Οι άνθρωποι συλλέγουν έργα τέχνης εδώ και χιλιάδες χρόνια· για να γεμίσουν ναούς παλάτια, να εξυψώσουν τη δύναμη και τη δόξα τους, να επιδείξουν τα τρόπαια από κατακτημένες χώρες. Το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για την τέχνη και τις συλλογές το ενίσχυσαν οι μεγάλες οικογένειες και οι βασιλιάδες, ενώ άρχισαν να ξοδεύονται τεράστια χρηματικά ποσά για τη συγκρότηση βασιλικών συλλογών τέχνης, αυτών που κοσμούν μέχρι σήμερα τα εθνικά μουσεία. Οι συλλογές άρχισαν να ανοίγονται στο κοινό ή έγιναν ο πυρήνας των μεγάλων μουσείων όταν μη αριστοκράτες συλλέκτες άρχισαν να συλλέγουν. Η μετακίνηση έργων τέχνης από ιδιωτικές συλλογές σε μουσεία έκτοτε, από τον 18ο αιώνα και εξής, είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό της συλλογής έργων τέχνης.
Οι πλούσιοι βιομήχανοι ήρθαν να αντικαταστήσουν τους αριστοκράτες ως εξέχοντες συλλέκτες τον 19ο αιώνα, με τους Αμερικανούς να αναλαμβάνουν έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, ενώ τον επόμενο αιώνα είδαμε μια άνευ προηγουμένου ροή αριστουργημάτων στα μεγάλα μουσεία τέχνης. Ο όγκος και το εύρος των συλλογών τέχνης δεν άφησαν ανεπηρέαστη την αγορά και δεν είναι λίγες και αυτές που διασκορπίστηκαν μετά τον θάνατο του ιδρυτή τους.
Στον αιώνα μας, με τη συζήτηση για την τέχνη να αλλάζει διαρκώς, οι μεγάλοι συλλέκτες θέλησαν να μοιραστούν τη συλλογή τους με τον κόσμο, δανείζοντας έργα ή δημιουργώντας χώρους και μουσεία που φέρουν το όνομά τους, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα και την αντίληψή μας γι' αυτό που θεωρούμε σημαντικό ή νέο.
Η έρευνα για την ένταξη της δωρεάς κρατά ήδη δυο χρόνια και συνεχίζεται· στόχος της, όπως και στόχος του συλλέκτη, είναι να φτάσει η τέχνη σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο κοινό ανά τον κόσμο.
Η περίπτωση του συλλέκτη Δημήτρη Δασκαλόπουλου είναι κάπως διαφορετική. Επιτυχημένος επιχειρηματίας, άρχισε τη συλλογή του με ένα έργο της Rebecca Horn, το πρώτο σημαντικό του απόκτημα. Η λαχτάρα να συμμετέχει στη συζήτηση σχετικά με την τέχνη τελικά ήταν μεγαλύτερη από τη δύναμη που δίνει η αίσθηση της ιδιοκτησίας, όπως έδειξε το μέλλον του ίδιου και της συλλογής του που αποτελείται από έναν εκπληκτικά μεγάλο αριθμό έργων. Τον ενδιέφερε περισσότερο η αναζήτηση νέων καλλιτεχνών, η σύνδεση μαζί τους, η συζήτηση και τελικά ο γόνιμος διάλογος ή οι αντιπαραθέσεις που προκύπτουν με κάθε αφορμή που δίνει η τέχνη.
Καθώς η συλλογή του εμπλουτιζόταν με έργα όπως το «Fontaine» του Duchamp και ιστορικά όπως αυτά των Dieter Roch, Robert Morris και Joseph Beuys, άρχισε να αποκτά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Στο επίκεντρο υπήρχαν έργα που υποκινούσαν συναισθήματα και διεύρυναν την κατανόηση της ιστορίας των ανθρώπων.
