Σε διάστημα ενός μόλις μήνα αφότου ολοκληρώθηκε η παρουσίασή της στο Λονδίνο, η έκθεση «Michael Jackson: On the Wall» εγκαινιάστηκε πριν από λίγες μέρες στο Grand Palais, στο Παρίσι, ελπίζοντας σε μια αληθινή αποθέωση, προτού συνεχίσει την περιοδεία της στη Βόννη και το Ελσίνκι.
Γιατί, όπως το θέτει μια σοφή, παλιά και μποέμ εμπειρική γνώση: «Μπορεί στο Λονδίνο να ρέει άφθονο το χρήμα, αλλά μόνο στο Παρίσι ρέει το ζεστό και γλυκό χειροκρότημα». Με άλλα λόγια, το Λονδίνο παράγει τα πρωτότυπα που λειτουργούν σωστά, αλλά το Παρίσι τα δαφνοστεφανώνει καλύτερα.
Και είναι γεγονός ότι το κοινό στην Πόλη του Φωτός, λόγω μακραίωνης παράδοσης και ολοένα αυξανόμενης πληθώρας ερεθισμάτων, είναι εκπαιδευμένο να γίνεται απαιτητικό και κυρίως να μη χαρίζεται – ειδικά σε ό,τι του προτείνεται στην κατηγορία «μεγαλειώδες».
Επιπλέον, φαίνεται ότι είναι ένα κοινό που δεν μπορεί εύκολα να το αποπλανήσει κάποιος με ύπουλα ή παρατεταμένα διαφημιστικά τρικ που υπόσχονται «άψογο» πολιτιστικό προϊόν, αφού και τα προσφερόμενα «άψογα» είναι πια τόσο πολλά που η αγάπη οφείλει να επιλέξει, προκειμένου να παραμείνει μεγάλη, επειδή δεν θα έχει κατακερματιστεί.
Ωστόσο, η έκθεση «Michael Jackson: On the Wall» καταφθάνει τόσο «τεθωρακισμένη» με απολαυστικά δολώματα που θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αποτελεί πρότυπο του πόσο «όλο και πιο αναπόδραστο» θα γίνεται το πολιτιστικό προϊόν στο φάσμα της σύγχρονης τέχνης.
Ωστόσο, η έκθεση «Michael Jackson: On the Wall» καταφθάνει τόσο «τεθωρακισμένη» με απολαυστικά δολώματα που θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αποτελεί πρότυπο του πόσο «όλο και πιο αναπόδραστο» θα γίνεται το πολιτιστικό προϊόν στο φάσμα της σύγχρονης τέχνης.
Η σύλληψη της ιδέας είναι του δρος Nicholas Cullinan, ο οποίος από το 2015 είναι διευθυντής της National Portrait Gallery του Λονδίνου, όπου η έκθεση εγκαινιάστηκε για πρώτη φορά τον περασμένο Ιούνιο. Παλιότερα, ο δρ. Cullinan είχε δουλέψει στην Tate Modern και στο Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης. Δηλαδή, είναι ένας άνθρωπος που έχει διακεκριμένη επαγγελματική σχέση με το αντικείμενο της σύγχρονης τέχνης.
Επίσης, του αρέσει πολύ ο Michael Jackson. Σ' αυτό το σημείο, λοιπόν, ακούγεται –νοερά‒ ο πρώτος έντονος τριγμός στο όλο σκεπτικό του, διότι με την έκθεση που σχεδίασε και επιμελήθηκε επιχειρεί να γεφυρώσει αυτό που κατά κανόνα εκλαμβάνεται ως κάπως πιο «λόγιο», «υψηλό» και «σοφιστικέ» με αυτό που εκφράζει το πιο μασίφ πoπ γούστο.
Δεν πρόκειται για κάτι το ακατόρθωτο, αλλά είναι ριψοκίνδυνο. Διότι ό,τι χωρίζει αυτούς τους δύο πόλους είναι βαθύ, φευγαλέο και αστάθμιστο και ως εκ τούτου δυσχεραίνει (ή και εμποδίζει) την επίτευξη του στόχου. Το αν τα κατάφερε, λοιπόν, ή όχι είναι η κρίσιμη οριστική απάντηση που το αυστηρό Παρίσι αναμένεται να δώσει.
