Το 1999, χρονιά που η Βαϊμάρη της Θουριγγίας ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, ενώ συγχρόνως γιόρταζε τα 250ά γενέθλια του πνευματικού της παιδιού και εθνικού ποιητή της Γερμανίας, Γκαίτε, μαζί με τα 240ά γενέθλια του Σίλερ, που επίσης έζησε εκεί, και κυρίως τα 80χρονα από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην άνοδο του ναζισμού τη δεκαετία του 1930, ο διάσημος Γερμανός καλλιτέχνης Γκίντερ Ούκερ (Günther Uecker) θέλησε να γιορτάσει μια άλλη επέτειο, τα εξήντα χρόνια από την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία, που αποτέλεσαν και την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Χωρίς την άδεια της επίσημης διοργάνωσης, έστησε μια εγκατάσταση στο υπόγειο όπου κρατούνταν αρχικά οι φυλακισμένοι του Μπούχενβαλντ ελάχιστα χιλιόμετρα έξω από τη Βαϊμάρη, ένα από τα πρώτα στρατόπεδα θανάτου, κομμουνιστών αρχικά και Εβραίων αργότερα. Η εγκατάσταση, η οποία εξόργισε τον τότε ομοσπονδιακό υπουργό Εσωτερικών, ήταν ένα μνημείο από πέτρες μεγάλου μεγέθους και αποτελούσε την προσωπική κατάθεση του καλλιτέχνη σε σχέση με τα ντροπιαστικά και εγκληματικά γεγονότα της πατρίδας του, που βίωσε και ο ίδιος ως παιδί.
«Υπάρχει ένα γνωμικό στα γερμανικά που λέει "προφυλάξου ώστε να μη γίνει η αρχή", και σημαίνει στην περίπτωσή μας "προστατεύσου από τα άκρα". Καθώς αυτήν τη στιγμή δεν απειλούμαστε από τους εξτρεμιστές της αριστεράς, έχουμε κάθε λόγο να απειλούμαστε από τους εξτρεμιστές της δεξιάς».
Φέτος, 24 χρόνια μετά, ο 93χρονος σήμερα Ούκερ επέστρεψε στη Βαϊμάρη και έστησε εκ νέου την εγκατάσταση εκείνη με τίτλο «Steinmal», γράφοντας με μπογιά στην πλατεία μπροστά από το Εθνικό Θέατρο της πόλης, υπό το βλέμμα του μνημείου των Γκαίτε και Σίλερ, ονόματα θυμάτων του ναζισμού. Στις 23 Αυγούστου ο πρωθυπουργός της Θουριγγίας Bodo Ramelow, μαζί με τον δήμαρχο της Βαϊμάρης Peter Kleine και τον Rolf Hemke, καλλιτεχνικό διευθυντή του ετήσιου φεστιβάλ της πόλης, του Kunstfest Weimar, κήρυξαν την έναρξή του από τα σκαλοπάτια του θεάτρου μπροστά σε ενθουσιώδεις κατοίκους και επισκέπτες. Στον λόγο τους οι πολιτικοί αναφέρθηκαν στον αδιανόητο πόλεμο που μαίνεται στα γεωγραφικά όρια της Ευρώπης, αλλά κυρίως στην αφύπνιση των πολιτών σχετικά με τον κίνδυνο κατάλυσης της δημοκρατίας στην εποχή μας. Αυτός διαποτίζει και το πρόγραμμα του έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερα πολιτικοποιημένου προγράμματος του φεστιβάλ, το οποίο ωστόσο φιλοξενεί κάθε έκφανση καλλιτεχνικής δημιουργίας, από θέατρο και μουσική μέχρι λογοτεχνία, κινηματογράφο και εικαστικές εκθέσεις διάσημων και δημοφιλών καλλιτεχνών αλλά και κάθε είδους νέας πρωτοπορίας από τη Γερμανία και τον υπόλοιπο κόσμο.
Μόλις λίγες ώρες αργότερα το φεστιβάλ εγκαινίασε τη διοργάνωση του 2023 με μια ευφάνταστη και ξεχωριστή παράσταση, τον «UBU» του Ρόμπερτ Γουίλσον, βασισμένο στο έργο του 1896 «Βασιλιάς Ιμπί» του Αλφρέντ Ζαρί, το πρώτο στην ιστορία του θεάτρου του παραλόγου, μια εμβληματική αντιπολεμική σάτιρα που χλευάζει τη δολιότητα και τη γελοιότητα της εξουσίας.
