Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1943. Δεν έμαθα σε ποιο μαιευτήριο και δεν ξέρω και τι ώρα ακριβώς, έτσι δεν μπορώ να βρω τον ωροσκόπο μου. Είμαι μοναχοπαίδι. Μεγάλωσα στη Μαυρομιχάλη 23 και Ναυαρίνου. Σαν σε όνειρο θυμάμαι ότι εκεί, στη Μαυρομιχάλη, υπήρχαν καταφύγια κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος από την Πάτρα και δούλευε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και η μάνα μου ήταν από ένα χωριό της Μικρασίας, τον Γέροντα. Δούλευε και εκείνη στο Γενικό Λογιστήριο και έτσι γνωρίστηκαν.
• Όταν ήμουν δυο χρονών είπα μια μέρα στη μητέρα μου ότι η νταντά που είχα, η Μαρία, με έδειρε κι εκείνη σταμάτησε να δουλεύει. Ξανάρχισε όταν ήμουν δώδεκα χρονών, στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Οι γονείς μου δεν ήταν άνθρωποι κοινωνικοί, δεν ήταν ένα ζευγάρι αγαπημένο, όπως θα λέγαμε σήμερα, δεν ήταν και χαρούμενοι. Ο πατέρας μου τσιλημπούρδιζε ως γνήσιος Πατρινός και τα πράγματα δεν ήταν ευχάριστα μεταξύ τους από ένα σημείο και μετά, όταν ήμουν περίπου δέκα χρονών. Θυμάμαι μια σκηνή που τσακωνόντουσαν μπροστά μου, στον δρόμο.
Εκτός από τη μάνα μου, οι φίλοι μου είναι αυτοί που με βοήθησαν πολύ σε όλη μου τη ζωή κι αυτό μου έχει κάνει πολύ καλό. Η φιλία για μένα είναι κάτι σοβαρό, όπως και η αγάπη, έχει ευθύνη, και με πειράζει που οι Έλληνες δεν θέλουν να αναλάβουν ποτέ καμιά ευθύνη για τίποτα.
• Ήταν πολύ καλοί με μένα, αλλά η μητέρα μου είχε μια μικρή κατάθλιψη, μια μελαγχολία. Ήταν μια εποχή που δεν μπορούσαν να αντιδράσουν οι γυναίκες, να πάρουν αποφάσεις, δεν ήταν χειραφετημένες, υπήρχαν σκοτεινές ιστορίες στις οικογένειες. Δεν καταλάβαινα τότε και πολλά, δεν έδινα και πολλή σημασία, τα παιδιά τότε δεν μετείχαν σε οικογενειακές συζητήσεις ούτε στις αποφάσεις.
• Ως παιδί ήμουν εξωστρεφής, είχα φίλους πάντα. Τότε υπήρχε η γειτονιά, βγαίναμε έξω και παίζαμε, αγόρια και κορίτσια. Όταν μπήκα στη Νομική, ο μόνος άνθρωπος που συγκινήθηκε ήταν η κυρία Μαριέττα, η γειτόνισσά μας – βγήκε και με αγκάλιασε. Απέναντι έμενε ένας ναύαρχος, σε ένα πολύ ωραίο νεοκλασικό, που στο ισόγειο ήταν μια αποθήκη, βεστιάριο της Λυρικής Σκηνής. Θυμάμαι, παίρναμε βελούδινα ρούχα και ντυνόμασταν τις Απόκριες. Η υπηρέτρια του ναυάρχου μάς έκανε καραμέλες, πηδάγαμε φωτιές, πέρναγε ο μανάβης με άλογο, ο κόσμος καθόταν απέξω, στα πεζοδρόμια. Εκεί έμενε και ένας γιατρός που είχε ένα αυτοκίνητο, το μοναδικό στη γειτονιά, και τσακώνονταν οι γυναίκες, «μην παρκάρεις μπροστά στο σπίτι μας» κ.λπ. Θέλω να πω ότι γνωριζόμασταν όλοι, υπάρχουν άνθρωποι που ξέρω μέχρι σήμερα. Σήμερα οι ένοικοι της ίδιας πολυκατοικίας δεν λένε «καλημέρα» ο ένας στον άλλο, δεν μπορώ να το καταλάβω και με στενοχωρεί πολύ.
