Ήταν αναμφισβήτητα η μέρα του! Μία κατάμεστη αίθουσα, το auditorium της Tate Modern στο Λονδίνο, υποδεχόταν έναν σπουδαίο συλλέκτη, αλλά πάνω από όλα δωρητή σύγχρονης τέχνης, τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, για να μιλήσει για τη σημαντική του δωρεά και να παρουσιάσει το βιβλίο που υπογράφει η σύντροφός του, Ειρήνη Πάρη, το οποίο περιέχει τη συνομιλία τους, μια συνέντευξη-ποταμό πάνω στο θέμα.
Ήμασταν και όλοι εμείς εκεί, δημοσιογράφοι και όχι μόνο, από την Ελλάδα, αλλά και φιλότεχνοι και μέλη της εικαστικής σκηνής του Λονδίνου, για να τον ακούσουμε και να καταλάβουμε τους βαθύτερους λόγους πίσω από την πολύχρονη ενασχόλησή του με την τέχνη και τη δωρεά της συλλογής του στα μουσεία του κόσμου.
Θα αρκούσε να εντρυφήσει κανείς στην πολύ ενδιαφέρουσα έκδοση με τον ελληνικό τίτλο «Στοχασμοί του συλλέκτη» («Contemplations of a collector»), αλλά η 10η Οκτωβρίου ήταν μια ξεχωριστή μέρα. Τα πρώτα 20 έργα της δωρεάς στην Tate ξεκινούσαν τον «διάλογό» τους με έργα της μόνιμης συλλογής της. Όλοι ήταν χαρούμενοι, ευγνώμονες και αισιόδοξοι.
«Είχα πάντα έναν κεντρικό προβληματισμό, ένα ερώτημα που διερευνούσα μέσα στη σύγχρονη τέχνη. Την ανθρώπινη πάλη απέναντι στη λήθη και τον θάνατο και τη δημιουργική δύναμη με την οποία ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την πεπερασμένη ύπαρξή του. Τα έργα έμπαιναν στη συλλογή μόνο αν θεωρούσα ότι προσθέτουν κάτι σε αυτόν τον συλλογισμό».
Και πώς να μην είναι, όταν πριν καν ανοίξει το μουσείο τις πόρτες του, πρωί πρωί, υπήρχε μια ουρά 250 ατόμων που περίμεναν να μπουν μέσα. Υπόψη ότι η επίσκεψη στην Tate είναι δωρεάν για όλους, ώστε ο καθένας, μυημένος ή μη, να έχει την ευκαιρία να δει σύγχρονη τέχνη, να απολαύσει και να μελετήσει τα συχνά αλλόκοτα έργα καλλιτεχνών που εκπροσωπούν όλες τις τάσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Ο οικοδεσπότης της παρουσίασης δεν ήταν άγνωστος στο φιλότεχνο κοινό της πόλης. Ο Πίτερ Άσπντεν, συντάκτης, μεταξύ άλλων, και εικαστικών θεμάτων των «Financial Times», είναι μισός Έλληνας από τη μητέρα του, μεγαλωμένος στην Ελλάδα, κι ως εκ τούτου πρώτος και καλύτερος ένιωθε να βρίσκεται σε φίλιο έδαφος υποδεχόμενος το ζεύγος Δασκαλόπουλου - Πάρη.
Μάλιστα, η πρώτη του ερώτηση είχε αναφορά στον Καβάφη, κάνοντας έναν μικρό συσχετισμό του ποιήματος «Το πρώτο σκαλί» με τα πρώτα ερεθίσματα του Δασκαλόπουλου στον χώρο της τέχνης γενικότερα και της σύγχρονης τέχνης ειδικότερα. Είχαμε επίσης το προνόμιο της παρουσίας της κ. Πάρη, ενός ανθρώπου ευφρόσυνου και γεμάτου αυθορμητισμό, η οποία όχι μόνο γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, αλλά πρώτη αποπειράθηκε να αποκωδικοποιήσει τη σχέση του με την τέχνη σε όλο της το βάθος.
