα σε αυτόν τον βαθμό, από το μοντέρνο κίνημα του εικοστού αιώνα που αμφισβήτησε σχεδόν όλα όσα ξέραμε για την αρχιτεκτονική, συστήνοντας την απλότητα, την καθαρότητα και τη γεωμετρική αφαίρεση; Από τις συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν για τη συγγραφή αυτού του κειμένου, τρεις διαφορετικοί λόγοι ξεχωρίζουν.
Από την αρχή της νέας δεκαετίας είναι εμφανές πλέον ότι τα μωσαϊκά επαναξιολογούνται, την ώρα που τεχνίτες τα απαλλάσσουν από το θόλωμα που απέκτησαν με την πάροδο του χρόνου. Με σαφήνεια μπορεί να διατυπωθεί πως τελικά πέτυχαν και πάλι να είναι ορατά και η φήμη τους αποκαθίσταται μαζί με τις επιφάνειές τους.
Ο πρώτος είναι ότι το μωσαϊκό υπήρξε ένα ιδιαίτερα ανθεκτικό υλικό, του οποίου η τιμή ήταν χαμηλή σε σχέση με την ποιότητά του. Για την κατασκευή του, οι τεχνίτες χρησιμοποιούσαν θραύσματα, τη φύρα από τα λατομεία που ίσως δεν θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν αλλιώς. Όπως υποστηρίζει και ο Κώστας Τσιαμπάος, αρχιτέκτονας και επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, το να μην πετάς υλικά αποτελεί ένα διαχρονικό ζητούμενο για την αρχιτεκτονική.
Ένας δεύτερος λόγος είναι η ευελιξία του. «Σου δίνει ελευθερία να κάνεις ό,τι θες» αναφέρει ο κ. Τσιαμπάος, υποστηρίζοντας πως με τα μωσαϊκά μπορούν να στρωθούν ακόμα και περίεργες κατόψεις, ενώ δεν μπαίνουν όρια στη φαντασία, καθώς η επιλογή, τόσο των υλικών όσο και των χρωμάτων, έχει τεράστιο εύρος. Έτσι, από τα μωσαϊκά προέκυπταν πρωτότυπα δάπεδα, διαφόρων χρήσεων, χωρίς αρμούς.
Πέρα από οικονομικούς και πρακτικούς λόγους, όμως, ήταν η αισθητική και η αίσθηση που δίνει το μωσαϊκό που το κατέστησαν δημοφιλές κατά την «άνοιξη» της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Η Ματίλντα Μπεράχα, αρχιτέκτονας που δραστηριοποιείται στην Αθήνα από το 1991, κάνει λόγο για ένα ειλικρινές, γοητευτικό και συνάμα μη πολυτελές υλικό που κατάφερε να εκφράσει τη λιτότητα του μοντέρνου κινήματος.
«Δεν είναι απλώς ένα υλικό αλλά μια κουλτούρα και μια αρχιτεκτονική έκφραση» υποστηρίζει από την πλευρά του ο επίσης αρχιτέκτονας Διονύσης Σοτοβίκης, δημιουργός του αρχιτεκτονικού γραφείου Workshop, προσθέτοντας πως το μωσαϊκό έχει κάτι το ανθρώπινο, καθώς ένας τεχνίτης σκόρπιζε με το χέρι τις πέτρες αυτές στην κάτοψη.
Μάρμαρα, ξύλα και ποιότητες μωσαϊκών
Αδιαμφισβήτητα, το μωσαϊκό, για σχεδόν μισό αιώνα, κατάφερε να αποτελέσει βασικό στοιχείο πολλών κτιρίων, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ανταποκρινόμενο σε διαφορετικές ή και ετερόκλητες ανάγκες. «Πέρα από αισθητικές προτιμήσεις ή μόδες, το μωσαϊκό αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ταυτότητας του αθηναϊκού διαμερίσματος» αναφέρει η αρχιτέκτονας Θάλεια Νινιού από το αρχιτεκτονικό γραφείο 4Κ, προσθέτοντας πως το συναντάμε στις περισσότερες πολυκατοικίες του ευρύτερου κέντρου.