• Ήμασταν άνθρωποι του κέντρου πάντα. Από τη Μαυρομιχάλη μετακομίσαμε Ιπποκράτους και Δερβενίων. Εκεί ήταν και το σινεμά Νεάπολις, Ασκληπιού και Βαλτετσίου. Πήγα σχολείο στο Πειραματικό απέναντι από το τότε Dolce και μέχρι το πρώτο έτος της Νομικής έμεινα στο πατρικό μου. Οι συμφοιτητές μου ερχόντουσαν για διάλειμμα στο σπίτι μου. Στο σπίτι αγόραζαν τα «Νέα» και τον «Ταχυδρόμο», που ήταν πάρα πολύ καλός εκείνη την εποχή. «Ρομάντζο» και «Θησαυρός» δεν έμπαιναν στο σπίτι, τα διάβαζα στην κυρία Μαριέττα, τη γειτόνισσά μας. Το σπίτι μας ήταν υπερυψωμένο ισόγειο και όταν έκανα σκιτσάκια, ιππότες, καουμπόηδες, τα μοίραζα στα παιδιά από το παράθυρο. Πέρασαν κάποια στιγμή ο Τσόκλης με τον Χρίστο Καρρά και τα είδαν, ρώτησαν ποιος τα έφτιαξε και ήρθαν σπίτι μου. Ήμουν τότε δέκα ετών. Ζωγράφιζα από μικρός, και η μάνα μου ζωγράφιζε, ήταν από ένα σόι που έπιανε το χέρι τους, είχε και δάσκαλο ζωγραφικής· του πήγε κάτι σκιτσάκια μου όταν ήμουν στο γυμνάσιο και κείνος της είπε «έχει ταλέντο, πες του να έρθει». Δεν πήγα ποτέ. Μετά μπήκα στη Νομική.
• Στο γυμνάσιο ήρθε ο Διονύσης Φωτόπουλος, δεν κάθισε πολύ καιρό, ήταν στο άλλο τμήμα και κάποιος μου είπε «έλα να δεις, είναι και ένας άλλος που ζωγραφίζει». Γίναμε πολύ φίλοι και όταν μπήκε στην Καλών Τεχνών με πήγε στον Μαυροΐδη, τον δάσκαλό του, που με κουβέντιασε πολλή ώρα να δει τι καπνό φουμάρω, μου έκανε μερικές καλές παρατηρήσεις και μετά μου είπε «να έρχεσαι αν θες στην Καλών Τεχνών, να σχεδιάζεις». Πήγα για καμιά εβδομάδα, δεν συνέχισα. Α! Ήμουν και σημαιοφόρος στο σχολείο, όχι γιατί ήμουν καλός μαθητής, αλλά γιατί περπάταγα καλά. Μέχρι δεκαπέντε χρονών πήγαινα με τους γονείς μου διακοπές στο Καλαμάκι, νοικιάζαμε ένα σπίτι για τρεις μήνες. Μετά «έσπασα» στο διάβασμα για να μπω στη Νομική, μαθήματα και Σάββατα και Κυριακές. Εγώ δεν έχω πάει διακοπές ποτέ με τους φίλους μου, δεν υπήρχε αυτή η συνήθεια τότε. Ήταν οι εποχές που τα καλοκαίρια διαδηλώναμε μέσα στη ζέστη. Κάποια χρόνια αργότερα ήμασταν με τον Στέλιο Ράμφο στο τρένο, γυρίζαμε από την Ιταλία στο Παρίσι και περνώντας από το Μονακό είδαμε νέα παιδιά που έπαιζαν στις παραλίες με τα μαγιό τους. Μου λέει τότε: «Εμείς αυτή την πρώτη νιότη τη χάσαμε».
• Μπήκα στη Νομική, στην παρέα μου ήμασταν όλοι τότε αριστεροί, κινεζόφιλοι, τροτσκιστές και τέτοια. Έκανα το πρώτο έτος σαν καλό παιδί και μετά διαλύθηκε η σχέση μας. Είχα άλλα ενδιαφέροντα, με είχε συνεπάρει το σκίτσο.
