Μια τριλογία έργων σε ύφασμα σε υποδέχεται στο ισόγειο της γκαλερί The Breeder. Η έλξη που ασκούν είναι ακατανίκητη, η ανεπαίσθητη κίνησή τους όπως αιωρούνται συντροφεύει την κίνηση του ανθρώπινου σώματος που τα επισκέπτεται. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε έτσι έναν χώρο ή ένα τοπίο ονείρων να μας τυλίγει προστατευτικά όταν αρχίζουμε να κατανοούμε τον κόσμο, όπως λέει ο τίτλος της έκθεσης της Σοφίας Στεβή, «When We Start to Understand the World».
Η διαδρομή μέσα στο έργο είναι εντελώς προσωπική, δημιουργεί οικειότητα και περιέργεια, μέσα σε μια παλέτα χρωμάτων που υπάρχουν σε αφθονία αλλά και σε μικρές λεπτομέρειες στη φύση, σε απροσδόκητα ροζ σύννεφα και ζωντανά πράσινα και ουράνια μπλε, σε πορτοκαλί χρώματα ώριμων φρούτων, σε μια Εδέμ ασφάλειας. Αυτός ο κόσμος σε περικυκλώνει με ρευστότητα, μαλακά, σε παρασύρει σε ένα παιχνίδι αισθήσεων, ακούς ξαφνικά τον βόμβο των εντόμων και το θρόισμα του γρασιδιού, τα σχεδόν αθόρυβα βήματα ενός ζώου που στέκει με αινιγματική ησυχία σε μια άκρη συμπληρώνοντας το παζλ ενός ιδιαίτερου, φανταστικού τόπου που περικυκλώνει, χαϊδεύει και απογειώνει σε έναν τόπο αόριστο και γαλήνιο τη γενναία φιγούρα μιας γυναίκας.
«Τα πλάσματα στα έργα της Σοφίας Στεβή κατοικούν σε ένα ουτοπικό περιβάλλον στο οποίο τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι, τα έργα τέχνης και οι φανταστικές μορφές, όλα βρίσκουν τη σωστή τους θέση. Είναι θέμα δικαιοσύνης και ισορροπίας» γράφει ο Giacomo Mercuriali στο επιμελητικό σημείωμα της έκθεσης.
Τα πλάσματα στα έργα της Σοφίας Στεβή κατοικούν σε ένα ουτοπικό περιβάλλον στο οποίο τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι, τα έργα τέχνης και οι φανταστικές μορφές, όλα βρίσκουν τη σωστή τους θέση. Είναι θέμα δικαιοσύνης και ισορροπίας.
Η Σοφία Στεβή παρουσιάζει μια δουλειά ζωγραφικών έργων σε τελάρο, σχετικά μικρών σε μέγεθος, παράλληλα με το κεντρικό της έργο σε ύφασμα. Η μεγάλη διάσταση προέκυψε όταν ο επιμελητής Κριστιάνο Ραϊμόντι την προέτρεψε να σκεφτεί τα νούφαρα του Μονέ στην οβάλ αίθουσα της Ορανζερί και τον τρόπο με τον οποίο περικλείουν τον θεατή. Με το έργο να δίνει, όπως έλεγε ο Μονέ, την «ψευδαίσθηση ενός ατελείωτου συνόλου, ενός κύματος χωρίς ορίζοντα και χωρίς ακτή», άρχισε να δουλεύει σε πιο μεγάλη διάσταση, χωρίς τελάρα, έχοντας ασπαστεί την ιδέα της αίσθησης ότι μπαίνοντας στον χώρο θα αισθάνεσαι ότι είσαι μέσα στο έργο, κάτι που αλλάζει και την αρχιτεκτονική του χώρου που τα φιλοξενεί.
