Από το Σάββατο που άνοιξαν οι πύλες του ΕΜΣΤ για τις νέες περιοδικές εκθέσεις με τις οποίες εγκαινιάζει τη νέα σεζόν όλοι μιλάνε για έναν Έλληνα καλλιτέχνη άγνωστο μέχρι πρότινος στους περισσότερους.
Ο Μιχαήλ Καρίκης, του οποίου η έκθεση-μίνι ρετροσπεκτίβα με τίτλο «Γιατί ζούμε μαζί» (μια φράση που αποτελεί ταυτόχρονα ερώτηση και τοποθέτηση) καλύπτει ολόκληρο τον 4ο όροφο με βιντεο-εγκαταστάσεις και έργα, αποτελεί μια ιδιαίτερη φωνή στη διεθνή εικαστική σκηνή με άπειρες συμμετοχές σε μπιενάλε, μουσεία, φεστιβάλ, δημόσιους χώρους.
Πολυβραβευμένος και υπερδραστήριος, έχει βιντεο-εγκαταστάσεις σε σημαντικά μουσεία σύγχρονης τέχνης, συχνά με άμεση αναφορά στις ιδέες της Αμερικανίδας πρωτοπόρου της πειραματικής μουσικής Pauline Oliveros (1932-2016), από την οποία έχει επηρεαστεί και η οποία πίστευε ότι ο μουσικός αυτοσχεδιασμός είναι μια πρακτική των περιθωριοποιημένων και απαξιωμένων μη δυτικών μουσικών παραδόσεων.
Το έργο του Μιχαήλ Καρίκη έχει καταγγελτικό χαρακτήρα, αποσκοπώντας στην αφύπνιση σχετικά με το μέλλον της οικουμενικής πατρίδας που αποτελεί ο πλανήτης μας. Ο ίδιος το αποδεικνύει εμπράκτως, δίνοντας το «παρών» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, όπου τον καλούν να δημιουργήσει, ενώ μοιράζει τη ζωή του μεταξύ Λισαβόνας και Λονδίνου.
Ο Καρίκης εφαρμόζει τον πολυφωνικό αυτοσχεδιασμό, πετυχαίνοντας έναν εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ των έργων και των θεατών. Εκτός των βίντεο, ηχητικά έργα του έχουν δημοσιευτεί παγκοσμίως χάρη στην Björk, τον DJ Spooky, τη UNICEF, το MIT και τις δισκογραφικές εταιρείες Sub Rosa και One Little Independent Records, και έχουν μεταδοθεί ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά από το BBC αλλά και τα εθνικά δίκτυα RAI, RTL και Radio France.
Ασχολείται με θέματα που άπτονται της οικολογίας –παράδειγμα οι χάρτες/πλακάτ που εκφράζουν την απειλή αλλαγής της γεωγραφίας της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια λόγω της κλιματικής κρίσης‒ και των προβλημάτων των αδύναμων και περιθωριοποιημένων ομάδων, συνεργάζεται με ομάδες, συλλογικότητες, νέους, παιδιά, ανθρώπους που αγωνιούν για το μέλλον του πλανήτη αλλά και με όσους εκφράζουν τον λαϊκό πολιτισμό, παράγοντας έργα ανείπωτης ομορφιάς και λυρισμού.
Παράλληλα το έργο του έχει καταγγελτικό χαρακτήρα, αποσκοπώντας στην αφύπνιση σχετικά με το μέλλον της οικουμενικής πατρίδας που αποτελεί ο πλανήτης μας. Ο ίδιος το αποδεικνύει εμπράκτως, δίνοντας το «παρών» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, όπου τον καλούν να δημιουργήσει, ενώ μοιράζει τη ζωή του μεταξύ Λισαβόνας και Λονδίνου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου θα δούμε την επόμενη δουλειά του.
— Τι συναισθήματα σου δημιουργεί η επιστροφή στην Ελλάδα;
Δεν θα το έλεγα επιστροφή.
