Το ταξίδι ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1958 χάρη σε μια εκπαιδευτική πρόσκληση από ένα πρόγραμμα πολιτιστικών ανταλλαγών της αμερικανικής κυβέρνησης· καλούσαν πρόσωπα κύρους να γνωρίσουν τον αμερικανικό τρόπο ζωής και την αμερικανική κουλτούρα.
Έτσι ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο σημαντικός Έλληνας ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και σκηνογράφος, ένας από τους πλέον καλλιεργημένους και κοσμοπολίτες καλλιτέχνες της εποχής, με σπουδές στη Σορβόννη και καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, δέχτηκε την πρόσκληση χωρίς δεύτερη σκέψη, καθώς συνέπιπτε με την πρώτη του ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη. Είχε καταλάβει ότι το κέντρο της τέχνης είχε μετακινηθεί από την Ευρώπη και το Παρίσι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και είχε κάνει αρκετές προσπάθειες για να κλείσει μια έκθεση εκεί.
Η ευκαιρία τού δόθηκε χάρη στον Αλέξανδρο Ιόλα, ο οποίος δέχτηκε να παρουσιάσει τη δουλειά του στην γκαλερί του μεταξύ 15 Απριλίου και 3 Μαΐου 1958.
Πέρα από την Αμερική, ο Γκίκας είχε κι ένα άλλο σχέδιο στον νου του, ακόμα σημαντικότερο, να πραγματοποιήσει μια σειρά από ταξίδια που ήθελε ανέκαθεν να κάνει, από την εποχή που ανακάλυπτε στα μουσεία και τις αντικερί του Παρισιού την τέχνη της Άπω Ανατολής.
Η πρόσκληση περιλάμβανε επίσκεψη μεγάλων πόλεων διαφόρων Πολιτειών, μουσείων και πανεπιστήμιων, όπου παρακολούθησε διαλέξεις και γνώρισε προσωπικότητες της ακαδημαϊκής κοινότητας, καλλιτέχνες, διάσημους αρχιτέκτονες – τον φιλοξένησε ο Βάλτερ Γκρόπιους στο σπίτι του στη Βοστώνη, ενώ παρευρέθηκε σε εκδήλωση του Λούντβιχ Μις φαν ντερ Ρόε στο Σικάγο. Συχνά ζωγράφιζε ό,τι έβλεπε, κρατώντας παράλληλα προσωπικές σημειώσεις.
Ουάσινγκτον, Νέα Υόρκη, Μπάφαλο, Βοστόνη, Σικάγο, Νέα Ορλεάνη, Αριζόνα, Σαν Φρανσίσκο, Χαβάι: μια καταγραφή της Αμερικής μέσα από τη ματιά του, μια προσωπική μαρτυρία που αντικαθιστά την έλλειψη φωτογραφιών η οποία παρατηρείται στο αρχείο του, είτε γιατί δεν τράβηξε καμία όσο διήρκεσε το ταξίδι, πράγμα απίθανο αφού αγαπούσε τη φωτογραφία, είτε γιατί καταστράφηκαν ή χάθηκαν, όπως μας πληροφορεί η επιμελήτρια της Πινακοθήκης Γκίκα και της έκθεσης «Από τη Δύση στην Ανατολή» κ. Ιωάννα Μωραΐτη που οργανώνει το Μουσείο Μπενάκη με αφορμή τα τριάντα χρόνια από τον θάνατο του σημαντικού Έλληνα καλλιτέχνη, στην οποία ξεδιπλώνεται η μαγεία ενός συναρπαστικού ταξιδιού και όλη η αγάπη και ο θαυμασμός του Γκίκα για την Ανατολή.
Πέρα από την Αμερική, ο Γκίκας είχε κι ένα άλλο σχέδιο στον νου του, ακόμα σημαντικότερο, να πραγματοποιήσει μια σειρά από ταξίδια που ήθελε ανέκαθεν να κάνει, από την εποχή που ανακάλυπτε στα μουσεία και τις αντικερί του Παρισιού την τέχνη της Άπω Ανατολής. Είχε αποφασίσει ότι η επιστροφή στην Ελλάδα θα γινόταν από δυτικά προς ανατολικά, δηλαδή όχι μέσω Ευρώπης αλλά μέσω Ασίας. Ωστόσο, η πρώτη του «παράκαμψη» από το πλαίσιο του εκπαιδευτικού ταξιδιού ήταν το Μεξικό.
