Ο Εντουάρ Μανέ γεννήθηκε το 1832 στο Παρίσι. Μεγαλοαστός, ευφυής ζωγράφος, επηρέασε όσο κανένας άλλος τους ιμπρεσιονιστές, αν και ποτέ δεν δέχτηκε να έχει ανάμειξη με το κίνημα. Οι πίνακές του, κυρίως η «Ολυμπία» και το «Πρόγευμα στη Χλόη», σχεδόν απορρίφθηκαν από εκθέσεις για λόγους ηθικής. Συνδεδεμένος με πρόσωπα της λογοτεχνίας όπως οι Μποντλέρ, Ζολά και Μαλαρμέ, χαράζει έναν δρόμο που ακόμα και σήμερα δημιουργεί το ενδιαφέρον των σύγχρονων εικαστικών που σκύβουν πάνω στο έργο του, το οποίο αποθεώθηκε τελικά μέσα στον χρόνο.
Ο Εντγκάρ Ντεγκά γεννιέται δυο χρόνια μετά τον Μανέ, το 1834, και αυτός σε μια μεγαλοαστική οικογένεια τραπεζιτών. Θεμελιωτής του ιμπρεσιονισμού, μολονότι ο ίδιος απέρριπτε τον όρο και προτιμούσε να αποκαλείται ρεαλιστής. Όταν το 1908 το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης αγόρασε το έργο του «Μπαλαρίνες» με ποσό αστρονομικό για την εποχή, και μάλιστα για ιμπρεσιονιστικό πίνακα, η κίνηση έμοιαζε προφητεία για την επιτυχία των ιμπρεσιονιστών που διαρκεί μέχρι σήμερα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Η σχέση ανάμεσα στους δυο ζωγράφους εξετάζεται σε μια νέα έκθεση που ξεκινά στις 28 Μαρτίου στο Musée d'Orsay και θα διαρκέσει μέχρι τις 23 Ιουλίου, ενώ θα συνεχιστεί στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, στη Νέα Υόρκη, από τις 24 Σεπτεμβρίου ως τις 7 Ιανουαρίου 2024.
Μέσα από περισσότερους από 150 πίνακες και έργα σε χαρτί, η έκθεση «Manet/Degas» ρίχνει μια νέα ματιά στις αλληλεπιδράσεις αυτών των δύο καλλιτεχνών στο πλαίσιο των οικογενειακών και των φιλικών σχέσεων αλλά και των πνευματικών κύκλων που επηρέασαν τις καλλιτεχνικές και επαγγελματικές τους επιλογές, εμβαθύνοντας στην κατανόηση μιας καίριας στιγμής της γαλλικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα.
Με τίτλο-εγγύηση για την προσέλκυση κοινού –«Manet/Degas»–, η έκθεση εξετάζει έναν από τους σημαντικότερους καλλιτεχνικούς διαλόγους στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης: τη στενή και ενίοτε θυελλώδη σχέση μεταξύ των δυο ζωγράφων, που υπήρξαν φίλοι, αντίπαλοι και ενίοτε ανταγωνιστές. Με την παράλληλη εξέταση της καριέρας τους και την παρουσίαση του έργου τους δίπλα-δίπλα, η έκθεση αυτή διερευνά πώς οι καλλιτεχνικοί τους στόχοι και προσεγγίσεις επικαλύπτονται και αποκλίνουν.
Μέσα από περισσότερους από 150 πίνακες και έργα σε χαρτί, η έκθεση «Manet/Degas» ρίχνει μια νέα ματιά στις αλληλεπιδράσεις αυτών των δύο καλλιτεχνών στο πλαίσιο των οικογενειακών και των φιλικών σχέσεων αλλά και των πνευματικών κύκλων που επηρέασαν τις καλλιτεχνικές και επαγγελματικές τους επιλογές, εμβαθύνοντας στην κατανόηση μιας καίριας στιγμής της γαλλικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα.
Με την έκθεση των έργων έρχονται στο φως και περιστατικά που έχουν περάσει στην ιστορία, όπως όταν ο Μανέ έκοψε το πρόσωπο της συζύγου του από έναν πίνακα που φιλοτέχνησε ο Ντεγκά, με τίτλο «Édouard Manet et sa femme». Είναι ένας από τους πιο «περίεργους» πίνακες του Ντεγκά: απεικονίζει τον φίλο του και συνάδελφό του Μανέ να κάθεται ιδιόρρυθμα σε έναν καναπέ, με κομμένη κάθετα τη γυναίκα του. Φυσικά το κόψιμο ήταν έργο του Μανέ, είτε επειδή δεν του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο είχε ζωγραφιστεί η Σουζάν Μανέ είτε επειδή βρισκόταν σε διαμάχη εκείνη την εποχή με τον Ντεγκά ή τη σύζυγό του.
Όταν ο Ντεγκά είδε αργότερα τη ζημιά στον πίνακά του, απαίτησε την επιστροφή του. Ισχυρίστηκε ότι σκόπευε να ξαναζωγραφίσει τη Σουζάν, αλλά δεν το έκανε ποτέ. Ο Ντεγκά κράτησε τον κατεστραμμένο πίνακα στον τοίχο του: μια φωτογραφία του στο διαμέρισμά του γύρω στο 1895 τον δείχνει να κρέμεται πίσω του. Παραμένει στην ίδια κατάσταση στο Δημοτικό Μουσείο Τέχνης Kitakyushu στην Ιαπωνία, στο οποίο ανήκει. Ο Μανέ, εν τω μεταξύ, έφτιαξε το δικό του πορτρέτο της Σουζάν στο πιάνο, ίσως ως απάντηση. Πρόκειται για μια εικόνα τεράστιας σημασίας: ήταν η δασκάλα του στο πιάνο πριν παντρευτούν. Οι δύο πίνακες θα ενωθούν στην έκθεση στο Musée d'Orsay.