— Ναι, αλλά δεν ζεις εδώ, πηγαινοέρχεσαι.
Επαγγελματικά είναι η πρώτη παρουσίαση τέτοιου μεγέθους, δεν είχα άλλη ατομική έκθεση. Λατρεύω την Ελλάδα, κυρίως την Αθήνα, να σου πω την αλήθεια. Εντυπωσιάστηκα πάρα πολύ και κάπως με αιφνιδίασαν τα πολύ θετικά σχόλια που έχω ακούσει από το κοινό. Γιατί δουλεύω πάρα πολλά χρόνια και αυτό το πολύ σύντομο διάστημα που ήμουν στην Αθήνα η απήχηση που είχαν τα έργα μου, κι ελπίζω να συνεχίσουν να έχουν, με συγκίνησε και με παραξένεψε.
— Ήρθες την πιο κατάλληλη στιγμή να δείξεις τη δουλειά σου. Μετά την Ντοκουμέντα, το ΕΜΣΤ είναι πραγματικότητα πια και το κοινό μοιάζει να έχει στρέψει μέρος του ενδιαφέροντός του στα εικαστικά…
Ναι, το ΕΜΣΤ είναι πια πραγματικότητα και από τότε που πήγε η Κατερίνα Γρέγου σε αυτό γίνεται καταπληκτική δουλειά.
— Θεωρείς ότι δεν μπορούσες να δείξεις μέχρι τώρα τη δουλειά σου στην Ελλάδα, ότι το κοινό δεν ήταν έτοιμο για video art;
Όχι, δεν πιστεύω ότι το κοινό δεν είναι προετοιμασμένο με όσα βλέπει στο σπίτι του ή στο τηλέφωνό του. Αν το σκεφτείς, βέβαια, κάποια μορφή video art βλέπουμε στο Instagram ή στο YouTube συνέχεια. Ήταν και η γενιά των διευθυντών των σημαντικών ή κύριων ιδρυμάτων και οργανισμών τέχνης που ίσως δεν ήταν έτοιμη να πάρει το ρίσκο να παρουσιάσει κάτι σαν video art ή sound art.
Δεν πρέπει να υποτιμάμαι το κοινό, νομίζω ότι είναι έτοιμο να δει οτιδήποτε του παρουσιάσουμε και να αντιδράσει. Είτε είναι Πικάσο, είτε είναι Κουνέλης, είτε είναι Καρίκης, θα αντιδράσει. Αυτό θέλουμε, το κοινό να αντιδράσει κάπως.
— Μίλησέ μου λίγο για την πορεία σου. Μεγάλωσες στη Θεσσαλονίκη, αλλά έφυγες νωρίς για σπουδές. Σωστά;
Έφυγα δεκαεπτά χρονών για να πάω στο Λονδίνο, όπου σπούδασα αρχιτεκτονική. Ήταν το πρώτο μου πτυχίο, μετά έκανα πρακτική έναν χρόνο πριν πάω για μεταπτυχιακό, αλλά εν τέλει αποφάσισα ότι ο δρόμος της αρχιτεκτονικής δεν ήταν αυτός που πραγματικά ήθελα ‒ αντιμετωπίζεις πολλούς περιορισμούς, όπως η νομοθεσία, διάφορα οικονομικά θέματα. Ωστόσο μου έδωσε κάτι πολύ σημαντικό, μου έμαθε να συνδέω αυτό που δημιουργώ με αυτόν που ζει σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Όπως και κάποιες πρακτικές γνώσεις για το πώς να σκέφτομαι τον χώρο, τον τρόπο που κάποιος τον διανύει και ποια είναι η κιναισθητική εμπειρία (kinaesthetics) μέσα σε αυτόν.
Αυτό αργότερα με βοήθησε στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου πήγα να κάνω μάστερ κυρίως επάνω στο installation art. Όλα αυτά ήταν με υποτροφίες, δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να τα κάνω αλλιώς.
