«Ο τίτλος The Waste Land (ο ερημότοπος, η έρημη χώρα, η έρημη γη, η ρημαγμένη γη, η άγονη γη) περιγράφει πολύ εύστοχα τις εικόνες του Κώστα Παππά. Στα ελιοτικής εμπνεύσεως τοπία του η γη είναι πεθαμένη και η πόλη εξωπραγματική, όχι απλά φριχτή (terrible). Κοιτώντας τα σχέδια του Παππά, σκέφτεσαι ότι η ελεύθερη απόδοση του Σεφέρη (ο οποίος μεταφράζει το «Unreal City» ως «Ανύπαρχτη Πολιτεία»), μολονότι σήμερα ακούγεται κάπως παρωχημένη, στη συγκεκριμένη περίπτωση μοιάζει απρόσμενα κατάλληλη: αυτά τα τοπία δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα», σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης LITOST, ιστορικός τέχνης Χριστόφος Μαρίνος.
Στην καρδιά του παλιού εργοστάσιου πιλοποιίας, στο σημερινό πολιτιστικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων «Μελίνα Μερκούρη», οι δυστοπίες του Κώστα Παππά αποκτούν βαρύνουσα σημασία, ο κόσμος στις παράδοξες κλίμακες μάς πλησιάζει τρομακτικά γρήγορα και με μεγάλη δύναμη. Η οδυνηρή κατάσταση, δε, είναι γύρω μας, είναι πλέον εντός μας.
— Ας μιλήσουμε για αυτήν τη δουλειά, Κώστα. Πότε ξεκίνησες να την κάνεις και τι είχες στο νου σου;
Το έργο που παρουσιάζεται στην έκθεση LITOST είναι το πιο πρόσφατο αποτέλεσμα και η εξέλιξη της δουλειάς των τελευταίων ετών. Συνολικά πρόκειται για 10 σχέδια μεγάλων διαστάσεων και 10 κατασκευές που συνεργατικά μιλούν για δυστοπικά περιβάλλοντα.
Πάνε έξι χρόνια που άρχισα να δουλεύω προς αυτή την κατεύθυνση συγκροτώντας ένα σώμα δουλειάς. Παράλληλα με τα σχέδια, με επιρροές από μελέτες, μουσικές και μυθιστορήματα, προέκυψε η ανάγκη των κατασκευών ως αναπόσπαστων στοιχείων που είτε ξεπηδούν μέσα από αυτούς τους κόσμους, είτε τους συμπληρώνουν. Όχι όμως τα ίδια ως φόρμες αλλά οι λειτουργίες τους, οι επαναλαμβανόμενοι ήχοι και η χρήση του φωτός.
Έτσι αυτό που συνοψίζεται θα το περιέγραφα ως μια φουτουριστική δυστοπία, όπου ετερόκλητα στοιχεία οργανώνονται σε παράδοξες κλίμακες συνθέτοντας μια απροσπέλαστη κατάσταση. Στοιχεία αστικών και υπαίθριων τοπίων οργανωμένα και χαοτικά ταυτόχρονα, που μοιάζουν να βρίσκονται σε μια κατάσταση αναμονής, κάπου μεταξύ συγκρότησης και διάλυσης.
Έβλεπα πάντα αυτά τα σχέδια ως ψυχογραφήματα, τοπία μεν αλλά μιας ψυχολογικής εξορίας. Υπό αυτό το βλέμμα δεν υπάρχουν σταθεροί χρόνοι, παρελθόν, παρόν ή μέλλον, όλα εξαρτώνται από τον ερμηνευτή τους.
— Τι σημαίνει η αινιγματική λέξη LITOST που δίνει και το όνομα της έκθεσης;
Πρόκειται για μια λέξη με την οποία ένιωσα ιδιαίτερη σύνδεση τη στιγμή που την συνάντησα στο Βιβλίο του γέλιου και της λήθης του Μίλαν Κούντερα. Άγνωστη λέξη, γνώριμο περιεχόμενο. Τσέχικη στη ρίζα της και, όπως λέει ο Κούντερα, περιγράφει μια οδυνηρή κατάσταση που ξυπνάει μέσα μας ύστερα από ένα βλέμμα στην ίδια την αλήθεια. Η λέξη κόλλησε στο μυαλό μου και την επεξεργαζόμουν για καιρό, οπότε όταν ήρθε η ώρα της έκθεσης ήταν ξεκάθαρο πως αντιπροσώπευε ό,τι και τα ίδια τα σχέδια, οι ήχοι των κατασκευών και όσα υπονοούν τα φώτα τους.
