Τα εγκαίνια της πλήρως ανακαινισμένης Εθνικής Πινακοθήκης προβλέπεται να γίνουν περί τα τέλη Ιουνίου, εφόσον –με το καλό‒ η πορεία της πανδημίας θα επιτρέπει την είσοδο κοινού στα μουσεία. Όμως η Πινακοθήκη θα ανοίξει στις 24 Μαρτίου 2021 για μια συμβολική ξενάγηση των ηγετών ξένων κρατών που τιμούν την Ελλάδα με την παρουσία τους στην επέτειο των 200 ετών από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 και αντιπροσωπεύουν τις ξένες δυνάμεις που συμμετείχαν στη νικηφόρα ναυμαχία του Ναυαρίνου κατά του τουρκικού στόλου που έγινε στις 20 Οκτωβρίου του 1827 και υπήρξε καθοριστική για την έκβαση του Αγώνα.
Συγκεκριμένα, θα ξεναγηθούν ο διάδοχος του βρετανικού θρόνου και πρίγκιπας της Ουαλίας, Κάρολος, που θα συνοδεύεται από τη σύζυγό του Καμίλα, δούκισσα της Κορνουάλης, και ο Ρώσος πρωθυπουργός Μιχαήλ Μισούστιν (ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ακύρωσε την επίσκεψή του, λόγω επιδείνωσης της κατάστασης με τον κορωνοϊό στη Γαλλία). Όπως είναι αυτονόητο, μαζί τους θα ξεναγηθεί και ο Πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα, η τελετή θα ξεκινήσει στις 18:15 με ομιλίες και θα ολοκληρωθεί στις 19:28. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματική διάρκεια της ξενάγησης στην έκθεση θα είναι πάρα πολύ μικρή. Η διαδικασία θα ακολουθήσει αυστηρά την ισχύουσα εθιμοτυπική τάξη, που όμως θα προσαρμοστεί σε υγειονομικό πρωτόκολλο που σχεδίασε ο ΕΟΔΥ ειδικά για την περίσταση. Το σύνολο των επίσημων προσκεκλημένων που θα παρευρεθούν θα είναι τριάντα πέντε άτομα, τα οποία θα χωριστούν σε γκρουπ, που το καθένα θα περιλαμβάνει το πολύ οκτώ άτομα και θα ξεναγηθεί ξεχωριστά.
Δεν έχει τόση σημασία η τωρινή επίσκεψη των επισήμων στη Πινακοθήκη, διότι η έκθεση αυτή θα βρει τελικά τους θεατές στους οποίους απευθύνεται ευθέως, που θα την αγαπήσουν όλοι, ο καθένας με τον τρόπο και τη δύναμή του.
Οι υψηλοί προσκεκλημένοι θα δουν την έκθεση έργων που στήθηκε στον πρώτο όροφο της Πινακοθήκης και χωρίζεται σε δύο μεγάλες ενότητες: μία με έργα ζωγραφικής με θέμα τον αγώνα της Ανεξαρτησίας και ήρωες της Επανάστασης του 1821 και μία με έργα Ελλήνων καλλιτεχνών (πορτρέτα, τοπιογραφίες, ηθογραφίες κ.λπ.), όλα τους του δέκατου ένατου αιώνα.
Η ενότητα των έργων με θέμα τον αγώνα του ’21 είναι επί της ουσίας η επετειακή έκθεση της Πινακοθήκης για τα 200 χρόνια από την κήρυξη της Επανάστασης ‒ τα έργα θα παραμείνουν συγκεντρωμένα σε αυτή την ενότητα μέχρι το τέλος του έτους, σύμφωνα με τον ισχύοντα προγραμματισμό, για να παραχωρήσουν στη συνέχεια τη θέση τους στα έργα της μόνιμης συλλογής που προορίζονται για τον ίδιο χώρο, σύμφωνα με τον μουσειολογικό και μουσειογραφικό σχεδιασμό παρουσίασής της.
