Γράφοντας στον φίλο και «συνιδρυτή» της Μπιτ λογοτεχνίας και αισθητικής, Άλεν Γκίνσμπεργκ, τον Οκτώβριο του 1956 από το Μεξικό (όπου τακτικά «πεταγόταν» επ' αόριστον), ο Τζακ Κέρουακ δήλωνε με ενθουσιασμό, διακόπτοντας για λίγο τους μελαγχολικούς τόνους της επιστολής:
«Το μόνο καλό είναι ότι άρχισα να ζωγραφίζω – χρησιμοποιώ χρώματα εσωτερικού χώρου ανακατεμένα με κόλλα. Χρησιμοποιώ και το πινέλο και τα δάχτυλά μου. Μπορώ σε λίγα χρόνια να καταφέρω να γίνω καλός ζωγράφος αν θέλω – ίσως τότε να μπορώ να πουλάω και πίνακες και να αγοράσω ένα πιάνο για να συνθέτω και μουσική – γιατί η ζωή είναι πολύ βαρετή».
Ένα χρόνο μετά περίπου κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Στο Δρόμο» που θα άλλαζε τους κανόνες της μεταπολεμικής λογοτεχνίας και θα γινόταν σύμβολο ελεύθερης γραφής και ελεύθερου πνεύματος. Ο Κέρουακ όμως δεν έπαψε να είναι ανήσυχος και να αναζητεί διόδους έκφρασης και σε άλλα καλλιτεχνικά μέσα.
«Το μόνο καλό είναι ότι άρχισα να ζωγραφίζω – χρησιμοποιώ χρώματα εσωτερικού χώρου ανακατεμένα με κόλλα. Χρησιμοποιώ και το πινέλο και τα δάχτυλά μου. Μπορώ σε λίγα χρόνια να καταφέρω να γίνω καλός ζωγράφος αν θέλω – ίσως τότε να μπορώ να πουλάω και πίνακες και να αγοράσω ένα πιάνο για να συνθέτω και μουσική – γιατί η ζωή είναι πολύ βαρετή».
Σε «λίγα χρόνια» από εκείνη τη μέρα που έγραφε το γράμμα στον Γκίνσμπεργκ είχε ήδη ολοκληρώσει μια σειρά από λάδια, ακουαρέλες και σχέδια με μολύβι, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι συγκεντρωμένα στο λεύκωμα που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Kerouac: Beat Painting» και ουσιαστικά αποτελεί προέκταση του καταλόγου της ομώνυμης έκθεσης με τα εξπρεσιονιστικής αντίληψης άτιτλα ζωγραφικά έργα του που έγινε φέτος στη γκαλερί MAGA λίγο έξω από το Μιλάνο.
Όπως και στο συγγραφικό του έργο που χρησιμοποιούσε πραγματικούς ανθρώπους από τον περίγυρό του ως μεταποιημένους χαρακτήρες μυθοπλασίας, το ίδιο έκανε και σε αρκετούς από τους πίνακές του. Όπως το λάδι σε καμβά όπου απεικονίζεται μια γυναίκα με μπλε αμφίεση και μαύρο καπέλο που γέρνει σ' έναν τοίχο καπνίζοντας. Πρόκειται για την Τζόαν Ρόσανκς, η οποία εμφανίζεται στη νουβέλα «Οράματα του Κόντι», στον πίνακα όμως «μετενσαρκώνει» τη σταρ Τζόαν Κρόφορντ όπως την είχε δει το 1952 ο Κέρουακ κατά τη διάρκεια εξωτερικών γυρισμάτων στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο.
Στέκονται όμως με αυστηρά εικαστικά κριτήρια αυτά τα ζωγραφικά έργα; Σύμφωνα με τους θεωρητικούς τέχνης που υπογράφουν τα αναλυτικά κείμενα που συνοδεύουν την έκδοση «καταρχάς θα ήταν σοβαρό λάθος να αποτιμηθούν διαχωρισμένα από τα γραπτά του και την χαρακτηριστικά παρορμητική πρόζα του – ο Κέρουακ συνολικά στο έργο του καιγόταν να δείξει ότι όλη η ζωή είναι δημιουργία, πείνα για κάτι απρόσιτο και ασταμάτητο».
'Η όπως έλεγε ο ίδιος, «η τέχνη πεθαίνει όταν περιγράφει τον εαυτό της αντί για τη ζωή». Όσο για την εικαστική του προσέγγιση, το ζωγραφικό του «μανιφέστο» θα μπορούσε να είναι αυτή η φράση που είχε γράψει: «Σταμάτα όταν θέλεις να το βελτιώσεις – δεν χρειάζεται, είναι έτοιμο».
Με στοιχεία από το LA Review of Books
σχόλια