Το Mauritshuis για πολλούς είναι το ωραιότερο μουσείο στον κόσμο, το σπίτι του πιο διάσημου έργου του Βερμέερ, του «Κοριτσιού με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι», του έργου του Ρέμπραντ «Μάθημα ανατομίας του Dr. Nicolaes Tulp» και των πιο διάσημων έργων της ολλανδικής Χρυσής Εποχής. Γιορτάζει τα διακόσια χρόνια του ως ένα από τα εκατό κορυφαία ολλανδικά μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς μεταξύ άλλων και με μια συζήτηση σχετικά με τη σχέση του κτιρίου του με την ιστορία της δουλείας.
Η συζήτηση για τη δουλεία στα ολλανδικά μουσεία και ιδρύματα τέχνης που έχει ξεκινήσει από τα προηγούμενα χρόνια δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο το μουσείο που στεγάζει το Βασιλικό Γραφείο Ζωγραφικής, το οποίο αποτελείται από 854 αντικείμενα, κυρίως πίνακες, και σήμερα είναι ιδιοκτησία της κυβέρνησης των Κάτω Χωρών. Η συζήτηση αφορά κυρίως το ίδιο το κτίριο του μουσείου, που υπήρξε κατοικία ενός ανθρώπου ο οποίος έκανε την περιουσία του μέσω της δουλείας τον δέκατο έβδομο αιώνα, του κόμη Γιόχαν Μάουριτς του Nασάου-Ζίγκεν, ενός από τους εμπνευστές της ολλανδικής εμπλοκής στο δουλεμπόριο.
Ακόμα και με αυτήν τη συζήτηση περί ταυτότητας, το Mauritshuis, που πριν από τον κορωνοϊό περνούσαν τις πόρτες του σχεδόν μισό εκατομμύριο επισκέπτες, είδε τα νούμερα να επανέρχονται, φτάνοντας τους 15.000 επισκέπτες την τελευταία εβδομάδα του Μαΐου.
Το πρόγραμμά του ξεκίνησε με μια έκθεση με νεκρές φύσεις λουλουδιών, ένα είδος στο οποίο διέπρεψαν καλλιτέχνιδες που διαφορετικά θα αποκλείονταν από τη σκηνή της τέχνης του δέκατου έβδομου αιώνα, και τις έκανε πλούσιες και διάσημες. Οι τοίχοι της έκθεσης είναι (για περιβαλλοντικούς λόγους) φτιαγμένοι από ανακυκλωμένους βολβούς λουλουδιών και όλο τον χρόνο η πρόσοψη του κτιρίου θα καλύπτεται με (βιώσιμες) απομιμήσεις λουλουδιών.
Το σπίτι του πιο διάσημου έργου του Βερμέερ «Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι», του έργου του Ρέμπραντ «Μάθημα ανατομίας του Dr. Nicolaes Tulp» και των πιο διάσημων έργων της ολλανδικής Χρυσής Εποχής γιορτάζει τα διακόσια χρόνια του ως ένα από τα εκατό κορυφαία ολλανδικά μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς.
Στην καλοκαιρινή έκθεση του μουσείου που εγκαινιάστηκε αυτόν τον μήνα, δεκαέξι φωτογράφοι, μεταξύ των οποίων οι Erwin Olaf, Rineke Dijkstra και Anton Corbijn, παρουσιάζουν ο καθένας από μια εικόνα εμπνευσμένη από τη συλλογή του. Το φθινόπωρο δέκα θησαυροί από τη συλλογή Frick της Νέας Υόρκης θα εκτεθούν προσωρινά στο Mauritshuis, συμπεριλαμβανομένης της διάσημης αυτοπροσωπογραφίας του Ρέμπραντ του 1658, στο πλαίσιο της έκθεσης «Manhattan Masters» που εγκαινιάζεται στις 29 Σεπτεμβρίου.
Με το «Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» να έχει γίνει μία από τις πιο δημοφιλείς εικόνες της εποχής μας και να έχει περάσει στην ποπ κουλτούρα, το Mauritshuis κατάφερε να ανανεώσει το κοινό του, ενώ με μια έκθεση έργων της street art επιχειρεί να προσελκύσει ένα εντελώς νέο φάσμα επισκεπτών. «Η τέχνη ανήκει σε όλους, όχι μόνο σε μια συγκεκριμένη ομάδα, στην οποία ανήκω κι εγώ, που μεγάλωσε πηγαίνοντας κάθε μήνα και σε ένα μουσείο», λέει η Martine Gosselink, γενική διευθύντρια του μουσείου, που δεν θέλει να αποσιωπάται η ιστορία του Γιόχαν Μάουριτς, όπως συνέβαινε επί σειρά ετών, υπενθυμίζοντας ότι ακόμα και στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα υπήρξε μια τεράστια συζήτηση στις Κάτω Χώρες ανάμεσα σε ανθρώπους της Εκκλησίας, υψηλόβαθμους πολιτικούς και ανθρώπους της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, οι οποίοι ήταν όλοι εναντίον της δουλείας.