— Έχεις στην έκθεση τοπία, έρημα, απουσιάζει το στοιχείο της ανθρώπινης παρουσίας, σε ποια κατάσταση συναντάμε αυτό τον κόσμο; Είναι ένας πρώιμος κόσμος, δημιουργίας, ή ένας καταστροφής;
Έβλεπα πάντα αυτά τα σχέδια ως ψυχογραφήματα, τοπία μεν, αλλά μιας ψυχολογικής εξορίας. Υπό αυτό το βλέμμα δεν υπάρχουν σταθεροί χρόνοι, παρελθόν, παρόν ή μέλλον, όλα εξαρτώνται από τον ερμηνευτή τους. Από μια άλλη σκοπιά αυτό που συναντάς ή αντικρίζεις μοιάζει να προμηνύεται, να έπεται. Μπορεί να μη συναντάμε ανθρώπινες παρουσίες αλλά υπονοούνται μέσα απ’ όλα αυτά τα στοιχεία που είναι σαφώς κατασκευασμένα.
Σε κάποια πρώιμα σχέδια υπήρχε η ανθρώπινη παρουσία σε πολύ μικρή κλίμακα, σ’ ένα ελάχιστο μέγεθος καθώς αυτό που συνέβαινε εκεί έμοιαζε να τους υπερβαίνει. Όσο όμως τα σχέδια εξελίσσονταν οι παρουσίες μίκραιναν ή μειώνονταν σταδιακά μέχρι που έγιναν ανύπαρκτες, μέχρι που η μόνη παρουσία ήταν αυτή του θεατή και μάλιστα ως εξόριστου παρατηρητή αυτής της συνθήκης.
— Γιατί επέλεξες αυτή την έρημη, ρημαγμένη γη, τι συμβολίζει και με τι συνδέεται;
Ξαναδιαβάζοντας τον Έλιοτ, το Wasteland και τα Τέσσερα κουαρτέτα, είχα την αίσθηση ότι είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. Την τελευταία δεκαετία βιώνοντας αυτή την οικονομική, πολιτική αλλά κυρίως αξιακή κρίση ένιωθα πως στριφογυρίζαμε σε λαβυρίνθους, σε αδιέξοδα, πως μονίμως κάτι αναμέναμε ή πως βρισκόμασταν σ’ ένα ψυχολογικό τέλμα, σε μια έρημη γη, πρωτίστως εσωτερικά.
Και ίσως τελικά να είμαστε αυτοί που ο Μπάλαρντ περιγράφει ως κατοίκους αυτού του χαοτικού ουρανοξύστη στο βιβλίο του High-Rise. Με μια παρατεταμένη αγωνία για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, αυτά που μένουν σχεδόν πάντα στο σκοτάδι που μπορούμε να τα παρατηρήσουμε μόνο με τη νυχτερινή μας όραση. Τίποτα από όλα αυτά δεν προϋπήρχε, απλά τα βίωνα κι έπειτα προέκυψαν με απίστευτη φυσικότητα.
— Όταν έφτιαχνες αυτά τα έργα τι διάβαζες και τι σκεφτόσουν;
Πρωτίστως θα αναφέρω τι άκουγα, καθώς όλη μου η δουλειά συμπορευόταν πάντα με τις μουσικές που με καθόρισαν. Από τις σκοτεινές μουσικές του Νικ Κέιβ, τους Radiohead, όλη την ηλεκτρονική και εναλλακτική ροκ σκηνή που με επηρέασε μέχρι τους Dirty Three, The Fall, Angel Olsen, Sharon Van Etten. Αυτές συνυπήρχαν με κάθε δημιουργική στιγμή στο στούντιο, παράλληλα ακόμη και με τη μελέτη μου πάνω στα εγκαταλελειμμένα μεγαλεπήβολα σχέδια αεροδρομίων και πόλεων που τελείωσαν πριν καν τεθούν σε λειτουργία, που δεν κατοικήθηκαν ποτέ, αυτά που έμειναν με την υπόσχεση.
Και βέβαια υπήρχαν πάντα δίπλα μου τα ποιήματα του Τ.Σ. Έλιοτ, τα μυθιστορήματα του Τζέιμς Μπάλαρντ, ο Μίλαν Κούντερα, ο Τζον Άσμπερι και ο Ζορζ Περέκ, ο Μέντελσον αλλά και τα φιλοσοφικά δοκίμια του Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, ειδικότερα η Kοινωνία της κόπωσης.
— Θέλω να μας μιλήσεις για τη δύναμη και την αξία του σχεδίου και πόση σημασία δίνουμε σε αυτό.