Όταν γνωρίστηκαν, ο Μανέ ήταν 30 ετών και ο Ντεγκά 28 και αντέγραφαν μέσα στο Λούβρο ως άσκηση ένα έργο του Βελάσκεθ, την «Infanta Margarita». Ο Μανέ εντυπωσιάστηκε από τη δεξιοτεχνία του Ντεγκά, ο οποίος –όπως λέει η ιστορία– χάραζε το αντίγραφό του απευθείας πάνω σε πλάκα χαρακτικής.
Οι δύο άνδρες έγιναν φίλοι, παρά τις αντίθετες προσωπικότητες και τα καλλιτεχνικά τους ενδιαφέροντα. Η σχέση του Ντεγκά με τον Μανέ και τον ιμπρεσιονισμό έμελλε να είναι θυελλώδης, αλλά η συνάντηση αυτή αποτέλεσε σημείο καμπής στην καριέρα του. Την εποχή της συνάντησής του με τον Μανέ, είχε ξεκινήσει αρκετούς ιστορικούς πίνακες που αντλούσαν από βιβλικά και κλασικά θέματα, στο ύφος των επικών ιστορικών καμβάδων των αρχών του 19ου αιώνα.
Ο Μανέ απορρίφθηκε από το παρισινό Σαλόνι το 1863, εξέθεσε στο Σαλόνι των Απορριφθέντων το «Πρόγευμα στη Χλόη», με την αντιπαράθεση στον πίνακα πλήρως ντυμένων ανδρών και μιας γυμνής γυναίκας να είναι βαθύτατα αμφιλεγόμενη, όπως και το συγκρουσιακό βλέμμα της πόρνης στην «Ολυμπία».
Ο Ντεγκά δεν εξέθεσε στο επίσημο Σαλόνι μέχρι το 1865, όταν ο πίνακάς του «Σκηνή πολέμου στον Μεσαίωνα» προσέλκυσε ελάχιστη προσοχή. Δεν υπέβαλε ποτέ ξανά ιστορικό πίνακα στο Σαλόνι.
Η λάμψη και η επιτυχία του Μανέ ίσως έπεισαν τον Ντεγκά να αφήσει πίσω του τους ιστορικούς πίνακες και να ασχοληθεί με τις ζωγραφικές και γλυπτικές μελέτες της κίνησης που θα δημιουργούσαν την ιστορική του υπόσταση: χορεύτριες μπαλέτου και οι θαυμαστές τους, γυναίκες της εργατικής τάξης και ο κόσμος των ιπποδρομιών.
Ο Ντεγκά ήταν συντηρητικός στην κοινωνική του στάση και δεν του άρεσε το σκάνδαλο που δημιουργούσαν οι εκθέσεις, καθώς και η δημοσιότητα και η διαφήμηση που επιδίωκαν οι συνάδελφοί του.
Ο Μανέ ήταν μια πολύ πιο ισχυρή προσωπικότητα από τον Ντεγκά, ο οποίος φαίνεται να ήταν από ιδιοσυγκρασία καχύποπτος απέναντι στη μόδα και τη φήμη και διαβόητα κατσούφης.
Η φιλία τους δεν ήταν ποτέ ξανά τόσο στενή όσο τη δεκαετία του 1860. Στα σαράντα του, στη δεκαετία του 1870, ο Μανέ προσβλήθηκε από σύφιλη, για την οποία δεν έλαβε καμία θεραπεία. Τον Απρίλιο του 1883, το αριστερό του πόδι ακρωτηριάστηκε λόγω γάγγραινας και πέθανε έντεκα ημέρες αργότερα στο Παρίσι. Όταν η οικονομική κατάσταση του Ντεγκά βελτιώθηκε με τις πωλήσεις των έργων του, μπόρεσε να επιδοθεί στο αξιοσημείωτο πάθος του ως συλλέκτη ιδίως παλαιών δασκάλων όπως ο Ελ Γκρέκο και των προσωπικών του δασκάλων από τις αρχές του αιώνα: Ενγκρ, Ντελακρουά και Ντομιέ.
Αλλά αγόρασε και έργα σύγχρονων ζωγράφων, όπως ο Πισαρό, ο Σεζάν, ο Γκογκέν και ο Βαν Γκογκ και φυσικά ο Μανέ. Μετά τον θάνατο του Ντεγκά, το 1917, ο κόσμος της τέχνης έμεινε έκπληκτος από το μέγεθος της ιδιωτικής του συλλογής, η οποία διατέθηκε σε τεράστιες τιμές.
Ενώ η σχέση τους «κλονίστηκε από μια αναπόφευκτη αντιπαλότητα», η φιλία τους οδήγησε σε έργα που σήμερα μπορούμε να δούμε κάτω από άλλο πρίσμα και να αναζητήσουμε τα ίχνη του ενός στην τέχνη του άλλου, σε μερικά από τα πιο σημαντικά έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της ιστορίας της.