Την τελευταία δεκαετία, η Ταχυδρομική Υπηρεσία των ΗΠΑ χρησιμοποίησε τα γραμματόσημα για να τιμήσει φιγούρες που αγνοούνταν για χρόνια από τα κυρίαρχα ιδρύματα τέχνης, με πιο πρόσφατη υπενθύμιση αυτή της Εντμόνια Λιούις, μιας γλύπτριας με καταγωγή από την Αϊτή, την οποία ορισμένοι ιστορικοί έχουν αναγνωρίσει ως την πρώτη μαύρη γλύπτρια που κατάφερε να διακριθεί στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Λιούις έγινε γνωστή σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες και όχι μόνο για κομψά γλυπτά της από μάρμαρο. Ο Θάνατος της Κλεοπάτρας (1876), γλυπτό φτιαγμένο από μάρμαρο Καρράρας, που απεικονίζει τις στιγμές μετά την αυτοκτονία της Κλεοπάτρας, παραμένει ως σήμερα το πιο διάσημο έργο της και ανήκει στο Αμερικανικό Μουσείο Τέχνης Smithsonian στην Ουάσιγκτον. Πολλά από τα άλλα γλυπτά της, ωστόσο, έχουν χαθεί στην ιστορία.
Το πορτρέτο της που εμφανίζεται στο γραμματόσημο είναι τραβηγμένο από τον Αουγκούστους Μάρσαλ, φωτογράφο που δραστηριοποιήθηκε κυρίως στη Βοστώνη, μεταξύ 1864 και 1871. Η βιογραφία της είναι δύσκολο ακόμα και σήμερα να επαληθευθεί ακριβώς, γιατί η ίδια είχε την τάση να τη διαστρεβλώνει για να φαίνεται πιο εξωτική. Υποστήριζε ότι πέρασε την παιδική της ηλικία περιπλανώμενη σε δάση μαζί με τη μητέρα της.
Γεννήθηκε περίπου το 1844, ελεύθερη, στην περιοχή Όλμπανι της Νέας Υόρκης και το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας το πέρασε στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρζι. Οι πληροφορίες για τους γονείς της είναι συγκεχυμένες, με την ίδια να λέει ότι η μητέρα της ήταν εξαιρετική υφάντρια και τεχνίτρια, αλλά ο πατέρας της δεν έχει διευκρινιστεί αν ήταν παρκαδόρος ή συγγραφέας.
Είναι πολλοί αυτοί που θαυμάζουν το ηρωικό της πνεύμα και, ακόμα και αν δεν είναι πρόθυμοι να τη βοηθήσουν, είναι πρόθυμοι να χειροκροτήσουν όταν επιτέλους γνωρίζει επιτυχία. Η ίδια δούλευε σκληρά και έκανε μόνη τα μοντέλα της σε πηλό ή κερί, αντί να προσλάβει ντόπιους βοηθούς. Αυτό δημιούργησε δυσπιστία στους άντρες γλύπτες της εποχής, αλλά εκείνη επιμένει και μάλιστα αρχίζει να δημιουργεί και να εκφράζει την αφροαμερικανική και ιθαγενή αμερικανική κληρονομιά της.
Εκείνη και ο ετεροθαλής αδελφός της υιοθετήθηκαν από θείες τους και έζησαν κοντά στους καταρράκτες του Νιαγάρα. Η οικογένεια πουλούσε καλάθια και κεντημένες μπλούζες στους τουρίστες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Λιούις ονομαζόταν Wildfire, ενώ ο αδελφός της Sunshine.
Η Λιούις γράφτηκε σε ένα κολλέγιο το 1856 στο οποίο εκδήλωσε την αγάπη της για την τέχνη, αλλά όπως έλεγε η ίδια άφησε το σχολείο μετά από τρία χρόνια, αφού «ήταν άγρια» και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα μαζί της. Ωστόσο το ακαδημαϊκό της αρχείο στο Central College (1856-1858) εντοπίστηκε και οι βαθμοί, η «συμπεριφορά» και η φοίτησή της ήταν όλα υποδειγματικά.