Ωστόσο, το μωσαϊκό ούτε μονοπώλησε τις κατόψεις ούτε παρέμεινε ποιοτικά αμετάβλητο. Κοιτώντας το σε συνάρτηση με άλλα υλικά των πατωμάτων της εποχής, διαπιστώνει κανείς πως αποτελούσε μια οικονομικότερη εναλλακτική έναντι του μαρμάρου, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις εισόδους των πολυκατοικιών. Και στο εσωτερικό των διαμερισμάτων όμως το μωσαϊκό έπρεπε να αναμετρηθεί με έναν ακόμα ανταγωνιστή, το ξύλο. «Στα πιο ακριβά διαμερίσματα, το ξύλο ήταν κυρίαρχο. Το μωσαϊκό έμπαινε σε δευτερεύοντες χώρους» αναφέρει ο κ. Τσιαμπάος, προσθέτοντας πως η χρήση του σε κυρίως χώρους παρατηρείται σε οικονομικότερες κατασκευές.
Όμως και εδώ οι διαφορετικές ποιότητες των μωσαϊκών περιπλέκουν την εικόνα. Οριοθετημένα με μαρμάρινα περιγράμματα, περίτεχνα σχέδια ή ακόμα και με φίλντισι, τα μωσαϊκά αποκτούσαν επιπλέον αξία ανάλογα με τα πρόσθετα, το μέγεθος και τη σκληρότητα των ψηφίδων. Συγχρόνως, μια ακόμα φθηνότερη εκδοχή τους τοποθετείται σε βοηθητικούς χώρους, όπως αποθήκες ή πάρκινγκ, ή χρησιμοποιείται ως υπόστρωμα: το γαρμπιλομωσαϊκό.
«Ο τεχνίτης πρέπει να έχει πείρα»
Πέρα από την ποιότητα των επί μέρους υλικών, οι τεχνίτες έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο στο στρώσιμό τους. «Ήθελες έναν καλό τεχνίτη για να φτιάξεις ένα καλό μωσαϊκό» συνοψίζει ο κ. Σοτοβίκης. Η άποψή του φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από ένα κείμενο σε «Οδηγό Κατοικίας» του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας που εκδόθηκε το 1980, μια εποχή που η απαξίωση του μωσαϊκού ήταν πρόδηλη.
«Ο τεχνίτης που τα φτιάχνει πρέπει να έχει πείρα για να μπορεί να στρώνει ομοιόμορφα σε όλη την επιφάνεια τις ψηφίδες των διαφόρων χρωμάτων» αναφέρεται στην έκδοση. «Το κονίαμα πρέπει να περιέχει πολύ τσιμέντο. Κατά την κατασκευή, η συνολική επιφάνεια πρέπει να χωρίζεται σε τμήματα (...) με αρμούς διαστολής (...). Μετά από αυτό η εμφάνισή του εξαρτάται από το καλό τρίψιμο».
Η αναπόφευκτη παρακμή
Προϊόν μιας χειροτεχνικής οικονομίας, το μωσαϊκό αρχίζει να παρακμάζει όταν αυτή ξεπερνιέται. «Ακόμα και τα τεχνικά επαγγέλματα απομακρύνονται από τη χειροτεχνία και πάμε σε βιομηχανοποιημένα προϊόντα» αναφέρει ο κ. Τσιαμπάος.
Την εποχή εκείνη η τεχνολογική πρόοδος είχε καταστήσει ευκολότερη την επεξεργασία του μαρμάρου, σύμφωνα με τον ίδιο, καθιστώντας το υλικό οικονομικότερο. «Με τη διάδοση των φτηνών μαρμάρων το μωσαϊκό σταδιακά εγκαταλείπεται», αναφέρει ο «Οδηγός Κατοικίας». Ταυτόχρονα, ένα ακόμα υλικό θα αρχίσει να εκτοπίζει τα μωσαϊκά από τις κατόψεις, το βιομηχανικά παραγόμενο και, ως εκ τούτου, φθηνότερο πλακάκι.
«Θα μπορούσαμε να πούμε, λίγο απλοϊκά, πως το μωσαϊκό δεν είναι ένα μοντέρνο υλικό, έρχεται από το παρελθόν, από την Ιστορία» αναφέρει ο κ. Τσιαμπάος, συμπληρώνοντας πως πλακάκι, εποξειδικά και λινόλεουμ είναι τα νέα δάπεδα: βιομηχανοποιημένα, γρήγορα παραγόμενα και φθηνότερα.