Η παράσταση-performative installation, στυλιστικά πολύ κοντά στην αισθητικά αναγνωρίσιμη ταυτότητα του σπουδαίου εικαστικού και σκηνοθέτη, σε συνεργασία με τον Τσαρλς Σεμίν (Charles Chemin), αλλά συγχρόνως διαφορετική μ' έναν τρόπο, χάρη στη χρήση ιστορικών κοστουμιών- μαριονέτες φιλοτεχνημένων το 1978 από τον Χουάν Μιρό και τον σκηνοθέτη Χοάν Μπαϊσάς για παλιότερη παράσταση της ομάδας La Claca της Μαγιόρκα. Μια ισπανική εκδοχή με φόντο τον σύγχρονο πόλεμο της Ουκρανίας, η οποία, αφού έκανε πρεμιέρα στη Μαγιόρκα, ακολούθησε διεθνή τουρνέ για να καταλήξει στον πειραματικό χώρο του Εθνικού Θεάτρου της Βαϊμάρης, το πρώην εργοστάσιο ενέργειας E-Werk, το οποίο αμέσως μετά θα κλείσει για να ανακαινιστεί.
Την επομένη ο Γουίλσον έκανε στους χώρους του Bauhaus-Universität Weimar ένα workshop με θέμα την ψυχολογία του Μπαουχάους με το οποίο συνδέεται από την εποχή που σπούδαζε αρχιτεκτονική. Το κίνημα φέτος γιορτάζει τα 100 χρόνια από την πρώτη δημόσια έκθεσή του με ειδικά αφιερώματα στο Bauhaus-Museum της Βαϊμάρης, όπου γεννήθηκε.
Η έκπληξη όμως βρίσκεται στο παλιότερο και κραταιό Neues Museum, όπου, στο πλαίσιο του προγράμματος του φεστιβάλ, έχει ενταχθεί μια έκθεση με τίτλο «Nietzsche Ρrivat». Εκεί παρουσιάζονται για πρώτη φορά δημοσίως όλα τα έπιπλα και προσωπικά αντικείμενα του Φρίντριχ Νίτσε. Ο σπουδαίος φιλόσοφος του 19ου αιώνα έζησε τα τελευταία χρόνια της σαλεμένης του ζωής στη Βαϊμάρη, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή στις 25 Αυγούστου του 1925. Μάλιστα, στο σπίτι όπου ζούσε μαζί με την αδελφή του Ελίζαμπεθ βρίσκονται σήμερα τα αρχεία Νίτσε.
Στην εγκατάσταση «Ο ιδιωτικός Νίτσε – Mια αδιανόητη έκθεση» τα χρηστικά αντικείμενα και τα έπιπλα εκτίθενται μαζί με μπαούλα σαν μόλις να βγήκαν από αυτά, καθώς οι Aρχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας τα κρατούσαν για δεκαετίες σαν απαγορευμένο και επικίνδυνο φορτίο. Ως μέρος της επίσκεψης ζητείται η γνώμη των επισκεπτών για την τύχη τους. Ωστόσο, εκτός από τα αγαπημένα υπάρχοντα, τα οποία λένε με τον τρόπο τους την ιστορία των δύο αδελφών –είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα έπιπλα είναι βαμμένα μαύρα–, υπάρχουν διάσημα πορτρέτα τους από σημαντικούς ζωγράφους, όπως ο Έντβαρτ Μουνκ και ο Κερτ Στόεβινγκ.
Δεν είναι τυχαίο ότι μία από τις μεγαλύτερες πλατείες της Βαϊμάρης έχει το όνομα του Χόρχε Σεμπρούν. Ο Ισπανός συγγραφέας και διανοητής έζησε τη θηριωδία του ναζισμού ως έγκλειστος στο στρατόπεδο Μπούχενβαλντ. Ο εγκαταστημένος από το 1951 στη Γερμανία Χιλιανός συνθέτης της πρωτοποριακής μουσικής Χουάν Αλιέντε-Μπλαν (Juan Allende-Blin) επέλεξε αποσπάσματα από το «Τι όμορφη Κυριακή!» του Σεμπρούν, όπου περιγράφει την άφιξη μιας ομάδας Πολωνο-εβραίων στο Μπούχενβαλντ, ένα ποίημα του Μπέκετ και ένα δικό του κείμενο, τα έδεσε με μια μουσική σύνθεση και ήχους και τα ηχογράφησε για το ραδιόφωνο. Το ηχητικό αυτό κολάζ με τίτλο «MONOLOG/DIALOG» που ακόμα δεν έχει αναμεταδοθεί μπορεί κανείς να το ακούσει με ειδικά ακουστικά καθώς περιφέρεται στους χώρους του στρατοπέδου συγκέντρωσης, χώρο μνήμης του Ολοκαυτώματος. Η εμπειρία, ακόμα και ως καλλιτεχνική διάδραση, είναι σοκαριστική και αποπνικτική.