Ωστόσο, το πρώτο έργο που θα αντικρίσουν οι επίσημοι προσκεκλημένοι θα είναι η μεγάλη «Λαϊκή Αγορά» του Παναγιώτη Τέτση, για την οποία έχει δημιουργηθεί μια μόνιμη και ειδική θέση στον χώρο υποδοχής της Πινακοθήκης. Η «Λαϊκή Αγορά» είναι ένα πολύ σπουδαίο έργο ζωγραφικής (που θα το έλεγε κάποιος και μαγικό, επειδή είναι ολοζώντανο) που, όμως, δεν έχει εκτεθεί πραγματικά εξαιτίας τους μεγέθους του ‒ καθότι πρόκειται για ένα τρίπτυχο με συνολικό μήκος μεγαλύτερο από 15 μέτρα. Ωστόσο, τώρα η «Λαϊκή Αγορά» αποκτά μια θέση που θα επιτρέψει στο κοινό να την αγαπήσει όσο της αξίζει. Ταυτόχρονα, η θέση αυτή αποδίδει στο έργο έναν ρόλο συμβολικό, γιατί δηλώνει ότι, όπως μια λαϊκή αγορά είναι ανοιχτή σε όλους, έτσι και η Εθνική Πινακοθήκη είναι ένα μουσείο ανοιχτό σε όλον τον κόσμο.
Εκτός από το έργο αυτό, στον χώρο υποδοχής ο επισκέπτης μπορεί να συλλάβει όλο το πνεύμα βάσει του οποίου έγινε ο σχεδιασμός των εσωτερικών χώρων του μουσείου από το μελετητικό γραφείο των καθηγητών Γιώργου Παρμενίδη, Christiane Longuepée και Ιφιγένειας Μάρη, που είναι σταθεροί συνεργάτες της Πινακοθήκης εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Το πρώτο στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι η επένδυση όλων των χρηστικών επίπλων και διαχωριστικών πετασμάτων στον χώρο υποδοχής (εκδοτήριο εισιτηρίων, γκαρνταρόμπα, προθήκες πωλητηρίου κ.λπ.) με ξύλινες επιφάνειες καλυμμένες με καπλαμά διπλής κοπής από φυσική δρυ, στον οποίο εκ των υστέρων έχει δημιουργηθεί ένα αρκετά εξεζητημένο εφέ όσον αφορά το χρώμα του, με σκοπό να ουδετεροποιείται κάπως η υφή του ξύλου, που διαφορετικά θα είχε πολύ έντονα νερά. Ωστόσο, η ανάσα κόβεται όταν στρέψει κάποιος το βλέμμα προς το ταβάνι, το οποίο καλύπτεται επίσης από ξύλινες επενδύσεις, τοποθετημένες με τον πιο απρόσμενο και εντυπωσιακό τρόπο, ώστε να σχηματίζεται μια σύνθεση από άξονες χάραξης που τέμνουν τη φορά των νερών του ξύλου και οι οποίοι αποπνέουν την αίσθηση μιας κίνησης με σαφή, αλλά ήπιο δυναμισμό. Θα νόμιζε κάποιος ότι οι άξονες αυτοί του θυμίζουν τη «γεωμετρία» αντίστοιχων αξόνων σε ζωγραφικές συνθέσεις του Τέτση ή στη συμβολιστική φάση του Παρθένη, όπως επίσης και σε μεταγενέστερα έργα αφαιρετικού χαρακτήρα. Είναι σαν να αποκαλύπτουν ένα είδος αφανούς κοινού τόπου που διατρέχει σπουδαίες στιγμές της ιστορίας της ελληνικής ζωγραφικής.
