Ο Γιάννης Τσαρούχης ήταν ένας σπουδαίος εικαστικός και ένας άνθρωπος που το τίποτα το μετέτρεπε σε «κάτι». Μια προσωπικότητα που εμπνεόταν από πηγές συγκίνησης, μεταφυσικής χαράς, ανθρώπινης μορφής και χρησιμοποιούσε τη χρωματική καθαρότητα. Σε τούτες τις περίεργες μέρες που ζούμε επέλεξα μια δημιουργία που να σχετίζεται με την εποχή μας και το ερχόμενο Πάσχα, το οποίο αναμφίβολα θα είναι διαφορετικό.
Κάποτε, σε μια παλαιότερη συνέντευξή του, είχε πει: «Η Ανάσταση μέσα µου συνδέεται πολύ περισσότερο µε την αιώνια ζωή του ανθρώπου και την παντοτινά αγέραστη νεότητα της φύσεως. Πάντα ο νους µου πηγαίνει στον Άδωνι και στην Περσεφόνη, που επανέρχεται, και πάντοτε συνταυτίζεται μέσα µου η Δήμητρα µε την Παναγία. Πείτε µε νεοκλασικό, ρομαντικό, ειδωλολάτρη ή πανθεϊστή, έτσι σκέφτομαι, αυθόρμητα».
Και συνέχισε: «Για να μου ξαναμιλήσει η Ανάσταση του Χριστού και η Λαμπρή και να αρθώ στο ύψος των αναμνήσεών μου, χρειάζεται ψυχική αγνότης και συγκέντρωση. Ένας καλλιτέχνης, άλλωστε, πρέπει να καλλιεργεί πάντα αυτή την αγνότητα, όπως ένας αθλητής τη φόρμα του. Τις αξίες της ρωμιοσύνης μέσα μου τις αφήνω ελεύθερες να ζήσουν ή να πεθάνουν. Τους δίνω τις καλύτερες συνθήκες επιβιώσεως, προσπαθώντας να είμαι αληθινός και ουσιαστικός. Απεχθάνομαι τη φαρισαϊκή συντήρηση των μορφών που δεν έχουν αντίκρισμα ουσίας. Εντούτοις, πάντοτε βάφω αυγά, όπου και αν βρίσκομαι, και γενικά ό,τι μπορώ να διατηρήσω, ό,τι έμαθα από τη μάνα μου και τον πατέρα μου το συντηρώ γιατί και μια κουταμάρα να είναι, όταν γίνεται επί πολλούς αιώνες, παίρνει αξία και δίνει δύναμη».
Γι’ αυτό ας ανατρέξουμε στο ίδιο το κείμενο του Γιάννη Τσαρούχη για το συγκεκριμένο έργο. Και εκεί διαβάζουμε:
«Το 1965, πηγαίνοντας στο Παρίσι για την πρεμιέρα των “Ορνίθων”, επισκέφθηκα τις Βερσαλίες και ζωγράφισα ένα αυγό απ’ το οποίο θα γεννιόνταν, ούτως ειπείν, ένα σωρό φανταστικά τοπία. Με είχαν επηρεάσει τα σύννεφα που είδα στα ταβάνια των Βερσαλιών. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα τοπία έγιναν μέσα στο τραίνο που μ’ έφερνε στην Ελλάδα. Τα υπόλοιπα έγιναν στην Ελλάδα, εξετέθησαν στο παλαιοπωλείο του Μεζίκη Παρηγόρη και πουλήθηκαν όλα. Η πώληση αυτή μου έδωσε τα μέσα να χτίσω ένα πάτωμα στο σπίτι του Μαρουσίου».
Από το βιβλίο «Γιάννης Τσαρούχης, Ζωγραφική, σ.ΙΧ’»
σχόλια