• Λίγο μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη μια φίλη της μητέρας μου, που δούλευε κι εκείνη στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, είχε παρτίδες με τους «Δρόμους της Ειρήνης». Δούλευε εκεί ο Γιάννης Θεοδωράκης, και με σύστησε. Είχε θέματα πολιτιστικά, κοινωνικά, και άρχισα να δημοσιεύω σκίτσα. Διευθυντής ήταν ο Μανώλης Παπουτσάκης και όταν έγινε η πρώτη πορεία για τον Λαμπράκη –έγινε χαμός κυριολεκτικά–, μου είπε «θες να κάνεις σελιδοποίηση;». Είπα «ναι» και ξεκίνησα. Μετά την πορεία είπε ότι θα βγάζαμε ένα λεύκωμα αναμνηστικό για τον Λαμπράκη και ότι θα πηγαίναμε σε έναν γραφίστα δικό μας, τον Ασαντούρ Μπαχαριάν, που τον γνώρισα, αγαπηθήκαμε και δούλεψα μαζί του. Είχε το καλλιτεχνικό γραφείο «Ώρα» και το 1966 έβγαλε ένα μικρό βιβλίο με σχέδιά μου, το Κρυφτό, και ένα μικρό λεύκωμα με σκίτσα. Είχε έρθει μια φορά στο σπίτι μου ο Μπαχαριάν με τον Φραντζεσκάκη, που είχε την γκαλερί Ζυγός, μάλιστα η μάνα μου τους τηγάνιζε και κάτι αυγά να φάνε κι εκείνοι έψαχναν τα συρτάρια μου να βρουν σκίτσα, που αργότερα ο Φραντζεσκάκης δημοσίευσε στο περιοδικό «Ζυγός».
• Από το 1964 έδινα γελοιογραφίες με το όνομά μου σε διάφορα περιοδικά, στον «Ταχυδρόμο», στις «Εικόνες». Δίναμε διάφοροι τότε, ο Μαρουλάκης, ο Λογοθέτης, ο Σκουλάς που ήταν ήδη στα «Νέα». Ήταν μια εποχή καταπληκτική, στις παρέες υπήρχε η πολιτική συζήτηση, πηγαίναμε πολύ σινεμά, δεν χάναμε παράσταση στον Κουν, διαβάζαμε το περιοδικό «Θέατρο» του Κώστα Νίτσου. Στα Ιουλιανά ήμασταν κάθε μέρα στους δρόμους, όχι μόνο οι νέοι, αλλά άνθρωποι κάθε ηλικίας, γιατί υπήρχαν σοβαρά αιτήματα.
• Τον Διονύση Σαββόπουλο τον γνώρισα εκείνα τα χρόνια, όταν ήρθε στην Αθήνα. Έμενε στη Μεθώνης, κάναμε πολλή παρέα, ερχόταν σπίτι, έπαιζε με την κιθάρα – έχω ακούσει τη «Συννεφούλα» και τον «Ήλιο» εκατομμύρια φορές. Τότε είχα κάνει ένα σκιτσάκι με τον ίδιο για το πρώτο 45άρι που έβγαλε. Μετά μου ζήτησε να κάνω το εξώφυλλο στο «Φορτηγό» και έκανα και μια έκθεση στην μπουάτ όπου δούλευε. Μια μέρα έρχεται ο Μίκης και μου λέει «ωραία είναι αυτά, έλα να δουλέψεις στην “Αυγή”». «Mα δουλεύω στην “Αυγή”», του απάντησα.
• Λίγο πριν από την 21η Απριλίου είχαν κάνει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ο Σαββόπουλος με τον Λοΐζο μια συναυλία και κουβεντιάζαμε να γίνει μία και στην Αθήνα που θα είχε και σλάιντ με δικά μου σκίτσα κ.λπ. Ανήμερα την 21η Απριλίου αναρωτιόμασταν σαν χαζοί αν θα γινόταν η συναυλία, σαν να μην είχαμε επίγνωση του τι είχε ακριβώς συμβεί. Το ίδιο βράδυ ήμασταν σπίτι μου με κάποιους φίλους και μπήκε η αστυνομία στην πολυκατοικία γιατί κάποιον έψαχναν και πήρε κι κείνους για εξακρίβωση.