Όταν ήταν 15 ετών στάλθηκε στο Oberlin Collegiate Institute, ένα από τα πρώτα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης των ΗΠΑ που δέχτηκαν γυναίκες και άτομα διαφορετικών εθνοτήτων. Άλλαξε το όνομά της σε Μέρι Εντμόνια Λιούις και άρχισε να σπουδάζει τέχνη. Ήταν μια από τους τριάντα μόλις μη λευκούς φοιτητές, αλλά αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει όταν κατηγορήθηκε ότι δηλητηρίασε δυο νεαρούς φίλους της δίνοντάς τους ένα ποτό.
Η είδηση του αμφιλεγόμενου περιστατικού διαδόθηκε γρήγορα και ενώ η Λιούις πήγαινε στο σπίτι μόνη της ένα βράδυ, την έσυραν σε μια αλάνα, την ξυλοκόπησαν και την άφησαν μισοπεθαμένη. Μετά την επίθεση, οι τοπικές αρχές τη συνέλαβαν, κατηγορώντας τη ότι δηλητηρίασε τους φίλους της. Αν και οι περισσότεροι μάρτυρες μίλησαν εναντίον της, τελικά δεν καταδικάστηκε.
Περίπου έναν χρόνο μετά τη δίκη για δηλητηρίαση, κατηγορήθηκε ότι έκλεψε υλικά καλλιτεχνών από το κολέγιο. Αθωώθηκε λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Μόνο λίγους μήνες αργότερα, κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε διάρρηξη, οπότε και έφυγε από το κολλέγιο οριστικά.
Η Λιούις είπε αργότερα ότι υπόκειται σε καθημερινό ρατσισμό και διακρίσεις. Σε αυτήν και σε άλλες φοιτήτριες σπάνια δόθηκε η ευκαιρία να συμμετάσχουν στην τάξη ή να μιλήσουν σε δημόσιες συναντήσεις.
Μετά το κολέγιο, μετακόμισε στη Βοστώνη στις αρχές του 1864, όπου άρχισε την καριέρα της ως γλύπτριας. Έλεγε επανειλημμένα μια ιστορία για το ότι είδε στη Βοστώνη ένα άγαλμα του Βενιαμίν Φραγκλίνου, χωρίς να γνωρίζει τι ήταν ή πώς να το ονομάσει, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να φτιάξει και η ίδια έναν «πέτρινο άνθρωπο». Βέβαια, μετά από δυο χρόνια σπουδών στο Central College και στο Oberlin σίγουρα ήξερε τι ήταν γλυπτό.
Ήταν δύσκολο να βρει δασκάλους γλυπτικής και να τη δεχτούν ως μαθήτρια. Τελικά τη δέχτηκε ένας μέτριος σε επιτυχία γλύπτης, ο Έντουαρντ Αουγκούστους Μπράκετ που ειδικευόταν στις μαρμάρινες προτομές.
Άρχισε να φτιάχνει έργα σε πηλό, κατασκεύασε τα δικά της εργαλεία γλυπτικής και πούλησε το πρώτο της κομμάτι, ένα γλυπτό γυναικείου χεριού, για οκτώ δολάρια. Τσακωμένη με τον δάσκαλό της, άνοιξε το δικό της στούντιο στο κοινό, στην πρώτη της ατομική έκθεση, το 1864 με έργα εμπνευσμένα από τους ήρωες του Εμφυλίου Πολέμου.
Τα έργα της ήταν επιτυχημένα και πουλούσε πολλές αναπαραγωγές, πράγμα που της επέτρεψε να μετακομίσει τελικά στη Ρώμη. Την ανέφεραν όλα τα έντυπα της εποχής και όλες οι σημαντικές γυναίκες στους κύκλους υπέρ της κατάργησης της δουλειάς, στη Βοστώνη και στη Νέα Υόρκη. Ήξερε ότι κάποιοι δεν εκτιμούσαν πραγματικά την τέχνη της, αλλά την έβλεπαν ως ευκαιρία να εκφράσουν την υποστήριξή τους στα ανθρώπινα δικαιώματα. Έκανε επίσης προτομές κορυφαίων ηρώων των ιθαγενών Ojibwe.
Ενώ βρισκόταν στη Ρώμη, υιοθέτησε το νεοκλασικό ύφος της γλυπτικής και έλεγε ότι πήγε σε ένα μέρος «όπου δεν μου υπενθυμίζεται συνεχώς το χρώμα μου. Η χώρα της ελευθερίας δεν είχε χώρο για έγχρωμο γλύπτη».
