Η Λουκία Αλαβάνου είναι μια καλλιτέχνις για την οποία οι πολλές συστάσεις είναι μάλλον περιττές. Η παρουσία της στην αθηναϊκή εικαστική ζωή ξεκινάει νωρίς και ενόσω εκείνη ζούσε ακόμη στο Λονδίνο, μετά την ολοκλήρωση των εκεί σπουδών της.
Όμως η κρίσιμη χρονιά –εκείνη κατά την οποία συγκράτησαν όλοι πια το όνομά της– ήταν το 2007, όταν της απονεμήθηκε το πέμπτο κατά σειρά βραβείο ΔΕΣΤΕ, για τη «βιντεοεγκατάστασή» της, όπως χαρακτηριζόταν τότε, με τίτλο «Chop chop». Και αυτό συνέβη όχι επειδή διακρίθηκε μεταξύ ικανότατων συναδέλφων της, αλλά λόγω του ότι όλοι όσοι είδαν τη δουλειά της παραδέχθηκαν ότι γνωρίζει πράγματι τι εστί βιντεο-τέχνη, σε μια εποχή κατά την οποία, μεταξύ Ελλήνων καλλιτεχνών, η γενική ανησυχία και η όρεξη για το εν λόγω μέσο βρισκόταν μεν σε ένα εντυπωσιακό απόγειο, αλλά χωρίς να οδηγείται σε αναλόγως σπουδαία αποτελέσματα.
Για τη Λουκία Αλαβάνου η τέχνη του βίντεο ήταν ο λόγος για τον οποίο τελειώνοντας το λύκειο έφυγε στην Αγγλία για σπουδές, καθώς οι εδώ σχολές καλών τεχνών οργάνωναν το εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα γύρω από το σχέδιο, τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Ήδη από την πρώτη φορά που βρέθηκε στο εργαστήριο μοντάζ του πανεπιστημίου της αναγνώρισε ότι είχε ένα είδος ευχέρειας σ’ αυτό, που δεν το αντιμετώπιζε ως τεχνικό μέρος της παραγωγής ενός βίντεο, αλλά ως δημιουργικό πεδίο τεράστιων δυνατοτήτων.
Με όλον αυτό τον ενθουσιασμό για το έργο της, η Λουκία Αλαβάνου βρέθηκε να εκπροσωπείται από αίθουσες τέχνης στο Βερολίνο και στη Ζυρίχη, παρότι η φύση της δουλειάς της δεν είναι η πιο «εύκολη» για τις εμπορικές γκαλερί.
Το «Chop chop», λοιπόν, για το οποίο βραβεύτηκε και που σήμερα θα το περιγράφαμε ως animation, είχε δημιουργηθεί με αποσπάσματα που είχε συλλέξει από διάφορες ταινίες και τα είχε συγκολλήσει. Έφερνε λοιπόν στην Αθήνα ένα επίπεδο ελέγχου και τελειοποίησης του αποτελέσματος, όταν εδώ βλέπαμε σπάνια κάτι τόσο «τιθασευμένο». Προφανώς αυτή η ποιότητα χαρακτηρίζει όλη τη δουλειά της, όπου τίποτα δεν δείχνει να συμβαίνει τυχαία. Όλα μοιάζουν να υπακούν σε ένα προμελετημένο πλάνο, το οποίο οδηγεί σε ένα αρραγές όλον. Με άλλα λόγια, είναι σε κάθε περίπτωση πασιφανές ότι η ίδια είναι τελειομανής, τόσο στη φάση του σχεδιασμού όσο και σε εκείνη της εκτέλεσης ενός πρότζεκτ. Ως εκ τούτου, δεν είναι υπερπαραγωγική. Και, όπως ομολογεί: «Πάντα προτιμώ να κάνω λιγότερα έργα, προκειμένου να είμαι σίγουρη ότι με έχει αγγίξει βαθιά το θέμα προτού το εκθέσω».