Από το 2013, οπότε δημιούργησε τον πολιτιστικό οργανισμό ΝΕΟΝ, είδαμε πολλά τέτοια παραδείγματα, π.χ. στην πρώτη έκθεση με τίτλο «Heart of Darkness» το 2013 είδαμε το «Akropolis Now» του Kendell Geers στους χώρους της Πειραιώς 260. Έκτοτε οργανώθηκαν μεγάλες –και οι πρώτες– μονογραφικές εκθέσεις όπως αυτές του Martin Kippenberger, του Mario Merz, του Mike Kelley, της Lynda Benglis, του Paul Chan στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, είδαμε Γιώργο Λάνθιμο στο τριετές πρόγραμμα «The artist on the composer» σε συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή, εκθέσεις σε απρόβλεπτους χώρους, Antony Gormley στη Δήλο, το «A thousand doors» στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, Adrián Villar Rojas στον Λόφο των Νυμφών και στο Εθνικό Αστεροσκοπείο, το «Flying over the abyss» στο Ωδείο Αθηνών, το «Terrapolis» στον κήπο της Γαλλικής Σχολής Αθηνών· συζητήσαμε, ζήσαμε και διαφωνήσαμε για τη μέθοδο της Μαρίνα Αμπράμοβιτς στο Μουσείο Μπενάκη, είδαμε την αναδιαμόρφωση του εμβληματικού κτιρίου του Καπνεργοστασίου με δυο σημαντικές και μεγάλες εκθέσεις που εγγράφηκαν στη συλλογική μνήμη και υμνούν τον ρόλο της τέχνης στον δημόσιο χώρο. Ανάμεσα σε αυτές μεσολάβησαν δράσεις, εκθέσεις και αναθέσεις σε νέους Έλληνες καλλιτέχνες, εκπαιδευτικά προγράμματα που φτάνουν μέχρι σήμερα και η έκθεση space of togetherness σε επιμέλεια Ελίνας Κουντούρη στον χώρο της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου που θα διαρκέσει μέχρι τις 20 Οκτωβρίου 2024.
Πώς αποχωρίζεσαι μια συλλογή
Περπατώντας με δυο συναδέλφους ένα βράδυ στο Λονδίνο, αφού είχαμε δει τα έργα της δωρεάς της συλλογής Δασκαλόπουλου ανάμεσα σε αυτά της Tate Modern και Tate Britain σε μια διακριτική και αρμονική συνομιλία, αναζητούσαμε την απάντηση στο ερώτημα πώς νιώθει ένας συλλέκτης όταν αποχωρίζεται οριστικά τα έργα της συλλογής του, όταν αυτή η συλλογή περιλαμβάνει περισσότερα από 500 έργα κορυφαίων καλλιτεχνών και αποτελεί, εκτός από πνευματικό, και σοβαρό περιουσιακό στοιχείο, παρά το γεγονός ότι ο συλλέκτης την έκανε με ένστικτο και πάθος, ανεξάρτητα από την εμπορεύσιμη πλευρά της. Ο Δασκαλόπουλος δεν θέλησε ποτέ να κάνει ένα μουσείο, να έχει έναν μόνιμο χώρο εκθέσεων, κάτι που έδειχνε και την αντίληψή του ως συλλέκτη.
Έτσι, το 2022 δώρισε έναν µεγάλο αριθμό σημαντικών έργων σύγχρονης τέχνης, περισσότερα από 350 έργα 142 καλλιτεχνών. Συγκεκριμένα 140 στο ΕΜΣΤ, 100 σε κοινή δωρεά στα Guggenheim και MCA Chicago και 110 στην Tate, μετατρέποντας μια ιδιωτική συλλογή σε δηµόσιο αγαθό µέσω µεγάλων δηµόσιων ιδρυµάτων.