Μπήκε σε έναν κύκλο εκπατρισμένων καλλιτεχνών και δημιούργησε τον δικό της χώρο στο πρώην στούντιο του Ιταλού γλύπτη του 18ου αιώνα Αντόνιο Κανόβα στην Πιάτσα Μπαρμπερίνι. Στη Ρώμη απόλαυσε περισσότερη κοινωνική, πνευματική και καλλιτεχνική ελευθερία από αυτή που είχε στις Ηνωμένες Πολιτείες και όντας καθολική εμπνεύστηκε από τα μεγάλα θρησκευτικά έργα. Η Ιταλία τής επέτρεψε να χαράξει τη δική της πορεία στον διεθνή κόσμο της τέχνης.
Άρχισε τη γλυπτική σε μάρμαρο, δουλεύοντας με τον νεοκλασικό τρόπο, αλλά εστιάζοντας στον νατουραλισμό μέσα σε θέματα και εικόνες που σχετίζονται με τους μαύρους και τους Ινδιάνους της Αμερικής.
Είναι πολλοί αυτοί που θαυμάζουν το ηρωικό της πνεύμα και, ακόμα και αν δεν είναι πρόθυμοι να τη βοηθήσουν, είναι πρόθυμοι να χειροκροτήσουν όταν επιτέλους γνωρίζει επιτυχία. Η ίδια δούλευε σκληρά και έκανε μόνη τα μοντέλα της σε πηλό ή κερί αντί να προσλάβει ντόπιους βοηθούς. Αυτό δημιούργησε δυσπιστία στους άντρες γλύπτες της εποχής, αλλά εκείνη επιμένει και μάλιστα αρχίζει να δημιουργεί και να εκφράζει την αφροαμερικανική και ιθαγενή αμερικανική κληρονομιά της.
Ένα από τα πιο διάσημα έργα της, το «Forever Free», απεικόνιζε έναν Αφροαμερικανό άνδρα και μια γυναίκα που αναδύονται από τα δεσμά της σκλαβιάς. Ένα άλλο γλυπτό της ονομαζόταν «The Arrow Maker» και έδειχνε έναν ιθαγενή Αμερικανό πατέρα να διδάσκει στην κόρη του πώς να φτιάχνει ένα βέλος. Η δημοτικότητά της μετέτρεψε το στούντιό της σε τουριστικό προορισμό, ενώ άρχισε να κάνει εκθέσεις.
Για τη συμμετοχή της στην Έκθεση Εκατονταετηρίδας του 1876 στη Φιλαδέλφεια δημιούργησε το μνημειώδες μαρμάρινο γλυπτό «Ο θάνατος της Κλεοπάτρας».
Μεγάλο μέρος του κοινού σοκαρίστηκε από την ειλικρινή απεικόνιση του θανάτου της, αλλά το άγαλμα προσέλκυσε χιλιάδες θεατές παρ' όλα αυτά. Το γλυπτό έκανε μεγάλα ταξίδια σε διάφορους ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους, στους οποίους υπέστη και φθορές, μέχρι να καταλήξει στο Smithsonian American Art Museum.
Η Λιούις έφτιαξε το πορτρέτο του πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Γιουλίσες Σ. Γκραντ, ενώ στη συνέχεια έργα θρησκευτικής τέχνης.
Η βιογράφος της, Μέριλιν Ρίτσαρντσον, γράφει ότι στην πραγματικότητα η Λιούις ήταν μια συμβολική και κοινωνική ανωμαλία μέσα σε μια κυρίαρχα λευκή αστική και αριστοκρατική κοινότητα. Δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε ποτέ παιδιά. Ταξίδεψε και έζησε στο Παρίσι μέχρι το 1901 και στη συνέχεια μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου έζησε και πέθανε από νεφρική ανεπάρκεια το 1907. Είναι θαμμένη στο Ρωμαιοκαθολικό Κοιμητήριο της Αγίας Μαρίας, στο Λονδίνο.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, παρέμεινε η μόνη μαύρη καλλιτέχνιδα που είχε συμμετάσχει και είχε αναγνωριστεί σε οποιοδήποτε βαθμό από το αμερικανικό καλλιτεχνικό ρεύμα. Το 2002, ο μελετητής Molefi Kete Asante τη συμπεριέλαβε στη λίστα του με τους 100 σπουδαιότερους Αφροαμερικανούς.