Ο Michael Jackson, από τον θάνατο του οποίου συμπληρώνονται 10 χρόνια τον ερχόμενο Ιούνιο, γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1958 στο Gary της Ιντιάνα, μιας πόλης κατά παράδοση βιομηχανικής στη μεσοδυτική (αζήτητη) περιοχή των ΗΠΑ. Το σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι υπήρξε ο πρώτος Αμερικανός μαύρος μουσικός που, έχοντας κατακτήσει παγκόσμια φήμη, μπορούσε να διαπερνά ανέμελα κάθε φραγμό, στερεότυπο και προκατάληψη που θα συνιστούσε εμπόδιο στην καλλιτεχνική ανέλιξη οποιουδήποτε άλλου Αφρο-αμερικανού καλλιτέχνη.
Το αποτέλεσμα ήταν να αναγνωριστεί ως μία από τις πιο επιδραστικές φιγούρες του 20ού αι. στη διαμόρφωση της πoπ κουλτούρας και γενικότερα του «τότε παγκόσμιου λαϊκού πολιτισμού». Υπήρξε μοναδικός και ταυτόχρονα ήταν αδιαμφισβήτητα «άλλος». Διαφορετικός μεν, αλλά ακίνδυνος. Ξένος κι όμως οικείος. Και γι' αυτούς τους λόγους υπήρξε ένα αίνιγμα, που όμως δεν φάνταζε απειλητικό.
O συγγραφέας Kobena Mercer, στο βιβλίο του που αν ο τίτλος του είχε ποτέ μεταφραστεί στα ελληνικά θα ήταν «Τερατώδεις Μεταφορές: Σημειώσεις για το "Thriller" του Michael Jackson», αναφέρει ότι ο Jackson αποτελούσε «κοινωνικό ιερογλυφικό». Επειδή προκαλούσε τους άλλους να τον ερμηνεύσουν ως φαινόμενο και παρότι τον είχαν ήδη πλήρως αποδεχτεί.
Αν ζούσε ο Jackson, φέτος θα γινόταν 60 ετών και αυτή η «επέτειος» μοιάζει πρόσφορη για να κάνει κάποιος ξανά μια απόπειρα να επανεκτιμήσει το φάσμα της επιρροής του. Επειδή ήταν μια προσωπικότητα που όσο ριζοσπαστική αποδεικνυόταν ότι ήταν μέσα στο πλαίσιο της πoπ κουλτούρας, άλλο τόσο ήταν δημοφιλής ‒ γεγονός σπάνιο.
Εξωθούσε το πλατύ κοινό να μετακινηθεί από τη σταθερή και ασφαλή του θέση μέσα στην ήσυχη λίμνη του συντηρητισμού του, προκειμένου να αποδεχτεί αυτόν που κάθε φορά ήταν «άλλος» (ίσως και ολοένα πιο «τερατικός»). Όμως, αυτό συνέβαινε χωρίς το κοινό να καταπονείται ή να βρίσκεται, έστω και στιγμιαία, στη δυσάρεστη κατάσταση να μην ξέρει πώς να αντιδράσει. Η «μετακίνηση» του κοινού προς εκείνον δεν απαιτούσε τον παραμικρό ψυχικό κόπο και όχι μόνο ήταν «ανέξοδη» αλλά επιπλέον παρείχε ευχαρίστηση.
Έτσι, σήμερα δεν έχουν απομείνει αναπάντητα ερωτήματα για τη σημασία που είχε για τη μουσική, τον σύγχρονο χορό, τη χορογραφία και τη μόδα. Όμως, παραμένει αδιερεύνητη στο πλήρες φάσμα της και ίσως υποτιμημένη η επιρροή του στη σύγχρονη εικαστική σκηνή.
Ως εκ τούτου, το ερώτημα στο οποίο υπόσχεται ότι δίνει ικανοποιητική απάντηση η έκθεση που εμπνεύστηκε και επιμελήθηκε ο δρ. Cullinan είναι: «Από πού πηγάζει ακριβώς και ποια είναι η ξεχωριστή γοητεία που ασκεί ο Michael Jackson σε τόσους σύγχρονους καλλιτέχνες, ώστε να εμπνέονται και σήμερα έργα τους από αυτόν;».