Τελικά, αν το σκεφτούμε σήμερα, η δωρεά είναι η φυσική εξέλιξη της νοοτροπίας και του τρόπου δράσης ενός συλλέκτη που βαθιά του πεποίθηση είναι ότι η τέχνη έχει την ικανότητα να εμπνέει τους ανθρώπους και να κεντρίζει τη συλλογική συνείδηση. Άλλωστε, μέχρι σήμερα έχει στηρίξει ενεργά, με προσωπική και οικονομική συνεισφορά, πολλά μουσεία, εκθέσεις και καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες ανά τον κόσμο. Στο ίδιο σκεπτικό είναι και η ιδέα ότι ο συλλέκτης έχει την ηθική υποχρέωση να φροντίσει το μέλλον της συλλογής του με την ίδια έγνοια και προσοχή που επένδυσε στη δημιουργία της. Έτσι, με την ομάδα του έλαβαν υπόψη τους τις ιδιαιτερότητες και τη φυσιογνωμία κάθε μουσείου και δημιούργησαν μια «μικρή συλλογή» για κάθε αποδέκτη με σεβασμό στις υπάρχουσες συλλογές τους, τον χαρακτήρα τους και τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Επιπλέον, κάθε δωρεά βασίστηκε και σχεδιάστηκε με τις προοπτικές ενός βιώσιμου μέλλοντος, ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί στο έπακρο από τον εκάστοτε οργανισμό.
Ένα πρωινό στην Tate Modern και Tate Britain
Είκοσι από τα έργα της δωρεάς μπορεί να δει κάποιος σήμερα σε νέες εκθέσεις στην Tate Modern, στην Tate Britain και στην Tate St Ives. Επίσης, κάποια από τα 110 έργα της δωρεάς θα ταξιδέψουν σε χώρους ανά το Ηνωμένο Βασίλειο τα επόμενα χρόνια. «Η τέχνη έχει νόημα μόνο όταν βρίσκεται σε συνδιαλλαγή, σε επικοινωνία με τον αποδέκτη της, με τον άνθρωπο. Ειδάλλως, ένα έργο τέχνης δεν υπάρχει από μόνο του αν δεν εκτίθεται, αν δεν αλληλεπιδρά με τον θεατή, ώστε να προκαλέσει προβληματισμό και συναισθήματα», λέει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος.
Στην Tate Modern έχουμε φτάσει προτού ανοίξει για το κοινό για να ξεναγηθούμε στα έργα της συλλογής Δασκαλόπουλου. Στις ελεύθερες εκθέσεις της συναντάμε μια μεγάλης κλίμακας εγκατάσταση του Βλάση Κανιάρη σε συνομιλία με το έργο του Josef Beuys, ένα φαλλικό γλυπτό της Louise Bourgeois, ένα καθηλωτικό βίντεο της Pipilotti Rist, μια μεγάλης κλίμακας έκθεση αφιερωμένη στη Helen Chadwick και τρεις αίθουσες αφιερωμένες στο έργο των David Hammons, Robert Gober and Martin Kippenberger. Στην περιοδική έκθεση που τρέχει αυτό το διάστημα στην Tate Modern βρίσκεται ένα έργο του Mike Kelley, ενώ στην Tate Britain βλέπουμε μια εγκατάσταση βίντεο του Paul Pfeiffer στην Clore Gallery σε συνομιλία με τον πίνακα JMW Turner που την ενέπνευσε αρχικά και τρία σημαντικά έργα της δεκαετίας του 1990, μια εγκατάσταση σε μέγεθος δωματίου της Mona Hatoum, ντουλάπια με βάζα φορμαλδεΰδης του Damien Hirst και ένα γλυπτό της Sarah Lucas με μια ανακατεμένη τουαλέτα. Η έρευνα για την ένταξη της δωρεάς κράτησε δύο χρόνια και συνεχίζεται· στόχος του συλλέκτη είναι να φτάσει η τέχνης σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο κοινό ανά τον κόσμο. Σύμφωνα με αυτήν τη φιλοσοφία, δεν τέθηκε κανένας όρος για την αποδοχή της δωρεάς σε επίπεδο εκθέσεων ή παρουσίασης έργων.