Στους εκθεσιακούς χώρους του πρώτου ορόφου που θα επισκεφτούν οι επίσημοι καλεσμένοι, η πρώτη δυνατή εντύπωση σχηματίζεται από το χρώμα των τοίχων όπου είναι αναρτημένοι οι πίνακες, το οποίο είναι από την γκάμα του γκρίζου. Ωστόσο, αμέσως πιστεύει κάποιος ότι το εν λόγω γκρι περιέχει έναν ανεπαίσθητο γαλαζωπό τόνο. Είναι ένα γκρι με ιδιαίτερη συμπεριφορά, που αναδεικνύει τα έργα καλύτερα απ’ ό,τι θα το έκανε ένα οποιοδήποτε καθαρό λευκό, το οποίο θα προκαλούσε μια θάμβωση στο μάτι. Βλέποντας, λοιπόν, κάποιος τα έργα της τωρινής έκθεσης για τα 200 χρόνια από το 1821 (όπως και όλα τα υπόλοιπα) πάνω σε αυτό το απαλό και ευχάριστο γκριζογάλαζο χρωματικό φόντο, του δημιουργείται η εντύπωση ότι βρίσκεται σε μουσείο της Βόρειας Ευρώπης (και μάλιστα ούτε καν του Μονάχου – ίσως στη Δρέσδη, την εποχή της μεγάλης ακμής της), αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία, διότι καταλήγει ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα ακόμα πιο σεμνό, αλλά «ενεργό» φόντο για τα έργα, που θα παρέπεμπε σε μια αρχαιοπρεπή ελληνική δωρικότητα.
Μια άλλη, εξαιρετική επιλογή των σχεδιαστών του εσωτερικού χώρου της Πινακοθήκης ήταν εκείνη ενός ματ (και όχι ενός κραυγαλέου γυαλιστερού) φινιρίσματος για τα μαρμάρινα δάπεδα. Έτσι, και αυτά με τη σειρά τους επιτείνουν την αίσθηση σεμνότητας, σοβαρότητας και αυστηρότητας του χώρου, αλλά και μιας μεγαλοπρέπειας που δεν επιθυμεί να διατυμπανίζει την αδιαμφισβήτητη παρουσία της.
Αντικείμενο ειδικού σχεδιασμού αποτέλεσαν και οι ψευδοροφές, από τις οποίες προέρχεται ο φωτισμός των εκθεσιακών χώρων. Χάρη σε αυτές, τα έργα δείχνουν μεν πολύ σωστά φωτισμένα, αλλά ο επισκέπτης δεν αντιλαμβάνεται έντονη παρουσία πηγής φωτός. Όπως σημειώνει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης κ. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, «τα έργα μοιάζουν σαν αυτόφωτα και αυτό είναι ένα κατόρθωμα». Σε όλους του χώρους της ανακαινισμένης Πινακοθήκης υπάρχουν σημαντικά ανοίγματα, από τα οποία μπαίνει φυσικό φως, οι ψευδοροφές λοιπόν θα μπορούσαν να περιγραφούν και ως επιφάνειες ρυθμιζόμενης φωτεινότητας, επειδή η ένταση του φωτός που εκπέμπουν ρυθμίζεται αυτόματα, ακολουθώντας εκείνη του εισερχόμενου φυσικού φωτός και διατηρώντας έτσι πάντα σταθερό τον ιδανικό φωτισμό για τη θέαση των έργων.
