Στις 2 Οκτωβρίου 2019, στο Έντμοντον του Καναδά όπου κατοικούσε, ο καλλιτέχνης Matthew Wong έθεσε τέλος στη ζωή του. Ήταν 35 ετών, ανήκε στο φάσμα του αυτισμού, έπασχε από το σύνδρομο Τουρέτ και από μελαγχολία, η οποία, σύμφωνα με την μητέρα του, πρωτοεμφανίστηκε ενόσω εκείνος βρισκόταν στην παιδική ηλικία.
H Ρoμπέρτα Σμιθ, που είναι η κατ' εξοχήν αξιοσέβαστη κριτικός τέχνης των New York Times –μια «πάπισσα» στο είδος της, που, ίσως, στις μέρες μας, να μην υπάρχει όμοιά της (αλλά ούτε και όμοιος της) με κριτήριο την επιρροή που ασκεί διεθνώς στην πρόσληψη της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας–, είχε γράψει, σχεδόν τρεις μήνες μετά το τόσο δυσάρεστο γεγονός της αυτοκτονίας του και με αφορμή την αναδρομική έκθεση στο έργο του, που οργάνωσε στη Νέα Υόρκη η γκαλερί Κarma που τον εκπροσωπούσε, ότι θεωρεί πως ο Matthew Wong ήταν ένας από τους πλέον ταλαντούχους ζωγράφους της γενιάς του και ότι τα έργα του ήταν τα πιο ακαταμάχητα που η ίδια αντίκρισε ποτέ.
Και δεν σταμάτησε να αναφέρεται σ' αυτά σε τόνο υπερθετικό, ο οποίος σπανίζει στα κείμενά της.
O Matthew Wong προγραμμάτιζε να μείνει τρεις εβδομάδες στην Αθήνα και να φτιάχνει δύο έργα την ημέρα. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι θα προέκυπτε ικανός αριθμός έργων ώστε να σχηματιστεί μια ενότητά τους που θα μπορούσε να εκτεθεί. Βέβαια, το τραγικό γεγονός της αυτοκτονίας του ανέτρεψε αυτά τα πλάνα.
Σε κείνο το άρθρο, η Ρομπέρτα Σμιθ σημείωνε επίσης ότι τα έργα του είναι κατά έναν ακραίο τρόπο ανοικτά σε ερμηνείες, όσο είναι και ευάλωτα. Όμως, από τη στιγμή που θα αγγίξουν τον θεατή, του επιτρέπουν να διερευνήσει μόνος του την περιπλοκότητα της χρωματικής παλέτας τους, καθώς και εκείνην της κατανομής των διαφορετικών περιοχών που ορίζει η εκάστοτε σύνθεση. Επίσης, επιτρέπουν στον θεατή να προσεγγίσει την πολυπλοκότητα του ψυχολογικού υπόβαθρου που τα στηρίζει όλα αυτά.
Ο Matthew Wong γεννήθηκε στο Τορόντο, του Καναδά, το 1984. Ήταν μοναχοπαίδι. Οι γονείς του ασχολούνταν με την εμπορία υφασμάτων και νεωτερισμών και καθώς ήταν κινεζικής καταγωγής, μετακόμισαν στο Χονγκ Κονγκ για τις δουλειές τους όταν ο γιος τους ήταν 7 ετών, για να επιστρέψουν στο Τορόντο όταν εκείνος έγινε 15 και προκειμένου να έχει καλύτερη ιατρική περίθαλψη. Μιλούσε άπταιστα αγγλικά και κινέζικα. Πήρε το πρώτο του δίπλωμα στην Πολιτιστική Ανθρωπολογία από το Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, το 2007. Αμέσως μετά, επέστρεψε στο Χόνγκ Κονγκ και το 2013 αποφοίτησε από την εκεί Σχολή Καλών Τεχνών, έχοντας επιλέξει ως κύριο αντικείμενο των σπουδών του τη φωτογραφία. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε να πειραματίζεται με σχέδια με μελάνι σε χαρτί, προτού ασχοληθεί και με τη ζωγραφική με λάδια.
Μελετούσε την ιστορία της τέχνης και τα έργα των μεγάλων ζωγράφων –σαν τον Βαν Γκογκ, για παράδειγμα, που του άρεσε πολύ– μέσα από αναρτήσεις στο Instagram, στο Facebook, στο Tumblr και σε άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτή η «μέθοδος μελέτης», που στην εποχή μας είναι εξίσου ιδιότυπη και κοινότυπη, συνέτεινε στο να εδραιωθεί το προφίλ του ως αυτοδίδακτου καλλιτέχνη.
