Στο αγαπημένο του θέμα των καφενείων επιστρέφει ο ο Παύλος Σάμιος με μια νέα ενότητα έργων που παρουσιάζονται στην γκαλερί Σκουφά από τις 17 Σεπτεμβρίου 2020 με τίτλο «Καφέ Παράδεισος».
Σε μια περίοδο κοινωνικής αποστασιοποίησης, ο καταξιωμένος ζωγράφος σκύβει με νέο πνεύμα στο θέμα των καφενείων, που τον απασχόλησε για πρώτη φορά τη δεκαετία του '80 στο Παρίσι.
«Όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι (1978) και γνώρισα τα καφέ, επηρεάστηκα τόσο, που ζωγράφισα μια μεγάλη σειρά. Τα "Γαλλικά Καφενεία" παρουσιάστηκαν στην γκαλερί Samy Kinge το 1982, αλλά όλη αυτή η δουλειά καταστράφηκε μετά από μια πυρκαγιά που ξέσπασε στο εργαστήριο (1985). Τώρα ξαναγυρνώ στις πρώτες μου αγάπες με όλη την αίσθηση του καφέ» αφηγείται.
Για να δημιουργήσει τα νέα του έργα, ο Παύλος Σάμιος άντλησε έμπνευση από το καφέ «Ο Παράδεισος», που μέχρι πριν από περίπου μία δεκαετία λειτουργούσε κοντά στο ατελιέ του, στην πλατεία Αττικής: «Ήταν το στέκι μιας γειτονιάς όπου μαζεύονταν οι πάντες, μεροκαματιάρηδες, γεροντάκια, νταβατζήδες. Ένας κόσμος που εκτός του καφενείου μπορεί να μην είχε πολλά κοινά, αλλά εκεί ερχόμασταν όλοι σε "κοινωνία". Ο γέρος που το κρατούσε πέθανε και στη θέση του σήμερα βρίσκεται ένα φαρμακείο» λέει ο δημιουργός.
Στα «γαλλικά» καφενεία κυκλοφορούν οι γόβες και η τσάντα –σήμα κατατεθέν και ζωγραφικό φετίχ του Σάμιου–, ο οποίος, χωρίς να ενδιαφέρεται για το φυσικό τους μέγεθος, τα μεγεθύνει δίπλα στις καρέκλες. Στα ελληνικά καφενεία, αντιθέτως, υπάρχει συνήθως ένα ανοιχτό παράθυρο σ' ένα κομμάτι θάλασσας.
«Το ελληνικό καφέ "Ο Παράδεισος" έκλεινε όλη την ομορφιά της μετανεοκλασικής παράδοσης, τη χαρά και την κακομοιριά μαζί της Ελλάδας ολόκληρης. Στιγμές ερωτισμού, χαράς, ένα φως που έβγαινε από τα πρόσωπα των ίδιων των ανθρώπων∙ και το απόγευμα, με τα γερόντια που πίνανε καφέ χωρίς να λένε τίποτα, ένα πέρασμα. Έχω πάρει πολλά από τα καφενεία και ήθελα να τους εξασφαλίσω την αιωνιότητα» εξομολογείται ο Σάμιος.
«Ο Σάμιος βλέπει και μας έχει δείξει τους τρόπους επιβολής μιας επιθετικής αποξένωσης του ανθρώπου από την οικειότητά του, από τον χώρο και τις κινήσεις του» αναφέρει στο Lifo.gr ο ιστορικός τέχνης Γιώργης Μυλωνάς.
«Γι' αυτό τολμώ να πω ότι ο ζωγράφος, μέσα στην γκαλερί Σκουφά, σκηνογραφεί έναν χώρο οικειότητας, όπως αυτός που γνώρισε μέσα στα αθηναϊκά και παριζιάνικα καφέ. Η ζωγραφική του είναι η αποθέωση της καθημερινότητας, ιδωμένη όμως με τρόπο μεταφυσικό. "Λες και κάθε στιγμή που ζω είναι αιώνια"» λέει ο ίδιος.
Δεν είναι πια πολιτική η στάση αυτή, όπως διατείνονταν Έλληνες νεοπαραστατικοί ζωγράφοι για να μιλήσουν για την αξία της, ούτε παραπέμπει σε παιχνίδι της φαντασίας. Είναι η μεταμόρφωση του μηδενός σε κάτι που χρειαζόμαστε επιτακτικά.
