Πριν από εκατό χρόνια γεννήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους Βρετανούς ζωγράφους του εικοστού αιώνα, ο Λούσιαν Φρόιντ, και η Εθνική Πινακοθήκη της χώρας του δεν θα μπορούσε παρά να οργανώσει μια μεγάλη έκθεση για τον εκκεντρικό, μονήρη και σπουδαίο ζωγράφο που άλλαξε την αντίληψη για το πορτρέτο και την απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος.
Η έκθεση-ορόσημο συγκεντρώνει μια μεγάλη επιλογή των σημαντικότερων έργων του από επτά δεκαετίες, από τα πρώιμα έργα του, όπως το «Κορίτσι με τριαντάφυλλα» (Συλλογή British Council) τη δεκαετία του 1940, μέχρι την «Αντανάκλαση με δυο παιδιά» (αυτοπροσωπογραφία, Museo Nacional Thyssen-Bornemisza, Μαδρίτη) τη δεκαετία του 1960 και τα διάσημα ύστερα έργα του.
Στην έκθεση υπάρχει και το «HM Queen Elisabeth II» (περ. 1999-2001, δάνειο από την Αυτού Μεγαλειότητα τη Βασίλισσα και τη Βασιλική Συλλογή), το καθόλου κολακευτικό, ασεβές, όπως χαρακτηρίστηκε από πολλούς, πορτρέτο της Ελισάβετ, της οποίας ο θάνατος πριν από λίγες εβδομάδες το έφερε στην επικαιρότητα ως ένα από τα πιο πολυσυζητημένα πορτρέτα της. Μαζί με περισσότερα από εξήντα δάνεια από μουσεία και μεγάλες ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο, όπως το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, η Tate, η Συλλογή του Βρετανικού Συμβουλίου και η Συλλογή του Συμβουλίου Τεχνών του Λονδίνου, είναι από τα πιο σημαντικά έργα αυτής της έκθεσης.
Αν και το πορτρέτο της βασίλισσας είναι από τα πιο διάσημα έργα του, ο Φρόιντ αγαπούσε να ζωγραφίζει καθημερινούς ανθρώπους, φίλους, ερωμένες, ενώ περίφημη είναι η σειρά των έργων στα οποία απεικόνισε τη μητέρα του. Πέρασε πάνω από τέσσερις χιλιάδες ώρες καταγράφοντας με τη ζωγραφική του το οδυνηρό τέλος της.
Αν και το πορτρέτο της βασίλισσας είναι από τα πιο διάσημα έργα του, ο Φρόιντ αγαπούσε να ζωγραφίζει καθημερινούς ανθρώπους, φίλους, ερωμένες, ενώ περίφημη είναι η σειρά των έργων στα οποία απεικόνισε τη μητέρα του. Πέρασε πάνω από τέσσερις χιλιάδες ώρες καταγράφοντας με τη ζωγραφική του το οδυνηρό τέλος της.
«Για μένα ο πίνακας είναι ο άνθρωπος», έλεγε ο Φρόιντ που τα έργα του έχουν ως φόντο οικιακά περιβάλλοντα ή το γεμάτο υλικά ζωγραφικής εργαστήριό του, έναν χώρο που είναι από μόνος του σκηνικό και θέμα των έργων του. Δείχνοντας πώς άλλαξε η πρακτική του κατά τη διάρκεια του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, η έκθεση κορυφώνεται με μερικά από τα μνημειώδη γυμνά που έκανε, αναπαριστώντας την ανθρώπινη μορφή.
Βαθύς γνώστης της ευρωπαϊκής ζωγραφικής και τακτικός επισκέπτης από τα πρώτα του βήματα στο Λονδίνο, ο Φρόιντ είχε στενή σχέση με την Εθνική Πινακοθήκη. «Χρησιμοποιώ την γκαλερί ως ιατρείο», είπε στον δημοσιογράφο Μάικλ Κίμελμαν. «Έρχομαι για ιδέες και βοήθεια, για να εξετάσω καταστάσεις μέσα σε πίνακες και όχι ολόκληρους πίνακες. Συχνά αυτές οι καταστάσεις έχουν να κάνουν με τα χέρια και τα πόδια, οπότε η παρομοίωση με την ιατρική είναι σωστή».