Ο κ. Δασκαλόπουλος ξετύλιξε το κουβάρι των προσωπικών του αναζητήσεων στην τέχνη, που ξεκινάει από την ηλικία των 12 ετών, όταν ταξίδεψε χάρη σε θείους του στη Γερμανία και βρέθηκε μπροστά στη δραματική «Πτώση των Καταραμένων» και τη «Δευτέρα Παρουσία» του Ρούμπενς στην Alte Pinakothek του Μονάχου. Ήταν μια επαφή που τον είχε αφήσει ενεό μπροστά στο μεγαλείο της τέχνης. Αλλά η πρώτη του συλλεκτική χειρονομία, την οποία διηγείται με χιούμορ, έγινε στα 18 του, όταν σε ταξίδι του στην Ταϊλάνδη αγόρασε ένα άγαλμα της Saraswati.
«Ήταν πολύ μεγάλο, δεν χωρούσε στον σάκο μου και για μια εβδομάδα το κουβαλούσα στην αγκαλιά μου», θυμάται με ένα πλατύ χαμόγελο και η εικόνα ενός αγοριού που είναι αναγκασμένο να κουβαλάει ένα βαρύ ανατολίτικο γλυπτό προκαλεί το γέλιο. Αυτή φυσικά ήταν μόνο η αρχή, καθώς στα 35 του αγόρασε το πρώτο του έργο σύγχρονης τέχνης, «Η ζωγραφιά είναι μέσα στο αυγό» της Ρεμπέκα Χορν. Σήμερα αναπολεί το πραγματικό κίνητρο πίσω από αυτή την κίνηση, τη συνειδητή δηλαδή επιλογή ότι, αν ήταν να αγοράσει τέχνη, δεν θα ήταν ζωγραφική, καθώς η μεγάλη ζωγραφική, όπως εξηγεί και στο βιβλίο, εκτίθεται στα μουσεία. Εκείνος επέλεξε να στραφεί σε σύγχρονες δημιουργίες, γλυπτά και εγκαταστάσεις με κεντρικό θέμα τον άνθρωπο και φυσικά τη δύναμη της δημιουργικής σκέψης του καλλιτέχνη.
Σε ερώτηση του Άσπντεν τι σημαίνει για εκείνον το να είναι συλλέκτης, ο Δ. Δασκαλόπουλος έδωσε τη δική του ερμηνεία, αποκαλύπτοντας έναν άνθρωπο που δεν είδε ποτέ την τέχνη ως επένδυση ή δραστηριότητα που κρύβει ματαιοδοξία και εγωκεντρισμό. Είπε χαρακτηριστικά: «Η ελληνική λέξη “συλλογή” προέρχεται από τη λέξη “συλλογίζομαι, στοχάζομαι”, αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που δώσαμε αυτόν τον τίτλο στο βιβλίο: “Στοχασμοί”».
Η δημόσια κουβέντα δεν θύμιζε στην πραγματικότητα συνέντευξη, ούτε όμως και παρουσίαση βιβλίου, που υποτίθεται ότι ήταν. Υπήρχε μια διάχυτη χαρά, γιατί βέβαια το κοινό αναγνώριζε στο πρόσωπο του τιμώμενου Έλληνα έναν άνθρωπο ειλικρινή στη σχέση του με την τέχνη, με αλτρουιστικά αισθήματα, και καθόλου έναν στυγνό επιχειρηματία που προσποιείται τον φιλότεχνο. Διαισθανόντουσαν ότι επρόκειτο για έναν άξιο συνεχιστή της μεγάλης παράδοσης των σπουδαίων συλλεκτών του 20ού αιώνα, που διέσωσαν τα έργα των μεγάλων καλλιτεχνών του μοντερνισμού.
