Ο πίνακας με τον τίτλο «Ο Χορός», ο οποίος έχει αναφερθεί κατά καιρούς (στην δεύτερη εκδοχή του έργου) και με την ονομασία «Rock 'n' Roll» ή «Ο χορός του Rock 'n' Roll», μπορεί να μην είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός του Σαλβαντόρ Νταλί, είναι αυτός όμως που έχει μάλλον την πιο ενδιαφέρουσα ιστορία.
Η πρώτη εκδοχή του έργου δημιουργήθηκε το 1944, αγοράστηκε από τον διάσημο ιμπρεσάριο του Μπρόντγουεϊ, Μπίλι Ρόουζ ο οποίος το κρέμασε στο θέατρο Ζiegfeld της Νέας Υόρκης, το οποίο αποτελούσε ιδιοκτησία του. Αργότερα το μετέφερε στην έπαυλη που διατηρούσε στο Όρος Κίσκο, η οποία κάηκε ολοσχερώς το 1956. Ως φιλική χειρονομία, ο Νταλί δημιούργησε την επόμενη χρονιά την δεύτερη εκδοχή του έργου που σώζεται μέχρι σήμερα και το παρέδωσε στον Ρόουζ που το τοποθέτησε στο διαμέρισμά του στο Μανχάταν.
Η πρώτη εκδοχή του έργου δημιουργήθηκε το 1944, αγοράστηκε από τον διάσημο ιμπρεσάριο του Μπρόντγουεϊ, Μπίλι Ρόουζ ο οποίος το κρέμασε στο θέατρο Ζiegfeld της Νέας Υόρκης, το οποίο αποτελούσε ιδιοκτησία του. Αργότερα το μετέφερε στην έπαυλη που διατηρούσε στο Όρος Κίσκο, η οποία κάηκε ολοσχερώς το 1956.
Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1988, και μετά τη μεσολάβηση ενός ακόμα ιδιοκτήτη, το έργο θα κατέληγε στο σπίτι του διαβόητου Κολομβιανού «αυτοκράτορα της κοκαΐνης» και αρχηγού του καρτέλ του Μεντεγίν, Πάμπλο Εσκομπάρ.
Και σήμερα, αποκαλύπτεται όλη η ιστορία της διαδρομής του πίνακα στο νέο βιβλίο της συζύγου του Εσκομπάρ, Βικτόρια Ενάο με τίτλο «Πάμπλο Εσκομπάρ: Η ζωή μου και η φυλακή μου» που μόλις κυκλοφόρησε στα ισπανικά.
«Ήταν απίστευτο το συναίσθημα όταν αντίκρυσα τον πίνακα για πρώτη φορά» γράφει. «Με συγκλόνισε η ερωτική και ονειρική κίνηση αυτού του ζευγαριού σε μια απέραντη έρημο».
Ο πίνακας μετατράπηκε επίσης σε κάτι σαν ιερό φυλακτό, σαν γούρι για την ίδια και τα μέλη της οικογένειας αφότου επέζησαν από σφοδρή βομβιστική επίθεση στο σπίτι τους στο Μεντεγίν και στη συνέχεια σαν «δώρο θεού» που ίσως έσωσε τη ζωή της και τη ζωή των παιδιών της.
Στο βιβλίο της, η Ενάο σημειώνει ότι η συλλογή έργων τέχνης λειτούργησε ως καταφύγιο για εκείνη, μια ευγενής αναζήτηση σε μια ζωή τυλιγμένη στη βία και τον φόβο. Η ίδια ισχυρίζεται ότι αγνοούσε το μέγεθος των εγκλημάτων που είχε διαπράξει ο άνθρωπος με τον οποίο έζησε μαζί ως τον θάνατό του το 1993. Δεν τα αρνείται όμως και σε μια συνέντευξή της τον περασμένο μήνα σε ραδιοφωνικό σταθμό της Κολομβίας, απολογήθηκε δημόσια για τον πόνο που προκάλεσαν οι πράξεις του συζύγου της.