Το παραπάνω ερώτημα μεθερμηνεύεται και μεταγγίζεται σε αυτό που πάντα κατατρώει τους εικαστικούς καλλιτέχνες της σήμερον: με ποιον τρόπο κάτι που είναι τόσο πoπ (όσο ο βίος, η πολιτεία, η τέχνη, το μπρίο, το αίνιγμα και η εικόνα του Michael Jackson) συναντά τη φιλοσοφικού υπόβαθρου «γραμμή εκκίνησης» των εικαστικών τεχνών; Ή, πιο απλά, πώς το αβαθές και ξάστερο μπορεί να απαντά συγκολλημένο στο βαρύ και βαθύ;
Κι αν όφειλαν να αναδιατυπωθούν τα δύο προηγούμενα ερωτήματα με όρους «οικονομίας της παραγωγής», τότε το ερώτημα θα ετίθετο ως εξής: ένα πολιτιστικό προϊόν (σαν τη συγκεκριμένη έκθεση στο Παρίσι), το οποίο ξεκινά από την πρόθεση να είναι μια συνεπής και πλατιά εκλαϊκευμένη ερμηνεία σημείων και τεράτων που μας κυκλώνουν και στόχο έχει να ελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους αποδέκτες-καταναλωτές, πώς γίνεται να είναι ταυτόχρονα ικανό να περιέχει αρκετό βάθος νοημάτων, ώστε να γοητεύσει ακόμα κι εκείνους που δεν θα υπέκυπταν ποτέ στη χάρη της απλούστευσης και της σαφήνειας στην ερμηνεία των πραγμάτων;
Η απάντηση που δίνει σε αυτό το τελευταίο ερώτημα ο δρ. Cullinan είναι αυτή που αποζητά την κατακύρωσή της στο Grand Palais των Παρισίων. Και μάλλον θα τη λάβει, γιατί η έκθεση αυτή αποκρίνεται διορατικά σε όλα τα επιμέρους επίπεδα που περικλείει η φαινομενικά απλή και όμως τόσο σύνθετη έννοια «βασιλιάς της πoπ».
Ο επισκέπτης βλέπει μια πληθώρα έργων που έχουν φιλοτεχνήσει περίπου 50 καλλιτέχνες διαφορετικών γενεών, οι οποίοι είναι διεθνώς καταξιωμένοι. Τα περισσότερα προέρχονται από ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές, υπάρχουν όμως και μερικά που δημιουργήθηκαν ειδικά γι' αυτή την παρουσίαση.
Τα έργα εκτίθενται σε οκτώ αίθουσες, καθεμιά από τις οποίες φιλοξενεί ξεχωριστή ενότητα τους. Μία από αυτές ασχολείται με τις συνεκδοχές του Michael Jackson, δηλαδή με το ότι ήταν αναγνωρίσιμος από κινήσεις του και ενδυματολογικούς κώδικες (π.χ. γάντια, καπέλο, παπούτσια). Μια άλλη με την ικανότητά του να συνδέει τους ανθρώπους στον βαθμό μιας ευχάριστης «ομοσπονδιακού τύπου» προσέγγισης μεταξύ τους.
Αλλού διερευνάται το ότι ο Michael Jackson ενσάρκωνε δύο εκδοχές αναπαράστασης του ιερού, μια και ήταν και «είδωλο» (επειδή ο κόσμος τον λάτρευε) και «εικόνισμα» (επειδή στο είδος του αποτέλεσε αρχέτυπο αγιοσύνης). Άλλες ενότητες ασχολούνται με «αναφορές» σε φωτογραφίες του, την έννοια του «άχρονου» στη φιγούρα του και στις αναπαραστάσεις της, αλλά και στην «αναπαραγωγή» του Michael Jackson, σαν ο ίδιος να αποτελούσε ένα προϊόν που προέκυπτε από γραμμή βιομηχανικής παραγωγής ή ένα «πατρόν» από το οποίο παράγονται αντίγραφά του κάθε φορά που κάποιος τον μιμείται.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η ενότητα με τον τίτλο «Η έλευση του βασιλιά της πoπ», η οποία συγκεντρώνει έργα που αναφέρονται στην κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ο Michael Jackson αναγνωρίστηκε παγκοσμίως ως σούπερ-σταρ και συμπίπτει με την κυκλοφορία του βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Thriller».
Επειδή αυτό περιλαμβάνει όλο το παιχνίδι με τα σύμβολα και τις μεταμορφώσεις του, ώστε να εξυπηρετείται ένας μόνο σκοπός: να αποδειχτεί ότι αυτός είναι ο πιο λαμπρός αστέρας. Φυσικά, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ανανοηματοδοτούν αυτό το κλιπ-πρότυπο, θεωρώντας ότι οι εφιαλτικές όψεις του ως λυκανθρώπου, βαμπιροειδούς και ζόμπι υπαινίσσονται συναισθηματικά φορτία που αποθέτουν στην ψυχή κάποιου και τη βαραίνουν η αρρενωπότητα και το σώμα (ειδικότερα εκείνο που εισπράττει τις προκαταλήψεις των άλλων, επειδή το δέρμα του είναι μαύρο).