Η Ειρήνη Πάρη πήρε τον λόγο και, αναφερόμενη στα έργα της συλλογής, δήλωσε πως στον κ. Δασκαλόπουλο «αρέσει να λέει ότι η συλλογή του δεν είναι όμορφη. Και τον ρώτησα γιατί το λέει αυτό». Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος χωρίς δισταγμό έδωσε την προσωπική του εξήγηση, αποστομώνοντάς τη και εκπλήσσοντας το κοινό που ξέσπασε σε γέλια: «Η δικαιολογία μου είναι ότι οι καλλιτέχνες δεν κάνουν πια όμορφα πράγματα». «Υπάρχει και η βάρβαρη πλευρά μέσα μας. Ωστόσο η βασική μας τάση είναι να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο», συμπλήρωσε.
Επιμένοντας ότι για εκείνον σημασία έχει η τέχνη να γίνει κτήμα όλων, αναφέρθηκε σε κάτι που έχει συμβολική αξία. «Στο γραφείο μου έχω ένα έργο του Τομ Φρίντμαν. Από μακριά διαβάζεις τη λέξη “EGO”. Καθώς πλησιάζεις η λέξη εξαφανίζεται, δεν διακρίνονται παρά μόνο κάποια αχνά σημάδια. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το “Εγώ”. Ευλογήθηκα με οικονομική επιτυχία και μέσω της τέχνης επιστρέφω κάτι στην κοινωνία. Με ενδιέφερε ότι μέσα από τις ενέργειες αυτές θα μάθαιναν στην Ελλάδα τη σύγχρονη τέχνη. Όσον αφορά την δωρεά, η Ειρήνη με βοήθησε πολύ σε αυτό».
Ο Πίτερ Άσπντεν, προφανώς για χάρη του κοινού που δεν είχε ακόμα διαβάσει το βιβλίο, επέμενε να τον ρωτάει πώς και δεν την πούλησε, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος. Αλλά η απάντηση στην περίπτωσή του ήταν προφανής: δεν πρόκειται για τέτοιου είδους άνθρωπο, ούτε για τέτοιου είδους συλλέκτη.
«Δεν λειτουργώ έτσι», του απάντησε, παραθέτοντας όλους τους συνήθεις λόγους που κάνουν κάποιους να γίνονται συλλέκτες. Άλλωστε ήξερε από πολύ νωρίς ότι η τέχνη είναι δημόσιο αγαθό και όχι ατομική ιδιοκτησία.
Όπως επισημαίνει στο βιβλίο: «Έπαιζα, ήδη, σε ένα μεγάλο χρηματιστήριο. Η προσδοκία οικονομικής επιτυχίας και το μέτρο της ερχόταν στον επιχειρηματικό στίβο. Δεν μου χρειαζόταν και στην τέχνη. Η τέχνη ήταν ένα καταφύγιο για μένα και όχι άλλος ένας στίβος οικονομικού ανταγωνισμού με τον εαυτό μου ή με άλλους».
Η Ειρήνη Πάρη πήρε τον λόγο με την επιθυμία να διαφωτίσει περαιτέρω σχετικά με τη δωρεά. Αρκετοί ίσως να θεωρούν παράδοξη την απόφαση του Δασκαλόπουλου να χαρίσει 350 έργα σε τέσσερα μουσεία στην Ελλάδα, στη Βρετανία και στην Αμερική: «Μιλήσαμε διεξοδικά για την απόφασή του και μια μέρα του είπα: “Μη νομίζεις ότι αν αποχωριστείς τη συλλογή σου, θα πεθάνει. Όταν δίνεις μια συλλογή, δεν πεθαίνει, της δίνεις νέα αναπνοή, μια νέα ζωή”. Αυτό σημαίνει κάτι για τον Δημήτρη, κι όταν γράφαμε το βιβλίο και του έθεσα ξανά την ίδια ερώτηση, η απάντησή του ήταν “Τώρα είμαι πολύ ευτυχισμένος, χαίρομαι να προσφέρω πράγματα”».