Η τοποθέτηση στον χώρο θυμίζει συνθήκη θεατρική, ένα σκηνικό ή ένα σπίτι που περιβάλλει τον θεατή και περιέχει την ιδέα και τα στοιχεία της δουλειάς της, ενώ ενεργοποιείται και η εξωτερική πλευρά των ελεύθερων στον χώρο πανό, στην οποία μπορείς να δεις χρώματα και ελάχιστη ζωγραφική. Δουλεύοντας με πολύ υγρή μπογιά, βγαίνει το αποτύπωμα, αφηρημένο και χωρίς πρόθεση, σαν happy accident με τη δική του, ανεξάρτητη από το κεντρικό έργο σημασία, ωστόσο σαν αναπόσπαστο μέρος του.
«Είναι ένα τρίπτυχο έργων που το ένα δεν είναι συνέχεια του άλλου ζωγραφικά. Βασίζονται σε κάτι μικρά λάδια που είχα κάνει παλιότερα με την ιστορία μιας κοπέλας» λέει. «Στον ένα πίνακα γράφει ένα γράμμα, στον δεύτερο ταξιδεύει και στον τρίτο είναι αγκαλιά με ένα άτομο μέσα στην άνεση ενός σπιτιού, βλέπεις κομμάτια του εσωτερικού του, ένα μέρος ασφαλές και οικείο. Αυτό το σώμα έργων έχει μια έννοια κυκλική, σαν τέλος ή αρχή. Η γυναίκα αιωρείται, υπάρχουν ζώα ή φύση ή θάλασσα και αποφάσισα να χρησιμοποιήσω πολύ χρώμα, αν και μου αρέσει να δουλεύω με μαύρο μελάνι, είναι το υλικό που κατέχω περισσότερο από όλα. Σε αυτήν τη δουλειά δεν υπάρχει καθόλου μελάνι, το αποχωρίστηκα αυτήν τη φορά».
Τη χρονιά που πέρασε, η Σοφία ταξίδεψε για μεγάλο διάστημα στην Ιταλία, σε διάφορα μέρη, βλέποντας καθημερινά σχεδόν έργα της Αναγέννησης. «Αυτό το ταξίδι με πήγε στο παρελθόν, είμαι ζωγράφος και μοιραία με επηρέασε το πάθος, τα μεγάλα σύνολα, οι φιγούρες, η κίνησή τους και τα χρώματα, είδα τους παλιούς δασκάλους και με έναν τρόπο κατάλαβα ότι βλέποντας αυτά τα έργα παίρνεις πάντα κουράγιο να συνεχίσεις και να ερευνήσεις αυτό που σε ενδιαφέρει να κάνεις».
Στα νέα έργα της η γυναικεία φιγούρα είναι στο επίκεντρο, είναι σε φυσικό σχεδόν μέγεθος και ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με την κλίμακα ενός πραγματικού ανθρώπινου σώματος. «Ζωγραφίζω κυρίως τη γυναικεία φιγούρα, με γοητεύει και με χαροποιεί και αυτήν τη φορά ήθελα να τη δείξω ολόκληρη –σε προηγούμενα έργα υπάρχει ως μέρος–, με τη σεξουαλικότητα, τη συναισθηματικότητα και τον ονειρικό κόσμο της. Αυτήν τη φορά βρίσκεται μέσα σε έναν κόσμο που έχω στο μυαλό μου ως πραγματικό, ενεργοποιώντας με την παρουσία της τον κόσμο των αισθήσεων και των απολαύσεων που μας περιβάλλουν. Πιθανώς έχει να κάνει και με μια περίοδο δικής μου ολοκλήρωσης η ανάγκη να δείξω τη γυναίκα σαν ολότητα» λέει.
Η δημιουργία αυτού του περιβάλλοντος έρχεται από μια ιδέα για την κατασκευή ενός προσωπικού παραδείσου, στον οποίο για πρώτη φορά πρωταγωνιστούν και τα οικιακά αντικείμενα και τα ζώα. Λαγοί, πάπιες, γάτες παίρνουν τη θέση τους στη συγκρότηση ενός σύμπαντος μέσα στο οποίο το υποκείμενο αισθάνεται άνετα, προστατευμένο, μακριά από τη δυσφορία της επαφής με τον έξω κόσμο που φαντάζει τρομακτική.