Όμως η ενότητα της έκθεσης που μοιάζει να έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι εκείνη που έχει τον τίτλο «Μάσκα». Η έννοια ενός πραγματικού ανθρώπινου προσώπου που εκλαμβάνεται ως μάσκα αποτέλεσε την αφετηρία των στοχασμών που οδήγησαν τον Roland Barthes, το 1957, σε ένα μικρό δοκίμιο που έχει τον τίτλο «Το πρόσωπο της Γκάρμπο». Σε αυτό ο Barthes παρατηρεί ότι πολύ συχνά, στις περιπτώσεις των μεγάλων σταρ του κινηματογράφου, τα γκρο-πλαν τους (που δείχνουν το πρόσωπο των ηθοποιών να γιγαντώνεται και να καταλαμβάνει ολόκληρη την οθόνη) προκαλούν μεγάλη ταραχή στο κοινό, επειδή νιώθει να χάνεται ο εαυτός του μέσα σε μια τέτοια εικόνα.
Ο Barthes λέει ότι αυτό συμβαίνει επειδή κάθε τέτοια εικόνα αναπαριστά μεν κάτι το ανθρώπινο –που είναι το πρόσωπο του ηθοποιού‒, αλλά ταυτόχρονα και κάτι που μέσα από το φίλτρο της τόσο κοντινής εστίασης και της μεγέθυνσης κάνει αυτό το ανθρώπινο να φαίνεται ως η απόλυτη κατάσταση της σάρκας που είναι απρόσιτη, αλλά συγχρόνως κανείς δεν μπορεί με τίποτα να την απαρνηθεί.
Ειδικότερα, για τη μοναδική Γκρέτα Γκάρμπο ο Barthes υποστηρίζει ότι τα γκρο-πλαν της στην περίφημη ταινία της «Βασίλισσα Χριστίνα», που δείχνουν την τελειότητα της ομορφιάς της ως συνδυασμό της αίσθησης του «χιονώδους» και του μοναχικού, καθιστούν το ίδιο της το πρόσωπο μια μάσκα, ως εάν αυτή να ήταν φτιαγμένη π.χ. από γύψο ή από κάποιο άλλο (άψυχο) υλικό.
Με τη σειρά της αυτή η μάσκα (που, ας τονιστεί ξανά, δεν ήταν μάσκα αλλά το πραγματικό πρόσωπο της Γκάρμπο) συνιστά ένα είδος πλατωνικής ιδέας για την ύπαρξη και αυτή η ταύτιση εξηγεί το γιατί το πρόσωπο της Γκάρμπο έμοιαζε τόσο αποσεξουαλικοποιημένο (χωρίς όμως αυτή η αποσεξουαλικοποίηση να το καθιστά τρομακτικό).
Είναι πολύ ενδιαφέρον τo ότι η συγκεκριμένη ταινία προσφέρεται ως άψογο παράδειγμα αποσεξουαλικοποίησης ενός προσώπου, μια και η Γκάρμπο εμφανίζεται μεν ως βασίλισσα Χριστίνα, αλλά κάθε τόσο, για τις ανάγκες της πλοκής, μεταμφιέζεται σε άντρα (και επιπλέον λέει διάφορα «εντελώς αντρικά» του τύπου: «Ααααχ! Εγώ θα μείνω για πάντα εργένης!») κι αυτό συμβαίνει χωρίς διαφοροποίηση της πραγματικής μορφής του προσώπου της με τη χρήση μακιγιάζ.
Η χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό ενισχυμένη εκδοχή του προσώπου της ως μάσκας υπογράμμιζε και επιβεβαίωνε τη «θεϊκότητα» της Γκάρμπο! Το ότι άφθαρτη ως ιδέα, ως ένα παράγωγο της νόησης, θα παρέμενε για πάντα αυτό που ήταν: μια θνητή που όμως δεν της έμελλε να χαθεί από θάνατο, μια και αιώνια θα ζούσε στον κόσμο των ονομάτων και των μορφών.
