Έναν κορυφαίο ζωγράφο, τον Μιχάλη Οικονόμου, παρουσιάζει σε επιμέλεια της μελετήτριας του έργου του δρ. Αφροδίτης Κούρια το Ίδρυμα Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα στο Ίδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη από την 1η Φεβρουαρίου 2024.
Στην έκθεση, που τιτλοφορείται «Μιχάλης Οικονόμου. Η αλχημεία της ζωγραφικής», παρουσιάζονται εκατόν δεκαέξι έργα του κορυφαίου ζωγράφου που γεννήθηκε το 1884 στον Πειραιά και πέθανε στο Δρομοκαΐτειο το 1933, στα 49 του χρόνια. Η επιμελήτρια της έκθεσης ασχολείται από το 1984 με το έργο του και επιδιώκει να μοιραστεί μαζί μας τη βαθιά επιθυμία του ίδιου του ζωγράφου ο οποίος τόνιζε: «Θέλω να δώσω αίσθημα, όσο μπορώ περισσότερο αίσθημα…».
Όπως έχει επισημάνει η πρόεδρος του Ιδρύματος Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα και συγγραφέας κ. Τατιάνα Αβέρωφ-Ιωάννου: «Τα έργα του ασκούν μια ασυνήθιστη μαγεία που καθηλώνει συχνά τον θεατή, όπως παρατηρούμε επανειλημμένα στην Πινακοθήκη στο Μέτσοβο. Ο Οικονόμου είναι ένας ζωγράφος που αγαπιέται από μικρούς και μεγάλους, από καλλιτέχνες, ειδικούς ή απλούς εκδρομείς».
Εξετάζοντας διεξοδικά το έργο του Μιχάλη Οικονόμου στη σύντομη τροχιά της σταδιοδρομίας του (και της ζωής του), έχει κανείς την αίσθηση ότι τα απλά, κοινότοπα θέματα που ο καλλιτέχνης σταθερά πραγματεύεται αποτελούν ουσιαστικά προσχήματα για να κατακτήσει ζωγραφικά το θέμα που αταλάντευτα τον απασχολεί, το δικό του δηλαδή εσωτερικό-ψυχολογικό «τοπίο».
Ο Μιχάλης Οικονόμου, ένας από τους σημαντικούς ανανεωτές της ελληνικής ζωγραφικής στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση από διάφορες απόψεις. Ακολουθώντας μοναχική πορεία, δούλεψε με έντονα προσωπικό ύφος, καταθέτοντας έναν πολλαπλά ενδιαφέροντα λόγο για τη ζωγραφική και για τη ζωγραφική πράξη καθαυτήν μέσα από πίνακες στους οποίους το ιδιοσυγκρασιακό και το εγκεφαλικό στοιχείο συλλειτουργούν με εκφάνσεις πρωτοποριακές για την ελληνική τέχνη της εποχής. Καλλιτέχνης με εμμονές, ασχολήθηκε αποκλειστικά με μία θεματική κατηγορία: το τοπίο. Για δεκαετίες μετά τον πρόωρο θάνατό του (το 1933) το έργο του παρέμενε ελάχιστα γνωστό στο ευρύ κοινό (και όχι μόνο). Πάντα, ωστόσο, κέντριζε το ενδιαφέρον όσων έρχονταν σε επαφή μαζί του περιστασιακά ή και πολύ αποσπασματικά.
«Τα θέματα του Οικονόμου είναι απλά, πάντοτε παρμένα από τη φύση. Σπίτια δίπλα στο νερό, ξωκλήσια, παλιά γεφύρια και μύλοι, δρόμοι με καμάρες, γέρικες ελιές, κυπαρίσσια, θάλασσες, βάρκες. Τα κτίσματα, όπως τα δέντρα, στέρεα πλασμένα και χωροθετημένα, μαρτυρούν σε πολλούς πίνακες πως ο ζωγράφος διαθέτει γερή αίσθηση της φόρμας, μια γλυπτική αντίληψη –μπορεί να πει κανείς– για τον όγκο και τη φόρμα μέσα στον χώρο. Η σαφήνεια στην οργάνωση των όγκων, των επιπέδων καθώς και στην άρθρωση του χώρου αποτελεί συστατικό γνώρισμα των περισσότερων έργων της πρώτης περιόδου του καλλιτέχνη» αναφέρει η κ. Κούρια.