«Οι άνθρωποι με ρωτούν: "Θέλετε να διατηρήσετε το όνομα Mauritshuis;". Η απάντηση είναι ναι, γιατί αν ονομάσω το μουσείο διαφορετικά, τότε θα χάσω τη δυνατότητα να μιλάω γι' αυτό» λέει. Μάλιστα, το μουσείο άνοιξε πρόσφατα μια αίθουσα αφιερωμένη στον Maurits. «Με όλες τις νέες έρευνες που γίνονται, θα τροποποιούμε τα κείμενα και τις ετικέτες στους τοίχους όταν μαθαίνουμε κάτι καινούργιο» λέει η Gosselink που εργαζόταν προηγουμένως στο Rijksmuseum στο Άμστερνταμ και έχει ασχοληθεί με το ζήτημα της ορολογίας της αποικιοκρατικής εποχής και τη λεηλατημένη τέχνη προτού το κίνημα Black Lives Matter δώσει ώθηση στα πράγματα. Το μουσείο σήμερα γνωρίζει ότι υπήρξαν τουλάχιστον είκοσι πέντε ή είκοσι έξι πίνακες ζωγραφικής που λεηλατήθηκαν μεταξύ του 1933 και του 1945 και ανήκουν σε εβραϊκές οικογένειες. Όσο εξακολουθεί να μη γνωρίζει σε ποιον ανήκει κάποιο έργο που κρέμεται στους τοίχους, η σήμανσή του θα είναι ανάλογη.
Η Gosselink πιστεύει ότι κανένας δεν μπορεί να απαλείψει την ιστορία της χώρας του ή του μουσείου. «Δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Είναι μέρος του παρελθόντος μας» λέει, σημειώνοντας ωστόσο ότι «υπάρχει επίσης η ομορφιά, και η ομορφιά του μουσείου είναι παρηγορητική και θεραπευτική. Είναι απολύτως εντάξει να θαυμάζεις τα έργα τέχνης. Ο Maurits ανέθεσε σε καλλιτέχνες να δημιουργήσουν έργα τέχνης, και μπορώ να τα απολαύσω ακόμα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1986 ένα αντίγραφο της προτομής του Mάουριτς –η πρωτότυπη υπάρχει στον τάφο του– κατασκευασμένο από πλαστικό τοποθετήθηκε μέσα στο Mauritshuis. Η προτομή απομακρύνθηκε από το Mauritshuis το 2017 εν μέσω διαμάχης σχετικά με την αποικιακή ιστορία της Ολλανδίας και τον ρόλο του στο δουλεμπόριο. Τότε, το μουσείο Mauritshuis αρνήθηκε ότι η απομάκρυνση είχε οποιαδήποτε σχέση με τη διαμάχη και δήλωσε ότι η απόφαση ελήφθη με το σκεπτικό ότι το αντικείμενο ήταν αντίγραφο κατασκευασμένο από πλαστικό και το μουσείο δεν ήταν σε θέση να προσφέρει το απαραίτητο ιστορικό πλαίσιο γι' αυτό στο φουαγιέ του Mauritshuis όπου εκτίθετο.
Η ιστορία του κτιρίου ξεκινά το 1631, όταν ο Maurits, πρίγκιπας του Νασσάου-Σίγκεν, ξάδελφος του Φρειδερίκου Ερρίκου, αγόρασε ένα οικόπεδο που συνορεύει με το Binnenhof και την παρακείμενη λίμνη Hofvijver στη Χάγη, τότε το πολιτικό κέντρο της Ολλανδικής Δημοκρατίας. Στο οικόπεδο αυτό χτίστηκε το Mauritshuis ως κατοικία μεταξύ 1636 και 1641, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της ολλανδικής Βραζιλίας από τον ίδιο. Το κτίριο του ολλανδικού κλασικισμού σχεδιάστηκε από τους Ολλανδούς αρχιτέκτονες Jacob van Campen και Pieter Post. Το διώροφο κτίριο είναι αυστηρά συμμετρικό και περιείχε τέσσερα διαμερίσματα και μια μεγάλη αίθουσα. Κάθε διαμέρισμα σχεδιάστηκε με έναν προθάλαμο, μια αίθουσα, ένα γραφείο και μια γκαρνταρόμπα. Αρχικά, το κτίριο διέθετε θόλο, ο οποίος καταστράφηκε σε πυρκαγιά το 1704.
