Μία από τις πιο σημαντικές απόψεις του Λονδίνου, που έχει ζωγραφίσει ο Μονέ, βγαίνει σε δημοπρασία τον Μάιο και είναι η πρώτη φορά εδώ και τριάντα χρόνια που έργο αυτής της σειράς που ζωγράφισε ο ιμπρεσιονιστής ζωγράφος είναι προς πώληση.
Το φθινόπωρο του 1899, ο Μονέ επέστρεψε στο Λονδίνο για να ζωγραφίσει «μια σειρά από τις ομίχλες του Λονδίνου» και «μερικά εφέ της ομίχλης στον Τάμεση». Ήδη από τη δεκαετία του 1880 ο Μονέ ξεκίνησε να ζωγραφίζει σειρές πινάκων, όλων βασισμένων σε ένα κοινό θέμα, το οποίο όμως απέδιδε κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο ή με διαφορετική τεχνοτροπία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πίνακές του, που απεικονίζουν τον προσωπικό του κήπο, στην οικία του στο Ζιβερνί. Είχε ήδη ταξιδέψει στη Μεσόγειο, γεγονός που τον ενέπνευσε για τη δημιουργία μιας σειράς τοπίων. Στα ταξίδια του στο Λονδίνο ήθελε να αιχμαλωτίσει με τα χρώματά του πώς επηρεάζει το νέφος της πόλης το φως του ήλιου.
Όταν έφτασε στο Λονδίνο για πρώτη φορά το 1899, στο αποκορύφωμα της καριέρας του, γοητεύτηκε από τις γέφυρες Charing Cross και Waterloo που έβλεπε από το παράθυρό του. Μάλιστα οι επιστήμονες κατάφεραν το 2010 να εντοπίσουν το ακριβές σημείο όπου βρισκόταν ο διάσημος ζωγράφος την ώρα της δημιουργίας του πίνακα Η Γέφυρα του Βατερλό. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξαν και συνέδεσαν, αρχεία της κίνησης του ήλιου, χάρτες του Λονδίνου από τη Χαρτογραφική Υπηρεσία του στρατού και ιστορικά μετεωρολογικά δεδομένα, κατάφεραν να εντοπίσουν το σημείο στο μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου του ξενοδοχείου «Σαβόι», όπου στάθηκε ο Μονέ για να ζωγραφίσει.
Ο Μονέ, σε αντίθεση με άλλους ζωγράφους, αντιλήφθηκε με διαφορετικό χρώμα, με λεπτές αποχρώσεις του μπλε, του λιλά και του ροζ, το υδάτινο τοπίο και τον ουρανό, και κάποτε είπε: «Το Λονδίνο δεν θα ήταν μια όμορφη πόλη. Είναι η ομίχλη που του δίνει το υπέροχο εύρος».
Ο Μονέ, παρόλο που δεν χρησιμοποίησε ένα τυπικό γκρίζο χρώμα για να απεικονίσει το νέφος του Λονδίνου, αιχμαλώτισε την αντίθεση των φυσικών φαινομένων και την ομίχλη πάνω από τον Τάμεση, με τη βιομηχανική έκρηξη της εποχής, δείγματα της οποίας αποτελούν οι καπνοδόχοι και οι ατμομηχανές.
Η διάσημη σειρά των έργων του Μονέ δημιουργήθηκε από το 1899 έως το 1901, όταν ο καλλιτέχνης πραγματοποίησε τρία ταξίδια στο Λονδίνο. Από τις σειρές έργων που φιλοτέχνησε εκείνη την εποχή, η σειρά Waterloo Bridge είναι η μεγαλύτερη. Με τους εκτεταμένους ουρανούς και τις μεγάλες εκτάσεις κυματισμού νερού και αντανακλάσεων φωτός, τα έργα συγκαταλέγονται επίσης στα πιο ορατά και εκφραστικά της σειράς.
