Το 2017 οι ΝΥΤ έγραφαν για μια καλλιτέχνιδα που είχε εφεύρει ένα νέο είδος εννοιολογικής τέχνης. Το όνομά της είναι Ανίκα Γι, κατάγεται από τη Σεούλ και κάθε φορά αφήνει κυριολεκτικά άφωνο το κοινό με τη χρήση ανορθόδοξων υλικών που θα μπορούσαν να αποτελούν ένα πιάτο σε εστιατόριο μοριακής γαστρονομίας, π.χ. κάποτε παρουσίασε λουλούδια τηγανισμένα σε τεμπούρα.
Το 2011 παρουσίασε ένα έργο που, μεταξύ άλλων, αποτελούνταν από ληγμένο γάλα σε σκόνη, αντικαταθλιπτικά, ουσία φοινικόδεντρου και ψείρες θάλασσας, ενώ το 2015 ζήτησε από εκατό φίλες και συναδέλφους να καθαρίσουν το σώμα τους για να συλλέξει δείγματα βακτηρίων. Στη συνέχεια, μια βιολόγος από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης συνδύασε τα δείγματα, δημιουργώντας ουσιαστικά «ένα είδος φανταστικών υπερ-βακτηρίων» όπως το είπε η Γι, το οποίο χρησιμοποίησε ως χρώμα.
Είναι τέχνη αυτό; Προφανώς είναι, και μάλιστα αναγνωρισμένη. Η Ανίκα Γι κέρδισε το Hugo Boss 2016, ένα βραβείο που προηγουμένως είχαν πάρει καλλιτέχνες όπως η Tacita Dean και ο Paul Chan, έκανε έκθεση στο Γκουγκενχάιμ και πήρε μέρος στην Μπιενάλε του Whitney.
Η πενηντάχρονη σήμερα Γι, αφού δούλεψε για χρόνια στη μόδα, μετά τα τριάντα της αποφάσισενα να κάνει κάτι που απλώς φάνταζε τρελό, να πειραματιστεί και να βρει τον χώρο της στον κόσμο της τέχνης, χρησιμοποιώντας εργαλεία που άλλοι καλλιτέχνες της γενιάς της αγνοούσαν σε μεγάλο βαθμό, ιδιαίτερα την επιστήμη και το άρωμα. Η Γι, μη έχοντας φοιτήσει σε σχολή τέχνης, δηλώνει ευγνώμων που δεν «υπερφορτώθηκε με ιστορικές παραμέτρους της τέχνης», περιγράφει τις πρώτες της προσπάθειες ως παραγωγικά αφελείς και δεν τηρεί «ό,τι επιτρέπεται και ό,τι απαγορεύεται».
Η ίδια υποστηρίζει ότι η δουλειά της είναι φορτισμένη τόσο συναισθηματικά όσο και πολιτικά και ότι, χρησιμοποιώντας την έννοια της όσφρησης και τις οσμές, κρίνει τον θεσμικό σεξισμό, την πολιτιστική εμμονή μας με την καθαριότητα και τις αποδεκτές δομές εξουσίας του ίδιου του κόσμου της τέχνης.
Σχεδόν καθημερινά πηγαίνει σε εργαστήρια και συνεργάζεται με ερευνητές. Όταν φεύγει από το εργαστήριο, λέει ότι ποτέ δεν ξέρει τα αποτελέσματα της δουλειάς της ημέρας, το έργο της μεταλλάσσεται διαρκώς.
«Δουλεύουμε με παρόμοιο τρόπο» λέει, συγκρίνοντας τους καλλιτέχνες με τους επιστήμονες. «Απλώς έχουμε αντίστροφα χρονοδιαγράμματα. Οι επιστήμονες κάνουν μια υπόθεση και περνούν τα επόμενα είκοσι ή τριάντα χρόνια της καριέρας τους προσπαθώντας να την αποδείξουν, ενώ οι καλλιτέχνες, μέχρι το τέλος της καριέρας τους, δεν θα καταλάβουν ποτέ πραγματικά ποια ήταν η αρχική τους υπόθεση».