Επιπλέον, επειδή στα ίδια μέσα «εξέθετε» τα έργα του, απέκτησε προοδευτικά έναν κύκλο ακολούθων και φίλων καλλιτεχνών που τον ενθάρρυναν και τον εκτιμούσαν και που του πρόσφεραν ουσιαστική υποστήριξη κατά την ταχεία, αν όχι φρενήρη, ανατολή του άστρου του στο στερέωμα της σύγχρονης τέχνης. Γενικότερα, η φήμη του ως αυτοδίδακτου που διεκδικεί την καλλιτεχνική παρουσία του μέσω των κοινωνικών δικτύων, σε συνδυασμό με το νευροψυχιατρικό φόντο που μόνο προσέθετε δύναμη σε αυτήν τη φήμη, αποκρυστάλλωσε ένα «πρίσμα» μέσα από το οποίο όλοι κοιτάζουν το έργο του, που είναι βέβαιο ότι ευνόησε την υποδοχή και την αποδοχή του σε ένα τόσο ανταγωνιστικό περιβάλλον όσο είναι αυτό του κόσμου της σύγχρονης τέχνης, ο οποίος όχι απλά δεν καλωσορίζει, αλλά, αντιθέτως, τρίζει τα δοντάκια του σε κάθε έναν που μοιάζει να αποκτά έστω και ελάχιστο προβάδισμα αναγνωρισιμότητας.
Έτσι, στα έργα που ο Matthew Wong δημιούργησε κατά τα 7 μόλις χρόνια της καριέρας του ως ζωγράφος, η κριτική αναγνώρισε έναν «νεο-Nabi», αναφερόμενη με αυτόν τον χαρακτηρισμό στην ομάδα «Les Nabis» που δραστηριοποιήθηκε κατά την τελευταία δωδεκαετία του 19ου αι. στο Παρίσι, χάρη στην οποία θεωρείται ότι δρομολογήθηκε η μετάβαση από το ρεύμα του ιμπρεσιονισμού –αλλά και την τότε τρέχουσα ακαδημαϊκή τέχνη– προς τον συμβολισμό και την αφηρημένη τέχνη.
Οι Nabis (που στα εβραϊκά σημαίνει «προφήτες») θεωρούσαν ότι μία τοπιογραφία οφείλει να υπερβαίνει την αναπαράσταση ενός φυσικού τοπίου, όσο κι αν την περιέχει αυτούσια. Και αυτό πρέπει να γίνεται με σκοπό η τοπιογραφία να συνιστά μία συνάρθρωση σχημάτων μεταφοράς και συμβόλων που δημιουργεί ο καλλιτέχνης, προκειμένου να αποπειραθεί μια απεικόνιση της «γεωγραφίας» του αχαρτογράφητου εσώτερου είναι της ανθρώπινης ψυχής.
Τα περισσότερα δημοσιεύματα συγκλίνουν στο ότι μεταξύ των Nabis ο Matthew Wong επηρεάστηκε κυρίως από τους Edouard Vuillard και Paul Serusier. Η κριτική δεν παρέλειψε να επικαλεστεί ως επιρροή του Wong και τον Βαν Γκογκ, καθώς επίσης και τους Αμερικανούς ζωγράφους: Μίλτον Άβερυ, Άλεξ Κατζ και Λόις Ντοντ.
Οι παραπάνω συσχετισμοί είναι το ίδιο απροσδόκητοι όσο και αναμενόμενοι. Κι ως εκ τούτου, ο αναγνώστης αυτών των αναλύσεων παγώνει ελαφρά όταν τους διαβάζει. Ο μόνος μοχλός σκέψης που του απομένει για να προχωρήσει περαιτέρω είναι μία διερώτηση που παραμένει αναπάντητη: γιατί κανείς δεν συνδέει τη ζωγραφική του Wong με τη ναΐφ τέχνη;
Η Ρομπέρτα Σμιθ, που είναι αυτή που είναι επειδή πάντα προσθέτει κάτι παραπάνω στη σκέψη όλων των άλλων, προτείνει μεν και αυτή τους συσχετισμούς που προαναφέρθηκαν, αλλά ξεκαθαρίζει ταυτόχρονα ότι η κίνηση του πινέλου του Matthew Wong προδίδει μία άλλη –ιδιάζουσα– αίσθηση του επείγοντος και της ταχύτητας, η οποία θυσιάζει την τελειότητα του σχεδίου, προς όφελος της αμεσότητας με την οποία το έργο απευθύνεται στον θεατή.