Πολύ σημαντικό στοιχείο σε αυτούς τους χώρους είναι και τα νέα εκθεσιακά πάνελ που βρίσκονται διάσπαρτα, άλλα όχι άτακτα, μέσα σε αυτούς. Ορίζουν άξονες στον χώρο και είναι τοποθετημένα κάθετα στους συνηθέστερους άξονες των βλεμμάτων των επισκεπτών. Ακολουθούν, λοιπόν, τη φυσική ροπή των βλεμμάτων και, όπως λέει η κ. Πλάκα: «Οι πορείες των βλεμμάτων δημιουργούν στη συνέχεια πορεία βημάτων μέσα στις αίθουσες». Τα πάνελ υψώνονται από το δάπεδο ως το ταβάνι, συνεισφέροντας και αυτά με την κλίμακά τους στη διακριτική αίσθηση κύρους και μεγαλοπρέπειας του χώρου. Κυρίως όμως χάρη στη διπλή στήριξή τους στο δάπεδο, στην οροφή και στον δυνατό σκελετό τους είναι τόσο στιβαρά, ώστε επιτρέπουν να βασιστούν σε αυτά πολύ βαριά και μεγάλα έργα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το πορτρέτο της κυρίας Κλεμάνς Σερπιέρη που φιλοτέχνησε ο Νικηφόρος Λύτρας, ο ζωγράφος-σταρ της μεγαλοαστικής αθηναϊκής κοινωνίας της εποχή του Χαρίλαου Τρικούπη. Πρόκειται για έργο εντυπωσιακών διαστάσεων, πλαισιωμένο από μια εξίσου εντυπωσιακή και βαρύτιμη κορνίζα γαλλικής κατασκευής ‒ χρειάστηκαν οκτώ άνθρωποι για να το μεταφέρουν και να το αναρτήσουν με ασφάλεια σε ένα πάνελ μόνο του. Το εν λόγω πορτρέτο, ακριβώς λόγω του μεγέθους και του βάρους του, δεν εξετίθετο έως τώρα. Και ο Παναγιώτης Τέτσης, ο οποίος διατέλεσε για πολλά χρόνια πρόεδρος του Δ.Σ. της Πινακοθήκης και λάτρευε το συγκεκριμένο έργο, παραπονιόταν επειδή δεν ήταν εύκολο να εκτίθεται μονίμως. Τώρα, λοιπόν, η Κλεμάνς Σερπιέρη βρήκε τη ικανή στήριξη που χρειαζόταν για να εκτίθεται στη μόνιμη συλλογή και να θυμίζει εκείνη τη εποχή ακμής της Αθήνας, όταν στο κέντρο της και στις μεγάλες λεωφόρους είχε εντυπωσιακά και αρκούντως μεγάλα νεοκλασικά μέγαρα, ώστε να μπορούν να φιλοξενούν έργα τέχνης τέτοιου μεγέθους, βάρους και καλλιτεχνικής αξίας.
Μια άλλη πολύ σημαντική πτυχή της ανακαίνισης της Εθνικής Πινακοθήκης είναι η συντήρηση όλων των έργων της. Με το κλείσιμό της για την έναρξη των εργασιών, όλα τα έργα μεταφέρθηκαν στις αποθήκες και χάρη σε χρηματοδότηση από το πρόγραμμα ΕΣΠΑ 2007-2013 συντηρήθηκαν (όπως και οι κορνίζες τους) με τρόπο ιδανικό. Ειδικότερα, για τα χίλια έργα που συνιστούν τη νέα σύνθεση της μόνιμης συλλογής στήθηκε «ιατρείο», στο οποίο έγινε ολική απεντόμωσή τους με παραμονή τους σε αεροστεγές περιβάλλον και ατμόσφαιρα χωρίς οξυγόνο, μόνο με άζωτο και διοξείδιο του άνθρακα, ώστε να απαλλαγούν από κάθε πιθανό μικροοργανισμό θα μπορούσε να τα βλάψει.
Ο επισκέπτης τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά ακόμη κι αν δεν είναι ενήμερος για το ότι έγιναν οι εργασίες συντήρησης που προαναφέρθηκαν, γιατί πρόκειται για έργα που γνωρίζει ήδη, αλλά τώρα αντιλαμβάνεται ξαφνικά ότι έχουν μια άλλη λάμψη, που τα κάνει πολύ πιο ελκυστικά – θα μπορούσε να την περιγράψει κάποιος ως λάμψη της αισιοδοξίας.
