Καμπαρέ, στενά, το Μουλέν Ρουζ και πάντα οι γυναίκες, αρτίστες, χορεύτριες, πόρνες, βεντέτες των καφέ σαντάν, που ταυτίζονται απόλυτα με το όνομα ενός από τους μεγαλύτερους Γάλλους χαράκτες, ζωγράφους, σχεδιαστές και εικονογράφους που πέρασαν από την ιστορία της τέχνης, του Τουλούζ Λοτρέκ.
Οι φίλες του στα καμπαρέ του Παρισιού και τα στενά της Μονμάρτης και η απεικόνιση της πολύχρωμης θεατρικής παριζιάνικης ζωής στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα συνιστούν εικόνες μιας παρακμής που έπαιρνε άλλο φως μέσα από τα έργα του και πέρασε στην αθανασία.
Ο νάνος ευγενής έζησε ανάμεσα στα κορίτσια της νύχτας, που σήμερα θα είχαμε ξεχάσει, ως παρατηρητής και συμμέτοχος στο καλλιτεχνικό αλλά και σκοτεινό λαϊφστάιλ της εποχής του.
Ο νάνος ευγενής έζησε ανάμεσα στα κορίτσια της νύχτας, που σήμερα θα είχαμε ξεχάσει, ως παρατηρητής και συμμέτοχος στο καλλιτεχνικό αλλά και σκοτεινό λαϊφστάιλ της εποχής του.
Ο Τουλούζ-Λοτρέκ γεννήθηκε στο Αλμπί, στην περιοχή Midi-Pyrénées της Γαλλίας, πρωτότοκο παιδί του κόμη Αλφόνς και της κόμησσας Αντέλ ντε Τουλούζ-Λοτρέκ. Η οικογένειά του ήταν αριστοκρατική που είχε πτωχεύσει και βίωνε τις συνέπειες της ενδογαμίας των προηγούμενων γενεών – επιπλέον ο κόμης και η κόμησσα ήταν πρώτα ξαδέλφια και ο Ανρί υπέφερε από διάφορες συγγενείς παθήσεις που αποδίδονταν σε αυτή την παράδοση της ενδογαμίας.
Σε ηλικία δεκατριών ετών ο Ανρί έσπασε το αριστερό μηριαίο οστό και στα δεκατέσσερα το δεξί. Τα κατάγματα δεν επουλώθηκαν σωστά. Οι σύγχρονοι γιατροί το αποδίδουν σε μια άγνωστη γενετική διαταραχή, πιθανώς στην πυκνοδυσόστωση (γνωστή ως σύνδρομο Τουλούζ-Λοτρέκ) ή στην ατελή οστεογένεση. Είχε ραχίτιδα και τα πόδια του από νωρίς έπαψαν να αναπτύσσονται με αποτέλεσμα το ύψος του ως ενήλικα να φτάνει μόλις στο 1,54 μ.: είχε κορμό ενηλίκου και πόδια παιδιού, τα οποία είχαν μήκος 0,70 μ. Αναφέρεται επίσης ότι είχε υπερτροφικά γεννητικά όργανα.
Σωματικά ανίκανος να συμμετέχει στις περισσότερες από τις δραστηριότητες που συνήθως απολάμβαναν οι άνδρες της ηλικίας του, βυθίστηκε στην τέχνη του.
Το 1882 μετακόμισε στο Παρίσι για να σπουδάσει τέχνη και σύντομα γνωρίστηκε με άλλους καλλιτέχνες όπως ο Εμίλ Μπερνάρ και ο Βαν Γκογκ, του οποίου ζωγράφισε το πορτρέτο. Έλαβε ακαδημαϊκή εκπαίδευση, αλλά σύντομα εγκατέλειψε τις συμβάσεις της προοπτικής για να ασχοληθεί με τους πρωτοποριακούς πειραματισμούς, επηρεασμένος σε μεγάλο βαθμό από την ανατολική αισθητική (Japonisme).