Μετά πάλι έφυγα μια χρονιά από το πανεπιστήμιο για να εργαστώ επάνω σε διάφορα πράγματα και τότε μου έγινε πρόταση να επιστρέψω ώστε να κάνω διδακτορικό, στο οποίο αρχικά είπα όχι, γιατί τότε δεν μπορούσα να δω σε τι θα μπορούσε να με βοηθήσει ‒ άλλωστε δεν ήταν συνηθισμένο για έναν καλλιτέχνη. Όμως μου πρόσφεραν μια θέση, όπου, εκτός του ότι θα πληρωνόμουν για τέσσερα χρόνια, θα είχα στούντιο και θα ήμουν υπό την επίβλεψη καθηγητή. Έτσι δέχτηκα.
— Ποιο ήταν το θέμα του διδακτορικού σου;
Η φωνή ως υλικό.
— Η φωνή κυριαρχεί στην έκθεσή σου.
Βασικά, άρχισε να κυριαρχεί από νωρίς, από τότε που ήμουν μικρός. Τα ενδιαφέροντά μου ήταν ανέκαθεν τα ίδια. Νομίζω ότι ακόμα και τώρα συνεχίζω το διδακτορικό μου. Παρόλο που τέλειωσα το 2006, η έρευνά μου συνεχίζεται στο ίδιο πλαίσιο.
— Θα λέγαμε ότι η έκθεση είναι ένα διδακτορικό πάνω στην πολιτική θεώρηση των σύγχρονων κοινωνιών μέσα από τις φωνητικές εκδοχές κάθε διαφορετικού έργου;
Σε κάθε διαφορετικό έργο βλέπουμε ανθρώπους να εκφράζονται μέσω της φωνής τους κι αυτό που εκφράζουν είναι ο εναρμονισμός τους, η μεταξύ τους σχέση καθώς και η σχέση που έχουν με το περιβάλλον γύρω τους. Στο πρώτο έργο, που έχει το τίτλο «Χθόνιοι Ήχοι», βλέπουμε μια ομάδα εργατών να παράγουν ήχους των ορυχείων.
— Μια χορωδία πρώην ανθρακωρύχων, μεγάλων σε ηλικία ανθρώπων.
Ναι, κάποιοι ήταν πάνω από εβδομήντα. Έχασαν τη δουλειά τους το 1986 που τα ανθρακωρυχεία έκλεισαν. Οι θεματικές που περνάω στα έργα μου, όπως οι περισσότερες κοινότητες, έχουν να κάνουν με την πραγματικότητα, είτε αυτό είναι η ανεργία είτε η περίπτωση των «Παιδιών της ανησυχίας», όπου, εκτός από την ανεργία, βλέπουμε παιδιά πρώην εργαζομένων που επισκέπτονται τον εργατικό οικισμό ο οποίος εγκαταλείφθηκε λόγω της αυτοματοποίησης του εργοστασίου.
Αυτές οι κοινότητες έχουν βιώσει γεγονότα που τους έφεραν στα όριά τους ‒ ας σκεφτούμε πόσο επικίνδυνο είναι το επάγγελμα του ανθρακωρύχου. Εδώ τους βλέπουμε να επιστρέφουν για να μας δείξουν τους ήχους της δουλειάς τους.
Ένα μεγάλο μέρος της δικής μου δουλειάς είναι μια πολύ σύγχρονη εκδοχή του μύθου του Ορφέα, ο οποίος χάνει ένα πολύ αγαπημένο του πρόσωπο και με τη δύναμη της τέχνης του, τη μουσική και την ποίηση, ανοίγει τις πύλες του Άδη και πείθει τους θεούς να του δώσουν ακόμα μία ευκαιρία μαζί του.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό αν σκεφτούμε τι μπορεί να καταφέρει η τέχνη, ότι δηλαδή μπορεί να παραβιάσει όρια, θεσμούς και κανόνες. Ο Ορφέας πιστεύω ότι ήταν ένας επαναστάτης. Σε κάθε μου έργο προσπαθώ να περάσω το στοιχείο της επανάστασης.