Κι αν ο Roland Barthes δεν είχε πεθάνει στις 26 Μαρτίου του 1980, ίσως το 1987, επετειακά, για τη συμπλήρωση 30 ετών από τη συγγραφή εκείνου του δοκιμίου του, να το ξανάγραφε «τιμής ένεκεν» και «επικαιροποιώντας» το με αντικατάσταση της Γκάρμπο από τον Michael Jackson.
Γιατί είναι γεγονός ότι ο Michael Jackson, από την αρχή της σόλο καριέρας του, αλλά πολύ πιο δυναμικά και επικεντρωμένα από το βιντεοκλίπ του «Thriller» και μετά, αξιοποιώντας στο έπακρο ολόκληρη την εργαλειοθήκη της πoπ κουλτούρας, «καλλιέργησε» το πλασάρισμα του προσώπου του ως μάσκας.
Και η μάσκα αυτή φανέρωνε το διαρκώς αμφίβολο της εικόνας του πάνω στον άξονα του Καλού και του Κακού, μια φύση «ανδρόγυνη», η οποία διαφεύγει από τη φθορά που φέρνει το βάρος της ηλικίας και στην οποία θα ήταν εντελώς ανώφελο να αποπειραθεί κάποιος να διαχωρίσει το πραγματικό, το ιδεατό και το θεϊκό.
Μια σπουδαία στιγμή κορύφωσης του πλασαρίσματος του προσώπου του ως μάσκας έρχεται με το εξώφυλλο του 8ου προσωπικού άλμπουμ του, το 1991, με τον τίτλο «Dangerous». Το φιλοτέχνησε ο Mark Ryden και δείχνει μια τοτεμικού χαρακτήρα κατασκευή που θυμίζει κράνος και μάσκα ταυτόχρονα και στην οποία αναγνωρίζονται μορφολογικά στοιχεία που παραπέμπουν σε ιερατικό προσωπείο της αφρικανικής παράδοσης, σε ινδιάνικη τοτεμική φιγούρα αλλά και σε μπαρόκ εκκλησιαστικό τέμπλο.
Σε αυτήν την εικόνα τα μάτια του Jackson είναι το μόνο φυσικό χαρακτηριστικό του που αναγνωρίζεται. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι εκείνη η κατασκευή είναι αυτός.
Είναι επίσης εύλογο να υποθέσει κάποιος ότι ο Roland Barthes θα επέκτεινε ακόμα περισσότερο τους συλλογισμούς του, αν είχε προλάβει να δει τον Michael Jackson της εποχής που, με τη βοήθεια της πλαστικής χειρουργικής, μετέβαλε το χρώμα του δέρματός του προς το λευκό και ταυτόχρονα άλλαζε τα χαρακτηριστικά του, ώστε αυτά να ομοιάζουν ολοένα και περισσότερο με εκείνα της ανυπέρβλητης Νταϊάνα Ρος. Με αποτέλεσμα να οδηγηθεί τελικά σε ένα στάδιο περιορισμένων εκφραστικών συσπάσεων, το οποίο έκανε το πρόσωπό του να μοιάζει ακόμα περισσότερο με μάσκα.
Θα ήταν επίσης εύλογο να εικάσει κάποιος ότι ο Michael Jackson ανακάλυψε τον εαυτό του ως μάσκα χάρη στον Roland Barthes, επειδή ενστικτωδώς και διαισθητικά συνάντησε τη σκέψη του. Κι επειδή βίωσε τη θεία υπόσταση μέσα από τη μάσκα που δημιούργησε, κατάφερε επίσης να υπερθεματίσει επί όσων στοχάστηκε ο Barthes. Και ό,τι στηρίζεται στον Barthes, το Παρίσι το αποθεώνει με συνοπτικές διαδικασίες.
Μερικά ακόμα από τα έργα της έκθεσης «Michael Jackson: On the Wall»
1.
Το πορτρέτο αυτό ο Γερμανός καλλιτέχνης Johannes Kahrs το εμπνεύστηκε από φωτογραφία του Michael Jackson και η πρόθεσή του ήταν να αναφερθεί στη διπλή υπόσταση που αποκτούν οι εικόνες που δημοσιεύονται στον Τύπο, οι οποίες δείχνουν μια αλήθεια και ταυτόχρονα κατασκευάζουν μια αλήθεια. Κι έτσι, ο τρόπος με τον οποίο ο Kahrs επιλέγει να απεικονίσει τον σταρ από τη μια δηλώνει μια εγγύτητα μεταξύ Michael Jackson και θεατή, αλλά ταυτόχρονα και μια μεταξύ τους αποσύνδεση.
