Αν θα άξιζε να αναφερόμαστε διαχρονικά στον καλλιτεχνικό οργανισμό ΝΕΟΝ για κάτι, είναι γιατί κατάφερε να δημιουργήσει ουρές για δύο μεγάλης σημασίας εκθέσεις σύγχρονης τέχνης σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας∙ πολλοί φιλότεχνοι επισκέπτονταν για πρώτη φορά τη συγκεκριμένη περιοχή και αρκετοί περίοικοι, οι οποίοι ουδεμία σχέση είχαν με το αντικείμενο, επίσης κάθισαν στην ουρά για να δουν ένα είδος τέχνης με το οποίο δεν είχαν ξαναέρθει σε επαφή. Αυτό ακριβώς συνέβη με τις δύο μνημειώδεις εκθέσεις που οργανώθηκαν τα δύο τελευταία καλοκαίρια, «Portals» (2021) και «Dream On» (2022), στο Δημόσιο Καπνεργοστάσιο της οδού Λένορμαν. Συνολικά, και παρ’ όλους τους περιορισμούς λόγω Covid, η επισκεψιμότητα έφτασε περίπου τους εκατό χιλιάδες θεατές.
Ο καλλιτεχνικός οργανισμός ΝΕΟΝ, πνευματικό παιδί του συλλέκτη Δημήτρη Δασκαλόπουλου, έχει στο ενεργητικό του ουκ ολίγες εκθέσεις δημόσιας θέασης, κυρίως σε συνεργασία με εκπροσώπους, διεθνείς και Έλληνες, της σύγχρονης τέχνης, πάντα με δωρεάν είσοδο για το κοινό, είτε σε χώρους συχνά παραμελημένους ή παροπλισμένους, όπως ήταν το Ωδείο Αθηνών και μια παλιά οικία στην Καπλανών, είτε δημιουργώντας υποδομές, όπως το Αστεροσκοπείο και το Μουσείο Μυκόνου, είτε στήνοντας μια ολόκληρη σκηνογραφία στο νησί της Δήλου. Στην περίπτωση του Δημόσιου Καπνεργοστασίου χρειάστηκε πρώτα να γίνει ολική ανάπλαση του εσωτερικού του υπέροχου οικοδομήματος, κόστους 1,2 εκατομμυρίων, ώστε να μπορέσει να στεγάσει τις δύο σπουδαίες εκθέσεις ‒ στη συνέχεια παραδόθηκε στη Βουλή και στο ελληνικό Δημόσιο. Ο Δασκαλόπουλος ήταν εκείνος που διέθεσε το τεράστιο αυτό ποσό, όπως κάνει πάντα με όλες τις δραστηριότητες του οργανισμού.
Δεν μου ταιριάζει ο χαρακτηρισμός “συλλέκτης”. Είμαι λάτρης της τέχνης, έτσι την παρακολούθησα, την έψαξα, την έμαθα και κάποια στιγμή άρχισα να συλλέγω. Κι όταν έχεις αυτό το μικρόβιο μέσα σου συλλέγεις διάφορα πράγματα που θέλεις να έχεις γύρω σου.
Φέτος, προχώρησε σε μία ακόμα, σημαντικότερη κίνηση με αφορμή την έκθεση «Dream On» που συμπεριλάμβανε δεκαοκτώ εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας από τη συλλογή του με εμβληματικά έργα όπως το «Tomato Head (Burgundy)» του Paul McCarthy ή το «Exhuming Gluttony: A lover’s requiem» της Wangechi Mutu: δώρισε 350 έργα της συλλογής του σε τέσσερα σπουδαία μουσεία: ΕΜΣΤ, Tate, Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης και Σύγχρονης Τέχνης του Σικάγο. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτός ήταν ο στόχος ανέκαθεν γι’ αυτόν το σημαντικό συλλέκτη, του οποίου η σχέση με την τέχνη μετράει πολλά χρόνια και εμφορείται από αφοσίωση, διορατικότητα και βαθιά σύνδεση.