Η ιστορικός τέχνης Winnie Wong, που ανήκει στο διδακτικό προσωπικό του πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ, στην Καλιφόρνια, στο δοκίμιό της με τίτλο «Ιδιοφυΐα από το πουθενά / Καρτποστάλ από τον Matthew Wong», στέκεται αρκετά στην ρητορική ερώτηση: «Πού ακριβώς είναι το Έντμοντον της Αλμπέρτα του Καναδά;», στο οποίο ζούσε ο Matthew Wong.
Επιμένει στο ότι αυτός «ο λασπώδης και απερίγραπτος» τόπος, τον οποίο ζωγράφιζε ο Wong, κοιτάζοντας τα άδεια πάρκα την ώρα που σουρουπώνει ή τα δάση με τις οξιές, δεν «εισχωρεί» στα έργα του και δεν εμφανίζεται σε αυτά με την πραγματική μορφή του, παρά αντίθετα, οι διάφορες όψεις του «ανοίγουν» και μεταλλάσσονται σε ζωηρά τοπία με βράχια, θάλασσες, δάση, μονοπάτια, ευκρινείς γραμμές του ορίζοντα και φωτεινούς ουρανούς.
Επισημαίνει επίσης ότι οι εν λόγω τοπιογραφίες έχουν χρονικούς προσδιορισμούς ως τίτλους (π.χ. « μεσάνυχτα», «πέντε το απόγευμα», «αυγή», «ανατολή», «Φθινόπωρο» κ.λπ.). Και μέσω όλων αυτών, η Winnie Wong κυκλώνει την ιδέα ότι ο Matthew Wong ζούσε «στη μέση του πουθενά», για να αξιοποιηθεί εδώ ένας σχετικά νεοεισαχθείς αγγλισμός στα ελληνικά, ως περιγραφή της αλήθειας της βιομηχανικής ζώνης του Έντμοντον στην οποία κατοικούσε ο Wong, που είναι η λιγότερο «βουκολική» της πόλης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το πραγματικό αντικείμενο της ζωγραφικής του θα ήταν η «πουθενότητα» – αν είναι επιτρεπτή η κατασκευή μιας τέτοιας λέξης για να αποδώσει την αίσθηση του να αναζητάς τον εαυτό σου και αυτός να μην ευρίσκεται πουθενά και για τον λόγο αυτό να πασχίζεις να παράγεις όσο το δυνατόν περισσότερες φανταστικές τοπιογραφίες, με σκοπό να λειτουργούν ως εξισορροπητικά αντίβαρα αυτής της έλλειψης.
Την ίδια στιγμή δεν παύεις ούτε στιγμή να ατενίζεις το πραγματικό τοπίο, που στα μάτια σου φαντάζει σαν ακριβές πορτρέτο της φρίκης της έλλειψής σου.
Ο μη κερδοσκοπικός χώρος τέχνης Arch στην Πλάκα, στην Αθήνα, είχε προγραμματίσει την τωρινή έκθεση έργων του Matthew Wong ήδη από το 2018, όταν έγινε η πρώτη ατομική του έκθεση στην γκαλερί Karma της Νέας Υόρκης. Για την ακρίβεια, είχε τότε οριστεί ότι ο Wong θα συμμετείχε στο πρόγραμμα καλλιτεχνικής διαμονής (residency) της Arch, στην Αθήνα, τον φετινό Μάιο.
Είχε ο ίδιος αποφασίσει ότι θα έφτιαχνε στην Αθήνα μόνο έργα σε χαρτί και για τον λόγο αυτό είχε προτείνει τον τίτλο «Postcards» (βλ. «Καρτποστάλ») για τη συλλογή που θα δημιουργούσε και για την έκθεσή της.
Προγραμμάτιζε να μείνει τρεις εβδομάδες στην Αθήνα και να φτιάχνει δύο έργα την ημέρα. Για κείνον αυτός ο ρυθμός παραγωγής ήταν ο συνηθισμένος του – θα έφτιαχνε έτσι κι αλλιώς ένα έργο το πρωί και ένα το βράδυ. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι μέσα σε τρεις εβδομάδες παραμονής στην Αθήνα θα προέκυπτε ικανός αριθμός έργων ώστε να σχηματιστεί μια ενότητά τους που θα μπορούσε να εκτεθεί.