2.
Πρόκειται για τμήμα από ένα τρίπτυχο που δημιούργησε ο Αμερικανός φωτογράφος David LaChapelle ως αυθόρμητη δική του αντίδραση στην είδηση του θανάτου του Michael Jackson το 2009. Αποδίδει τον Jackson ως ιερομάρτυρα της σύγχρονης εποχής, επειδή θεωρούσε ότι ο καλλιτέχνης είχε ακολουθήσει μια σχεδόν «βιβλική πορεία», μια και, ενώ ήταν ο πιο διάσημος άνθρωπος στoν πλανήτη Γη, ξαφνικά βρέθηκε κατηγορούμενος για το πιο φρικιαστικό απ' όλα τα κακουργήματα. Γενικά, θεωρείται ότι πέθανε ως θύμα αυτών των περιστάσεων, αλλά ο David LaChapelle επιμένει πως όχι... Ήταν μέχρι τέλους ήρωας. Η «ετυμηγορία» εις βάρος του ήταν πολύ βαριά και τον καταδίκαζε, ενώ εκείνος ήταν αθώος. Όλος ο κόσμος τον λάτρευε, αλλά στο τέλος κατάντησε περίγελως. Οι εικόνες όμως που έφτιαξε για κείνον ο LaChapelle δείχνουν τη βαθύτερη ουσία του, τον αληθινό Michael: «Δεν προσποιούμαι ότι τον καθιστώ άγιο ή ότι, τέλος πάντων, αποτελούσε φιγούρα θρησκευτική. Όμως για μένα εκείνος ήταν το πρόσωπο που προσεγγίζει, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, αυτό το είδος θαυμαστού και αγγελικού πλάσματος που μπορεί να τύχει να βρεθεί ανάμεσά μας και για τον λόγο αυτό καταλήξαμε να τον διώκουμε και να τον σταυρώνουμε».
3.
Ο Αμερικανός καλλιτέχνης Kehinde Wiley, που είναι σπουδαίος εκπρόσωπος της εικαστικής σκηνής του Λος Άντζελες, έγινε διάσημος για τις αντιγραφές του πολύ γνωστών και αναγνωρισμένων από την Ιστορία της Τέχνης προσωπογραφιών, στις οποίες αντικαθιστά τα ιστορικά πρόσωπα που αναπαρίστανται με άλλα, προερχόμενα από τη «μαύρη ή καφέ φυλή» (όπως ο ίδιος την περιγράφει). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το εντυπωσιακό πορτρέτο του Michael Jackson έφιππου, όπως ο βασιλιάς Φίλιππος ο Β' της Ισπανίας στο περίφημο έργο του Rubens που βρίσκεται στο μουσείο Prado της Μαδρίτης, υπήρξε μια παραγγελία του σταρ στον καλλιτέχνη. Ο Jackson όμως δεν το είδε ποτέ τελειωμένο, επειδή ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατό του.
4.
Το έργο του Yan Pei-Ming δημιουργήθηκε πέρσι ειδικά για την έκθεση. Ο σπουδαίος Κινέζος πορτρετίστας, ο οποίος από το 1982 ζει και εργάζεται στην Ντιζόν της Γαλλίας, είναι παγκοσμίως γνωστός για τις μνημειακών διαστάσεων προσωπογραφίες διασημοτήτων σαν τον Μάο Τσε Τουνγκ, τον Μπαράκ Ομπάμα κ.ά. Με το καινούργιο αυτό έργο για την έκθεση του Grand Palais επανέρχεται σε μια απεικόνιση του Michael Jackson που είχε φιλοτεχνήσει αμέσως μετά τον θάνατό του, το 2009. Όμως, τώρα δεν αναπαριστά τον Jackson όπως έμοιαζε τη χρονιά του θανάτου του παρά επιλέγει να τον δείξει όπως ήταν τη δεκαετία του 1980 (όταν ο Yan Pei-Ming εγκαταστάθηκε στη Γαλλία), δουλεύοντας από φωτογραφία της εποχής εκείνης. «Στα μάτια μου αποτελεί την ενσάρκωση εκείνης της εποχής» λέει ο καλλιτέχνης. «Είναι μια μυθική προσωπικότητα και σύμβολο της ελευθερίας... Ο θάνατος είναι πάντα κάτι το τραγικό, αλλά στη δική του περίπτωση εκείνο που με σημάδεψε περισσότερο είναι η ισχύς του κοντράστ μεταξύ της δύναμης που έχει εκείνος ως εικόνισμα και της ανυπαρξίας που επιφέρει ο θάνατος».