Έφτασε στη Μονμάρτη, μια περιοχή διάσημη για τον μποέμικο τρόπο ζωής, που αποτελούσε στέκι καλλιτεχνών, συγγραφέων και φιλοσόφων. Εκεί, στον κρυμμένο κήπο του Monsieur Pere Forêt, ο Λοτρέκ έφτιαξε μια σειρά από πίνακες plein-air της Κάρμεν Γκοντέν, της κοκκινομάλλας που αποτελεί το μοντέλο στο έργο «Η πλύστρα» (1888).
Ο Λοτρέκ συναναστράφηκε με όλα τα είδη των ανθρώπων, από φτωχούς μέχρι πλούσιους και διάσημους. Οι πρώιμοι πίνακές του επικεντρώνονταν στα ίδια τα μοντέλα, αλλά από το 1886 και μετά επέλεξε να τοποθετεί τα θέματά του σε νυχτερινά κέντρα, οίκους ανοχής, μπαρ, ιπποδρόμους και άλλα περιβάλλοντα στα οποία αλληλεπιδρούσαν διαφορετικοί άνθρωποι.
Ζούσε ανάμεσα σε εργάτες, εμπόρους, κακοποιούς, νταβατζήδες, πόρνες και ένα πλήθος καλλιτεχνών μποέμ, συνεχώς αναζητώντας τα θέματά του σε αλέες, μπαρ και μπορντέλα, στα διάσημα κλαμπ της εποχής, όπως τα Chat Νoir (Ο Μαύρος Γάτος), Lapin Αgile (Το σβέλτο κουνέλι) και Cigale (Τo τζιτζίκι), κάνοντας παράλληλα ένα ταξίδι δημιουργικό, παρακμιακό και καταστρεπτικό που θα τον τοποθετούσε στο πάνθεον των μεταϊμπρεσιονιστών και θα τον συνέδεε άρρηκτα με τη νυχτερινή ζωή της εποχής του.
Όταν το καμπαρέ Moulin Rouge άνοιξε τις πόρτες του τού ανατέθηκε να δημιουργήσει μια σειρά από αφίσες η οποία του επέτρεψε να βγάλει χρήματα, εκτός του τακτικού επιδόματος που λάμβανε από την οικογένειά του. Στη συνέχεια, το καμπαρέ κράτησε μια θέση γι' αυτόν και εξέθεσε τους πίνακές του. Μεταξύ των γνωστών έργων που ζωγράφισε γι' αυτό και άλλα παρισινά νυχτερινά κέντρα είναι οι απεικονίσεις της τραγουδίστριας Ιβέτ Γκιλμπέρ, της χορεύτριας Λουίζ Βεμπέρ, γνωστής και ως η εξωφρενική La Goulue (Η λαίμαργη), η οποία δημιούργησε το γαλλικό Can-Can, και της χορεύτριας Ζαν Αβρίλ.
Ο Λοτρέκ πέρασε πολύ χρόνο σε οίκους ανοχής, όπου έγινε αποδεκτός από τις πόρνες και τις μαντάμ σε τέτοιο βαθμό που συχνά μετακόμιζε και ζούσε εκεί για εβδομάδες κάθε φορά. Μοιράστηκε τη ζωή αυτών των γυναικών που τον έκαναν έμπιστό τους, ζωγραφίζοντας και σχεδιάζοντάς τες στη δουλειά και στον ελεύθερο χρόνο τους. Ο Λοτρέκ κατέγραψε τις στενές τους σχέσεις, οι οποίες συχνά ήταν λεσβιακές. Αγαπημένο του μοντέλο ήταν μια κοκκινομάλλα πόρνη με το όνομα Ρόζα η Κόκκινη, από την οποία φέρεται να κόλλησε σύφιλη.