«Τι θέλω από έναν πίνακα; Να εκπλήσσει, να ενοχλεί, να σαγηνεύει, να πείθει», έλεγε. Τα έργα του έχουν μια βάναυση αλήθεια, μιλάνε χωρίς αιδώ για τα ελαττώματα, το πάχος, τις ρυτίδες, αγνοούν το φορτίο φιλοσοφικών και καλλιτεχνικών περισπασμών.
Ο Φρόιντ από την αρχή παρουσιάζει τα μοντέλα του με μεγάλα μάτια, αλλά τίποτα δεν μοιάζει ευφάνταστο ή σουρεαλιστικό. Εξάλλου ο μοντερνισμός του Πικάσο ήταν κάτι που απέρριπτε από νέος, όπως απέρριπτε και τη θεατρικότητα των έργων του φίλου του Φράνσις Μπέικον.Τα πρόσωπα που ζωγραφίζει έχουν ένταση και ζωντάνια, είναι ο κόσμος του, από την πρώτη του σύζυγο, την Κίτι Γκάρμαν, που κοιτάζει αφηρημένα καθώς κρατάει ένα γατάκι, μέχρι τη Σου Τίλεϊ, της οποίας η υπέροχη σάρκα καταλαμβάνει τη σκέψη του θεατή, π.χ. στο «Sleeping by the Lion Carpet».
Η έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη απελευθερώνει το πρώιμο έργο του από τη σύγκριση με τους πεζούς εγχώριους καλλιτέχνες των δεκαετιών του 1940 και του 1950, κάνοντας τον θεατή να δει τη συγγένειά του με τον Χολμπάιν, τον Ντίρερ και τον Λουκάς Κράναχ, τους Γερμανούς ζωγράφους της χώρας καταγωγής του.
Πέντε δεκαετίες αργότερα προσπαθούσε να ζωγραφίσει σαν τον Τιτσιάνο που λάτρευε και πήρε μέρος στην εκστρατεία για να αγοραστούν για το βρετανικό έθνος τα έργα του. Μπορείτε να συγκρίνετε τα γυμνά του με τα δύο αριστουργήματα του Iταλού, «Η Άρτεμις και ο Ακταίωνας» και «Η Άρτεμις και η Καλλιστώ».
Ο Φρόιντ ζωγράφιζε σαν να ήθελε να αρπάξει το «είναι» του μοντέλου του. Θα μπορούσε να είχε καταλήξει σε θάλαμο αερίων σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπως εκατομμύρια Εβραίοι της Κεντρικής Ευρώπης. Ζωγραφίζει τη ζωή μπροστά στον θάνατο, με την ατέλεια, τη ζέση και τη λαγνεία ακόμα που συνεπάγεται η προσπάθεια για επιβίωση. Ζωγραφίζει κυνικά και τρυφερά τον θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου, η σωματικότητα είναι παντοδύναμη.
Ο Λούσιαν Φρόιντ υπήρξε μέλος μίας από τις εμβληματικότερες αστικές οικογένειες του ευρωπαϊκού εικοστού αιώνα. Γεννημένος το 1922, ήταν γιος του αρχιτέκτονα Ερνστ Φρόιντ και εγγονός του πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ. Εγκατέλειψε τη Γερμανία το 1933 σε ηλικία έντεκα ετών και πολιτογραφήθηκε Βρετανός το 1939. Σπούδασε στην Κεντρική Σχολή Καλών Τεχνών του Λονδίνου, στη Σχολή Ζωγραφικής και Σχεδίου Σέντρικ Μόρις και στο Κολέγιο Γκόλντσμιθς του Πανεπιστημίου του Λονδίνου – όμως διατηρούσε γενικά ένα χαμηλό προφίλ. Λένε ότι τριγυρνούσε στους δρόμους με ένα γεράκι στον ώμο και ήταν υπεύθυνος για τη φωτιά που ξέσπασε στη Σχολή Σέντρικ Μόρις, όταν άφησε κάπου ένα τσιγάρο αναμμένο χωρίς να το αντιληφθεί.
Ο Λούσιαν Φρόιντ, αναζητώντας εμπειρίες, υπηρέτησε για έναν χρόνο στο Εμπορικό Ναυτικό, στις νηοπομπές του Ατλαντικού, ταξίδεψε στο Παρίσι και περιηγήθηκε την Ελλάδα το 1946.