5.
Όταν πέθανε ο Michael Jackson το 2009, το περιοδικό «Interview» ζήτησε από τον εικαστικό καλλιτέχνη και γραφίστα Brian Donnelly, που είναι γνωστότερος με το ψευδώνυμο KAWS, ένα έργο προς τιμήν του εκλιπόντος. Ο KAWS χρησιμοποίησε μια διαφημιστική φωτογραφία του Jackson από τη δεκαετία του 1980 για να φτιάξει ένα «Βendy», δηλαδή έναν πολύ αναγνωρίσιμο και συχνά επανεμφανιζόμενο στη δουλειά του χαρακτήρα κόμικς, που έχει μορφή σκουληκιού και που εδώ κουλουριάζεται γύρω από τον σταρ. Συγχρόνως, το γάντι του Μίκυ Μάους έγινε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που φιγουράρει παιχνιδιάρικα σε πρώτο πλάνο και καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του έργου. Ο Kaws είχε πει ότι για κείνον το γάντι είναι το ενδυματολογικό στοιχείο με το οποίο συνέδεε περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο τον Jackson. Αλλά και γενικότερα, ο Kaws είχε πει: «Μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίο ο Michael Jackson οικειοποιούνταν απλά και κανονικά ρούχα –ένα άσπρο γάντι, ένα κόκκινο δερμάτινο μπουφάν, απλά παπούτσια‒ για να δημιουργήσει από αυτά συστατικά στοιχεία της ταυτότητάς του, σε τέτοιον βαθμό που, στη συνέχεια, όπου κι αν κάποιος συναντούσε μπροστά του αυτά τα ρούχα να θυμάται τον Michael αυτομάτως και χωρίς ποτέ να παραλείπει να το κάνει».
6.
Ο τίτλος «P.Y.T.» προέκυψε ως ακρωνύμιο του τραγουδιού «Pretty Young Thing» του Michael Jackson. Το έργο δημιουργήθηκε από τον Βρετανό καλλιτέχνη Appau Junior Boakye-Yiadom το 2009 και υποδέχεται τους επισκέπτες της έκθεσης στο Grand Palais. Είναι μια γλυπτική σύνθεση στην οποία μπαλόνια γεμισμένα με ήλιον συγκρατούν όρθια, μόνο με τις μύτες τους να αγγίζουν το πάτωμα, ένα ζευγάρι μαύρα μοκασίνια. Σαν τα περίφημα εκείνα της χαρακτηριστικής φιγούρας του Jackson που για ένα ή δύο δευτερόλεπτα έμοιαζε να υπερίπταται του εδάφους, ακουμπώντας ελάχιστα το δάπεδο με τις άκρες των παπουτσιών του. Το έργο αυτό ίσως επιδιώκει να υπογραμμίσει πως αν δεν υπήρχαν ταβάνια ή γενικότερα άλλα φυσικά εμπόδια (όπως, ας πούμε, ο νόμος της βαρύτητας), η φυσιολογική εξέλιξη για κάποιον σαν τον Michael Jackson θα ήταν να πετάει. Κι αυτό, χωρίς φτερά και κατά βούληση, στους αιθέρες, όπως αρμόζει άλλωστε σε κάθε θεότητα. Ωστόσο, ο Appau Junior Boakye-Yiadom, με πολύ διακριτικό τρόπο, δηλητηριάζει την ιδέα ότι ο Jackson είχε μια μεταφυσική θεϊκή διάσταση, διότι δεν παραλείπει να υπογραμμίσει πως το έργο, για να φαίνεται εκ του φυσικού ανά πάσα στιγμή όπως το βλέπουμε στη φωτογραφία του, τα μπαλόνια θα πρέπει κάθε τόσο να ελέγχονται για την περιεκτικότητά τους σε αέριο και να ανατροφοδοτούνται και αυτό λειτουργεί ως αλληγορική αναφορά στη διαρκή προσπάθεια που κάνει κάποιος, όσο φτασμένος κι αν είναι, να συντηρεί την εικόνα που ο κόσμος (και πρωτίστως το παθιασμένο κοινό του) απαιτεί από κείνον να προβάλλει σταθερά και ανεξίτηλα.