Αφού πήρε την άδεια από τους υπεύθυνους του προγράμματος, συνάντησε στη Νέα Ορλεάνη την αγαπημένη του Μπάρμπαρα Γουόρνερ, τη γυναίκα που σύντομα θα γινόταν η δεύτερη σύζυγός του, και μαζί πραγματοποίησαν με δικά του έξοδα, από τις 13 ως τις 17 Ιουνίου, ένα οδοιπορικό στη χώρα που βρίσκεται νότια των ΗΠΑ.
Επισκέφτηκαν εκκλησίες, μοναστήρια, κάστρα, μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, με εκείνον να σχεδιάζει επιτόπου ό,τι του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ενώ η Μπάρμπαρα κρατούσε ημερολόγιο σε κάθε τους βήμα (όπως και ο ίδιος ο Γκίκας, μαζί με τα εισιτήρια, τα διαβατήρια, τους τουριστικούς οδηγούς, τους χάρτες και διάφορα δημοσιεύματα, που σήμερα αποτελούν όλα μέρος του αρχείου του το οποίο ανήκει στο Μουσείο Μπενάκη). Αυτό αποτέλεσε πολύτιμη πηγή κατά την προετοιμασία της έκθεσης και την έρευνα, καθώς έδωσε την ευκαιρία να ταυτοποιηθούν όλες οι περιηγήσεις του ζωγράφου με τα σχέδιά του.
Η έκθεση καλωσορίζει τον επισκέπτη με τον πίνακα «Πράσινο και ασημί», έναν απ’ αυτούς που εξέθεσε στην πρώτη εκείνη παρουσίαση στην γκαλερί Ιόλα. Όλα τα σχέδια που ακολουθούν σκιαγραφούν την Αμερική όπως την είδε ο Γκίκας, από τους καταρράκτες του Νιαγάρα μέχρι το Σαν Φρανσίσκο και το Γκραν Κάνιον. Συμπληρώνονται από το πλούσιο αρχειακό υλικό που περιλαμβάνει μέχρι και επιστολές που είχε ανταλλάξει με την Μπάρμπαρα, μια σχέση που εκείνη την περίοδο έπρεπε να παραμείνει κρυφή.
Από το Μεξικό μεγάλο ενδιαφέρον έχουν τα σχέδια της πλατείας στην Οαχάκα που έκανε από το παράθυρο του ξενοδοχείου του και ακόμα περισσότερο η αποτύπωση της επίσκεψή του στην πλωτή αγορά της λίμνης Χοτσιμίλκο μια βροχερή Κυριακή, με τους βαρκάρηδες-πωλητές καλυμμένους με παραδοσιακά αδιάβροχα (εικόνα που χρησιμοποίησε αργότερα στα κοστούμια του χοροδράματος Περσεφόνη στο Κόβεντ Γκάρντεν, η μακέτα των οποίων εκτίθεται). Ένα οδοιπορικό στο νότιο Μεξικό, για το οποίο έχουμε πρόσβαση ακόμα και στον χάρτη του τουριστικού οδηγού που είχαν στη διάθεσή τους οι δυο ταξιδιώτες όταν επισκέφθηκαν την περιοχή των Μάγια και των Αζτέκων, ναούς και άλλες τοποθεσίες.
Κατά τη διάρκειά του ο ζωγράφος αγοράζει λαϊκή τέχνη, θαυμάσια κομμάτια που γίνονται μέρος της συλλογής του και παρουσιάζονται στην έκθεση, όπως προκολομβιανά κεφάλια και κεραμικά Ναχούα. Κυρίως, όμως, θαυμάζει και αποθηκεύει στην αισθητική του φαρέτρα την μπαρόκ αρχιτεκτονική των μοναστηριών, τα περίτεχνα ανάγλυφα σχέδια των ναών, τα πέτρινα ψηφιδωτά στον αρχαιολογικό χώρο της Μίτλα. Όπως γράφει και η Μπάρμπαρα στο ημερολόγιό της (που μπορεί κανείς να διαβάσει στον περίφημο κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση), η πρόσοψη των κτιρίων στο Ουσμάλ θυμίζουν το ύφος της ζωγραφικής του.