Ο Maurits ήταν ο πρώτος άνθρωπος που κατέκτησε τις δύο μεγαλύτερες πορτογαλικές αποθήκες σκλάβων στις αρχές του 17ου αιώνα, στη σημερινή Γκάνα και στη σημερινή Αγκόλα. Με την κατάκτηση αυτών, ο δρόμος άνοιξε, ο ίδιος αιχμαλώτισε σκλάβους και τους έβαλε λαθραία σε ένα πλοίο με πορτογαλική σημαία. Έβγαλε πολλά χρήματα από αυτό, και εν μέρει με αυτά τα χρήματα έχτισε το Mauritshuis.
Μετά τον θάνατό του το 1679, το σπίτι περιήλθε στην οικογένεια Maes, η οποία το μίσθωσε στην ολλανδική κυβέρνηση. Το 1704, το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού του Mauritshuis καταστράφηκε από πυρκαγιά. Το κτίριο αποκαταστάθηκε μεταξύ 1708 και 1718.
Το 1774, δημιουργήθηκε μια γκαλερί τέχνης ανοιχτή στο κοινό στον σημερινό χώρο της Πινακοθήκης του Πρίγκιπα Γουλιέλμου Ε'. Η συλλογή αυτή κατασχέθηκε από τους Γάλλους το 1795 και ανακτήθηκε εν μέρει μόνο το 1808. Ωστόσο, ο χώρος της γκαλερί αποδείχθηκε σύντομα πολύ μικρός και το 1820, το Mauritshuis αγοράστηκε από το ολλανδικό κράτος με σκοπό να στεγάσει το Βασιλικό Γραφείο Ζωγραφικής. Το 1822, το Mauritshuis άνοιξε για το κοινό και στέγασε το Βασιλικό Γραφείο Ζωγραφικής και το Βασιλικό Γραφείο Σπάνιων Έργων. Το 1875, ολόκληρο το μουσείο διατέθηκε για την έκθεση έργων ζωγραφικής.
Το Mauritshuis ιδιωτικοποιήθηκε το 1995. Το ίδρυμα που συστάθηκε τότε ανέλαβε τόσο το κτίριο όσο και τη συλλογή, την οποία παραχώρησε με μακροχρόνιο δανεισμό. Το κτίριο αυτό, το οποίο αποτελεί ιδιοκτησία του κράτους, ενοικιάζεται από το μουσείο. Το 2007, το μουσείο ανακοίνωσε την επιθυμία του να επεκταθεί. Το 2010 παρουσιάστηκε το οριστικό σχέδιο, το οποίο θα καταλάμβανε μέρος του γειτονικού κτιρίου Sociëteit de Witte. Τα δύο κτίρια θα συνδέονταν μέσω μιας σήραγγας, που θα περνούσε κάτω από το Korte Vijverberg. Η ανακαίνιση ξεκίνησε το 2012 και ολοκληρώθηκε το 2014. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης, περίπου 100 από τους πίνακες του μουσείου εκτέθηκαν στο Gemeentemuseum στην έκθεση Highlights Mauritshuis. Περίπου 50 άλλοι πίνακες, συμπεριλαμβανομένου του «Κοριτσιού με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι», δανείστηκαν σε εκθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία. Το μουσείο επαναλειτούργησε στις 27 Ιουνίου 2014.
Η συλλογή πινάκων του Γουλιέλμου Ε', πρίγκιπα της Οράγγης, παραχωρήθηκε στο ολλανδικό κράτος από τον γιο του, βασιλιά Γουλιέλμο Α'. Η συλλογή αυτή αποτέλεσε τη βάση του Βασιλικού Γραφείου Ζωγραφικής με περίπου 200 πίνακες. Η συλλογή ονομάζεται σήμερα Βασιλική Πινακοθήκη. Η σημερινή συλλογή αποτελείται από σχεδόν 800 πίνακες και επικεντρώνεται σε Ολλανδούς και Φλαμανδούς καλλιτέχνες, όπως ο Πίτερ Μπρέγκελ, ο Πάουλους Πότερ, ο Πίτερ Πάουλ Ρούμπενς, ο Ρέμπραντ βαν Ράιχεν, ο Γιάκομπ βαν Ρούισνταελ, ο Γιοχάνες Βερμέερ, ο Ρότζερ βαν ντερ Βάιντεν και ο Χανς Χόλμπαϊν.