Ο Δημήτρης Παλαιοκρασσάς, που είχε την επιμέλεια της «Dream On» και υπήρξε σταθερός σύμβουλος του Δασκαλόπουλου από το 1993, θυμάται σχετικά με τη συνεργασία τους: «Μέσα σε μια πενταετία ήταν ξεκάθαρο τι τον ενδιέφερε στην τέχνη. Περιστρεφόταν γύρω από τα αιώνια προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, τον έρωτα και τον θάνατο. Όσον αφορά τη συλλογή πάντα λέγαμε ότι τον ενδιαφέρει το σώμα και ο τρόπος που το πραγματεύεται η τέχνη ως πηγή ανθρώπινης δημιουργικότητας και πεδίο ιδεολογικής, ψυχολογικής και κοινωνικής πάλης».
Επιμένει, δε, ότι για τον Δασκαλόπουλο «ποτέ δεν ήταν κριτήριο απόκτησης έργων η υποτιθέμενη οικονομική υπεραξία που μπορούσε να αντλήσει, ούτε και η επιβεβαίωση του ενστίκτου του συλλέκτη ότι σήμερα αγοράζω έναν ανερχόμενο που θα μείνει αύριο στην Ιστορία. Αγόραζε εκείνο που πίστευε ότι έχει αξία για εκείνον. Όσον αφορά τη δωρεά, ήδη από τη δεκαετία του ’90 είχε αυτή την προοπτική στο μυαλό του, καθώς, πολύ απλά, πιστεύει ότι είναι προσωρινός θεματοφύλακας της δύναμης των ιδεών που ενσαρκώνονται στα έργα από τους καλλιτέχνες. Υπό αυτή την έννοια η δύναμη των ιδεών δεν ανήκει σε κανένα, μόνο στον καλλιτέχνη, που την έφτιαξε, και στο κοινό, που βλέπει αυτά τα έργα».
Η περίπτωση Δασκαλόπουλου είναι ιδιαίτερη για τα ελληνικά δεδομένα. Επικοινωνώντας μαζί του, μου είπε: «Καταρχάς, δεν μου ταιριάζει ο χαρακτηρισμός “συλλέκτης”. Είμαι λάτρης της τέχνης, έτσι την παρακολούθησα, την έψαξα, την έμαθα και κάποια στιγμή άρχισα να συλλέγω. Κι όταν έχεις αυτό το μικρόβιο μέσα σου συλλέγεις διάφορα πράγματα που θέλεις να έχεις γύρω σου. Κάποια στιγμή αποφάσισα ότι με ενδιαφέρει πολύ η σύγχρονη τέχνη. Μπήκα βαθιά σε αυτόν τον χώρο και ανακάλυψα ότι δεν έκανα συλλογή αλλά συλλογισμούς. Έκανα ένα δικό μου καλλιτεχνικό έργο, μάζευα πράγματα που μιλούσαν μεταξύ τους για να εκφράσουν τη δική μου αντίληψη για τον κόσμο μέσα από τη δουλειά των καλλιτεχνών».
Αυτό που ομολογεί, και είναι άξιο θαυμασμού, είναι ότι δεν είναι ένας ακόμα συλλέκτης που παίζει με τη χρηματιστηριακή αξία των έργων τέχνης αλλά ενδιαφέρεται για κάτι βαθύτερο, οικουμενικό, σημαντικό για τη σύγχρονη σκέψη. «Ποτέ δεν θεώρησα τα έργα ιδιοκτησία μου, διότι είναι έργα ενός καλλιτέχνη. Ένα έργο εκπέμπει μηνύματα και συναισθήματα, συναλλάσσεται με ανθρώπους που το βλέπουν, άρα αποκτάει κι εκεί άλλη δυναμική. Είναι μια οντότητα ξεχωριστή από εμένα, δεν μου ανήκει όπως ένα αυτοκίνητο λ.χ. Θεωρούσα πάντα τον εαυτό μου τοποπαρατηρητή των έργων και το να καταλήξουν εκεί όπου το ευρύ κοινό έχει πρόσβαση ήταν μια απόλυτα φυσική εξέλιξη».