Η επίσκεψη στη Χαβάη, στην πρωτεύουσα Χονολουλού, ήταν περισσότερο διακοπές. Διέσχισαν με αυτοκίνητο απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί Ουάχου και εντυπωσιάστηκαν από τη φύση. Εκεί ο ζωγράφος ξεκίνησε μια σειρά από σχέδια με σινική μελάνη που θα συνέχιζε στους επόμενους σταθμούς του ταξιδιού τους, π.χ. σε μια παραλία αποτύπωσε τον χορό ντόπιων με πολύχρωμα ενδύματα – το μόνο σχέδιό του με χρώμα. Τότε οριστικοποιείται και η απόφαση της επιστροφής στην Ελλάδας μέσω της Άπω Ανατολής. Αυτό ήταν ένα παλιό του όνειρο, μια βαθιά του επιθυμία που γεννήθηκε από την πολύχρονη μελέτης των πολιτισμών της Ιαπωνίας, της Κίνας και της Ινδίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1956 έδωσε τέσσερις διαλέξεις στο Μουσείο Μπενάκη με θέμα την κινεζική τέχνη.
Είχαν φτάσει να τον χαρακτηρίζουν «Ελληνοβουδιστή» και ο ίδιος έβρισκε αναλογίες μεταξύ της αρχαίας Ελλάδας και της Ανατολής, μια ομοιογένεια στα χαρακτηριστικά των υψηλών καλλιτεχνικών δημιουργιών, ακόμα και αν επρόκειτο για αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Ήδη από τη δεκαετία του ’30 αντέγραφε μοτίβα και εικόνες από βιβλία τέχνης της Άπω Ανατολής, ενώ τη δεκαετία του ’50, εκστασιασμένος απ’ όσα έβλεπε στα μουσεία του Παρισιού, από τα λίγα μέρη τότε όπου ένας Ευρωπαίος μπορούσε να δει τέχνη από την Ανατολή, έγραφε ενθουσιώδεις επιστολές στον Δημήτρη Πικιώνη. Το μεγάλο του ενδιαφέρον μαρτυρούν επίσης τα αμέτρητα βιβλία που έχει στη βιβλιοθήκη του στο σπίτι της οδού Κριεζώτου, αρκετά εκ των οποίων συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση.
Πέταξαν, λοιπόν, στο Τόκιο, όπου έμειναν ελάχιστα, καθώς ο τελικός τους προορισμός ήταν το Κιότο. Εκεί δεν άφησαν ναό που να μην επισκέφθηκαν. Είδαν περισσότερους από τριάντα, αμέτρητους κήπους με λίμνες ή κήπους του τσαγιού, θαύμασαν την αρχιτεκτονική και την κηποτεχνία. Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας σχεδίαζε αδιάλειπτα ό,τι έβλεπε μπροστά του. Στα γραπτά του αργότερα αναφέρει χαρακτηριστικά ότι τους κήπους αυτούς διακρίνουν «αισθητική απόλαυση, αυτοσυγκέντρωση και βαθύς θρησκευτικός στοχασμός μακριά από τα εγκόσμια». Η πλειονότητα όσων τόπων επισκέφθηκε συνδεόταν με το περιβάλλον των ναών και της βουδιστικής σχολής του Ζεν.
Δύο από τους πιο γνωστούς βραχόκηπους στους οποίους βρέθηκε ήταν ο κήπος που περιβάλλει τον ναό Ντάισεν-ιν, ναΐσκο του Νταϊτόκου-τζι, και εκείνος του ναού Ριόατζι που του θύμισε πέλαγος – χωρίς καθόλου δέντρα αλλά με μια απέραντη γκρίζα άμμο, τολμηρά «χτενισμένη». Ανάμεσα στα σχέδια του Γκίκα από το Κιότο υπάρχουν και δύο με μοντέλο την Μπάρμπαρα. Επίσης, μια φωτογραφία της στον Νταϊμπούτσου, τον τεραστίων διαστάσεων Βούδα της Καμακούρα, με την πλάτη γυρισμένη στον φακό που τράβηξε ένας Έλληνας διπλωμάτης, φίλος του Γκίκα, αποτελεί μοναδική μαρτυρία της παρουσίας της στο ταξίδι.