«Το να έχεις την ευκαιρία να πας και να δεις τον διάλογο των έργων σε διαφορετικές τοποθεσίες είναι πολύ σημαντικότερο από το να μένουν κλεισμένα σε κουτιά και να μην τα βλέπει ποτέ κανείς», συμπλήρωσε αμέσως ο ίδιος. Αυτή η παραδοχή υποστηρίζεται ακόμα πιο θαυμάσια στο βιβλίο: «Η τέχνη έχει νόημα μόνο όταν βρίσκεται σε συνδιαλλαγή, σε επικοινωνία με τον αποδέκτη της, με τον άνθρωπο. Ειδάλλως, ένα έργο τέχνης από μόνο του δεν υπάρχει, αν δεν εκτίθεται…».
Και πάλι η κ. Πάρη τού υπενθύμισε πόσο τον συνεπαίρνουν οι επιμελητές που βρίσκουν εντελώς νέους τρόπους παράθεσης των έργων και ο διάλογος που προκαλούν. Και συνέχισε: «Ήταν απολύτως σαφές στο μυαλό μου ότι κάτι πρέπει να μείνει σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν αυτόν τον άνθρωπο να φτιάξει αυτήν τη συλλογή». Όπως εξηγεί και στο βιβλίο της, «το σημαντικό είναι να διαχειριστούν αυτήν τη δωρεά με τέτοιον τρόπο που να σέβονται το πνεύμα της συλλογής και του συλλέκτη».
Τότε τέθηκε το θέμα της πολιτικής τέχνης, την οποία ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος απορρίπτει εντελώς.
Ειρήνη Πάρη: «Δεν θέλει καθόλου πολιτικά έργα, ok, αλλά γιατί; Εφόσον σε ενδιαφέρει ο άνθρωπος, αν δημιουργείς μια συλλογή για τον άνθρωπο, αυτή είναι μια πράξη πολιτική. Είναι αδύνατον να δημιουργήσεις μια συλλογή για τον κόσμο σου αψηφώντας πολιτικά έργα. Αλλά ο Δημήτρης δεν ενδιαφερόταν για πολιτικά μηνύματα, τον ενδιέφεραν οι ανθρώπινες αξίες και οι αγώνες για μια καλύτερη ζωή. Και αυτό είναι πολιτικό!». Ο Δασκαλόπουλος όμως αντιδρά, ακόμα και μετά από τόσες συζητήσεις μεταξύ τους, και απαντάει: «Η πολιτική στην τέχνη έχει να κάνει με το τώρα, με ένα γεγονός, για εμένα κάτι τέτοιο δεν έχει σημασία, δεν είναι σπουδαίο».
Έχει ενδιαφέρον εδώ να απομονώσω ένα σημείο από τα λόγια του στις σελίδες του βιβλίου σχετικά με την έμπνευση που τον οδήγησε στη δημιουργία της συλλογής: «Είχα πάντα έναν κεντρικό προβληματισμό, ένα ερώτημα που διερευνούσα μέσα στη σύγχρονη τέχνη. Την ανθρώπινη πάλη απέναντι στη λήθη και τον θάνατο και τη δημιουργική δύναμη με την οποία ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την πεπερασμένη ύπαρξή του. Τα έργα έμπαιναν στη συλλογή μόνο αν θεωρούσα ότι προσθέτουν κάτι σε αυτόν τον συλλογισμό. Και το αποτέλεσμα είναι η συλλογή μου. Μια αντιπαράθεση έργων που εκφράζουν την οπτική διαφόρων καλλιτεχνών απέναντι σε αυτά τα ουσιώδη υπαρξιακά ερωτήματα».
Όπως επισήμανε και η Ειρήνη Πάρη, «η σύγχρονη τέχνη δεν είναι το ανθρώπινο όνειρο, το κυριότερο είναι ότι μας παρέχει περισσότερη ελευθερία σε όλα όσα σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε, όλα όσα κάποιος θέλει να επικοινωνήσει με τους άλλους». Ο κ. Δασκαλόπουλος συμπλήρωσε: «Η τέχνη δεν ανακαλύπτει πράγματα, δεν δίνει απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα. Δεν είναι ο ρόλος της τέχνης να σώσει τον κόσμο, να δώσει όλες τις απαντήσεις».