Στην ενότητα των έργων με θέμα τον Αγώνα του ’21 και τους ήρωές του, που θα δουν οι υψηλοί προσκεκλημένοι, ξεχωρίζουν δύο έργα του Θεόδωρου Βρυζάκη (1814-1878): η «Έξοδος του Μεσολογγίου» του 1853 και η «Υποδοχή του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι» του 1861. Δεν πρέπει να υπάρχει Έλληνας που να μην τα γνωρίζει έστω και από τα αντίγραφά τους, που κυκλοφορούν (ή από γραμματόσημα – για όσους θυμούνται σήμερα τι εστί γραμματόσημο). Η κ. Λαμπράκη-Πλάκα τα θεωρεί ιδιαιτέρως σημαντικά σε αυτή την παρουσίασή τους, επειδή, όπως λέει: «Ο Βρυζάκης ήταν και ο ίδιος “ορφανό” της Επαναστάσεως και του Αγώνα, υπό την έννοια ότι οι Τούρκοι είχαν κρεμάσει τον πατέρα του. Για τον λόγο αυτό ετέθη υπό την προστασία αρχικά του Καποδίστρια και στη συνέχεια του Όθωνα, οπότε και εστάλη νέος στο Μόναχο για να σπουδάσει ζωγραφική. Μπορεί και να μην είναι τα τελειότερα έργα του κόσμου, αλλά αυτά διαπαιδαγώγησαν την πατριωτική συνείδηση των Ελλήνων. Γι’ αυτό έχουν μια ιερότητα. Η “Έξοδος του Μεσολογγίου” δεν είναι πια ένα απλό έργο τέχνης αλλά ένα ιερό εικόνισμα για το έθνος». Βρίσκονται τοποθετημένα αντικριστά και ως εκ τούτου συνομιλούν μεταξύ τους, κάτι που έχει μεγάλη σημασία, μια και τα δύο ιστορικά γεγονότα που απεικονίζουν εξύψωσαν στις συνειδήσεις των Ευρωπαίων τον αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία. «Και το Μεσολόγγι αναδείχτηκε σε σύμβολο μιας πόλης ιερής, “σε ένα φρούριο της ελευθερίας”», όπως το περιγράφει η κ. Λαμπράκη-Πλάκα, η οποία επισημαίνει ότι τα δύο αυτά ιστορικά γεγονότα «συνέβαλαν πάρα πολύ στη διαμόρφωση του φιλελληνικού κινήματος. Όσον αφορά τη διαμόρφωσή του δεν θα έπρεπε ποτέ να παραλείπουμε τον ρόλο του λόρδου Βύρωνα, ο οποίος ήταν μια μεγάλη βεντέτα της εποχής εκείνης, ίσως και πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας από τους σημερινούς ποπ σταρ. Τα βιβλία του διαβάζονταν απ’ όλους. Ο ίδιος ήταν μια προσωπικότητα πάρα πολύ χαρισματική, επίσης όμορφος και πλούσιος. Έφερε μαζί του 30.000 χρυσά τάλιρα από την προσωπική του περιουσία και τα διέθεσε στον Αγώνα. Ήταν πολλοί οι φιλέλληνες που έκαναν σημαντικές δωρεές τότε, αλλά εκείνη του Βύρωνα ήταν ιδιαιτέρως μεγάλη. Έζησε στο Μεσολόγγι για εκατό μέρες πριν από τον άδικο θάνατό του. Ο λόρδος Βύρων –ο Μπάιρον‒ είναι ένας εμβληματικός ρομαντικός συγγραφέας και ποιητής. Και εκπλήρωσε το όνειρο κάθε ρομαντικού, που ήταν να “ολοκαυτωθεί”, να αφιερωθεί και να θυσιαστεί σε έναν αγώνα. O ίδιος αισθανόταν ότι δεν ολοκληρωνόταν μέσα από το συγγραφικό και ποιητικό έργο του. Χρειαζόταν να θυσιαστεί στην πράξη για να ολοκληρώσει την προσωπικότητά του και αυτό τελικά συνέβη στο Μεσολόγγι». Και θα έλεγε κάποιος ότι όλα αυτά μεταφέρονται στον θεατή μέσα από το έργο του Βρυζάκη, χάρη σ’ εκείνο το φέγγος μαργαριταριού που περιβάλλει τη φιγούρα του Μπάιρον.
Ωστόσο, το πρώτο έργο της έκθεσης που οι επισκέπτες θα συναντήσουν αριστερά τους εισερχόμενοι στην πτέρυγα με την ενότητα των έργων με θέμα την Επανάσταση είναι το «Επεισόδιο του ελληνικού Αγώνα» που φιλοτέχνησε το 1856 ο Ευγένιος Ντελακρουά (1798-1863). Είναι έργο της ύστερης περιόδου του, το οποίο φανερώνει πόσο εξακολουθούσε –τόσο πολλά χρόνια μετά το ιστορικό γεγονός‒ να απασχολεί ως θέμα η Ελληνική Επανάσταση τους Ευρωπαίους καλλιτέχνες. Το ίδιο συνέβαινε και με τους Έλληνες ζωγράφους όμως. Παράδειγμα, το επίσης σημαντικό εκτιθέμενο έργο «Μετά την καταστροφή των Ψαρών» του Νικολάου Γύζη (1842-1901), που δημιουργήθηκε στο διάστημα 1896-1898. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ντελακρουά έχει δημιουργήσει την περίφημη «Σφαγή της Χίου» σε ηλικία μόλις 26 ετών, ένα έργο που, όπως λέει η κ. Λαμπράκη-Πλάκα, ήταν συγκλονιστικό και πρωτοποριακό ως σύνθεση και επηρέασε με ποικίλους τρόπους την ιστορική ζωγραφική.