Ο Μιχάλης Οικονόμου, πέρα από τα διδάγματα των σχολών, κατέκτησε τη δική του τοπιογραφία. Η υπαιθριστική του έρευνα (φως-χρώμα-γραμμή) αποτυπώνει με τον πιο δυνατό εκφραστικό τρόπο όχι μόνο τη φυσιολογία του εδάφους αλλά και την αίσθηση του κλίματος. Αυτή η αισθητηριακή του αντίληψη με τη μυστηριακή υγρή ατμόσφαιρα, την απόλυτη ομορρυθμία ανάμεσα στο φως και στον αιθέρα, στο φως και στην ομίχλη, ολοκληρώνει την αυτόνομη εικαστική του έκφραση. Έτσι, τα τοπία του, άλλοτε ως φυσικός χώρος και άλλοτε ως προβολή «ζωντανών» κτισμάτων, με την αυτονομία της ιδιόμορφης πινελιάς και τη δύναμη του σχεδίου, τον κατατάσσουν σε έναν από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους ζωγράφους.
Ο έγκριτος τεχνοκρίτης, συγγραφέας και ποιητής André Salmon στην κριτική του για την πρώτη ατομική έκθεση του Οικονόμου το 1913 στην γκαλερί Marcel Bernheim βλέπει τον ζωγράφο ως φορέα μιας νέας, φρέσκιας οπτικής για τον ελληνικό χώρο, μιας οπτικής απαλλαγμένης από τον «συναισθηματικό ρομαντισμό που απευθύνεται σε καλλιεργημένους τουρίστες […] Είναι ίσως ο πρώτος Έλληνας καλλιτέχνης που μας προσφέρει μια αυθεντική εικόνα της πατρίδας του».
Ανακαλύπτοντας έναν σπουδαίο ζωγράφο
Η αναδρομική έκθεση 51 έργων του στον «Αρμό» το 1961 προσέφερε στο μεταπολεμικό κοινό και τους κριτικούς τη δυνατότητα μιας πρώτης ουσιαστικής γνωριμίας με τη δουλειά του καλλιτέχνη, που είχε πεθάνει το 1933. Στην περίπτωσή του η έρευνα συνάντησε μεγάλες δυσκολίες. Κείμενά του δεν σώζονται. Σύμφωνα με πληροφορίες της οικογένειάς του, έχει χαθεί πολύτιμο υλικό από την 20χρονη διαμονή του στο Παρίσι, ενώ τα αρχειακά τεκμήρια που σώζονται από τη ζωή και από τη δραστηριότητά του στο εξωτερικό είναι ελάχιστα.
Οι αντικειμενικές δυσκολίες επιτείνονται στην περίπτωση του Μιχάλη Οικονόμου από «εσωτερικούς», υποκειμενικούς παράγοντες (την ψυχική ασθένειά του και τις συνέπειές της), που από τη φύση τους δημιουργούν προβλήματα για μια επαρκή πληροφόρηση. «Δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε ως ποιον βαθμό και πώς επηρέασε η ασθένεια το έργο του κατά τα στάδια της εξέλιξής της, στις φάσεις έξαρσης και ύφεσης. Σε κάποιους ύστερους πίνακές του μόνον είναι ευδιάκριτα τα σημάδια της. Γνωρίζουμε, πάντως, ότι ο καλλιτέχνης σε συνθήκες κρίσης κατέστρεψε ο ίδιος πίνακές του» λέει η κ. Κούρια. Η έρευνα στο Δρομοκαΐτειο, όπου έζησε τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, για το ενδεχόμενο να υπάρχουν έργα του εκεί, δεν είχε αποτέλεσμα και η επιμελήτρια σημειώνει τα κενά που δεν μπορούν να καλυφθούν στις ψηφίδες του μωσαϊκού που ανασυνθέτει την περίπτωση Οικονόμου.