«Συμβαίνουν πάρα πολλά αρνητικά πράγματα γύρω μας, ζούμε στην πίεση της κλιματικής αλλαγής, των μεγάλων καταστροφών, δεν ακούς τίποτα καλό. Εμένα με γοητεύει η αισιόδοξη πλευρά της ζωής, κάθε μέρα ξυπνάω με χαμόγελο, δεν μπορώ να σκέφτομαι διαρκώς ότι θα πεθάνω. Επιδιώκω κάθε μέρα να δω κάτι όμορφο, τον ήλιο να κάνει ένα σχήμα στον τοίχο του σπιτιού, ή ένα ασημένιο αστεράκι πεταμένο στον δρόμο. Μου αρέσει να παρατηρώ, και αυτά τα μικρά πράγματα με κάνουν χαρούμενη. Τα μεταφέρω αυτά στη δουλειά μου και στα σχέδια».
Η Σοφία γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982, σε μια καλή, όπως λέει, εποχή και μεγάλωσε όπως οι περισσότεροι της γενιάς της, «χωρίς προβλήματα». «Νομίζαμε κάπως ότι αυτό θα συνεχιστεί για πάντα» λέει. «Θυμάμαι, διάβαζα πολλή λογοτεχνία και όλες αυτές τις περιπέτειες και ένιωθα ότι ήταν βαρετή η ζωή μας, ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Όταν ενηλικιωθήκαμε, γκρεμίστηκαν τα πάντα και είμαστε από τότε μια γενιά πολύ ανασφαλής, όχι όπως τα νεότερα άτομα που γεννήθηκαν μέσα στην κρίση. Ζήσαμε και τις δυο όψεις. Έχω αισθανθεί ότι έχω αργήσει να μεγαλώσω».
Το όνειρό της ήταν να γίνει αρχαιολόγος. Ηη μητέρα της την απέτρεψε και εκείνη, που αγαπούσε να φτιάχνει εφημερίδες με την ξαδέρφη της ως έφηβη, πέρασε την πόρτα της σχολής Βακαλό, την οποία μέχρι σήμερα θυμάται σαν σπουδαίο σχολείο που έδινε σφαιρική παιδεία στους μαθητές του. Τέλειωσε γραφίστρια, άρχισε να δουλεύει στη διαφήμιση και μετά από μερικά χρόνια κατάλαβε ότι δεν της ταίριαζε. Ήταν η πιο μικρή στην εταιρεία και ο ιδιοκτήτης της, ο Πέτρος Λέων, αποφάσισε να τη βοηθήσει να πραγματοποιήσει το όνειρό της και να πάει στο Λονδίνο, χρηματοδοτώντας τις σπουδές της. Έκανε master στην οπτική επικοινωνία στο St. Martin’s, βιβλιοδεσία, βρήκε μια δική της τεχνική, άρχισε να κάνει βιβλία κενά, γλυπτά στον χώρο, και έζησε σε ένα μοναδικό καλλιτεχνικό περιβάλλον. «Κανένας μας δεν είχε χρήματα, αλλά ζούσα σε ένα περιβάλλον καλλιτεχνικό, μοιραζόμασταν σπίτια, ατελιέ, σαν να βρισκόμασταν σε ένα χωριό καλλιτεχνών.