Βλέποντας από κοντά δέκα σπουδαία έργα της δωρεάς
Sarah Lucas
Inferno
Μια βρόμικη λευκή τουαλέτα, δύο καρύδια και ένα πούρο που αναπαριστούν ένα ανδρικό πέος, ένα σπασμένο καπάκι και μια κόκκινη λάμπα που εκπέμπει μια ζεστή λάμψη. Οι τουαλέτες επαναλαμβάνονται στην πρακτική της Lucas ως υπενθύμιση σωματικών λειτουργιών, της θνησιμότητας, των αυτοκαταστροφικών ορμών και των καταχρηστικών συμπεριφορών απέναντι στο γυναικείο σώμα. Η καλλιτέχνιδα, που ανήκει στη γενιά Νέων Βρετανών Καλλιτεχνών (YBA) και έγινε γνωστή στο Λονδίνο τη δεκαετία του 1990, δημιούργησε ένα σύνολο έργων που ανατρέπουν τις παραδοσιακές έννοιες του φύλου, της σεξουαλικότητας και της ταυτότητας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 έχει μεταμορφώσει αντικείμενα που βρήκε τυχαία και καθημερινά υλικά σε γλυπτά που ανακρίνουν το σώμα και τις πολλές μορφές του, εξερευνώντας την ένταση μεταξύ του οικείου και του παραλόγου. Η άθλια εμφάνιση πολλών από τα έργα της διαψεύδει το σοβαρό και περίπλοκο θέμα που πραγματεύονται. Το κάπνισμα και τα τσιγάρα βρίσκονται επίσης σε όλα τα γλυπτά και τις φωτογραφίες της ασεβούς και γεμάτης σκωπτικό χιούμορ Lucas. Το κάπνισμα, ένα χόμπι που θεωρείται ταυτόχρονα καταστροφικό και ευχάριστο, μπορεί να σχετίζεται με το σαρκαστικό ενδιαφέρον της για την «τάξη, τον εθισμό, την επισφάλεια της ζωής στη Βρετανία». Ο τίτλος του γλυπτού θυμίζει την «Κόλαση του Δάντη» και οδηγεί σε μια αλυσίδα συμπερασμάτων, λογοπαιγνίων ή παραπομπών που διατρέχουν το έργο της
Louise Bourgeois
Fillette
Ο φαλλός που κρέμεται πάνω από το κεφάλι μας («Fillette») είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρακτικής της Louise Bourgeois που χαρακτηρίζεται από τη σουρεαλιστική γοητεία του κατακερματισμένου σώματος και τη φροϋδική έννοια του παράξενου. Το γλυπτό αναπαριστά έναν διευρυμένο φαλλό που αποδίδεται με γύψο και λάτεξ, αποκτώντας έτσι την όψη της σάρκας και μια ακατέργαστη υλικότητα. Το έργο έχει σχεδιαστεί για να κρεμιέται κάθετα από ένα στριφτό, βαμμένο μαύρο χάλκινο σύρμα που προεξέχει από την άκρη του φαλλού, ενώ ένας μεταλλικός οπλισμός διατρέχει το γλυπτό αντικείμενο σε όλο του το μήκος. Η Bourgeois έφτιαξε αρχικά το γλυπτό με τον απλό τίτλο «Κοριτσάκι» το 1968· αυτή η πρωτότυπη έκδοση φυλάσσεται στη συλλογή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Στη συνέχεια δημιούργησε μια έκδοση τριών όμοιων έργων, το πρώτο από τα οποία σήμερα ανήκει στην Tate. Με αυτό το έργο η Bourgeois διερεύνησε θέματα παιδικού τραύματος και εγκατάλειψης, του σώματος και της γυναικείας ταυτότητας. Και σε αυτό το έργο, όπως και σε άλλα δικά της, συγχωνεύονται διφορούμενα σωματικά όργανα. Ο τίτλος του, που σημαίνει «μικρό κορίτσι» στα γαλλικά, διαψεύδεται από το υπερμέγεθες ανδρικό όργανο και το ίδιο το έργο καταλήγει ένα ανησυχητικό αντικείμενο που αγγίζει πρωταρχικούς φόβους και αγωνίες.