Κυνηγώντας ένα ιδεατό τοπίο
Μια βασική πτυχή της προσωπικότητας του καλλιτέχνη, της εικαστικής προβληματικής του και της ποιητικής του είναι η σχέση του με το θέμα, αυτό που τον απασχολεί κάθε φορά, αλλά και το θέμα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Εξετάζοντας διεξοδικά το έργο του Μιχάλη Οικονόμου στη σύντομη τροχιά της σταδιοδρομίας του (και της ζωής του), έχει κανείς την αίσθηση ότι τα απλά, κοινότοπα θέματα που ο καλλιτέχνης σταθερά πραγματεύεται αποτελούν ουσιαστικά προσχήματα για να κατακτήσει ζωγραφικά το θέμα που αταλάντευτα τον απασχολεί, το δικό του δηλαδή εσωτερικό-ψυχολογικό «τοπίο». Θαρρείς πως από έργο σε έργο κυνηγά ένα ιδεατό τοπίο που συνεχώς του διαφεύγει. Αυτό είναι αντιληπτό ιδιαίτερα σε πίνακες της δεύτερης περιόδου του.
«Η σχέση του με τα υλικά μέσα του, όπως αισθητοποιείται στις διάφορες εκδοχές της στους πίνακές του διαχρονικά, μπορεί βάσιμα να θεωρηθεί και ένα μορφοπλαστικό ισοδύναμο των μεταλλαγών στον διάλογό του με τον εξωτερικό κόσμο, με το φυσικό και με το ανθρωπογενές περιβάλλον, με την πρώτη ύλη που του προσφέρει η άμεση θέαση των πραγμάτων. Η θέαση του πραγματικού στις διάφορες εκφάνσεις της σφραγίζει τη δημιουργική του διαδρομή. Η όραση ως κυρίαρχη φυσική αίσθηση αλλά και ως βιωματική, ψυχική και πνευματική εμπειρία μορφοποιείται πολλαπλά στη δουλειά αυτού του καλλιτέχνη, του προικισμένου με μια ιδιαίτερη ποιότητα (ζωγραφικού) βλέμματος. Έτσι εννοημένη, η όραση διαθέτει μια ιδιαίτερη δυναμική όσον αφορά την προσέγγιση και τον χειρισμό του εκάστοτε θέματος από τον καλλιτέχνη, έχοντας αντίκτυπο και στην πρόσληψη του έργου από τον θεατή, καθώς εμπλουτίζει τους μεταξύ τους κώδικες επικοινωνίας με διάμεσο τον δημιουργό του πίνακα» λέει η κ. Κούρια.
Οι επιρροές του Οικονόμου από την ευρωπαϊκή τέχνη, με αφετηρία την προ-ιμπρεσιονιστική ζωγραφική, αναγνωρίζονται σε διάφορα πεδία και έχουν ένα ειδικό βάρος όσον αφορά τις ζωγραφικές τεχνικές του και την αντίληψή του για τον πίνακα ως υλικό αντικείμενο. Η έμφαση στην υλικότητα της ζωγραφικής επιφάνειας με πολλαπλά ενεργό τον φορέα, το υπόστρωμα, αποτελεί μία από τις βασικές εκφάνσεις του μοντερνισμού ήδη από τους ιμπρεσιονιστές.
Η σημασία που ο Οικονόμου αποδίδει στην υλική υπόσταση του πίνακα ως φορέα νοημάτων αλλά και ως πεδίο άσκησης και ανάδειξης μιας δρώσας καλλιτεχνικής συνείδησης, καθώς και οι πολύτροποι χειρισμοί των υλικών μέσων του (των φορέων, των χρωστικών ουσιών, των βερνικιών), όλα αυτά τον συνδέουν με τον μοντερνισμό και ιδιαίτερα με τους μετα-ιμπρεσιονιστές, με μπολιάσματα από τον συμβολισμό, τον ιαπωνισμό, ακόμη και τον φωβισμό.