Κατά τις πιο πρόσφατες δεκαετίες τα δάπεδα αυτά επικρατούν στις νέες κατασκευές και παρεισφρέουν στις παλιότερες. Δεν αποδείχτηκαν, άλλωστε, όλα τα μωσαϊκά ανθεκτικά στον χρόνο. «Υπήρχαν μωσαϊκά που ξέφτιζαν, χωρίς συνάφεια μεταξύ τους» αναφέρει η κ. Μπεράχα, επισημαίνοντας την ύπαρξη κανόνων αισθητικής και τοποθέτησης.
Στις ανακαινίσεις, ειδικά αυτές των δεκαετιών του '90 ή του '00, τα παλιά χειροποίητα μωσαϊκά θα καταστραφούν για να πάρουν τη θέση τους τα προϊόντα των εργοστασίων. Το μωσαϊκό θεωρείται ξεπερασμένο. Αλλά ο επίλογος δεν έχει γραφτεί ακόμα.
«Όλα τα πράγματα κάνουν έναν κύκλο, αλλά αυτά που αξίζουν επανέρχονται, ξανά και ξανά. Χάνονται μόνο προσωρινά» μας λέει ο κ. Σοτοβίκης, προσθέτοντας πως με τα χρόνια συνειδητοποιήσαμε όλοι ότι το μωσαϊκό είναι ανυπέρβλητο. Όταν το 2006, μαζί με την επίσης αρχιτέκτονα Κίρκη Μαριολοπούλου αγόρασαν, διέσωσαν και αποκατέστησαν ένα εμβληματικό κτίριο της Αθήνας, σχεδιασμένο από τον Αριστομένη Προβελέγγιο, την κατοικία-ατελιέ του ζεύγους Σπητέρη, το ερώτημα για αποξήλωση ή όχι των μωσαϊκών του δεν τέθηκε καν.
Και όμως, αλλάζουμε
Κατά την τελευταία δεκαετία, η κάμψη στις νέες κατασκευές, σε συνδυασμό με τη διάδοση της βραχυχρόνιας μίσθωσης, ώθησε παλιούς και νέους ιδιοκτήτες να επικεντρωθούν στα παλαιότερα ακίνητα του αθηναϊκού κέντρου.
Η οικοδομική δραστηριότητα αναζωογονείται, όχι με νέες πολυκατοικίες, όπως μεταπολεμικά, αλλά με την ανακαίνιση μέρους του κτιριακού αποθέματος. Ταυτόχρονα, μια πολυεπίπεδη καταφυγή στο παρελθόν, σε μεγάλο βαθμό υποβοηθούμενη από μια παρατεταμένη κρίση, ωθεί στην επαναξιολόγηση και σε μεγάλο βαθμό αποδοχή των έως πρόσφατα υποτιμημένων πολυκατοικιών αλλά και των επί μέρους χαρακτηριστικών τους.
Οι αρχιτέκτονες φαίνεται να επικροτούν τη διατήρηση του μωσαϊκού στις μελέτες τους, χωρίς όμως να κλείνουν τα μάτια στην εξέλιξη. «Δεν θα φτιάχνουμε μωσαϊκά για πάντα, το θέμα όμως είναι τι κάνουμε όταν τα βρίσκουμε» αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Μπεράχα, προσθέτοντας πως στα παλιότερα σπίτια υπάρχουν ποιοτικώς καλά υλικά και δεν νοείται να παράγουμε σκουπίδια από αυτά. «Προσπαθώ να τα επαναχρησιμοποιήσω» λέει, ενώ προσθέτει πως είναι καθήκον των αρχιτεκτόνων να υποδεικνύουν στον πελάτη τους πως το διαμέρισμα που αγόρασε μπορεί να έχει μια αξία που δεν μπορεί να τη δει.
«Στις ανακαινίσεις μας επιλέγουμε στοιχεία των χώρων που θεωρούμε ότι μπορούν να ενταχθούν σε μια σύγχρονη αρχιτεκτονική παρέμβαση και να αποτελούν ταυτόχρονα το συνδετικό νήμα με την ιστορία που έχει κάθε χώρος» υποστηρίζει από την πλευρά της η κ. Νινιού.