Pipilotti Rist
Lungenflügel (Lobe of the lung)
Βγάζεις τα παπούτσια σου και ξαπλώνεις στις μαξιλάρες, μπαίνεις στην καθηλωτική εγκατάσταση με τρεις οθόνες της Pipilotti Rist «Lobe of the lung». Για δεκαπέντε λεπτά οι δύο βασικοί χαρακτήρες, μια γυμνή γυναίκα και ένα γουρούνι, περιφέρονται σε μια πολυτελή κοιλάδα. Ο άνθρωπος και το ζώο τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο. Η γυναίκα σέρνεται στα τέσσερα, τρώγοντας μήλα κατευθείαν από το γρασίδι, σε μια χορογραφία που μιμείται πολύ στενά τις κινήσεις των χοίρων· κάποια στιγμή τα πλάνα αρχίζουν να γίνονται αφηρημένα. Από τη μόνη θέση που μπορεί κάποιος να δει το έργο στο σύνολό του (ξαπλωμένος στο πάτωμα) επικρατούν καλειδοσκοπικά χρώματα και παραμορφώσεις που παραπέμπουν στις αποχρώσεις των εσωτερικών οργάνων, ενώ ο τίτλος του έργου αναφέρεται σε ένα τμήμα του αναπνευστικού συστήματος.
Βλάσης Κανιάρης
Possible Background
Το έργο του Βλάση Κανιάρη συνομιλεί σε μια αίθουσα με το έργο του Joseph Beuys, φέρνοντας κοντά δύο καλλιτέχνες που ακολούθησαν μια παρόμοια πειραματική προσέγγιση κατά τη δημιουργία εγκαταστάσεών τους τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Οι καλλιτέχνες εργάστηκαν με φόντο τον εθνικισμό στις πατρίδες τους. Για τον Beuys, ήταν η Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για τον Κανιάρη, ο ελληνικός εμφύλιος και η χούντα.
Το «Possible Background» του Κανιάρη είναι μια μεγάλη γλυπτική εγκατάσταση που περιλαμβάνει αντικείμενα τα οποία έχουν βρεθεί και υλικά κατασκευής ή συσκευασίας. Ένα μεγάλο φύλλο μαύρου χαρτιού κολλημένο με ταινία στον τοίχο αποτελεί το κυρίαρχο, οπτικά, στοιχείο του έργου τέχνης. Γύρω από αυτό συναρμολογούνται πολλά μεταχειρισμένα αντικείμενα, π.χ. δύο καρότσια, δύο βαλίτσες, ένα παιδικό τρίκυκλο, φύλλα από κόντρα πλακέ, φορμάικα και μια ξύλινη σκάλα. Η παράξενη ποιότητα των υλικών είναι σκόπιμη, ενθαρρύνει τον θεατή να αναλογιστεί με ενσυναίσθηση τις προοπτικές των άλλων – αυτό είναι ένα θέμα που απασχολούσε ιδιαίτερα τον Κανιάρη, όπως και ο ρεαλισμός του. Τα πεταμένα συντρίμμια μιας καταναλωτικής κοινωνίας που συγκεντρώνονται και χρησιμοποιούνται ξανά είναι κάτι που σήμερα έχει ιδιαίτερη αξία ως συλλογισμός.
Μια αίθουσα για τον Martin Kippenberger
Σε αυτή την αίθουσα όλα τα έργα του Martin Kippenberger προέρχονται από τη δωρεά Δασκαλόπουλου. Είναι ένας καλλιτέχνης που αγαπά ο συλλέκτης και έργο του υπήρξε η δεύτερη αγορά του όταν συγκροτούσε τη συλλογή του. Στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης είχαμε δει μία από τις καλύτερες εκθέσεις του και αυτή η αίθουσα στην Tate με ολοκληρωμένες σειρές έργων του μας βάζει στο πνεύμα της συλλογής, δείχνοντας τον τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκαν μια σειρά από 14 λιθογραφίες, εγκαταστάσεις, ζωγραφικά σε ξύλο και ατσάλι, κολάζ και φωτογραφίες.
Στέκομαι μπροστά στο «Raft of Medusa», μια σειρά από δεκατέσσερις λιθογραφίες διαφορετικού μεγέθους. Το θέμα και ο τίτλος αναφέρονται στον ομώνυμο πίνακα μεγάλης κλίμακας του Théodore Géricault.