— Το έργο σου είναι πολιτικοποιημένο, χαρακτηρίζεται από συλλογικότητα και νέες προσεγγίσεις της ζωής, σαν να επιδιώκεις την επανεκκίνηση συμπεριφορών, προβληματικών συνηθειών.
Και της σκέψης.
— Η πολιτική σου συνειδητοποίηση είναι ταυτόσημη με τη στροφή σου στις τέχνες;
Η πολιτική συνειδητοποίηση ήρθε από πολύ μικρή ηλικία, εννοώ στο δημοτικό. Στο γυμνάσιο ήμουν πρόεδρος του τμήματός μου, εκπροσωπούσα τους συμμαθητές μου, οργανώναμε καταλήψεις, ενημερώναμε ο ένας τον άλλον, παρουσίαζα τα θέματα των μαθητών στους καθηγητές, διεκδικούσα.
Νομίζω ότι και ως καλλιτέχνης ο ρόλος μου είναι παρόμοιος. Φυσικά, μέσα από τη δουλειά μου μεταφέρω και το δικό μου σκεπτικό, αλλά πάντα ως εκπρόσωπος ομάδων ανθρώπων των οποίων τα δικαιώματα και η φωνή έχουν περιθωριοποιηθεί.
— Ή είναι πιο αδύναμη από τη δική σου.
Ακριβώς. Γιατί ως καλλιτέχνες αυτό που μαθαίνουμε στο πανεπιστήμιο είναι πώς θα φιλτράρουμε μέσα από τη σκέψη μας και μέσω του υλικού μας, είτε είναι πηλός είτε μπογιά, εκ νέου την πραγματικότητά μας για να την παρουσιάσουμε. Αυτό σου δίνει πολύ μεγάλη δύναμη και νομίζω ότι όλοι οι καλλιτέχνες πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε και να σκεφτούμε πώς θα τη χρησιμοποιήσουμε. Αυτός ο ρόλος του αντιπροσώπου είναι για μένα μια ευθύνη, μια απόφαση.
— Προδίδει μια αίσθηση υπευθυνότητας αυτό.
Αισθάνομαι μεγάλη υπευθυνότητα και είναι σημαντικό το πώς αντιδρά το κοινό, όχι όμως τόσο σημαντικό όσο το πώς αντιδρούν οι ομάδες με τις οποίες συνεργάζομαι. Γι’ αυτό και οι πρώτοι που πάντα βλέπουν τη δουλειά μου είναι αυτοί οι οποίοι συμμετέχουν. Την παρουσιάζω οπουδήποτε, στο σχολείο τους, στη λέσχη τους, στην παμπ που πηγαίνουν να πιουν ένα ποτό. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, και για μένα το πιο τρομακτικό, όπως τη στιγμή που έδειξα στους ανθρακωρύχους τη δουλειά μου, που ήταν αυτοί οι ίδιοι. Αν δεν τους άρεσε, δεν επρόκειτο να βγει.
— Θυμάσαι την αντίδρασή τους;
Φυσικά και θυμάμαι, ήταν πάρα πολύ ενθουσιασμένοι. Πολλές φορές η αντίδραση ή τα σχόλια που παίρνω είναι περισσότερο θετικά απ’ ό,τι περιμένω. Π.χ. το βίντεο των ανθρακωρύχων ζητήθηκε από οικογένειες που το χρησιμοποίησαν στην κηδεία αυτών που συμμετείχαν.
— Απίστευτο. Τώρα συνειδητοποιώ ότι, έχοντας συνδεθεί με συλλογικότητες, θα έχεις ζήσει πολλές τέτοιες συγκινήσεις.
Για μένα οι ανθρώπινες εμπειρίες και οι σχέσεις έχουν μεγαλύτερη σημασία από τη δουλειά. Η εμπιστοσύνη, η φροντίδα, η αλληλεγγύη, η ενσυναίσθηση, είναι τα πιο σημαντικά. Μετά είναι η δουλειά.