«Περισσότερο ίσως από κάθε άλλον Έλληνα ζωγράφο του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, ο Μιχάλης Οικονόμου αξιοποιεί τις αναπαραστατικές ιδιότητες των υλικών μέσων του. Όχι με φυσιοκρατική λογική, αλλά για να αναδείξει ζωγραφικά την ταυτότητα του θέματος, να διαμορφώσει χρωματικές σχέσεις και να επιτύχει το καλύτερο δυνατό εκφραστικό αποτέλεσμα. Η “πολιορκία” διάφορων θεμάτων μέσα από παραλλαγές στον εικαστικό χειρισμό τους, με καίρια τη συμβολή των διαφορετικών φορέων επάνω στους οποίους ζωγραφίζει, αποτελεί συστατικό γνώρισμα της τέχνης του, το οποίο αναδεικνύεται στην έκθεση αλλά και τον κατάλογο. Η αυθόρμητη αντίδρασή του, η συγκίνηση μπροστά στα εμπειρικά δεδομένα, φιλτράρεται εγκεφαλικά και εκλεπτυσμένα από τον ζωγράφο, οδηγώντας στη δημιουργία πινάκων που προσφέρουν μια πολυεπίπεδη, όχι μόνον οπτική, εμπειρία στον θεατή.
Οι πίνακες του καλλιτέχνη διαβάζονται σαν χάρτες με πολλά επιμέρους ζωγραφικά “επεισόδια”, που στο σύνολό τους αρθρώνουν έναν πολυσήμαντο λόγο. Η διαλεκτική μεταξύ παραστατικότητας και αφαίρεσης, υλικού και άυλου, οπτικού και απτικού, συμπαγούς/στατικού και ρευστού/φευγαλέου, καθώς και οι ψευδαισθητικές ιδιότητες της ζωγραφικής εικόνας έχουν βρει στην τέχνη του Οικονόμου πολύ ενδιαφέρουσες εκδοχές. Η διαδικασία γένεσης των έργων στις διάφορες φάσεις της εικαστικής του πορείας μαρτυρεί πως στον Οικονόμου η εικόνα κυοφορείται και διαμορφώνεται μέσα από επίμονη και πολύτροπη επεξεργασία, ακόμη και αν κάποιοι πίνακές του, εξαιτίας της ελευθερίας της χειρονομιακής γραφής, δείχνουν να είναι γρήγορα, αυθόρμητα καμωμένοι.
Η επιτελεστικότητα της ζωγραφικής δημιουργίας με τις συνδηλώσεις της συνιστά κομβικό στοιχείο της τέχνης του Οικονόμου, όπως αποκαλύπτει η ενδελεχής εργαστηριακή μελέτη των έργων του. Ας σημειωθεί ακόμη ότι οι τρόποι με τους οποίους ο δημιουργός διαχειρίζεται τα ζωγραφικά μέσα του είναι οπωσδήποτε από τους κύριους παράγοντες που καθιστούν την τέχνη του τόσο ενδιαφέρουσα και στη συνολική της θεώρηση, καθώς εμπλουτίζουν τους συσχετισμούς ανάμεσα στους πίνακες, ανεξάρτητα από το εικονογραφικό-θεματικό πεδίο» λέει η κ. Κούρια.
Η ζωή και το έργο του Μιχάλη Οικονόμου
Ο Μιχάλης Οικονόμου γεννήθηκε το 1884 στον Πειραιά, στο Πασαλιμάνι, κοντά στη θάλασσα. Ήταν το έκτο από τα εννέα παιδιά του βιομήχανου Κωνσταντίνου Οικονόμου και της Ελένης Βασιλείου. Στη δεκαετία του 1890 είναι μαθητής στο Δραγάτσειο του Πειραιά. Είναι ένα ευαίσθητο, λιγομίλητο παιδί που περνά αρκετές από τις ελεύθερες ώρες του σχεδιάζοντας. Η έφεσή του στο σχέδιο αναγνωρίζεται από όλους. Δεν πρέπει λοιπόν να ξαφνιάζει το γεγονός ότι, όταν ακόμη πηγαίνει σχολείο, παίρνει μαθήματα από τον ζωγράφο Κωνσταντίνο Βολανάκη. Για τη μαθητεία του όμως αυτή δεν γνωρίζουμε τίποτε συγκεκριμένο.