Η συλλογή του Δημήτρη Δασκαλόπουλου δεν είναι μια ελληνική συλλογή, δεν δημιουργήθηκε για να προαγάγει την ελληνική τέχνη. Όπως λέει και ο ίδιος στο βιβλίο, «η συλλογή είναι διεθνής, τόσο ως προς το περιεχόμενο και την οπτική της όσο και ως προς την εμβέλειά της». Και ακόμα πιο εμφατικά: «Θέλω να τονίσω ότι τα έργα των Ελλήνων καλλιτεχνών δεν τα έβαλα στη συλλογή για την ελληνικότητά τους, αλλά για το περιεχόμενό τους, επειδή ενίσχυσαν τα μηνύματα της συλλογής. Διαλέχτηκαν με τα ίδια κριτήρια με τα οποία επιλέχτηκαν όλα τα έργα».
Η κ. Πάρη έκανε μια ουσιαστική επισήμανση. «Η συλλογή αυτή είναι όντως ανθρωποκεντρική, σχετίζεται με τον ανθρώπινο αγώνα. Εμείς οι Έλληνες συχνά συνδεόμαστε υπερβολικά με την αρχαία μας κληρονομιά, ωστόσο αυτή η συλλογή που ο Δημήτρης δημιούργησε είναι βαθιά ελληνική ενδότερα, ακριβώς επειδή τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο − όπως λέει και η Ζακλίν ντε Ρομιγί στο υπέροχο βιβλίο της “Γιατί η Ελλάδα;”. Γιατί αν συλλογιστείς τους λόγους που διαφοροποίησαν την αρχαία Ελλάδα από άλλους πολιτισμούς, όπου ακόμα και οι θεοί ήταν άνθρωποι, με τις αρετές και τα ελαττώματά τους, που όλοι μας έχουμε, βρίσκω καταπληκτικό το γεγονός, παρόλο που δεν έγινε συνειδητά, ότι εν τέλει η συλλογή είναι επί της ουσίας “ελληνική”».
Πέρα από αυτό, να επισημάνω ότι η έκδοση του βιβλίου έγινε από τον γαλλικό εκδοτικό οίκο Cahiers d'Art, που ιδρύθηκε από έναν Έλληνα της δεκαετίας του 1930 στο Παρίσι ο οποίος προσπάθησε, ενάντια στον συντηρητισμό, να αναδείξει ό,τι πιο σύγχρονο υπήρχε στην τέχνη, όπου όμως συμπεριλάμβανε και την αρχαϊκή τέχνη, φωτογραφίζοντας αγάλματα και παρουσιάζοντάς τα παράλληλα με τη μοντέρνα τέχνη.
Η παρουσίαση πλησίαζε στο τέλος της, υπήρχε ικανοποίηση και χαρά στα μάτια όλων. Μίλησαν για τη γενναιοδωρία του συλλέκτη και τη σημαντικότητα της συλλογής διευθυντές μουσείων όπως η Maria Balshaw, διευθύντρια της Tate, αλλά και απλοί ακροατές, και στο τέλος πήρε το μικρόφωνο η Κατέρινα Γρέγου, διευθύντρια του ΕΜΣΤ, θέτοντας ένα απλό ερώτημα: «Το να κάνει ένας συλλέκτης μια δωρεά σαν αυτή και να μην έχει καμία απαίτηση από τον οργανισμό είναι κάτι τρομερά σπάνιο και, για να είμαι ειλικρινής, μακάρι να ήταν κολλητικό! Γιατί δεν ζητήσατε τίποτα σε αντάλλαγμα;». Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος απάντησε «γιατί ήθελα να δω τα χαμόγελά σας και τον θαυμασμό σας για τα έργα τέχνης. Να βάλω εντεταλμένους να ελέγχουν το κάθε μουσείο και δικηγόρους να απαιτούν, όχι. Τα έδωσα στο μεγάλο κοινό και σε αυτούς που ξέρουν τι να κάνουν με αυτά», εισπράττοντας το πιο ηχηρό χειροκρότημα από το κοινό.