— Μοιάζει να σε ενδιαφέρει η νέα γενιά, το να διδάξεις μια νέα προοπτική της ζωής.
Δεν είναι μόνο ότι δίνω κάτι, ιδίως όταν έρχομαι σε επαφή με παιδιά και νέους, αλλά και ότι μαθαίνω κι εγώ πολλά πράγματα. Βλέπω τον κόσμο, την πραγματικότητα, τη ζωή μέσα από τη δική τους οπτική γωνία.
Γενικά, ως άνθρωπος, παρόλο που είμαι της σταθερότητας, θεωρώ ευθύνη μου να γνωρίζω και να ενημερώνομαι σχετικά με το πόσο αλλάζει η πραγματικότητα. Και να ξέρω πώς μπορώ να βελτιώσω την πραγματικότητα ενός νέου. Για να το κάνω αυτό, όμως, πρέπει πρώτα να ακούσω. Η ακοή, που βρίσκεται στο τραγούδι, είναι σε όλα μου τα έργα. Για να τραγουδήσω μαζί τους πρέπει πρώτα να τους ακούσω. Για να μπορέσω να εναρμονιστώ μαζί τους, όπως και για να δράσω σε σχέση με το περιβάλλον, με ευαισθησία και με ευσυνειδησία, πρέπει να πρώτα να το «ακούσω».
Αυτό το βλέπουμε σε όλα τα έργα μου. Για να συντονιστούμε όλοι μεταξύ μας, για να έχουμε μια αρμονική σχέση με τη φύση, πρέπει πρώτα να ακούσουμε. Κι αυτό δεν είναι κάτι που προβάλλω μόνο στη δουλειά μου, όπου βλέπουμε ανθρώπους να ακούνε μια συζήτηση, ένα τραγούδι, ήχους της γης ή ενός παλιού εργοστασίου, είναι και η δική μου πρακτική όταν αναπτύσσω τα έργα. Πρέπει να ακούσω για να μάθω και να δημιουργήσω κάτι ανάλογο που να έχει παραχθεί με ευαισθησία προς τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι.
— Κυρίαρχο θέμα στα έργα σου είναι η οικολογία. Ήσουν ανέκαθεν ευαισθητοποιημένος;
Είμαι της άποψης ότι δεν μπορούμε να έχουμε μια διαστρεβλωμένη σχέση με τον πλανήτη και να πιστεύουμε ότι οι σχέσεις μεταξύ μας είναι θετικές. Αυτά τα δύο πάνε χέρι - χέρι.
— Η «Μετεωρολογική Ορχήστρα», πάντως, έχει μεγάλη γοητεία, καταπληκτικό τραγούδι, υπέροχους ήχους και εικόνες.
Το τραγούδι προέρχεται από τη Μαδέρα, το Πόρτο, από έναν Κούρδο πρόσφυγα που ζει στην Αθήνα, μια Δανή από την Κοπεγχάγη. Αυτό που προτείνω σε όλη τη δουλειά μου γενικά αλλά και στη συγκεκριμένη είναι να μάθουμε τη γλώσσα της φύσης. Αυτό το βλέπουμε και το ακούμε με τα μουσικά όργανα, που δεν είναι καινούργια, υπάρχουν αιώνες ‒ κάποια είναι τελετουργικά, κάποια παραδοσιακά και μιμούνται καιρικά φαινόμενα, τους ήχους της φύσης. Προτείνω να ακούσουμε τη γη, να τραγουδήσουμε με τη γη, να εναρμονιστούμε με τη γη.
— Θα σε ενδιέφερε να στραφείς στον κινηματογράφο;
Νομίζω ότι θα με περιορίσει. Όταν ξεκινάω ένα έργο συνήθως δεν ξέρω τι ακριβώς θα κάνω. Αυτό καθορίζεται σε συνεργασία με αυτούς που δουλεύω. Το να πω ότι θα κάνουμε μια ταινία με αρχή, μέση και τέλος είναι περιοριστικό για μένα. Θέλω να έχω τη δυνατότητα να δημιουργήσω ολόκληρο περιβάλλον, ηχητικό και οπτικό.