Το βράδυ της 25ης Αυγούστου, το ετήσιο μνημόσυνο για τα θύματα του ναζισμού στο Μπούχενβαλντ συνδυάστηκε με μια συναυλία συμφωνικής μουσικής με έργα των Alexander Werpik, Simon Laks και Arthur Honegger. Οι δύο πρώτοι έζησαν το ρατσιστικό μίσος, παρόλο που δεν είχαν κοινή προέλευση. Ο Werpik, γεννημένος στην Ουκρανία, παρόλη τη σημαντική μουσική πορεία του, χαρακτηρίστηκε από το σταλινικό καθεστώς εβραιο-εθνικιστής και εξορίστηκε σε γκουλάγκ στα Ουράλια. Το διασημότερο έργο του δεν είναι άλλο από το «Τραγούδια και χοροί του γκέτο» του 1929, το οποίο και ερμηνεύτηκε κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης.
O γεννημένος στην Βαρσοβία Laks εργαζόταν ως μουσικός στο Παρίσι όταν συνελήφθη από τους ναζί και απελάθηκε στο Άουσβιτς. Παρόλο που η εμπειρία του εκεί δεν ήταν τόσο φρικτή όσο των υπολοίπων, καθώς ήταν ο διευθυντής ορχήστρας του στρατοπέδου, ήξερε ότι η μουσική του χρησιμοποιούνταν συνειδητά από τους βασανιστές, αφού μετέτρεπε τους ανθρώπους σε άβουλα, πειθήνια όντα, έτοιμα για καταναγκαστική εργασία. Απελευθερώθηκε από τους Αμερικανούς στο Νταχάου. Το έργο του «Ποίημα για βιολί και ορχήστρα» του 1954 ερμήνευσε ο Ελληνο-αλβανός βιολιστής σολίστας Ιόνιαν Ηλίας Καντέσα. Ο Ελβετός συνθέτης Honegger (γνωστός από τη μουσική που έγραψε για τον «Ναπολέοντα» του Αμοέλ Γκανς και την όπερα «Αντιγόνη» σε λιμπρέτο του Ζαν Κοκτό) έγραψε το 1946 την 3η Συμφωνία (Liturgique). Είπε σχετικά με αυτό: «Με αυτήν τη συμφωνία ήθελα να συμβολίσω τη δημιουργία του σύγχρονου ανθρώπου ενάντια στον βάλτο της βαρβαρότητας, τη βλακεία, τα βάσανα».
Ωστόσο, η βραδιά μνήμης ξεκίνησε με αποσπάσματα από κείμενα του Σέρβου συγγραφέα και επιζώντος στρατοπέδου συγκέντρωσης Ιβάν Ιβάντζι, που αν και σε προχωρημένη πια ηλικία, ήταν παρών στην εκδήλωση, ενώ αμέσως μετά τον λόγο πήρε ο πρωθυπουργός της Θουριγγίας, Bodo Ramelow, ο μόνος αριστερός ηγέτης κρατιδίου, εκπροσωπώντας το κόμμα De Linge. Είπε μεταξύ άλλων: «Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν πρέπει να μας είναι αδιάφορα. Σκοπός όλων μας πρέπει να είναι να μην αφήσουμε να ξεχαστεί το ναζιστικό παρελθόν, γιατί στο επίκεντρο της κουλτούρας και της μνήμης μας είναι τα εκατομμύρια των θυμάτων. Ως Γερμανοί έχουμε ιδιαίτερη ευθύνη απέναντί τους. Καταρχάς, οφείλουμε να πάψουμε να επαναλαμβάνουμε το λάθος να θεωρούμε τα θύματα ως ανίσχυρους ανθρώπους. Αντιθέτως, είναι σημαντικό να τους βλέπουμε ως ξεχωριστούς, ιδιαίτερους και αυθεντικούς χαρακτήρες. Ταυτόχρονα, πρέπει να διευρύνουμε την προοπτική μας και να αναρωτηθούμε για τα αίτια, τις διαστάσεις και τις συνέπειες των μαζικών εγκλημάτων των ναζί. Να αναρωτηθούμε για τους δράστες και στη συνέχεια αναφορικά με τη συμμετοχή της "κανονικής" κοινωνίας της Γερμανίας στην εθνικοσοσιαλιστική πολιτική εξόντωσης. Γιατί μόνο η ολοκληρωμένη άποψη περί της ναζιστικής ηγεμονίας του τρόμου θα επιτρέψει την ιστορική γνώση για το παρόν και το μέλλον μας».