• Στο Παρίσι πήγα τον Αύγουστο του 1967, έφυγα με φοιτητικό διαβατήριο τριών μηνών και δεν ξαναγύρισα. Είχα πάει και νωρίτερα μια φορά και είχα γνωρίσει τον Κωνσταντίνο Ξενάκη. Ήταν πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος, μου είπε «κάνε στρατό και έλα». Όταν έφτασα στο Παρίσι, ένας Έλληνας, ο Εμμανουήλ Ζάχος, δήλωσε ότι είμαι υπ’ ευθύνη του κι έτσι έμεινα τέσσερα χρόνια. Από τους πρώτους που βρήκα στο Παρίσι ήταν ο Στέλιος Ράμφος, που είχε φύγει νωρίτερα, γιατί τον είχαν χαρακτηρίσει πολύ επικίνδυνο, ήταν στην ΕΔΑ. Τον είχα γνωρίσει στην Αθήνα, στο σπίτι του Γιώργου Μανιάτη σε μια μεγάλη συγκέντρωση όπου ήταν ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, ο Φωτόπουλος και άλλοι. Μας έλεγε τα καινούργια κολπάκια της φαινομενολογίας και είχαμε μείνει άφωνοι, με τσίγκλησε η προσωπικότητά του και γίναμε φίλοι.
• Στην αρχή της χούντας έκανα κάτι περίεργα σκίτσα που μου τα έστειλε ο πατέρας μου από την Αθήνα και τα πήγα στη Beaux-Arts. Τα έδειξα και μου είπαν «ωραία είναι, έλα αν θες», αλλά δεν πήγα, πήγα δίπλα, στη λιθογραφία, που ήταν ο Φασιανός, ο Σπεράντζας. Εκεί έκανα μία λιθογραφία και δεν ξαναπάτησα. Μετά, οι Έλληνες φοιτητές μού έβγαλαν ένα βιβλίο με πολιτικά σκίτσα που τα περισσότερα είχαν δημοσιευθεί στην «Επιθεώρηση Τέχνης» και θα τα έβγαζε στο Θεμέλιο ο Δεσποτίδης. Εκεί γνώρισα και τον φίλο μου Αλέκο Λεβίδη, μιλούσαμε για ζωγραφική. Μέχρι σήμερα κρατώ τις κουβέντες μας και τις συμβουλές του. Του χρωστάω πολλά. Πηγαίναμε και βλέπαμε μουσεία, εκθέσεις, βιβλία για animation, κάθε βράδυ περπατούσαμε και μιλούσαμε για όσα διάβαζε Ράμφος. Στο Παρίσι ζούσα με χρήματα που μου έστελνε ο πατέρας μου, δεν δούλεψα ποτέ. Μάλλον δούλεψα, μία μέρα, στη γαλλική τηλεόραση. Στο Παρίσι είδα πολλή ζωγραφική, και έμαθα. Είδα τον Σαγκάλ και τον Κλέε που ήταν για μένα η επανάσταση της επανάστασης. Σκέφτομαι ότι πρόλαβα το Παρίσι στα καλύτερά του, πριν από τον Μάη του ’68, γιατί μετά έπεσε το κέφι, είχε πολλή αστυνομία στους δρόμους. Νομίζω περάσαμε τέλεια.
• Μέσα στη χούντα ήρθε για λίγο καιρό και ο Σαββόπουλος και έφερε και δύο τραγούδια, το «Σαν βγω απ’ αυτήν τη φυλακή» και τη «Θεία Μάνου», ήρθε ο Αγγελόπουλος και έφερε την Αναπαράσταση, που είδαμε στη Cinémathèque και μου άρεσε πολύ, συγκατοικήσαμε με τον Βούλγαρη ένα δίμηνο – στο διπλανό δωμάτιο έμενε ο Κατακουζηνός. Ήταν διάφοροι σκηνοθέτες εκεί, ο Φέρρης, ο Παναγιωτόπουλος, όλη αυτή φουρνιά. Κάναμε λίγη παρέα με τον Τσαρούχη και τη Λίλα ντε Νόμπιλις, που κουβαλούσε πάντα το καλάθι της. Μια μέρα είχε έρθει ο Χατζιδάκις στο Παρίσι με τον Κόκκα, τον διευθυντή της «Ελευθερίας». Θα συναντούσε τον Τσαρούχη και πήγαμε κι εμείς από δίπλα, στο Deux Magots, να δούμε τον Μάνο.