— Δεν το σκέφτηκες ποτέ σοβαρά;
Μου είχε γίνει μια πρόταση στο Λονδίνο από το Channel 4, αλλά θεώρησα ότι τα βήματα αυτού του είδους της δημιουργίας με περιορίζουν. Κάποιος είναι στην παραγωγή, κάποιος άλλος σε άλλο κομμάτι, ενώ εγώ, όταν δουλεύω, είμαι σε όλα μπλεγμένος.
— Ωστόσο σύντομα θα δώσεις το «παρών» στην Berlinale.
Θα πάω στο Βερολίνο στις 17 Φεβρουαρίου για το «Video art and Midnight», ένα πρόγραμμα που τρέχει παράλληλα με την Berlinale, όπου θα γίνει αφιέρωμα στη δουλειά μου. Σε αυτό το πλαίσιο πολλά από τα έργα μου θα παρουσιαστούν σε οθόνη.
— Η εργασία σου σε ταξιδεύει παντού, έχει ενδιαφέρον αυτό.
Αυτήν τη στιγμή ετοιμάζω μια δουλειά για την Ιαπωνία, που, μετά την Αγγλία, είναι η χώρα όπου έχω κάνει τις πιο πολλές εκθέσεις και έχω παρουσιάσει νέες μου δουλειές. Επίσης ετοιμάζω για το Ίδρυμα Γκιουλμπεγκιάν για το 2024 ένα προτζεκτ για τα πενήντα χρόνια από την Επανάσταση των Γαρυφάλλων ενώ παρπαλληλα τρέχουν διάφορες δουλειές στην Αγγλία. Μετά από είκοσι οκτώ χρόνια στο Λονδίνο είναι δύσκολο να φύγω εντελώς, αν και η Αγγλία έχει αλλάξει πάρα πολύ τα τελευταία δώδεκα χρόνια με τις διάφορες κυβερνήσεις και το Brexit.
— Σε ενδιαφέρει η δουλειά σου να προβάλλεται μόνο σε δημόσιους χώρους και από θεσμούς;
Επιδιώκω να είναι δημόσια έργα. Και η αγορά της δουλειάς μου να είναι από μουσεία.
— Ποτέ από συλλέκτες;
Έχει γίνει δύο φορές, αλλά είναι κάτι που προσπαθώ να αποφεύγω γιατί δεν ξέρω ποιο θα είναι το μέλλον της δουλειάς μου σε μια ιδιωτική συλλογή. Αυτό δεν ισχύει με τα μουσεία. Καθώς τις έχω δημιουργήσει με συλλογικότητες και παρουσιάζονται στο κοινό, ένα κρατικό μουσείο παρέχει την εγγύηση ότι θα είναι εκεί και για τις επόμενες γενιές.
— Γιατί επέλεξες τη Λισαβόνα για βάση σου;
Ήταν η πιο κοντινή πρωτεύουσα που δίνει μεγάλη σημασία στον πολιτισμό και έχει το ταμπεραμέντο της Θεσσαλονίκης. Κοίτα, η απόφασή μου είχε να κάνει με το ότι ήθελα να επιστρέψω στον Νότο.
Η Αθήνα ήταν η πρώτη μου σκέψη, αλλά μετά από τόσα χρόνια δεξιάς διακυβέρνησης στην Αγγλία, ήθελα να πάω σε μια χώρα που έχει σοσιαλισμό. Γι’ αυτό επέλεξα την Πορτογαλία. Αυτό φαίνεται στην καθημερινή ζωή, από το τι διαβάζουμε στον Τύπο μέχρι τις χρηματοδοτήσεις για την τέχνη και τον ρόλο που παίζει ο πολιτισμός στην εκπαίδευση.
— Πότε θα σε ξαναδούμε στην Ελλάδα;
Στη Θεσσαλονίκη, τον Μάρτιο, με μια ατομική έκθεση στο ΜOMus.