Είναι ζωγραφική, έργα ενός αναμφισβήτητου μάστορα που μέσα του λειτουργεί και η παλιά τέχνη της εικόνας, στην οποία έχει θητεύσει στο Άγιο Όρος. Γιατί η τέχνη μπορεί να σε φέρνει κοντά στον πόνο, στην έντασή του, στην ικανότητά του να σε καταλαμβάνει, αλλά σου παρέχει συγχρόνως τη δυνατότητα να τον ξορκίζεις» τονίζει ο κ. Μυλωνάς.
Στην έκθεση υπάρχουν δύο διακριτές ενότητες: η μία περιλαμβάνει τα παριζιάνικα καφέ και η άλλη τα ελληνικά. «Και οι δυο παρέχουν τη δυνατότητα στον ζωγράφο να αλλάζει ατμόσφαιρα, ενίοτε και την ένταση στο χρώμα, χωρίς όμως ποτέ να βγαίνει από το θέμα» σημειώνει ο Γιώργης Μυλωνάς.
«Στα γαλλικά καφενεία κυκλοφορούν οι γόβες και η τσάντα –σήμα κατατεθέν και ζωγραφικό φετίχ του Σάμιου–, ο οποίος, χωρίς να ενδιαφέρεται για το φυσικό τους μέγεθος, τα μεγεθύνει δίπλα στις καρέκλες. Εκεί και οι βαλίτσες, ενώ τα νυχτερινά φώτα υποβάλλουν τον θεατή σε μια κατάσταση που παραπέμπει στους Αμερικανούς δημιουργούς που θήτευσαν στο Παρίσι.
Στα ελληνικά καφενεία, αντιθέτως, υπάρχει συνήθως ένα παράθυρο ανοιχτό σ' ένα κομμάτι θάλασσας. Ο Σάμιος εντάσσεται στη χορεία των ζωγράφων που αποτύπωσαν τη μαγεία των καφενείων (Σ. Βασιλείου, Γ. Μόραλης, Μ. Μανουσάκης), εισάγοντας το υδάτινο στοιχείο. Δεν είναι ότι ζωγραφίζει τη θάλασσα αλλά ότι δεν μπορεί να μην τη ζωγραφίσει, δίνοντάς της χώρο στην έμπνευσή του. Το θαλασσινό στοιχείο, περασμένο στο βλέμμα του, λειτουργεί ως η απαραίτητη ανάσα στο κύριο θέμα της δουλειάς του» συμπληρώνει ο ιστορικός τέχνης.
Ανατρέχοντας στη λογοτεχνία, εύκολα διαπιστώνουμε ότι την ατμόσφαιρα που αναδύεται μέσα από τα έργα του ζωγράφου την έχουν περιγράψει γλαφυρά και οι αγαπημένοι του ποιητές, όπως ο ίδιος μας φανέρωσε:
Κ. Π. Καβάφης, «Ένας γέρος»
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κι εμορφιά. [...]
... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται ο γέρος εζαλίσθηκε.
Κι αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι
Μίλτος Σαχτούρης, «Η μικρή ιστορία»
Το καφενείο που πίνω τον καφέ μου
είναι άδειο
μόνο εγώ υπάρχω
έτσι το καφενείο είναι τελείως άδειο
γιατί ούτε εγώ υπάρχω.
Τάσος Λειβαδίτης, «Πρώτες Βοήθειες»
Αργά.
Το καφενείο άδειασε.
Οι φίλοι έφυγαν.
Κι εγώ ρεμβάζω ολομόναχος,
κάνοντας τάχα πως παίζω με τις τρίχες του στήθους μου,
ενώ βγάζω προσεχτικά μια μια
τις σφαίρες της συνομιλίας.
Θωμάς Γκόρπας, «Η ποίηση»
Πατάρι
Ανάμεσα από καφέ εσπρέσο και ντουμάνια
Οι νέοι ποιητές σκαλίζουν στην καρδιά του κόσμου
Για φρέσκους δρόμους για φρέσκα λιμάνια
Παύλος Σάμιος, «Καφέ Παράδεισος»
Γκαλερί Σκουφά, Σκουφά 4, Κολωνάκι, 210 3603541
Διάρκεια έκθεσης: 17 Σεπτεμβρίου - 17 Οκτωβρίου 2020
Ημέρες & ώρες λειτουργίας: Δευτ. 11:00-15:30, Τρ. & Πέμ. 10:00-21:00, Τετ. 10:00-15:30, Παρ. 10:00-20:00
Σάβ. 10:30-15:30
σχόλια