Η ξενάγηση του Ρώσου πρωθυπουργού προβλέπεται να σταθεί στο έργο «Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη», έργο υστερογενές επίσης, του 1881, από τον Ιβάν Αϊβαζόφσκι (1817-1900), που ήταν Αρμένιος καλλιτέχνης. Μακάρι ο κ. Μισούστιν να διατηρεί την απαραίτητη προσοχή, ώστε να συλλάβει τον ανεπαίσθητου και διπλωματικού χαρακτήρα υπαινιγμό που θα μπορούσε κάποιος να διαγνώσει σε αυτό το έργο σχετικά με την ιστορική σχέση της Ρωσίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την τωρινή στάση της απέναντι στην Τουρκία.
Μια πολύ σημαντική ενότητα εκθεμάτων είναι τα σχέδια του Βαυαρού ανθυπολοχαγού Καρλ Κράτσαϊζεν, ο οποίος φτάνει στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1826 για να πολεμήσει ως στρατιωτικός, αλλά, τελικά, και για να ζωγραφίσει. Η κ. Λαμπράκη-Πλάκα λέει: «Ο Κράτσαϊζεν είναι ζωγράφος, αλλά, επειδή έχει και συνείδηση της Ιστορίας, βάζει όλους τους επιζώντες οπλαρχηγούς να του ποζάρουν. Τους σχεδιάζει, λοιπόν, και βάζει καθέναν τους να υπογράψει το σχέδιό του με το όνομά του. Όταν, μετά από έναν χρόνο, φεύγει από την Ελλάδα, γνωρίζει ότι πρέπει να διαδώσει αυτές τις ιερές μορφές. Για τον λόγο αυτό τις λιθογραφεί, τις κυκλοφορεί σε φυλλάδια και έτσι αυτές διαδίδονται. Διότι υπάρχει πια ένα ελληνικό κοινό το οποίο ενδιαφέρεται και τις αγοράζει. Έτσι, χάρη στον Κράτσαϊζεν γνωρίζουμε τις μορφές των αγωνιστών του ’21. Από αυτές τις γκραβούρες του αντλεί τις μορφές τους και ο Βρυζάκης για τα έργα του. Περί τα εκατό χρόνια μετά το 1821 τα έργα του Κράτσαϊζεν διατίθενται στο εμπόριο και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, που ήταν τότε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, ζήτα χρηματοδότηση από το ελληνικό κράτος και τα αγοράζει. Είναι η “αγιογραφία του Αγώνα”, όπως το ονομάζω, διότι πραγματικά είναι μια πινακοθήκη των σπουδαίων ανδρών που ζούσαν την εποχή εκείνη, των Ελλήνων και των Φιλελλήνων». Η υπουργός Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη λέει: «Αυτό που αξίζει να καταλάβει ο κόσμος είναι ότι, ξεκινώντας από τα αναγνωστικά του Δημοτικού και φτάνοντας μέχρι και τη Γ’ Λυκείου, όλα τα σχολικά βιβλία περιέχουν τις φιγούρες των αγωνιστών, όπως τις έχει αποδώσει ο Καρλ Κράτσαϊζεν». Δηλαδή είναι αυτές που γνωρίζουμε και αναγνωρίζουμε όλοι και οι οποίες, από δω και μπρος, θα εκτίθενται στη μόνιμη συλλογή του ιδρύματος, επειδή πλέον υπάρχουν οι απαραίτητες τεχνολογικές και προστατευτικές υποδομές ώστε να γίνει κάτι τέτοιο, που μέχρι την ανακαίνιση δεν ήταν εφικτό.