Αρχές της δεκαετίας του ’50 ήταν μέλος της Σχολής του Λονδίνου, μιας καλλιτεχνικής ομάδας με κύριο εκπρόσωπο τον Φράνσις Μπέικον που αρνήθηκε την αφηρημένη τέχνη χάριν της παραστατικής ζωγραφικής. Οι συχνά σκληροί και απόμακροι πίνακες του Φρόιντ έτειναν προς τον ρεαλισμό, προς ανησυχητικούς εσωτερικούς χώρους και αστικά τοπία. Τα έργα του διακρίνονται για την ψυχολογική τους διείσδυση και τη συχνά δυσάρεστη εξέταση της σχέσης μεταξύ καλλιτέχνη και μοντέλου. Ο Φρόιντ δούλευε με βάση μελέτες ζωής και ήταν γνωστό ότι οι συναντήσεις με τα μοντέλα του ήταν παρατεταμένες και τιμωρητικές.
Έγινε σύντομα διάσημος με το ύφος που υιοθέτησε εκείνη τη δεκαετία και επικεντρώθηκε σε πορτρέτα, τις περισσότερες φορές γυμνά.
Ήταν μονήρης, δεν αγαπούσε τη δημοσιότητα και ακόμα και στις πιο μεγάλες εκθέσεις που οργανώθηκαν προς τιμήν του δεν πάτησε ποτέ. Στο βιβλίο «Φρόιντ: Η βιογραφία μιας οικογένειας» η θεία του λέει: «Είναι βέβαια ένας ταλαντούχος, αλλά πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος, ο οποίος ζει εντελώς έξω από τα δικά μας, αστικά πλαίσια. Συχνά απορώ πώς βρέθηκε στην οικογένειά μας». Οι σχέσεις του με την οικογένεια ήταν ψυχρές, δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ.
Η ιδιωτική του ζωή ήταν ταραχώδης. Είχε μαγνητική προσωπικότητα και άπειρες ερωμένες, από τις οποίες απέκτησε τουλάχιστον δεκατρία εξώγαμα παιδιά. Έκανε δυο γάμους, στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές της δεκαετίας του ’50, και οι σχέσεις του με τα παιδιά του γενικά ήταν τεταμένες. Όταν πέθανε, το 2011, στα βρετανικά ταμπλόιντ κυριαρχούσε η περιέργεια για την διαθήκη του. Όταν πέθανε η περιουσία ανερχόταν στα 120 εκατομμύρια ευρώ, η μεγαλύτερη που έχει αφήσει πίσω του Βρετανός καλλιτέχνης. Στον επί πολλά χρόνια συνεργάτη του Ντέιβιντ Ντόσον, ο οποίος εικονίζεται στον μισοτελειωμένο πίνακα «Portait of the Hound», κληροδότησε μια μονοκατοικία και 2,5 εκατ. λίρες μαζί με το κατοικίδιό του, Έλι, ενώ η υπόλοιπη περιουσία, που ήταν μεγάλη, πήγε στη δικηγόρο του Νταϊάνα Ρόστρον και σε μία από τις κόρες του, τη Ρόουζ Πίαρς. Η επιθυμία του ήταν να καταστραφούν τα προσωπικά του αντικείμενα.
Το 2008 το έργο του με τίτλο «Benefits supervisor sleeping», το πορτρέτο μια γυμνής γυναίκας που κοιμάται σε έναν καναπέ, πουλήθηκε από τον Οίκο Christies στο ποσό των 33,6 εκατομμυρίων δολαρίων, τιμή-ρεκόρ για έργο ζωγράφου εν ζωή.
Λίγοι καλλιτέχνες έχουν απολαύσει τον σεβασμό των μουσείων, του κόσμου της τέχνης και του κοινού όσο ο Φρόιντ, που τον θεωρούσαν συνεχιστή της παράδοσης του Σαρντέν, του Μανέ και του Ντεγκά στη σπουδή της ανθρώπινης φιγούρας. Ενώ ανήκει στην καρδιά της παράδοσης αυτής, παρέμεινε ανεξάρτητος.
Στη διαθήκη του άφησε τον πίνακα «Η Ιταλίδα ή η γυναίκα με το κίτρινο μανίκι» του Καμίγ Κορό (1870) στην Εθνική Πινακοθήκη, εξηγώντας ότι ήθελε να αφήσει το έργο στη Μεγάλη Βρετανία ως ευχαριστώ για το ότι υποδέχτηκε την οικογένειά του με θέρμη.