Ο Μονέ, σε αντίθεση με άλλους ζωγράφους, αντιλήφθηκε με διαφορετικό χρώμα, με λεπτές αποχρώσεις του μπλε, του λιλά και του ροζ, το υδάτινο τοπίο και τον ουρανό, και κάποτε είπε: «Το Λονδίνο δεν θα ήταν μια όμορφη πόλη. Είναι η ομίχλη που του δίνει το υπέροχο εύρος». Αυτό ακριβώς το εφέ της ομίχλης (effet de brouillard) του χάρισε μερικά από τα αριστουργήματά του, στο οποίο κατάφερε να συνδυάσει την αρμονία του χρώματος και τα οράματά του για τη σύνθεση.
Το έργο που βγαίνει σε δημοπρασία ήταν ένα από τα πρώτα που μπήκαν σε αμερικανική συλλογή, αυτή της ποιήτριας Έιμι Λόουελ που κέρδισε το Πούλιτζερ το 1926.
Με εννέα καμάρες η περίφημη γέφυρα, από τις πιο διάσημες της πόλης, ρίχνει πληθώρα σκιών και αντανακλάσεων στα νερά του Τάμεση.
Συνδέοντας το κέντρο της πόλης με τα εργοστάσια της νότιας όχθης, η γέφυρα αποτέλεσε διάσημο θέμα για τους καλλιτέχνες από το άνοιγμά της το 1817. Περιγράφεται από τον γλύπτη Αντόνιο Κανόβα ως «η ευγενέστερη γέφυρα στον κόσμο», ενώ ήταν το θέμα σε πίνακες των Τζον Κόνσταμπ και Γουίλιαμ Τέρνερ. Το δίδυμο έργο του Μονέ «Waterloo Bridge, effet de brouillard» στεγάζεται τώρα στο Μουσείο Ερμιτάζ.
Ο καλλιτέχνης δούλευε ταυτόχρονα σε πολλούς καμβάδες, μετακινούμενος μεταξύ των έργων, καθώς ο καιρός της πόλης άλλαζε συνεχώς, λούζοντας τα θέματά του με διαφορετικό φως. Σε μια επιστολή στη σύζυγό του Αλίς Οσεντέ εξέφρασε την ανησυχία του για την εξαιρετική ευαισθησία του φωτός στο Λονδίνο, που άλλαζε από την ομίχλη και τον καπνό, διαρκούσε μόνο πέντε λεπτά και μπορούσε να τον τρελάνει.
Σύμφωνα με τους ειδικούς του οίκου Christie's, «αυτός ο πίνακας επιχειρεί το αδύνατο, την απεικόνιση της ομίχλης που παρασύρεται στον Τάμεση ένα πρωινό και έχει όλα τα χρώματα σε μια μαγική συμφωνία».
Μετά από τρία ταξίδια στο Λονδίνο, ο Μονέ επέστρεψε στο σπίτι του στο Ζιβερνί για να ολοκληρώσει τους πίνακές του, που τους έβλεπε ως ενιαίο σύνολο 100 έργων, και παρουσίασε 37 από αυτά στη Galerie Durand-Ruel, στο Παρίσι τον Μάιο του 1904.
Τον πίνακα αγόρασε η Έιμι Λάουελ, μια διακεκριμένη Αμερικανίδα, προστάτιδα των τεχνών στις αρχές του αιώνα, που είχε γοητευθεί από την ευρωπαϊκή ζωγραφική, και απέκτησε το έργο μετά την έκθεση στην Galerie Durand-Ruel, το 1904. Το Λονδίνο ενέπνευσε και τη Λάουελ καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της και μερικά από τα καλύτερά της ποιήματα έχουν ως θέμα τους τον Τάμεση.
Σήμερα, οι περισσότεροι από αυτούς τους πίνακες της σειράς του Μονέ στεγάζονται σε μεγάλα μουσεία, από την Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης στην Ουάσινγκτον ως το Μουσείο Τέχνης του Ντένβερ.
Στο Art Institute of Chicago, το οποίο κατέχει τη μεγαλύτερη συλλογή έργων του Μονέ που υπάρχουν εκτός Γαλλίας, μέχρι τις 14 Ιουνίου παρουσιάζεται η έκθεση Monet and Chicago, ενώ στη Βοστώνη παρουσιάζεται η έκθεση Monet and Boston: Lasting Impression που θα διαρκέσει μέχρι τις 28 Μαρτίου, με έργα από τα 25 τελευταία χρόνια της ζωής του ζωγράφου.