Κατά τα άλλα, στη δεξιά πτέρυγα του ίδιου εκθεσιακού χώρου παρουσιάζεται, όπως την περιγράφει η κ. Λαμπράκη-Πλάκα, «ώριμη αστική ζωγραφική που αναπτύσσεται μετά την έξωση του Όθωνα. Αντιπροσωπεύει την εποχή που οι Έλληνες ζωγράφοι, οι οποίοι είχαν σταλεί από τον Όθωνα στο Μόναχο για να σπουδάσουν στην εκεί σχολή καλών τεχνών, έρχονται πίσω με τα πτυχία τους και βασιλεύουν στο προσκήνιο της καλλιτεχνικής ζωής της χώρας. Έχουμε, δηλαδή, μετά τον Όθωνα, αυτό που εγώ αποκαλώ “καλλιτεχνική βαυαροκρατία”, που εγκαθιδρύεται μετά το τέλος της πολιτικής βαυαροκρατίας». Με τους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου και τα άλλα έργα που περιλαμβάνει αυτή η ενότητα καλύπτεται χρονολογικά ολόκληρο το φάσμα του δέκατου ένατου αιώνα. Πρόκειται για πορτρέτα προσωπικοτήτων της μεγαλοαστικής αθηναϊκής κοινωνίας που σχηματίζεται στα χρόνια του Χαρίλαου Τρικούπη, όταν εμφανίζονται οι πρώτοι Έλληνες βιομήχανοι, οι πλούσιοι έμποροι και οι εύποροι του απόδημου ελληνισμού, που αποκτούν στέγη και στην πρωτεύουσα της πατρίδας τους. Στην ενότητα αυτή των πορτρέτων συγκαταλέγεται και εκείνο της Κλεμάνς Σερπιέρη, που προαναφέρθηκε, και το εξαιρετικό πορτρέτο του αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυταντζόγλου, του οποίου σπουδαίο έργο είναι το Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Στην ίδια ενότητα περιλαμβάνεται και το έργο του Ιάκωβου Ρίζου (1849-1927), που αγαλλιάζει και τον πιο παγερό θεατή. Πρόκειται για την περίφημη «Αθηναϊκή βραδιά ή στην Ταράτσα» (1897), στην οποία η νωχέλεια γίνεται τόσο γοητευτική και ευγενής, όσο δυνατή μπορεί να είναι η συγκίνηση από την ανάγνωση ποίησης μετά φλερτ. Σε αυτό το έργο θα σταθεί η ξενάγηση του πρίγκιπα Κάρολου, επειδή, όπως λέει η κ. Λαμπράκη-Πλάκα, «είναι πολύ πιθανό ο εικονιζόμενος στον πίνακα αξιωματικός του ιππικού να είναι ο εκ πατρός παππούς του, δηλαδή ο πρίγκιπας Νικόλαος».
Στον ίδιο χώρο παρουσιάζεται και μια ενότητα από τοπιογραφίες, για τις οποίες η κ. Λαμπράκη-Πλάκα λέει: «Ο θεατής βρίσκεται ενώπιον μιας πολύ πρώιμης απόδοσής τους, διότι δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα η συνείδηση της ρεαλιστικής τοπιογραφίας. Οι Έλληνες ζωγράφοι απλώς αντιγράφουν τους περιηγητές που ζωγράφιζαν τα αρχαία μνημεία». Δηλαδή, απαλείφοντας τα νεότερα κτίσματα γύρω τους, ώστε να κυριαρχούν οι αρχαιότητες, «δημιουργώντας ένα φανταστικό τοπίο, στο οποίο βασιλεύει ένα φως αιώνιο και μελένιο».