Το βραβείο ΔΕΣΤΕ υπήρξε σπουδαία ώθηση για να γίνει «ορατή», όπως θα λέγαμε σήμερα. Και μεταξύ εκείνων που την εντόπισαν ήταν ο Ντάριαν Λίντερ, o πολύ γνωστός Βρετανός ψυχαναλυτής του φροϋδικού και λακανικού πεδίου, καθώς επίσης και συγγραφέας βιβλίων τέτοιου περιεχομένου. Ο Λίντερ γράφει επίσης για τις εικαστικές τέχνες με εξαιρετική αναλυτική οξυδέρκεια και διεισδυτικότητα στα θέματα που προσεγγίζει. Ασχολήθηκε με το έργο της Αλαβάνου, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι, παρά τις απίστευτης ζωντάνιας εικόνες και τα χαρούμενα χρώματα που αντικρίζει, ο θεατής βιώνει κάποια στιγμή μια ξαφνική «ανησυχητική ανατροπή» των συναισθημάτων που γεννιούνται μέσα του. Ο Λίντερ ερμηνεύει το φαινόμενο ως επενέργεια που προκαλούν τα λανθάνοντα υπόρρητα στις κινηματογραφικές σεκάνς που χρησιμοποιεί η καλλιτέχνις (και κυρίως εκείνες που προέρχονταν από παιδικές ταινίες). Κατά τα άλλα, οι απόψεις του Ντάριαν Λίντερ συμφωνούσαν με τη γενικότερη αίσθηση ότι η Λουκία Αλαβάνου προσέγγιζε με απαλότητα, λεπτότητα και ειλικρίνεια τα ιδιόρρυθμα και παράξενα στοιχεία του εκάστοτε πρότζεκτ της, ότι το έργο της περιείχε χιούμορ ικανό να γίνει δηκτικό, σαρκαστικό και διαβρωτικό και, τέλος, ότι οι κινηματογραφικές αναφορές της ήταν το προϊόν μιας πολύ ευφάνταστης συγκομιδής και μιας ανάλογα ευφυούς διαχείρισης ώστε να υφαίνονται παράλληλες, ίσως και αντιφατικές αφηγήσεις, με σουρεαλιστικά στοιχεία και ονειρώδη ροή.
Με όλον αυτό τον ενθουσιασμό για το έργο της, η Λουκία Αλαβάνου βρέθηκε να εκπροσωπείται από αίθουσες τέχνης στο Βερολίνο και στη Ζυρίχη, παρότι η φύση της δουλειάς της δεν είναι η πιο «εύκολη» για τις εμπορικές γκαλερί. Επιπλέον, ξένα μουσεία αποκτούν έργα της πιο συχνά απ’ όσο οι ελληνικοί θεσμικοί φορείς για τη σύγχρονη τέχνη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη δουλειά της δείχνουν επίσης οι συλλέκτες (Έλληνες και ξένοι – π.χ. συλλογή Δάκη Ιωάννου, Χάρη Δαυίδ, Κέντρου για την Τέχνη και τα Μedia της Καρλσρούης ΖΚΜ, Ιδρύματος Ωνάση, Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος κ.ά.).
Η ίδια επί σειρά ετών αναζητά προγράμματα residency (βλ. καλλιτεχνική διαμονή) εκτός Ελλάδος που συνεισφέρουν επίσης στην αναγνώριση του έργου της μέσω συμμετοχών της σε σημαντικές διεθνείς ομαδικές εκθέσεις. Μια πολύ κολακευτική στιγμή που εκείνη ξεχωρίζει ήταν όταν ο Βιμ Βέντερς της έπλεξε το εγκώμιο για ένα έργο της που παρουσίαζε σε έκθεση στο Βερολίνο και για το οποίο εκείνη είχε χρησιμοποιήσει υλικό από ταινίες του. Ο Βέντερς είχε τόσο πολύ ενθουσιαστεί που μετέφερε αυτό το συναίσθημά του σε φίλους του συλλέκτες, οι οποίοι κατέληξαν τελικά να αγοράσουν το έργο.