Και μια ηχηρή απουσία
Ωστόσο, το πρώτο που παρατηρεί κάποιος στην έκθεση του Grand Palais είναι μια κραυγαλέα απουσία: δεν εκτίθεται το έργο «Michael Jackson και Bubbles» που φιλοτέχνησε ο Jeff Koons το 1988, στο πλαίσιο μιας ενότητας έργων του, η οποία είχε τον τίτλο «Banality series» (βλ. η ενότητα με τις μπαναλιτέ). Το περίφημο αυτό γλυπτό είναι φτιαγμένο από πορσελάνη και δείχνει τον Michael Jackson σε φυσικό μέγεθος να ποζάρει αγκαλιά με το κατοικίδιο που αγαπούσε περισσότερο απ' όλα όσα είχε: τον χιμπατζή Bubbles (βλ. «Φυσαλίδες, Σαπουνόφουσκες, Πομφόλυγες»). Ο Koons είχε πει τότε ότι στόχος της τέχνης του είναι να αγγίζει όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο και για τον λόγο αυτό θα αξιοποιούσε ερεθίσματα που απευθύνονται στο πλατύτερο κοινό για να το πετύχει. Το έργο «Michael Jackson και Bubbles» θεωρείται ορόσημο της προσωπικής καριέρας του Koons αλλά και της μετεξέλιξης της αμερικανικής τέχνης, ειδικότερα της pop art, μέσα στη δεκαετία του '80. Το έργο αυτό αποτελεί κατά κάποιον τρόπο ένα «εικόνισμα» ή, τέλος πάντων, ένα έργο σχεδόν θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο προέκυψε από έναν αρχικό συσχετισμό του από τον ίδιο τον Koons (και λόγω της γεωμετρίας της σύνθεσης) με την Πιετά του Μικελάντζελο. Το αναμάσημα με πάμπολλους και διάφορους τρόπους εκείνου του συσχετισμού κατέληξε να περιβάλλει πάντα αυτό το έργο με μια αχλύ σεπτού ειδώλου ως ένα μνημείο προς τιμήν την ανθρώπινης επιθυμίας να ανακαλύπτει κάποιος τον εαυτό του, που οδήγησε και στο υπέροχο πρόταγμα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 «να εφευρίσκει κάποιος τον εαυτό του», και με πρότυπο τη λυτρωτική φιγούρα του Michael Jackson να επιλέγει τη Μυθολογία του, με πρώτο κριτήριο ότι αυτή θα τον περιλαμβάνει και θα τον εκφράζει.
Και ενώ αυτό το έργο του Koons δεν παρουσιάζεται στην έκθεση λόγω του ότι δεν ήταν εφικτός ο δανεισμός του, η ουσία του παραμένει εκεί, διαρκώς αισθητή.
Info
Έκθεση «Michael Jackson: On the Wall*» στο Grand Palais, Galerie sud-est μέχρι και τις 14 Φεβρουαρίου 2019
Επιμέλεια: Dr. Nicholas Cullinan, διευθυντής της National Portrait Gallery του Λονδίνου, σε συνεργασία με τη Lucy Dahlsen.
Για την έκθεση στο Παρίσι και εκ μέρους του Grand Palais στο επιμελητικό έργο συμμετείχε η Vanessa Desclaux, ενώ τον σκηνογραφικό σχεδιασμό της ανέλαβε το γραφείο Agence Clémence Farrell.
Λίστα συμμετεχόντων καλλιτεχνών αλφαβητικά: Rita Ackermann, Njideka Akunyili Crosby, Emma Amos, Lyle Ashton Harris, Dara Birnbaum, Appau Junior Boakye-Yiadom, Candice Breitz, Marvin Gaye Chetwynd, Dexter Dalwood, Graham Dolphin, Mark Flood, Isa Genzken, Michael Gittes, Todd Gray, Maggi Hambling, David Hammons, Jonathan Horowitz, Gary Hume, Rashid Johnson, Isaac Julien, Johannes Kahrs, KAWS, David LaChapelle, Louise Lawler, Klara Lidén, Glenn Ligon, Sam Lipp, Isaac Lythgoe, Paul McCarthy, Rodney McMillian, Dawn Mellor, Dan Mihaltianu, Mr. Brainwash, Lorraine O'Grady, Catherine Opie, Yan Pei-Ming, Grayson Perry, Paul Pfeiffer, Faith Ringgold, Michael Robinson, Mark Ryden, Susan Smith-Pinelo, Donald Urquhart, Kehinde Wiley, Hank Willis Thomas, Jordan Wolfson
σχόλια