Παρουσιάζεται, επίσης, μια σπουδαία ενότητα ηθογραφιών, δηλαδή έργων με θέμα τα ήθη τα έθιμα και την καθημερινότητα του ελληνικού λαού. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται μερικά από τα πιο γνωστά και αγαπητά στο κοινό έργα ελληνικής ζωγραφικής, όπως το «Φίλημα» του Νικηφόρου Λύτρα, το επίσης δικό του «Ψαριανό μοιρολόι», έργο του 1880, που δείχνει μια οικογένεια να θρηνεί γύρω από έναν σκούφο ναυτικού που χάθηκε στη θάλασσα, επειδή τίποτε άλλο δεν έχει απομείνει από αυτόν. Εκτίθενται ακόμα τα περίφημα «Αρραβωνιάσματα» (1875), έργο του Νικόλαου Γύζη, και το επίσης δικό του «Τάμα», με θέμα την ερωτική απογοήτευση που συντρίβει μέχρι λιποθυμίας μια νεαρή κοπέλα. Φυσικά, στην ενότητα αυτή περιλαμβάνεται και το πολύ γνωστό έργο «Παιδική συναυλία» (1900) του ζωγράφου της παιδικής ηλικίας Γεώργιου Ιακωβίδη, το οποίο, όπως σημειώνει η κ. Λαμπράκη-Πλάκα, «είχε κερδίσει το βραβείο το 1900 στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού και σύντομα θα ταξιδέψει στο Παρίσι, επειδή η Πινακοθήκη θα το δανείσει για μια παρουσίαση εκεί, όπου θα συγκεντρωθούν όλα τα έργα που βραβεύτηκαν σε αυτές τις εκθέσεις».
Η επόμενη θεματική ενότητα είναι εκείνη των θαλασσογραφιών, με εξαιρετικά έργα του Κωνσταντίνου Βολανάκη.
Τέλος, υπάρχει και η ενότητα έργων του ύστερου δέκατου ένατου αιώνα, από το οποία φαίνεται πώς πολύ σημαντικοί καλλιτέχνες σαν τον Νικόλαο Γύζη ή τον κατά πολύ νεότερό του Κωνσταντίνο Παρθένη αφομοίωναν τα καλλιτεχνικά ρεύματα που γεννιόντουσαν στην Ευρώπη, όπως, για παράδειγμα, ο συμβολισμός ή η αρ νουβό (και οι παραλλαγές της στον γερμανικό κόσμο και στην Αγγλία).
Τι θα καταφέρουν, άραγε, να αποκομίσουν οι υψηλοί προσκεκλημένοι από αυτή την έκθεση που στέκεται εκεί, λαμπερή, μέσα σε ένα ολόλαμπρο και ολοκαίνουριο κτίριο, και φαντάζει σαν «θησαυροφυλάκιο ζωγραφικής»; Θα υποψιαστούν, τουλάχιστον, ότι είναι μια μαγική κλειδαρότρυπα, από την οποία διακρίνεται όλη η αλήθεια της Ελλάδας των διακοσίων χρόνων; Είναι σίγουρο ότι το ερέθισμα τους προσφέρεται πανίσχυρο. Αλλά η τόσο σύντομη έκθεσή τους σε αυτό μπορεί να μην τους επιτρέψει να το συλλάβουν.
Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η συνθήκη της επίσκεψής τους θυμίζει εκείνη του φοβερού «βωμού» του μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική που συνιστά το «Barcelona Pavilion», το οποίο σχεδίασαν οι Ludwig Mies van der Rohe και Lilly Reich για τη Διεθνή Έκθεση του 1929 στη Βαρκελώνη της Ισπανίας. Το περίπτερο για το οποίο οι ίδιοι σχεδίασαν την Barcelona Chair, ένα από τα πιο διάσημα και ανεξίτηλης γοητείας έπιπλα που δημιούργησε ο άνθρωπος στη μακραίωνη ιστορία του, το οποίο είναι μια καρέκλα που θα έπρεπε να αποπνέει εντελώς ατάραχα την αίσθηση ενός θρόνου. Όλα τα παραπάνω δημιουργήθηκαν για την υποδοχή των τότε Ισπανών βασιλέων που αναμένονταν στο περίπτερο της έκθεσης για να υπογράψουν απλώς στο βιβλίο των επισκεπτών. Κάτι που, τελικά, δεν συνέβη ποτέ.
Γι’ αυτό και δεν έχει τόση σημασία η τωρινή επίσκεψη των επισήμων στην Πινακοθήκη, διότι η έκθεση αυτή θα βρει τελικά τους θεατές στους οποίους απευθύνεται ευθέως, που θα την αγαπήσουν όλοι, ο καθένας με τον τρόπο και τη δύναμή του.