• Μετά τη δικτατορία υπήρχε ενθουσιασμός. Ήμουν 25-26 χρονών, είχα επιστρέψει στην Αθήνα, έκανα παρέα με τον Φασιανό που με βοήθησε γιατί του άρεσαν αυτά που έκανα, μου το έλεγε μέχρι το τέλος. Επειδή πάντα ντρεπόμουν να ζητάω τα χρήματά μου, και όλοι νόμιζαν ότι δεν είχα ανάγκη –κάποιοι μου το έλεγαν κιόλας κατάμουτρα–, μου είχε πει «να μη λες ότι τα έχεις ανάγκη, να λες “τα μαζεύω”». Την ίδια εποχή ο Διονύσης θριάμβευε και το 1975-76 βγήκαν τα λόγια από τα τραγούδια του και έκανα τα σκίτσα. Πήγα και στρατό τότε, έδινα και γελοιογραφίες στον «Ταχυδρόμο». Το 1976 έβγαλα το Παραμύθι με τα χρώματα στον Κέδρο. Αργότερα, όταν ο Διονύσης έγινε διευθυντής στη Λύρα, έκανα και εξώφυλλα, που τα έβλεπα ως έργα τέχνης και όχι ως μέρος του μάρκετινγκ, κάτι ανάλογο με τις προμετωπίδες που υπήρχαν στα βιβλία. Έκανα εξώφυλλα σε δημιουργούς με τους οποίους είχα φιλική σχέση και αγαπούσα τη μουσική τους, κυρίως στον Νίκο Ξυδάκη. Ένα όνειρό μου ήταν να ζωγραφίσω εξώφυλλο για τον Χατζιδάκι, κάτι που έγινε πραγματικότητα με τα «Παράλογα».
• Μετά δούλεψα με έναν Γάλλο εκδότη, κάναμε τα γαλλικά αναγνωστικά, και στη συνέχεια γνώρισα τον Ευγένιο Τριβιζά. Εμένα μου άρεσαν o James Thurber και ο Tomi Ungerer, τους θαύμαζα πολύ, αλλά οι εικονογραφήσεις στα ελληνικά παιδικά βιβλία δεν μου άρεσαν καθόλου. Ο Ευγένιος άλλαξε το περιβάλλον, πριν δεν ξέραμε ωραία βιβλία παιδικά, νομίζω ότι η μόνη επαγγελματίας ήταν η Ζαραμπούκα. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που πήγα στο σπίτι όπου έμενε, και στο ταβάνι ήταν ζωγραφισμένοι αστερισμοί. Οι εικονογραφήσεις των παιδικών βιβλίων ήταν ερασιτεχνικές. Υπήρχαν η Ζέη και η Σαρρή, αλλά τίποτα για πιο μικρά παιδιά. Εκτιμήθηκε η δουλειά του Τριβιζά και από αυτόν επηρεάστηκαν και οι επόμενοι, μπήκαν στην εικονογράφηση παιδιά από την Καλών Τεχνών, η Μυρτώ Δεληβοριά, ο Μπουλούμπασης, η Μπαχά. Κόλλησα στο παιδικό με έναν τρόπο, πολλοί με γνωρίζουν από αυτά, αλλά νομίζω πως το δυνατό μου σημείο, κάτι που θα δείξω και στην αναδρομική μου, είναι τα σκίτσα πριν και μετά τη δικτατορία, κοινωνικά, όχι πολιτικά, στα οποία πρωταγωνιστούν η μοναξιά, η έλλειψη επικοινωνίας.
• Ορισμένα πράγματα που ήθελα κάπως να τα εκμυστηρευτώ τα είπα στο Παραμύθι με τα χρώματα που ήταν προσωπικό βιβλίο, είχε μια αλήθεια, γι’ αυτό νομίζω πως είχε επιτυχία. Μετά έβγαλα το Ένα παραμυθάκι για χειμώνα και καλοκαίρι που έσπασε ταμεία, νομίζω πάλι επειδή είναι προσωπικό.