Το μωσαϊκό, ωστόσο, δεν είναι ένα στοιχείο που αποσπάται και επανατοποθετείται αλλού, όπως οι μαρμάρινοι νεροχύτες. Όποιος αποφασίσει να το κρατήσει, θα πρέπει να το κρατήσει in situ. Η ανθεκτικότητά τους αποτελεί έναν σημαντικό λόγο για τη διατήρησή τους, μια κίνηση την οποία η κ. Νινιού περιγράφει ως βιώσιμη προσέγγιση με όρους οικονομίας και οικολογίας στη μικρή κλίμακα της ανακαίνισης. «Με μια συντήρηση, τρίψιμο και γυάλισμα μπορεί να δώσει την εντύπωση του καινούργιου, έχοντας και την ομορφιά του αυθεντικού, ατόφιου υλικού και όχι της απομίμησης» υπογραμμίζει.
Και σε νέες κατασκευές, όμως, το μωσαϊκό φαίνεται να διεκδικεί εκ νέου κομμάτια των κατόψεων, χωρίς όμως την ορμή και τη μαζικότητα του παρελθόντος. «Το εφαρμόζουμε και σε νεόδμητα κτίρια, με τεχνίτες που φτιάχνουν μωσαϊκό με σύγχρονες τεχνικές και μεγάλο εύρος επιλογών σε σχέση με την υφή, το χρώμα και το μέγεθος της ψηφίδας» αναφέρει, προσθέτοντας πως έτσι μπορεί να υπάρξει μια custom συνταγή για να επιτευχθεί με ακρίβεια το επιθυμητό αποτέλεσμα.
«Οι εκτεταμένες ανακαινίσεις διαμερισμάτων και πρώην βιομηχανικών χώρων έχουν διαμορφώσει τελικά μια σύγχρονη προσέγγιση του υλικού, που το διαφοροποιεί από τη "φθηνή" λύση του παρελθόντος και το αναγνωρίζει ως ένα χειροποίητο και κάθε φορά μοναδικό υλικό, στάση συνήθως των νεότερων πελατών του γραφείου μας» προσθέτει.
Τα μωσαϊκά στις πολυκατοικίες στο κέντρο της πόλης
Από την αρχή της νέας δεκαετίας είναι εμφανές πλέον ότι τα μωσαϊκά επαναξιολογούνται, την ώρα που τεχνίτες τα απαλλάσσουν από το θόλωμα που απέκτησαν με την πάροδο του χρόνου. Με σαφήνεια μπορεί να διατυπωθεί πως τελικά πέτυχαν και πάλι να είναι ορατά και η φήμη τους αποκαθίσταται μαζί με τις επιφάνειές τους.
Ωστόσο, η συζήτηση για το μωσαϊκό δεν μπορεί να περιορίζεται στο υλικό καθαυτό, στις χρήσεις του ή στον τρόπο παρασκευής του, παρότι τα βιβλιογραφικά κενά για το θέμα είναι τεράστια. Ούτε μπορεί να πραγματοποιείται, βέβαια, αποκομμένα από την ευρύτερη συζήτηση για τη σχέση μας με το πλέον αναγνωρίσιμο κληροδότημα της εποχής της άνθησης των μεσοστρωμάτων στο κέντρο της πρωτεύουσας, την πολυκατοικία.
«Η Αθήνα έχει μια μάζα καλών πολυκατοικιών και κάποια μέρα ο κόσμος θα καταλάβει από πού έφυγε για να πάει στα προάστια» μας λέει κατηγορηματικά η κ. Μπεράχα. Κι αυτές οι άτακτα ριγμένες ψηφίδες στα πατώματα, πανταχού παρούσες και πουθενά ίδιες, υπενθύμιση της «εποχής της χειροτεχνίας», λιτές ως προς την όψη τους και ανθεκτικές ως προς τον σκοπό τους, αποτελούν ένα από τα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της συνειδητοποίησης αυτής.
Φωτογραφία ανοίγματος: Το ατελιέ - κατοικία Σπητέρη στην οδό Κυκλάδων. Έργο του Αριστομένη Προβελέγγιου, δεκαετία 1950. Αγοράστηκε το 2006 από τους αρχιτέκτονες Διονύση Σοτοβίκη και Κίρκη Μαριολοπούλου ώστε να διασωθεί και να συνεχίσει ως χώρος σύγχρονης έκφρασης. Τα μωσαϊκά δεσπόζουν στις κατόψεις. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
σχόλια