Ο Τουλούζ-Λοτρέκ παρέδιδε μαθήματα ζωγραφικής στη Σουζάν Βαλαντόν, ένα από τα μοντέλα του και πιθανώς και ερωμένη του, που έγινε και η ίδια ζωγράφος, μητέρα του Ουτριλό και ερωμένη του Ερίκ Σατί.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, η οποία διήρκεσε λιγότερο από είκοσι χρόνια, ο Τουλούζ-Λοτρέκ δημιούργησε 737 καμβάδες, 275 ακουαρέλες, 363 εκτυπώσεις και αφίσες, 5.084 σχέδια, κάποια κεραμεικά και βιτρό και άγνωστο αριθμό έργων που σήμερα είναι χαμένα. Ο Λοτρέκ είναι γνωστός, μαζί με τους Σεζάν, Βαν Γκογκ και Γκογκέν, ως ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της μεταϊμπρεσιονιστικής περιόδου. Η επιρροή των ιμπρεσιονιστών στο έργο του, ιδίως των πιο παραστατικών Μανέ και Ντεγκά, είναι εμφανής. Καθώς δεν σταμάτησε ποτέ να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου που τον περιέβαλλε και τον οποίο απαθανάτιζε καθημερινά, τα έργα του απεικόνιζαν με αξεπέραστη δύναμη τα πρόσωπα και την εποχή του. Όπως και ο Ντεγκά, δούλεψε με μεγάλη ποικιλία υλικών και ήδη από το 1891 η φήμη του ως σχεδιαστή αφισών και γενικά λιθογραφιών υπήρξε μεγάλη.
Στα έργα του Λοτρέκ εντοπίζονται παραλληλισμοί με τη βαριεστημένη σερβιτόρα του Μανέ στο «Μπαρ στα Φολί Μπερζέρ» και τις χορεύτριες του μπαλέτου πίσω από τις σκηνές του Ντεγκά. Ήταν εξαιρετικός στο να αποτυπώνει ανθρώπους στο εργασιακό τους περιβάλλον, με το χρώμα και την κίνηση της φανταχτερής νυχτερινής ζωής να είναι παρόντα, αλλά χωρίς την αίγλη τους.
Ήταν αριστοτέχνης στην αποτύπωση σκηνών πλήθους στις οποίες οι μορφές είναι ιδιαίτερα εξατομικευμένες. Την εποχή που ζωγραφίστηκαν, οι μεμονωμένες μορφές στους μεγαλύτερους πίνακές του μπορούσαν να αναγνωριστούν μόνο από τη σιλουέτα τους και τα ονόματα πολλών από αυτούς τους χαρακτήρες έχουν καταγραφεί.
Η επιδέξια απεικόνιση των ανθρώπων βασίστηκε στο ζωγραφικό του στυλ, το οποίο είναι ιδιαίτερα γραμμικό και δίνει μεγάλη έμφαση στο περίγραμμα. Συχνά εφάρμοζε το χρώμα με μακριές, λεπτές πινελιές, οι οποίες αφήνουν να διαφανεί μεγάλο μέρος του πίνακα πάνω στον οποίο είναι ζωγραφισμένες. Πολλά από τα έργα του μπορούν να περιγραφούν καλύτερα ως σχέδια με έγχρωμο χρώμα.
Παραδομένος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο αλκοόλ και τις καταχρήσεις, με διαλυμένη την υγεία του εξαιτίας της πνευματικής και φυσικής του εξάντλησης, ο Λοτρέκ, μέσα από την ελευθερία που επέλεξε προκειμένου να δημιουργεί χωρίς περιορισμούς, επέλεξε και τον δρόμο της προσωπικής καταστροφής.
Το 1899 νοσηλεύτηκε και άφησε τα πινέλα του στην άκρη. Η υγεία του δεν επανήλθε ποτέ και επέστρεψε στο πατρικό του, στη μητέρα του, στα χέρια της οποίας ξεψύχησε, παράλυτος, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1901 από επιπλοκές λόγω αλκοολισμού και σύφιλης, λίγους μήνες πριν από τα 37α γενέθλιά του.
Τα τελευταία λόγια του λέγεται πως ήταν τα εξής: «Le vieux con!» («Γέρος ανόητος!»). Μετά τον θάνατό του, η μητέρα του και ο Μορίς Ζογιάν, ο έμπορος έργων τέχνης του, προώθησαν τη δουλειά του. Η μητέρα του συνέβαλε οικονομικά στην ανέγερση ενός μουσείου στο Aλμπί, όπου και στεγάστηκε.