Καθώς η τέχνη τις τελευταίες δεκαετίες επιστρατεύει πια κάθε πιθανό και απίθανο μέσο, πέρα από καμβά και μπρούντζο, συνολικά μετακινείται σαφώς προς κατευθύνσεις που την κάνουν να διαφοροποιείται από αυτό που ο περισσότερος κόσμος αναγνώριζε. Όπως μου λέει και ο κ. Δασκαλόπουλος, «χρειάστηκαν περί τα εβδομήντα χρόνια μετά τον Ντυσάμπ για να πάρει μπρος». Ρωτώντας τον κ. Παλαιοκρασσά αν υπήρξαν φορές που «ανακάλυψαν» κάποιον καλλιτέχνη νωρίς, μου απαντάει ότι αυτό έγινε αρκετές φορές: «Μιλάω για άλλες εποχές, που η πληροφόρηση δεν ήταν αστραπιαία, όπως σήμερα, μέσω του ίντερνετ. Πλεονέκτημα είχε αυτός που ήταν μέσα σε δίκτυα πληροφόρησης». Επιμένει ωστόσο ότι ο προσανατολισμός της συλλογής βασίζεται στην προσωπική κοσμοθεωρία του Δασκαλόπουλου και ότι οι αποφάσεις ήταν πάντα δικές του. «Τα πρώτα χρόνια αγοράζαμε ένα έργο από κάθε καλλιτέχνη. Στην πορεία αρχίσαμε να επανερχόμαστε σε κάποιους, όπως οι Robert Gober, Chris Ofili, David Hammons, Martin Kippenberger, Paul Chan. Από Έλληνες, θα έλεγα κυρίως τον Κανιάρη. Όταν άρχισε να αγοράζει large scale installations μαθεύτηκε στη διεθνή αγορά, γιατί δεν τις αγόραζε κανένας. Αλλά, όπως έχω πει ξανά, στην εγκατάσταση μεγάλης κλίμακας είναι που ο καλλιτέχνης θα πραγματοποιήσει το όνειρό του, καθώς δεν έχει τον περιορισμό των διαστάσεων του στούντιο και απελευθερώνεται. Κάνει οτιδήποτε θέλει με την πιο ακραία μορφή, ικανοποιώντας τη φαντασία του στο έπακρο. Και επειδή συμβαίνει αυτό, έχει καταπληκτικά αποτελέσματα».
Τι ώθησε τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο να αφοσιωθεί στην τέχνη, ενώ απολάμβανε μεγάλες επιτυχίες στην επιχειρηματική του δραστηριότητα στον χώρο των τροφίμων; Εξηγεί ο ίδιος: «Δεν είχε να κάνει τόσο πολύ με την τέχνη. Άρχισα να συλλέγω ενώ ήμουν πολύ ενεργός και πολύ αφοσιωμένος στην επιχειρηματική μου δράση σε ένα περιβάλλον ανταγωνιστικό, πολύ δύσκολο και απαιτητικό. Έτσι, η έννοια της καινοτομίας, της πρωτοπορίας, ήταν αναγκαία και για τη δουλειά μου. Οπότε ίσως δούλεψαν μαζί, το ένα βοήθησε το άλλο. Όταν το αντικείμενό σου είναι το καταναλωτικό προϊόν, το μυαλό σου είναι στον κόσμο, τι διαφορετικό θα του δώσεις, πώς θα του προκαλέσεις το ενδιαφέρον ώστε να αγοράσει το δικό σου. Αυτή η ανάγκη που ταυτόχρονα εφάρμοζα στη δουλειά μου ήταν και ο χώρος δράσης και σκέψης μου και στην τέχνη. Τα θεωρώ δύο παράλληλες καριέρες. Όπως αφοσιώθηκα στη δουλειά μου, στην επιχείρηση, στα προϊόντα και στους καταναλωτές μας, έτσι αφοσιώθηκα και στον χώρο της τέχνης. Υπάρχει ένα σκεπτικό που λέει “θέλω να είμαι ζωντανός σήμερα, θέλω να επηρεάζω το αύριο”».
Οι μεγάλες καινοτομίες στην τέχνη την εποχή στην οποία αναφέρεται συνέβαιναν στις ΗΠΑ, όπου υπήρχε μεγάλη δραστηριότητα και το σύστημα την αναδείκνυε. Μετά το 2000 η Tate έφερε την αναγέννηση του Λονδίνου, το οποίο πήρε τα σκήπτρα για την επόμενη δεκαετία διεθνώς. Ο Δασκαλόπουλος ακολούθησε τις εξελίξεις. «Είχα μια συνοχή στη σκέψη μου και ένιωθα ότι έφτιαχνα μια θεματολογία με τη συλλογή. Ότι προσπαθούσα κάτι να πω, άρα προσέθετα λόγια και παραγράφους, σελίδες σε αυτό το δημιούργημα. Επειδή δεν ήμουν καλλιτέχνης, το έφτιαχνα με τη δουλειά των άλλων. Νομίζω ότι το πέτυχα γιατί τα μουσεία που παίρνουν τη συλλογή δείχνουν έντονο σεβασμό και στα έργα και στο σύνολό της. Πάντα κοιτούσα τη δουλειά του καλλιτέχνη και τι εκπέμπει ως μήνυμα και ως συναίσθημα. Μετά κοιτούσα αυτόν που το υπέγραφε. Δεν έκανα ποτέ καμία διάκριση ούτε σε εθνικότητες ούτε σε φύλο». Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που σήμερα ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος θεωρείται από τους σημαντικότερους συλλέκτες τέχνης διεθνώς.