Για τη δημιουργία της σειράς η σύζυγος του Kippenberger, η φωτογράφος Elfie Semotan, φωτογράφισε τον Kippenberger σε πόζες που θυμίζουν μερικές νεκρές και ετοιμοθάνατες φιγούρες από τον πίνακα του Géricault που δείχνει τον απόηχο ενός διάσημου ναυαγίου. Από αυτές τις φωτογραφίες ο Kippenberger έφτιαξε ένα σύνολο λιθογραφιών καθώς και μια σειρά από πίνακες, σχέδια και ένα χαλί που απεικονίζει τη σχεδία. Σε αυτήν τη σειρά έργων ο καλλιτέχνης επιχειρεί να ξεπεράσει τα όρια του status quo και της ορθόδοξης καλλιτεχνικής παραγωγής.
David Hammons
Blue Angels (Penises)
Το «Blue Angels (Penises)» είναι ένα μοναδικό τύπωμα σώματος σε χαρτί που απεικονίζει τρεις αιωρούμενους φαλλούς τον έναν δίπλα στον άλλο σε μπλε χρωστική σε υπόλευκο χαρτί. Η υφή του δέρματος αποτυπώνεται στο χαρτί και το κάτω μέρος των φαλλικών μορφών καταλήγει σε ηβικές τρίχες που στροβιλίζονται.
Ο Ντέιβιντ Χάμονς άρχισε να φτιάχνει στάμπες σώματος τη δεκαετία του 1960. Έφτιαξε αυτά τα πρώτα έργα απλώνοντας μαργαρίνη και γράσο στο σώμα του (ή σε άλλων) και δημιουργώντας ένα αποτύπωμα στην επιφάνεια ενός φύλλου χαρτιού, το οποίο στη συνέχεια ξεσκόνιζε με κάρβουνο και σκόνη χρωστικής ουσίας. Χρησιμοποιεί το σώμα τόσο ως εργαλείο σχεδίασης όσο και ως πλάκα εκτύπωσηςμ έχοντας ως αναφορά στους πίνακες «ανθρωπομετρίας» του Yves Klein.
Damien Hirst
The Lovers
Η εγκατάσταση του «Hirst The Lovers» (The Committed Lovers, The Spontaneous Lovers, The Detached Lovers, The Compromising Lovers) περιλαμβάνει τεσσερις επιτοίχιες μονάδες-ράφια με γυάλινη πρόσοψη, στα οποία περιέχονται πολλά γυάλινα βάζα με δείγματα διαφόρων μεγεθών από εσωτερικά όργανα οκτώ αγελάδων διατηρημένα σε φορμαλδεΰδη. Ο Hirst σχολίασε ότι το έργο είναι ένας προβληματισμός πάνω στην πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και στις εγγενείς δυσκολίες της απεικόνισής τους. Ο Χιρστ άρχισε να δημιουργεί έργα με ζώα σε φορμαλδεΰδη το 1991, όταν ένας φίλος τού έδωσε πρόσβαση στο τμήμα Ανατομίας του Πανεπιστημίου του Λιντς, όπου σχεδίαζε πτώματα. Τότε ήταν που ο καλλιτέχνης οραματίστηκε για πρώτη φορά τη σειρά φορμαλδεΰδης και ένα από τα πιο διάσημα έργα του είναι ένας καρχαρίας που επιπλέει σε μια γιγάντια δεξαμενή γεμάτη φορμαλδεΰδη.
Mona Hatum
Current Disturbance 1996
Σε μια αίθουσα της Tate Britain υπάρχει η εγκατάσταση της Hatum «Current Disturbance» που αποτελείται από ένα τεράστιο πλέγμα με πάνω από 200 κλουβιά, λαμπτήρες και τον ενισχυμένο ήχο των ηλεκτρικών ρευμάτων. Καθώς οι λάμπες ανάβουν και σβήνουν σε ακανόνιστα διαστήματα, φωτίζουν σποραδικά τον χώρο.