• Στην έκθεση αυτά τα προσωπικά βιβλία θα τα παρουσιάσω όπως παρουσιάζουμε την αλληλογραφία, είναι προσωπικά πράγματα. Στη Γαλλία, η ζωγραφική μού έμαθε τα χρώματα, την αίσθησή τους. Με ενδιέφερε πάντα να ζωγραφίζω πράγματα συναισθηματικά και στο παιδικό αυτό έμαθα, όταν ζωγράφιζα τη σχέση τη συναισθηματική. Επίσης, μετά τη δικτατορία αποφάσισα να μη λέω σκληρά πράγματα, υπάρχουν φίλοι μου που με κατηγορούν ακόμα και σήμερα που πήρα αυτή την απόφαση. Αυτή ήταν η διάθεσή μου, μια γλύκα για τη ζωή, αυτό που βλέπω να μπορώ να το αγκαλιάσω με μια τρυφερότητα. Ωστόσο, βλέποντας σήμερα όσα έχω ζωγραφίσει μου αρέσουν πολύ και ας ήταν πιο υπαρξιακά, πιο μελαγχολικά έργα. Είχα μια μελαγχολία γιατί ήμουν νέος, 23 χρονών. Ακόμα και γω δεν έχω συνολική εικόνα του τι είναι η ζωγραφική μου, επειδή κάνω από παιδικά βιβλία και σκόρπιες εκθέσεις μέχρι τον Σαββόπουλο. Ήμουν λίγο σαν αλεξιπτωτιστής, στο περιθώριο. Περιέχει, όμως, ό,τι έχει ενδιαφέρον για μένα, δένουν όλα, η κοινωνία, ο Αριστοφάνης, ο Κλέε, που είναι η μεγάλη μου αγάπη, οι ακουαρέλες του Σεζάν που είδαμε σε μια έκθεση στο Παρίσι με τον Φωτόπουλο και μας έπεσε το σαγόνι, ο Χόκνεϊ, ο Γκρος και ο Κέντριτζ, ο Βερμέερ. Υπάρχουν, επίσης, στη ζωγραφική μου αυτά που αισθάνομαι, γιατί η αισθητική δεν έχει καμία σημασία αν δεν περιέχει νόημα.
• Πριν από είκοσι χρόνια διάβασα τον Δον Κιχώτη, έπαθα πλάκα και από τότε άρχισα να τον ζωγραφίζω. Είμαι αφοσιωμένος σε αυτό το έργο, έχει βγει και ένα βιβλιαράκι, έχω κάνει και μια έκθεση. Με τον Μάκη Φάρο έχουμε κάνει κάποιες προσπάθειες για animation, είναι ένα διαρκές work in progress, γιατί τέτοιο βιβλίο σαν του Θερβάντες δεν ξαναγράφτηκε.Είναι σαν να είμαστε εμείς, ο Σαββόπουλος, ο Καραγκιόζης, όνειρα, ματαιώσεις και όλα αυτά.
• Έχω φίλους και τώρα, πάντα είχα, μου αρέσει πολύ να είμαστε μαζί, έχω ανάγκη να μιλάμε, τους αγαπάω, τον Λεβίδη, τον Ξυδάκη, τον Ράμφο, τον Γκορίτσα, τον Στάικο, τη Λίνα. Εκτός από τη μάνα μου, οι φίλοι μου είναι αυτοί που με βοήθησαν πολύ σε όλη μου τη ζωή κι αυτό μου έχει κάνει πολύ καλό. Η φιλία για μένα είναι κάτι πολύ σοβαρό, όπως και η αγάπη, έχει ευθύνη, και με πειράζει που οι Έλληνες δεν θέλουν να αναλάβουν ποτέ καμιά ευθύνη για κάτι.
• Έχω την εντύπωση ότι ο Αθηναίοι σταμάτησαν να αγαπούν την πόλη απ’ όταν διαλύθηκαν οι γειτονιές και μπήκαμε σε πολυκατοικίες. Δεν αγαπάνε τα παλιά σπίτια, από τότε που θυμάμαι την πόλη σκάβουν το Σύνταγμα και την Ομόνοια. Κάνε και κάτι άλλο, κάνε καμιά πλατεία. Μένουμε στην Κυψέλη, που είναι ακόμα λίγο γειτονιά, διατηρεί αυτό το ύφος και μου αρέσει. Χωρίς να αποποιούμαι τις ευθύνες μου ως πολίτης, αισθάνομαι ότι αυτό που λείπει πολύ είναι η προσωπική ευθύνη. Δηλαδή όταν χτίζεις ένα παράνομο και σου το παίρνει το ποτάμι φταις κι εσύ και η πολεοδομία και όλοι οι άλλοι. Υπάρχουν χιλιάδες αιτίες για ένα κακό. Δεν πιστεύω, εν τέλει, ότι μας καθορίζουν οι συνθήκες. Το να έχεις δικαιώματα είναι πολύ σοβαρό πράγμα, αλλά η ελευθερία δεν είναι ασυδοσία κι εσύ, ως πολίτης, έχεις ευθύνη, να έχεις μια αξιοπρέπεια, να μη φέρεσαι σαν κάφρος και να λερώνεις τον διπλανό σου. Γιατί ούτε τότε είσαι ελεύθερος.