Το 2015 παρουσίασε στην Kunsthalle της Βασιλείας το «άρωμα της λήθης», που δημιούργησε σε συνεργασία με έναν Γάλλο αρωματοποιό. Ο σχεδιασμός του ξεκίνησε με την προοπτική ενός εμβρύου σε αμνιακό σάκο κατά νου. Ο συνοδευτικός κατάλογος δημιουργήθηκε σε χαρτί από λιβάνι, εμποτισμένο με το άρωμα. Οι επισκέπτες ενθαρρύνθηκαν να αγοράσουν το βιβλίο και να το κάψουν μετά την ανάγνωση.
Η ίδια υποστηρίζει ότι η δουλειά της είναι φορτισμένη τόσο συναισθηματικά όσο και πολιτικά και ότι, χρησιμοποιώντας την έννοια της όσφρησης και τις οσμές, κρίνει τον θεσμικό σεξισμό, την πολιτιστική εμμονή μας με την καθαριότητα και τις αποδεκτές δομές εξουσίας του ίδιου του κόσμου της τέχνης.
Παρόλο που η περιγραφή των έργων της δυσκολεύει αφάνταστα τους πάντες, προκαλούν έντονα την επιθυμία στους επισκέπτες να τα αγγίξουν και να τα μυρίσουν. Είναι μια τέχνη που για να την καταλάβεις πρέπει να τη βιώσεις. Κατά τη γνώμη της, η δουλειά της, που περιλαμβάνει την όσφρηση, είναι ένα είδος φεμινιστικής παρέμβασης σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο που έχει δώσει προνομιακή θέση στο βλέμμα.
«Η μυρωδιά έχει πολύ πιο στενή σχέση με τις γυναίκες και νομίζω ότι είναι λάθος να την υποβιβάζουμε με αυτόν τον τρόπο», λέει. Η σχέση της με τα αρώματα, και μάλιστα τα επώνυμα, ξεκίνησε μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Η μητέρα της, η οποία είχε μεγάλη αγάπη για τα επώνυμα αρώματα, εργαζόταν σε μια βιοϊατρική εταιρεία και οι συζητήσεις με αυτήν και τις τρεις αδελφές της γι' αυτά ήταν αληθινά «άγριες».
Η Ανίκα Γι ξέρει ότι το έργο της είναι αντιεμπορικό και εφήμερο. Η ανταπόκριση, δε, σε αυτό, ένα κράμα απορίας και δέους. Ωστόσο η άνοδός της στον χώρο της τέχνης υπήρξε γρήγορη και, από πολλές απόψεις, μοναδική.
Η πειραματική της προσέγγιση βασίζεται στη βιολογία, τη βιοχημεία, την ανθρωπολογία και τη φιλοσοφία. Το έργο της δείχνει ένα παρόν σε σχέση με το κοινό μέλλον μας. Αυτό περιλαμβάνει την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης, την κλιματική αλλαγή και τη μετανάστευση. Τα έργα της διερευνούν τον τρόπο που μαθαίνουμε και διαπραγματευόμαστε το περιβάλλον μας, ενώ χρησιμοποιεί τις αισθήσεις ως όχημα για να εκθέσει τα αποτελέσματα της συγχώνευση τεχνολογίας και βιολογίας.
Η Tate Modern έχει παρουσιάσει στο Turbine Hall, από τότε που άνοιξε, το 2000, μερικά αξέχαστα, πολυσυζητημένα και σημαντικά έργα σύγχρονης τέχνης, τα οποία είδαν εκατομμύρια επισκέπτες. Η επόμενη ανάθεση που έχει κάνει στην Ανίκα Γι θα παρουσιαστεί εκεί από τις 12 Οκτωβρίου 2021 έως τις 16 Ιανουαρίου 2022.
Σύμφωνα με την περιγραφή του μουσείου, πρόκειται για μια επίκαιρη τέχνη που προκαλεί ανησυχία και εξετάζει τη βιοπολιτική και τη σχέση μεταξύ ζωντανών και μη ζωντανών όντων μέσω των μικροβιολογικών διεργασιών και της παθογόνου εξάπλωσης και μετάδοσής τους. Είναι μια τέχνη περίεργη, ίσως πρωτοποριακή, αλλά σε κάθε περίπτωση ενδιαφέρουσα. Άλλωστε, κανένας δεν γνωρίζει ακόμα πώς θα μυρίζει η αίθουσα όταν φτάσει εκεί.