Το 1906 ο Οικονόμου πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει ναυπηγός, σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του, και εγγράφεται στην Ecole des Mines. Τρία χρόνια αργότερα εγκαταλείπει τη σχολή για να αφιερωθεί στη ζωγραφική, υπακούοντας στην πρώιμα εκδηλωμένη κλίση του. Η φράση του «Διάλεξα τη ζωγραφική και μ' αυτή θα ζήσω» εκφράζει με έναν απόλυτο, μπορεί να πει κανείς, τρόπο αυτήν την επιλογή που θα σφραγίσει τη σύντομη ζωή του. Ο Οικονόμου δεν σπούδασε στην Ecole des Beaux-Arts, ίσως παρακολούθησε μαθήματα ως ελεύθερος ακροατής (auditeur libre).
Συχνάζει στο Montparnasse, την «καρδιά», τότε, του καλλιτεχνικού Παρισιού, και είναι τακτικός θαμώνας στα καφενεία όπου συναθροίζονται καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο, ιδιαίτερα στην περίφημη Rotonde. Όσον αφορά τις επαφές του με τους Έλληνες καλλιτέχνες που είναι εγκατεστημένοι στο Παρίσι, ή σπουδάζουν την εποχή που εκείνος ζει εκεί, γνωρίζουμε μόνον ότι συνδεόταν φιλικά με τον Περικλή Βυζάντιο. Τον Μάρτιο του 1926, πάντως, ο Οικονόμου συμμετέχει με δύο έργα του στην ομαδική έκθεση που οργανώνεται στο Παρίσι στην γκαλερί Charles Brunner (στη rue Royale) από τον Σύλλογο Ελλήνων Καλλιτεχνών και Διανοουμένων του Παρισιού, ο οποίος είχε ιδρυθεί τον προηγούμενο χρόνο με πρωτοβουλία του γλύπτη Κώστα Δημητριάδη. Ο Οικονόμου υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του συλλόγου αυτού, μαζί με τον Λυκούργο Κογεβίνα, τον Στέλιο Μηλιάδη, τον Γεράσιμο Βώκο και άλλους.
Μέσα στην πυρετική καλλιτεχνική ατμόσφαιρα του Παρισιού των αρχών του 20ού αιώνα, ο καλλιτέχνης διαμορφώνει την προσωπικότητά του, ακολουθώντας χωρίς παρεκκλίσεις το προσωπικό του όραμα. Ελεύθερος από τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς του βιοπορισμού, απολαμβάνοντας οικονομική άνεση από την οικογένειά του, έχει τη δυνατότητα να ταξιδεύει, να επισκέπτεται μουσεία και να καλλιεργεί το βλέμμα και τη ζωγραφική ευαισθησία του με τα ποικίλα ερεθίσματα που του προσφέρονται άφθονα.
Ελάχιστα είναι τα δεδομένα και τα αρχειακά τεκμήρια για την εικοσάχρονη παραμονή του Οικονόμου στο Παρίσι και την καλλιτεχνική του δράση εκεί. Είναι γνωστό ότι ταξιδεύει σε διάφορες περιοχές και πόλεις της Γαλλίας (στη Βρετάνη, τη Νορμανδία, την Κυανή Ακτή, τη Μασσαλία και κυρίως την κοντινή της μικρή πόλη Martigues), όπου ζωγραφίζει θέματα που αποτελούν το προσφιλές του ρεπερτόριο. Δεν σώζονται, ωστόσο, συγκεκριμένα πραγματολογικά στοιχεία για τις περιηγήσεις του στη Γαλλία, τα οποία θα παρείχαν και ενδείξεις για μια, έστω κατά προσέγγιση, χρονολόγηση των σχετικών πινάκων. Επίσης, δεν υπάρχουν πληροφορίες για τα ταξίδια που έκανε στην Ελλάδα σε όλο αυτό το διάστημα, ούτε και για άλλα ταξίδια που τυχόν έκανε εκτός Γαλλίας, με εξαίρεση την Αγγλία. Όσον αφορά την εκθεσιακή δραστηριότητά του σε αυτά τα 20 χρόνια, τα τεκμήρια που υπάρχουν είναι λιγοστά. Η πρώτη ατομική του έκθεση έγινε πολύ νωρίς, το φθινόπωρο του 1913, στην γκαλερί Marcel Bernheim, στο κέντρο του Παρισιού κοντά στην Όπερα, όπου ο ζωγράφος παρουσίασε 60 πίνακες αποκλειστικά με ελληνικά τοπία.