Με την ευρύτερη έννοια, σχέδιο είναι και έχουν τα πάντα, οι μουσικές συνθέσεις, οι στίχοι τους, η πολεοδομία, μια περφόρμανς, τα έπιπλα γύρω μας, ένας θόρυβος. Το θέμα είναι ποιο σχέδιο και με ποιους όρους αντέχει απέναντι στις σύγχρονες ανάγκες και στην παρούσα συνθήκη. Το σχέδιο ηλικιακά θα είναι πάντα παιδί, θα έχει πάντα περιθώρια να αλλάξει, να εξελιχθεί, να μεταμορφωθεί, γι’ αυτό και απ’ όλα τα εικαστικά μέσα δεν έφυγε στιγμή απ’ το προσκήνιο. Είναι το μέσο που σου δίνει άπλετη ελευθερία, απεριόριστες δυνατότητες να μιλήσεις για οτιδήποτε θέλεις με μοναδικό τρόπο∙ είτε από θέμα χειρισμού υλικών, απόδοσης και πέρα απ’ όλα τα παραδοσιακά κριτήρια.
Εδώ και 7 χρόνια διατηρώ το δικό μου εργαστήριο σχεδίου προετοιμάζοντας ενδιαφερόμενους για τις εισαγωγικές εξετάσεις της σχολής Καλών Τεχνών και συνολικά διδάσκω σχέδιο 21 χρόνια. Και όσο δύσκολη και αγχωτική κι αν είναι η φύση της δουλειάς μου ποτέ δεν την βαρέθηκα, ακριβώς γιατί πιστεύω βαθιά στο σχέδιο και στο γεγονός πως καθημερινά έχει την δύναμη να με ξαφνιάζει.
— Ποιο είναι το κεντρικό σημείο στη δημιουργία σου που επανέρχεται σταθερά ως αναφορά;
Κοιτώντας πίσω, ό,τι έχω κάνει ως τώρα νομίζω πως περιστρεφόταν γύρω από τους όρους της εγκατάλειψης, της αμέλειας και της αναμονής. Πάντα με ενδιέφερε ο ψυχισμός του χώρου, θα τολμούσα να πω η αρχιτεκτονική ενός ψυχογραφικού χώρου και ο χώρος που καταλαμβάνουμε ως χωροχρήστες.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια παρατηρούσα όλη αυτή την παύση και την ασάφεια εγκαταλελειμμένων τόπων και στον αντίποδα τη διαρκή κινητικότητα που επιβάλλει η ζωή στις μεγαλουπόλεις. Αυτά είναι στοιχεία που μπορώ να τα διακρίνω ακόμη και σε φοιτητικά μου σχέδια, προφανώς τα καλλιεργούσα θελημένα ή άθελά μου κι έτσι εδραιώθηκαν.
— Τι πιστεύεις για το πού βρίσκεται η σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα, πόσο την αγαπάμε, τη φροντίζουμε, την κατανοούμε.
Σε σχέση με το τι συνέβαινε το ’70 στην Ελλάδα, είμαστε σε ένα αρκετά καλό σημείο, σε σχέση με το τι συμβαίνει στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες της τέχνης, έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε. Όμως δεν είμαστε αυτές και έτσι πρέπει να πορευτούμε, να συμφιλιωθούμε με τη θέση μας και να βελτιώσουμε την ευρύτερη σχέση μας με το αντικείμενο που λέγεται τέχνη. Που σημαίνει να φροντίσουμε να έρθει ο κόσμος πιο κοντά σε αυτό κι εμείς να πάμε πιο κοντά στον κόσμο.
Οι όποιες σημαντικές ιδιωτικές πρωτοβουλίες από μεγάλα ή μικρά ιδρύματα δεν είναι ικανές να στηρίξουν από μόνες τους την ελληνική εικαστική σκηνή. Η έλλειψη κρατικής υποστήριξης κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα, με τρανό παράδειγμα το πλήγμα που έχει υποστεί ο χώρος μας από την αρχή της πανδημίας. Με θέληση και πρωτοβουλίες μπορούμε να πορευτούμε σε καλύτερους δρόμους, όσοι επιβιώσαμε στον χώρο της τέχνης αποτελούμε παράδειγμα, τα υπόλοιπα μένει να γίνουν.
Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» Δήμου Αθηναίων, Ηρακλειδών 66 και Θεσσαλονίκης, Θησείο
Διάρκεια έκθεσης: 18 Μαΐου – 18 Ιουλίου 2021
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη-Παρασκευή 11:00-19:00, Σάββατο-Κυριακή 10:00-15:00, Δευτέρα κλειστά.
Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη.
Πληροφορίες: 210 3452150, www.opanda.gr