ΕΝΑ ΑΙΔΟΙΟ ΜΗΚΟΥΣ 33 ΜΕΤΡΩΝ από οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν-αρμέ, για τους φίλους) κείτεται στην ηλιόλουστη πλαγιά ενός λόφου στη Βραζιλία και διχάζει ολόκληρη τη χώρα.
Πρόκειται για γλυπτική σύνθεση της καλλιτέχνιδας Juliana Notari. Την κατασκεύαζε μόνη της, επί 9 μήνες, και φιλοξενείται σε ένα ανοικτό-«αγροτικό» πάρκο τέχνης, το οποίο απλώνεται στις εγκαταστάσεις ενός παλαιού μύλου ζάχαρης, στην πολιτεία Περναμπούκο, στα ανατολικά της χώρας.
Η καλλιτέχνις κάλυψε τη στιβαρή τσιμεντένια κατασκευή με παχιά επίστρωση εποξεικής ρητίνης, κατακόκκινου χρώματος και γυαλιστερού (βλ. gloss) φινιρίσματος, ούτως ώστε η γενική εικόνα του έργου να αποδίδει στο μάξιμουμ ζωντάνια, σφριγηλότητα, πανετοιμότητα και όρεξη.
Εν κατακλείδι και με μια απλή λέξη, η καλλιτέχνις «υπερσεξουαλικοποίησε» στο έπακρο το έτσι κι αλλιώς υπερσεξουαλικό έργο της, φροντίζοντας όμως ταυτόχρονα να το καταστήσει και άλλο τόσο funky, με αποτέλεσμα να προκαλεί μόνο κέφι.
Επιπλέον, επέλεξε γι' αυτό τον τίτλο «Ντίβα», που είναι απολύτως ταιριαστός σε μια σύνθεση, η οποία και μόνο από το queen size της εμπνέει σεβασμό και ουδείς τολμά να αμφισβητήσει το πόσο επιβλητική και αξιοθαύμαστη είναι.
Ένα τσιμεντένιο αιδοίο, καλυμμένο με εποξεική ρητίνη κατάπιε διαμιάς την όποια ψυχραιμία και σύνεση των εκεί απανταχού ακροδεξιών, που προσποιούμενοι πάντα ότι έχουν την κατάσταση των πραγμάτων στα χέρια τους επιδόθηκαν για άλλη μια φορά σε ό,τι γνωρίζουν να κάνουν καλύτερα: μια περφόρμανς λεονταρισμών στον τόνο του αγανακτισμένου και σκανδαλισμένου «κανονικού ανθρώπου».
Ωστόσο, η Juliana Notari δεν παρέλειψε να παραθέσει και το φιλοσοφικο-θεωρητικό υπόβαθρο των καλλιτεχνικών προθέσεων της, που ήταν να διατυπωθεί «μια διερώτηση για τη σχέση μεταξύ φύσης και αγροτικών καλλιεργειών στη φαλλοκεντρική και ανθρωποκεντρική δυτική κοινωνία μας». Και κατέληγε στο ότι, μέσω αυτής της οδού, θα ήταν σημαντικό το έργο να αποτελέσει αφορμή για να ξεκινήσει ένας γενικότερος «προβληματισμός σχετικά με τα φύλα και τα γένη», ο οποίος «στις μέρες μας έχει πλέον αποκτήσει τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος».
Αυτή η τελευταία άποψή της σχετικά με το κατεπείγον του θέματος υπήρξε και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Θεωρήθηκε χοντρή μομφή κατά του κλίματος άκρατου συντηρητισμού και δυσανεξίας στις προοδευτικές και χειραφετητικές σκέψεις, επιδιώξεις και διεξόδους, το οποίο καλλιεργεί (και πουλάει με τη σέσουλα στους ψηφοφόρους του) ο διαβόητος πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐρ Μεσίας Μπολσονάρου.
Κι έτσι, από τη μια στιγμή στην άλλη, η Βραζιλία, που κάθε λεπτό που περνάει ροκανίζει το τροπικό της δάσος εις βάρος ολόκληρου του πλανήτη, που είναι τρίτη στην παγκόσμια σειρά κατάταξης των χωρών που επλήγησαν από την κορωνο-πανδημία, με περίπου 7.800.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα, που αντιμετωπίζει ολοένα και πιο έντονες εξεγέρσεις του αφρο-βραζιλιάνικου πληθυσμού της, του οποίου ο βίος του έχει γίνει αβίωτος και διεκδικεί, αν μη τι άλλο, λίγη αντιρατσιστική ανάσα, βρέθηκε να έχει παρατήσει όλα αυτά τα θεμελιώδη προβλήματά της και να ασχολείται με το τσιμεντένιο αιδοίο της Juliana Notari και το πόσο προσβλητικό είναι αυτό το κατασκεύασμα, που μόνο οι αριστεροί μπορεί να βαυκαλίζονται ότι βγάζει κάποιο νόημα και έχει καλλιτεχνική αξία.
Κι επειδή σε αυτές τις περιπτώσεις, αν αρχίσει η διαμάχη, δύσκολα σταματά, η χώρα ζει εδώ και μερικές μέρες διχασμένη. Ένα τσιμεντένιο αιδοίο, καλυμμένο με εποξεική ρητίνη κατάπιε διαμιάς την όποια ψυχραιμία και σύνεση των εκεί απανταχού ακροδεξιών, που προσποιούμενοι πάντα ότι έχουν την κατάσταση των πραγμάτων στα χέρια τους επιδόθηκαν για άλλη μια φορά σε ό,τι γνωρίζουν να κάνουν καλύτερα: μια περφόρμανς λεονταρισμών στον τόνο του αγανακτισμένου και σκανδαλισμένου «κανονικού ανθρώπου».
Έτσι, ένα έργο τόσο απλοϊκό στη σύλληψή του, τόσο κωμικό στην εμφάνισή του, τόσο «λούνα-παρκ» στις διαστάσεις του –δηλαδή, αδύναμο να οδηγήσει σε συγκίνηση ή περισυλλογή, αλλά ικανότατο να εντυπωσιάζει σαν πυροτέχνημα– κατάφερε να αποδείξει πόσο ακυβέρνητο από τη λογική πλέει το σκάφος μιας μεγάλης και σπουδαίας χώρας.
Για τον λόγο αυτό και μόνο –για το ότι προκάλεσε ένα τόσο ισχυρό (αν και στο φάσμα του προσποιητού) πολιτικό «κοκομπλόκο»– θα όφειλε κάποιος να υποκλίνεται με σεβασμό στο έργο της Juliana Notari.
Όμως τι θα απομείνει από αυτό, όταν το σούσουρο κοπάσει; Το πιθανότερο είναι ότι θα θυμόμαστε μόνο μία ακόμη επιβεβαίωση της στατιστικής αλήθειας, ότι όποτε η κουβέντα επικεντρώνεται στο αιδοίο, αλλάζει ο τόνος της προς το καλύτερο και προς το πιο ευπρόσδεκτο – όλα τα δεινά ξεχνιούνται και το κέφι φτιάχνει, είτε από την καλή είτε από την ανάποδη.
σχόλια