Συνεχίζει να εκθέτει στο Παρίσι, στο Λονδίνο, ενώ στον βιογραφικό του φάκελο (Αρχείο Εθνικής Πινακοθήκης) αναφέρεται η πληροφορία ότι ο καλλιτέχνης συμμετείχε σε πολλά salons στη γαλλική πρωτεύουσα.
Τον Μάρτιο του 1926 ο Οικονόμου οργανώνει την πρώτη ατομική του έκθεση στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», όπου παρουσιάζει 61 πίνακες με γαλλικά και ελληνικά τοπία. Και εδώ οι κριτικές σχολιάζουν εγκωμιαστικά την τέχνη του, τονίζοντας τις καθαρά ζωγραφικές αρετές της δουλειάς του. Κατά τη διάρκεια της έκθεσης ο καλλιτέχνης γνωρίζει την Ευτυχία Αργυρίου, τελειόφοιτο του Εθνικού Ωδείου, την οποία θα παντρευτεί δύο χρόνια αργότερα. Η Ευτυχία Οικονόμου θα είναι η αφοσιωμένη σύντροφός του έως το τέλος. Αναμφίβολα η γνωριμία αυτή υπήρξε ένας από τους βασικούς παράγοντες που συνέβαλαν στην εγκατάσταση του Οικονόμου στην Ελλάδα μέσα στην ίδια χρονιά. Το γεγονός, πάντως, ότι η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του δεν ήταν πλέον ανθηρή θα πρέπει να ήταν ένας ακόμη λόγος για να διακόψει οριστικά τη διαμονή του στο Παρίσι, καθώς η αλλαγή αυτή είχε ασφαλώς επιπτώσεις και στις συνθήκες της ζωής του εκεί.
Τον επόμενο χρόνο, το 1927, ο ζωγράφος οργανώνει τη δεύτερη ατομική του έκθεση στην Αθήνα, και πάλι στον «Παρνασσό». Τα περισσότερα έργα αυτής της έκθεσης είναι ελληνικά τοπία από την Αττική, τον Πόρο και αλλού. Πρόκειται κυρίως για πίνακες με διαφορετικό ύφος και ζωγραφική αντίληψη. Η κριτική υποδέχεται πολύ ευνοϊκά και με διεισδυτικές επισημάνσεις τη νέα κατεύθυνση της τέχνης του Οικονόμου. Το 1928 ο ζωγράφος παρουσιάζει έργα του σε μια τρίτη ατομική έκθεση στην Αθήνα, στην αίθουσα Στρατηγοπούλου, και τον επόμενο χρόνο, το 1929, στο Φουαγέ του Δημοτικού Θεάτρου στον Πειραιά εκθέτει έργα μαζί με τον γλύπτη Αντώνιο Σώχο. Η τελευταία ατομική έκθεση του Οικονόμου θα γίνει το 1931 στην αίθουσα της ΕΛΠΑ και στην αίθουσα της Ένωσης Συντακτών, με τοπία κυρίως από την Ύδρα, όπου ο καλλιτέχνης παραθερίζει τα καλοκαίρια εκείνων των χρόνων, καθώς και από τον Πόρο.
Με την έκθεση του 1931 κλείνει ουσιαστικά ο κύκλος της δημιουργικής πορείας του Οικονόμου. Την επόμενη χρονιά ο ζωγράφος εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο. Είχαν ήδη, από κάποια χρόνια, αρχίσει να εκδηλώνονται παθολογικά συμπτώματα που αποδόθηκαν στην εμφάνιση προϊούσας εγκεφαλικής παράλυσης. Αυτή η ασθένεια φαίνεται ότι ήταν η κατάληξη της σύφιλης από την οποία έπασχε ο Οικονόμου. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την κατάσταση της υγείας του κατά την 11μηνη νοσηλεία του. Η όποια σχέση του με τη ζωγραφική, εξάλλου, μετά την έκθεση του 1931 και έως τον θάνατό του παραμένει άγνωστο πεδίο, ένα πεδίο που δεν μπορεί να διερευνηθεί. Τον Μάιο του 1933 ο Μιχάλης Οικονόμου πεθαίνει στο Δρομοκαΐτειο.