Γενικότερα, και καθώς περνούσαν τα χρόνια, επιβεβαιωνόταν όλο και περισσότερο ότι η δουλειά της είναι πάντα άψογη, ότι εστιάζει πάντα στις λεπτομέρειες, ότι δεν διστάζει να φέρει κοντά υλικά που εκ πρώτης όψεως δείχνουν «αντιφατικά», αλλά τελικά συνεργούν αρμονικά γοητεύοντας τον θεατή, που, πολύ συχνά, όταν βλέπει ταινίες της νιώθει ότι αποδρά από τον νόμο της βαρύτητας με τον τρόπο που θα συνέβαινε αν βρισκόταν βυθισμένος σε ένα υγρό ή σε μια ονειρώδη κατάσταση. Πρόκειται για μια αίσθηση πολύ ταιριαστή στα περιβάλλοντα εικονικής πραγματικότητας με τα οποία ασχολείται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, και από το 2018 έχει ιδρύσει την πρώτη εταιρεία παραγωγής τέτοιων ταινιών στην Ελλάδα, με την επωνυμία Virtual Raw Synergy / VRS.
Το Ίδρυμα Ωνάση, του οποίου η Αλαβάνου υπήρξε υπότροφος κατά τον τελευταίο χρόνο σπουδών της στη έχει σπουδάσει στο Royal College of Art στο Λονδίνο, είναι σταθερός συμπαραστάτης της στην παραγωγή των ταινιών της και, φυσικά, στην παραγωγή της νέας δημιουργίας της Στον δρόμο για τον Κολωνό, που θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας (και για την οποία συνεισφέρει όπως είναι αυτονόητο και το ΥΠΠΟΑ). Πρόκειται για μια αφηγηματική ταινία εικονικής πραγματικότητας την οποία η Λουκία Αλαβάνου περιγράφει με τον όρο «docufictional», επειδή συνενώνει τα είδη της μυθοπλασίας και του ντοκιμαντέρ. Για να την υλοποιήσει, η ίδια πέρασε πολύ καιρό στον καταυλισμό Νέα Ζωή των Τσιγγάνων στον Ασπρόπυργο, καταγράφοντας το αντικείμενό της, όπως θα γινόταν σε μια ταινία τεκμηρίωσης.
Φέτος, με αφορμή τη συμμετοχή της στην Μπιενάλε της Βενετίας, η Λουκία Αλαβάνου προσκλήθηκε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κι έτσι το κοινό του σινεμά πια είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει έξι δικά της φιλμ μικρής διάρκειας καθώς και ένα «ορεκτικό» δείγμα από τον Δρόμο για τον Κολωνό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
Χαρούλα Αλεξίου
«Δεν θέλω τίποτε άλλο από το να υπάρχω απλώς»
Ελένη Καραΐνδρου
«Σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο φρόντιζα να επιβάλλομαι με τη δουλειά μου»
Νίκος Σταμπολίδης
«Χωρίς την επιστημονική λεπτομέρεια δεν μπορείς να πας πουθενά»
Ευριπίδης Λασκαρίδης
«Η ρευστότητα του φύλου των χαρακτήρων μου συμβαίνει χωρίς να τη σκέφτομαι»
Γιάννης Νιάρρος
«Αναγνωρίζω τον ανταγωνισμό του ανδρικού φύλου, του άντρα κόκορα»
Σοφία Κόκκαλη
«Μου αρέσει η ισορροπία μεταξύ σινεμά και θεάτρου, δεν θα ήθελα να αλλάξει ποτέ»
Μιχαήλ Μαρμαρινός
«Δεν με ενδιαφέρει το θέατρο ακριβώς, με συναρπάζει η θεατρικότητα των πραγμάτων»
Μαρίνα Σάττι
«Με αυτή την εποχή, που η πληροφορία ταξιδεύει τόσο γρήγορα, δεν πολυταυτίζομαι»
Λουκία Αλαβάνου
«Προτιμώ να κάνω λιγότερα έργα, θέλω να με αγγίζει βαθιά το κάθε θέμα»