Κι αν τα λόγια αυτά έμοιαζαν σαν λόγος σε τελετή αποφοίτησης πανεπιστημίου, δηλαδή θεωρητικές αοριστολογίες, μία ακόμα εγκατάσταση επιβεβαίωσε το επείγον της κατάστασης. Το «Protocol M oder der Tag, an dem der Wolf anfing den Mond anzuknabbern» (Τη μέρα που ο λύκος άρχισε να τσιμπολογάει το φεγγάρι) αποτελεί ένα audio play το οποίο ακούει ένα κοινό 8 ατόμων, όσα και οι συμμετέχοντες ηθοποιοί, με ακουστικά περιμετρικά στον χώρο γκαλερί. Ακούνε μια συζήτηση ανάμεσα σε απλούς προοδευτικούς πολίτες που αρχίζουν να ανησυχούν εξαιτίας των σιωπηλών διαδηλώσεων της Δευτέρας.
Πρόκειται για μια παράδοση που ξεκίνησε παλιότερα από την πρώην Ανατολική Γερμανία, στο πλαίσιο της οποίας κάθε Δευτέρα στη Βαϊμάρη αλλά και σε άλλες πόλεις της Γερμανίας συγκεντρώνονται άνθρωποι κάθε τάξης και ηλικίας για να διαμαρτυρηθούν σιωπηλά ως, υποτίθεται, αθώα θύματα μιας δημοκρατίας των ευνοουμένων. Δηλαδή νοικοκυραίοι, μητέρες με παιδιά, άνεργοι νέοι, όλοι εκφραστές των πιο συντηρητικών εμμονών, υποστηρικτές κάθε απίθανης, συνήθως αντισημιτικής συνωμοσιολογίας, υποστηρικτές κάθε λαϊκιστικού κινήματος, άνθρωποι που απαιτούν τη δική τους «δημοκρατία», που κατά τη γνώμη τους έχει καταλυθεί. Υποστηρικτές του Πούτιν που αντιτάσσονται στη στήριξη της Ουκρανίας, αντιεμβολιαστές, ευρωσκεπτικιστές, πιθανότατα οι «κρυφοί» ψηφοφόροι του όλο και πιο ισχυρού AfD, του ακροδεξιού (κεκαλυμμένα νεοναζιστικού) κόμματος που ανησυχεί κάθε δημοκρατικό πολίτη της Γερμανίας σήμερα.
Καθώς η δράση πραγματοποιήθηκε στη μικρή γκαλερί a-studio που έχει γυάλινη πρόσοψη, την πρώτη μέρα της παρουσίασής της μια ομάδα ανθρώπων στάθηκε έξω από τη βιτρίνα, παρακολουθώντας σιωπηλά και απειλητικά το κοινό που άκουγε το έργο. Μια ομάδα δημοσιογράφων το ακούσαμε πρωί, σε ώρα που δεν είχε κοινοποιηθεί, οπότε δεν ήταν κανείς να μας περιμένει έξω από τον χώρο. Αφότου ακούσαμε το έργο και μία από τους συντελεστές, η Paula Holzhauser, μας εξήγησε πώς με την ομάδα της παρεισέφρησε στους διαδηλωτές, παίρνοντας συνεντεύξεις, για να γράψει το έργο, απάντησε στην ερώτησή μου αν πράγματι φοβάται ότι η δημοκρατία απειλείται στη Γερμανία. Η απάντησή της ήταν καταφατική, με ένα βλέμμα τρόμου στα μάτια.