Όσο για τα έργα τέχνης που διατηρούσε στη συλλογή της και περιλάμβανε μεταξύ άλλων πίνακες του Κλαόυντιο Μπράβο και του Φερνάντο Μποτέρο, γράφει ότι εκείνος ήταν μάλλον αδιάφορος και ότι τον ενδιέφεραν μόνο οι αντίκες και τα παλιά αυτοκίνητα.
Το αποκορύφωμα της συλλογής της ήταν όμως ο πίνακας του Νταλί: «Μου φαινόταν συγκλονιστικό το γεγονός ότι στα 22 μου είχα στο σπίτι μου ένα τέτοιο έργο τέχνης».
Ο πίνακας βρισκόταν μερικούς μήνες κρεμασμένος στην βιβλιοθήκη του σπιτιού, όταν το 1988 εξερράγη ισχυρός εκρηκτικός μηχανισμός παγιδευμένος σε αυτοκίνητο απ' έξω. Ο ίδιος ο Εσκομπάρ δεν βρισκόταν παρών, αντίθετα από την οικογένειά του, τα μέλη της οποίας κατάφεραν να διαφύγουν σώοι από το σπίτι που έμοιαζε να έχει κοπεί στα δύο. Όταν επέστρεψαν, βρήκαν τον πίνακα άθιχτο και τον μετέφεραν σε άλλο σπίτι, το οποίο όμως επίσης δέχτηκε εμπρηστική επίθεση το 1993 από την ομάδα με την ονομασία Los Pepes.
Αυτή τη φορά, η Ενάο ήταν βέβαιη ότι ο πίνακας θα είχε καταστραφεί. Οι εμπρηστές όμως τον είχαν πάρει μαζί τους, όπως θα μάθαινε μετά τον θάνατο του συζύγου της τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Αμέσως μετά, πήρε ένα μήνυμα από μεσάζοντα του ηγέτη της ομάδας Los Pepes, Κάρλος Καστάνιο Ζιλ, το οποίο έλεγε ότι οι αντίπαλοι του νεκρού συζύγου της προτίθενται να επιστρέψουν τον πίνακα προκειμένου να την διευκολύνουν να ξεπληρώσει τα χρέη του Εσκομπάρ στους εχθρούς του.
Η ίδια όμως αρνήθηκε, αφού θυμήθηκε κάτι που της είχε πει εκείνος πριν τον θάνατό του: «Την μέρα που θα πεθάνω, άφησε τα όλα και φύγε για να σώσεις τη ζωή σου και τη ζωή των παιδιών». Έτσι κι έκανε, εγκαταλείποντας τον πίνακα μαζί με όλα τα υπόλοιπα έργα της συλλογής της, για να εγκατασταθεί τελικά στην Αργεντινή.
«Το τελευταίο πράγμα που άκουσα για τον 'Χορό του Rock and Roll'», γράφει στο βιβλίο της, «είναι ότι ο Κάρλος έψαχνε να πουλήσει τον πίνακα σε διεθνείς συλλέκτες».
Πράγματι, το 1994 ο «Χορός» δημοπρατήθηκε από τον οίκο Christie's του Λονδίνου χωρίς να αναφερθεί το όνομα Εσκομπάρ, και κατέληξε αντί άγνωστου ποσού στον Ιάπωνα επιχειρηματία Τέιζο Μοροχάσι, ο οποίος είχε στην κατοχή του γύρω στα 330 έργα του Νταλί πριν τα δωρίσει το 1999 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Μοροχάσι που ο ίδιος δημιούργησε στη Φουκοσίμα. Σήμερα το μουσείο υποδέχεται πάνω από 50.000 επισκέπτες το χρόνο.
Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ο Νταλί θα ήταν ικανοποιημένος με τη δημιουργία άλλου ενός μουσείου που τιμά την κληρονομιά του αλλά κυρίως με το μακρύ, παράξενο ταξίδι που έκανε ο «Χορός» μέχρι να φτάσει εκεί.
Με στοιχεία από τους New York Times
σχόλια