Αν και η δουλειά των καλλιτεχνών στην Ελλάδα έχει πολύ ενδιαφέρον, επειδή ζουν σε μια χώρα περιφερειακή, δεν έχουν διεθνή αναγνώριση. Κάποιων τα έργα έχουν τη μεγάλη τύχη να ανήκουν στη συλλογή κι έτσι, μέσω αυτής, θα μπουν στα μεγάλα μουσεία. Μου λέει: «Μέσα στη δωρεά υπάρχουν έργα παλαιότερων και νεότερων καλλιτεχνών που πηγαίνουν στα διεθνή μουσεία, τα οποία τα υποδέχονται με χαρά, και με έκπληξη πολλές φορές, όσον αφορά το είδος της δημιουργικότητας που υπάρχει στην Ελλάδα».
Ωστόσο, η συνεισφορά του Δασκαλόπουλου μέσω του ΝΕΟΝ αγγίζει πολύ περισσότερο κόσμο. Οι δύο πρόσφατες εκθέσεις απέδειξαν ότι είναι δυνατό όλοι να ενδιαφέρονται για τη σύγχρονη τέχνη, κι ας μην είναι μυημένοι σ’ αυτήν. Εξηγεί: «Αυτό ήρθε ως αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης του πόσο απαραίτητη και χρήσιμη είναι για οποιονδήποτε άνθρωπο η σύγχρονη τέχνη. Όταν ανακατεύτηκα με τη σύγχρονη τέχνη ήξερα ότι θα μου έκανε πολύ καλό στον τρόπο σκέψης μου. Βλέποντας τους ανθρώπους που πηγαίνουν σε έναν χώρο τέχνης να συγκινούνται, ακόμα και αν δεν καταλαβαίνουν γιατί, ακόμα και αν ενοχλούνται, είπα, συνδυάζοντας τις δύο αντιδράσεις, ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να το δώσω αυτό στο κοινό στην Ελλάδα ώστε να εκτεθεί στις προκλήσεις της σύγχρονης τέχνης. Ενώ θα μπορούσα να κάνω ένα μουσείο μόνος μου, καθώς η συλλογή είχε αρκετό βάθος και ενδιαφέρον, πιστεύω ότι ο πολιτισμός είναι ένα δημόσιο αγαθό που απαιτεί συνεχή φροντίδα και αρκετά χρήματα από το κράτος. Ήταν θέμα χρόνου να αποκτήσουμε μουσείο σύγχρονης τέχνης, και ήθελα να κάνει τη δουλειά του, που είναι να συστήνει τον κόσμο στη σύγχρονη τέχνη. Πράγματι, αυτό έγινε και με μεγάλη χαρά έδωσα ένα μεγάλο κομμάτι της δωρεάς από τη συλλογή στο δικό μας εθνικό μουσείο».
Σε παλιότερες εποχές άνθρωποι σαν τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο χαρακτηρίζονταν ευεργέτες. Όμως και σε αυτό διαφοροποιείται, το απορρίπτει και εξηγεί: «Ποτέ δεν θέλησα να αποδεχτώ αυτόν τον χαρακτηρισμό για τον εαυτό μου, νομίζω ότι τα κίνητρά μου είναι ξεκάθαρα. Ουσιαστικά πρόκοψα και απέκτησα τη δυνατότητα που έχω πουλώντας καταναλωτικά προϊόντα σε μητέρες και παιδιά που σήμερα είναι ενήλικες. Θεωρώ ότι με την προτίμησή τους στα προϊόντα μας με βοήθησαν να αποκτήσω όσα απέκτησα κι έτσι νιώθω υποχρέωση και ευγνωμοσύνη. Έτσι με χαρά επιστρέφω κάτι στην κοινωνία που με ευνόησε».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.