Το ίδιο ακριβώς ρώτησα τον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ Ρολφ Χέμκε λίγο αργότερα στο γραφείο του. To φετινό σλόγκαν του φεστιβάλ είναι «Erinnern schafft Zukunft» δηλαδή «Το να θυμάσαι δημιουργεί το μέλλον», οπότε έθεσα και σε εκείνον το ερώτημα πόσο μεγάλη είναι η απειλή του νεοναζισμού. Μου απάντησε: «Υπάρχει ένα γνωμικό στα γερμανικά που λέει "προφυλάξου ώστε να μη γίνει η αρχή". Που σημαίνει, στην περίπτωσή μας, "προστατεύσου από τα άκρα". Καθώς αυτήν τη στιγμή δεν απειλούμαστε από τους εξτρεμιστές της αριστεράς, έχουμε κάθε λόγο να απειλούμαστε από τους εξτρεμιστές της δεξιάς. Ως φεστιβάλ έχουμε μεγάλη ευθύνη για την πόλη της Βαϊμάρης, η οποία, εκτός από πόλη των σπουδαίων κλασικιστών, είναι και μια πόλη-σύμβολο της ιστορίας της σύγχρονης Γερμανία». Πράγματι, εκεί ήταν που υπογράφηκε το πρώτο σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το 1918, αλλά ήταν και η πόλη που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην άνοδο του ναζισμού, αφού λίγα χρόνια μετά εκλέχτηκε από εκεί ο πρώτος ναζιστής υπουργός κυβέρνησης. Και λίγα χιλιόμετρα έξω από αυτήν, το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, ήταν από τα πρώτα που λειτούργησαν.
Μόλις εξήντα χιλιόμετρα μακριά, μια άλλη δράση, ξανά με τη μορφή audio play, είναι η βόλτα με βάρκα στην τεχνητή λίμνη Hohenwarte που δημιουργήθηκε για να χτιστεί ένα φράγμα στα χρόνια του ναζισμού που θα ηλεκτροδοτούσε εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας το οποίο θα στήριζε τη βιομηχανία ατσαλιού και την κατασκευή όπλων που θα αιματοκυλούσαν την Ευρώπη. Για να συμβεί αυτό ένα ολόκληρο χωριό 245 κατοίκων, το Preßwitz, έπρεπε να εκκενωθεί. Πλέον αυτό βρίσκεται στον βυθό της λίμνης και η Sandra Rücker ερεύνησε, μέσα από τις αναμνήσεις των παππούδων της, την ιστορία του για να δημιουργήσει μια ενδιαφέρουσα αφήγηση που περιέχει αναπόληση αλλά και βία, καθώς το καθεστώς τρόμου ξερίζωσε ζωή αιώνων.
Το φεστιβάλ έχει όμως και πολλά δημοφιλή ονόματα, όπως αυτό του εγκατεστημένου στην Κολονία Καναδού μουσικού και σόουμαν Chilly Gonzales που εμφανίζεται πάντα επί σκηνής με ρόμπα και σαγιονάρες μπάνιου, ξεσηκώνοντας με τις μουσικές και τα τραγούδια του το κοινό, που τον λατρεύει. Ξεκινάει από τζαζ και αναμειγνύει μύρια όσα στυλ, ενώ η διάδρασή του με τους θεατές είναι μοναδική.
Το πρόγραμμα, που προσφέρει από κινηματογράφο μέχρι συζητήσεις με διάσημους συγγραφείς, περιλάμβανε και δύο παγκόσμιες πρεμιέρες, μουσικοθεατρικές παραστάσεις, με τη συνεργασία σημαντικών καλλιτεχνών: το «Missing in Cantu» του μουσικού Johannes Maria Staud και του συγγραφέα Thomas Köck, με οικολογική θεματική, και το αντιπολεμικό «Kriegsweihe» με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, σε αναζήτηση τρόπου αποκατάστασης της ειρήνης, με τη συμμετοχή καλλιτεχνών από ολόκληρη την Ευρώπη, σε σύνθεση και σκηνοθεσία του Marc Sinan και τους αστέρες Jelena Kuljić και David Bennent επί σκηνής μαζί με μέλη της Συμφωνικής Ορχήστρας του Κιέβου.
Αστέρες του γερμανικού θεάτρου εμφανίζονται και στο «Dantons Death Reloaded» του διάσημου Ιρανού σκηνοθέτη Amir Reaza Koohestani που συνεργάζεται με ένα από τα διασημότερα θέατρα της χώρας, το Thalia Theater του Αμβούργου, για να ξαναπεί την ιστορία του Μπίχνερ από την οπτική των γυναικών. Χωρίς αμφιβολία, στη Βαϊμάρη σήμερα συμβαίνει ένα φεστιβάλ πολιτικής και κοινωνικής αφύπνισης που προσπαθεί να προλάβει τα χειρότερα που διαφαίνονται στον ορίζοντα, ώστε η Δημοκρατία της να μείνει σκοτεινή μόνο στα βιβλία της Ιστορίας.