Η ένταση που προκύπτει από αυτή την αντιπαράθεση στοιχείων χρησιμεύει για να επιτείνει το αίσθημα της αιωρούμενης ενέργειας και της αστάθειας, δημιουργώντας ένα αίσθημα δυσφορίας που αντανακλά το ενδιαφέρον της καλλιτέχνιδας για τραυματικά και πολιτικά θέματα. Ο ήχος της εγκατάστασης ενισχύει την αίσθηση της απειλής, ενώ το έργο, με την οπτική γλώσσα του μινιμαλισμού και του σουρεαλισμού, εκθέτει έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις και αντιφάσεις.
Μια έκθεση για την Helen Chadwick
Η Chadwick δημιούργησε το «Piss Flowers» που βρίσκεται στο κέντρο της αίθουσας κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας της στο Banff Centre for the Arts στην Αλμπέρτα του Καναδά. Εκεί το χιόνι είναι άφθονο και η ίδια μαζί με τον σύντροφό της David Notarius ουρούσαν σε αυτό και έπειτα έφτιαχναν καλούπια από τις κοιλότητες που προέκυπταν. Το σημείο αφετηρίας για τη δημιουργική διαδικασία, η ούρηση στο χιόνι, είναι μια πρόδηλα ρυπαντική πράξη-ταμπού. Παρ’ όλα αυτά, η διάρρηξη του ταμπού και η σιχασιά που το συνοδεύει οδηγεί με σαγηνευτικό τρόπο στη δημιουργία ενός λευκού σεξουαλικοποιημένου γλυπτού άνθους υπέρτατου κάλλους. Η Helen Chadwick, που πέθανε σε ηλικία 43 ετών, γλύπτρια, φωτογράφος και καλλιτέχνις εγκαταστάσεων, ήταν μία από τις πρώτες γυναίκες που προτάθηκαν για το βραβείο Turner. Η δουλειά της αντλεί από μια σειρά πηγών, από τους μύθους έως την επιστήμη, παλεύοντας με μια πληθώρα αντισυμβατικών υλικών όπως σοκολάτα, γλώσσες αρνιών και σάπια λαχανικά.
Robert Gober
Untitled 1989
Η ταπετσαρία με γεννητικά όργανα ανδρών και γυναικών που έφτιαξε ο καλλιτέχνης το 1989 είναι μια μεταξοτυπία σε χαρτί που επικολλάται απευθείας στους τοίχους μιας γκαλερί· είναι παρόμοια με μια διακοσμητική ταπετσαρία που μπορεί να βρεθεί σε οικιακό περιβάλλον. Οι εικονογραφήσεις με το χέρι είναι ποικίλες και απεικονίζουν πέη (σε δύο διαφορετικές αποδόσεις), γλουτούς και τη μετωπική όψη μιας γυναικείας ηβικής περιοχής. Αποδίδονται σε λευκό και μαύρο και μοιάζουν με σχέδια με κιμωλία σε μαυροπίνακα. Η εγκατάσταση στον χώρο περιλαμβάνει τρία ξεχωριστά κομμάτια με ξεχωριστούς τίτλους: μια ταπετσαρία με γεννητικά όργανα ανδρών και γυναικών, οκτώ χυτά σιφώνια αποχέτευσης και το Bag of Donuts, μια χάρτινη σακούλα που περιέχει ντόνατς από ρητίνη, τοποθετημένη σε μια πλίνθο στη μέση του δωματίου. Τα νοήματα μπορούν να αντιστρέφονται μεταξύ αντικειμένων και υλικών του περιβάλλοντος.
Η χρήση της ταπετσαρίας έκανε την πρώτη της εμφάνιση στην καλλιτεχνική πρακτική του Gober το 1979· τότε δημιουργούσε γλυπτά κουκλόσπιτα με ζωγραφισμένους εσωτερικούς χώρους, τα οποία έδιναν την ψευδαίσθηση τυπωμένων επαναλαμβανόμενων μοτίβων. Τα μοτίβα ήταν φαινομενικά μπανάλ και απεικόνιζαν ζωγραφισμένα θραύσματα τοπίων, λεπτομέρειες φορτηγών και παντελόνια χωρίς σώμα.