Έμαθα τη λειτουργία του συστήματος, ένιωσα ελευθερία και ξέχασα το design, που ήταν το background μου και είναι όμορφο αισθητικά. Θέλησα να αλλάξω τη γλώσσα μου και να καταλάβω τη σημασία της τέχνης». Οι άνθρωποι της τέχνης ήταν αυτοί που την εμψύχωσαν να συνεχίσει και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, το 2013, ξεκίνησε να οργανώνει εκθέσεις σε ένα άδειο διαμέρισμα στην οδό Φωκίδος, ένα πολύ νέο τότε καλλιτεχνικό εγχείρημα. «Ως καλλιτέχνης θεωρώ ότι πρέπει να είσαι με άλλους μαζί και να δημιουργείς σε μια κοινότητα. Όσο μεγαλώνεις, απομακρύνεσαι από αυτή την ιδέα και δίνεις τη θέση σου σε κάποιον επόμενο. Είχα μια βοηθό που είχε έρθει από τη Βιέννη φέτος και αυτό της έλεγα, κάντε πράγματα, ακόμα και αν δεν έχετε κοινές ιδέες για την τέχνη, μπορεί να έχετε για τη ζωή, συνδεθείτε. Όταν επέστρεψα το 2013, η καλλιτεχνική κοινότητα ήταν εντελώς διαφορετική, δεν είχες ελπίδα να πουλήσεις έργα, δεν το σκεφτόσουν καν, αλλά κάναμε διαρκώς εκθέσεις από την ανάγκη να υπάρχουμε και να συνομιλούμε με ομότεχνούς μας. Τώρα έχουμε γίνει μια κανονική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ο κόσμος πάει στις γκαλερί, υπάρχουν πωλήσεις» λέει.
Μια μεγάλη τοιχογραφία της, το «Κύμα/Γνέψιμο» βρίσκεται στην πλατεία Μαβίλη, μια κυματοειδής μορφή, μια αισθησιακή γυναικεία φιγούρα, μια γυμνή Αφροδίτη με κεφάλι φιδιού, κάτω από έναν μαύρο όγκο που μοιάζει με απειλητικό νέφος ή αγριεμένο κύμα. Είναι μια δουλειά που απηχεί την αμφιθυμία της πόλης. Τα ροζ χρώματα βάζουν την πινελιά αισιοδοξίας και ελπίδας που τη χαρακτηρίζει και την οποία θεωρεί εγγενή στην ανθρώπινη φύση. «Τα τελευταία χρόνια ήταν αρκετά δύσκολα για την ανθρωπότητα, η πανδημία και η κλιματική αλλαγή έχουν κάνει τη ζωή δύσκολη για πολλούς ανθρώπους και αφόρητη για ακόμα περισσότερους. Πρέπει να πάρουμε όλοι σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον του όμορφου πλανήτη μας, αλλά και για εμάς τους ίδιους» λέει.
Όταν τη ρωτώ πώς αισθάνεται μπροστά σε ένα νέο σώμα έργων που θα ανοίξει στο κοινό, μου απαντά ότι αυτό που την απογειώνει είναι, όταν βρίσκεται στο ατελιέ της και δουλεύει ένα έργο, να καταλαβαίνει τη στιγμή που το έχει ολοκληρώσει. «Είναι μια κρίσιμη στιγμή, να καταλαβαίνεις αν έχεις τελειώσει με ένα έργο, αμφιταλαντεύεσαι πολλές φορές, όταν όμως το αισθανθείς, νιώθεις αυτοπεποίθηση και μπορείς να περάσεις στο επόμενο».
Οι αινιγματικές ονειρικές συνθέσεις της, οι γυναίκες και ο κόσμος των ζώων, η ζωηρή παλέτα της φύσης, η δύναμη των συμβόλων, όλα ανοιχτά σε πολλαπλές ερμηνείες, φέρνουν μπροστά μας ένα σύμπαν αβασάνιστο από ενοχές στο οποίο η ρευστότητα συνδέεται με μια ιδέα μόνιμης αισιοδοξίας, εδραιωμένης σε έναν φανταστικό χώρο και χρόνο που διαθλάται και συστέλλεται, ρέοντας, σε μια αέναη αναζήτηση και επιθυμία για ευτυχία.
THE BREEDER
Σοφία Στεβή
When We Start to Understand the World
Διάρκεια έκθεσης: 23 Μαρτίου - 29 Απριλίου 2023
Ιάσονος 45, Μεταξουργείο
+30 210 3317527
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.