Βέβαια, το τραγικό γεγονός της αυτοκτονίας του ανέτρεψε αυτά τα πλάνα.
«Ο Matthew Wong έχει μία αμεσότητα στη δουλειά του που συγκινεί. Πρόκειται για την ιδιαιτερότητά της που ένιωσα και ξεχώρισα από την πρώτη στιγμή, χωρίς να ξέρω ούτε ποιος είναι ούτε την προσωπική ιστορία του και τη διαρκή μάχη του με τη μελαγχολία, ώστε να αναρωτιέμαι μην τυχόν και του χαριζόμουν γι' αυτούς τους λόγους. Επίσης, είχα καιρό να δω ζωγραφική που δεν ακολουθεί τα πρέπει αυτής της τέχνης, αλλά και που ταυτόχρονα οδηγεί σε κάποιο αποτέλεσμα το οποίο προσφέρει κάτι το διαφορετικό στον θεατή. Μπορεί, με την πρώτη ματιά η δουλειά του να θυμίζει πράγματα που έχουμε ξαναδεί, αλλά τελικά είναι εντελώς προσωπική και δική του» λέει η Αταλάντη Μαρτίνου, ιδρύτρια και ιδιοκτήτρια της Arch και συμπληρώνει: «Είναι η πρώτη φορά που γίνεται έκθεση έργων του στην Ευρώπη και το πιθανότερο είναι ότι δεν θα υπάρξει άλλη φορά, λόγω της τεράστιας και υπερβολικής ζήτησης που έχει ήδη καταγραφεί».
Και πράγματι, μετά την αυτοκτονία του υπήρξαν έργα του που οι ιδιοκτήτες τους έβαλαν σε πλειστηριασμό και που κατάφεραν να πετύχουν τιμές μεγαλύτερες του 1 εκατομμυρίου δολαρίων. Αυτές είναι οι λεγόμενες «τεχνητές προκλήσεις εκτίναξης» των τιμών, που οργανώνει συνήθως μια «συνομοταξία» συλλεκτών, οι οποίοι περιγράφονται πλέον με τον περιφρονητικό όρο «flippers», επειδή η πάγια τακτική τους είναι να αγοράζουν έργα με μόνο σκοπό να τα επαναπροωθήσουν πολύ σύντομα στην αγορά, προκειμένου να επωφεληθούν από μια υψηλότερη μεταπωλητική αξία. Πρόκειται για το πιο κοινότοπο είδος καιροσκοπισμού στο χρηματιστήριο της τέχνης. Ας τους πούμε λοιπόν «τουμπαριστές», σε εξωφρενικά ελεύθερη και εκχυδαϊστική απόδοση στα ελληνικά, γιατί καθώς «τουμπάρουν» τη σχέση τους με ένα έργο, βγάζοντάς το προς πώληση, αποκαλύπτεται ότι η αρχική τους πρόθεση όταν το αγόραζαν δεν ήταν να το αποκτήσουν επειδή το επιθυμούσαν, αλλά επειδή το έκριναν πρόσφορο για να κερδοσκοπήσουν, καθώς πόνταραν σε μια δική τους σπεκουλάτσια ότι αυτό θα αναδεικνυόταν σε καλό «blue chip».
Η διαφορά με τις υπόλοιπες ανάλογες περιπτώσεις είναι ότι πιθανόν, στην περίπτωση του Matthew Wong να καταρρίφθηκε ένας ύστατος ηθικός φραγμός, κάτι που θα πληροφορούμασταν μόνο εάν κάποτε αποκαλυπτόταν ότι η σπέκουλα των «flippers» βασίστηκε στην πιθανότητα ότι θα οδηγείτο στην αυτοκτονία, λόγω της χρόνιας ψυχικής αστάθειάς του.
Το παρήγορο είναι ότι η γκαλερί Karma στη Νέα Υόρκη, ήδη από την πρώτη έκθεση έργων του Wong μετά το θάνατό του, τον περασμένο Δεκέμβριο, και σε συνεννόηση με το ίδρυμα που φέρει το όνομά του και διαχειρίζεται τα έργα του, αποφάσισαν να μην τα προσφέρουν προς πώληση μέχρι να ανιχνευτεί μια ηπιότερη ορμή στη ζήτησή τους.
σχόλια