Σχετικά με την πληθώρα σχεδίων, η κ. Μωραΐτη εξηγεί: «Τα σχέδια δεν ήταν το αποτέλεσμα αλλά η αιτία. Μέσα από την έρευνα αντιλήφθηκα πόσα πράγματα είχε κρατήσει και πόσο μεγάλη επίδραση είχε το ταξίδι στη ζωή του, την τέχνη και την καριέρα του. Στα γραπτά του αργότερα δηλώνει ξεκάθαρα ότι η θεματολογία αυτών των ταξιδιών του ήταν αγαπημένη του. Η πολύ καλή ανάμνηση που είχε κρατήσει, βέβαια, σχετιζόταν και με το ότι τα ταξίδια αυτά τα συνέδεε με την Μπάρμπαρα, όχι μόνο με το ότι ήταν μια δική του επιθυμία».
Κι εκεί που η Μπάρμπαρα κρατούσε ημερολόγιο με κάθε λεπτομέρεια, τις επισκέψεις τους, τα ονόματα των ξενοδοχείων, γνωριμίες με ανθρώπους, σταματάει απότομα. Προφανώς όχι εξαιτίας κάποιου δραματικού συμβάντος αλλά γιατί το υπόλοιπο χάθηκε ή καταστράφηκε. Ωστόσο, το ταξίδι στην Ασία κράτησε συνολικά περί τους πέντε μήνες.
Στην έκθεση υπάρχει ειδική ενότητα για οτιδήποτε σχετικό με χορό, θέατρο, μουσική. Σημαντικό μέρος όσων ζωγράφισε στην Ιαπωνία αφορά θεατρικά δρώμενα από παραστάσεις Καμπούκι, Νο και κουκλοθεάτρου Μπουνράκου. Ιδιαίτερο αισθητικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μάσκες του Νο, όπου τους γυναικείους χαρακτήρες ερμηνεύουν άντρες.
Ανάμεσα στα εκθέματα υπάρχουν και δύο εξαιρετικές ξυλογραφίες του 19ου αιώνα που ανήκαν στην προσωπική συλλογή του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και είναι πορτρέτα ηθοποιών: το ένα έχει την υπογραφή του Ουταγκάουα Κουνισάντα και απεικονίζει έναν πολεμιστή και το άλλο του Ουταγκάουα Κουνιγιόσι και απεικονίζει έναν γυναικείο ρόλο. Υπάρχουν και σχέδια των παραδοσιακών Σισιμάι, δηλαδή στολές λιονταριών που φοριούνται την Πρωτοχρονιά και ο Γκίκας σχεδίασε εκ του φυσικού όταν είδαν με την Μπάρμπαρα παράσταση στο θέατρο Shinbashi Enbujo στο Τόκιο. Οι συγκεκριμένες αποτελούν συνδυασμό λιονταριού και σκύλου.
Στο κέντρο του εκθεσιακού χώρου έχει κατασκευαστεί ένα ομοίωμα σπιτιού, μια σκηνογραφία εμπνευσμένη από την Ανατολή, που περιβάλλεται με άμμο διαμορφωμένη όπως αυτή που είδε ο Γκίκας στους κήπους των ναών, με σχηματισμούς που παραπέμπουν στη θάλασσα, σε τίγρεις και χελώνες.
Ο εσωτερικός χώρος έχει στρωθεί με τατάμι, ενώ η διακόσμηση συμπληρώνεται με ένα χαμηλό τραπέζι και πολλά από τα αντικείμενα που έφερε από την Ιαπωνία ο ζωγράφος, έργα τέχνης και πολλά από τα σπάνια βιβλία που αποτελούν μέρος της συλλογής του: δεκατέσσερεις γιαπωνέζικες ξυλογραφίες ουκίγιο-ε, π.χ. του Κατουσίκα Χοκουσάι, χαρταετοί, καλλιγραφικά ρολά με καλλιγραφίες, ποδιές, κιμονό, βεντάλιες, αντικείμενα με τη μορφή του Βούδα, γιαπωνέζικα μπολ τσαγιού τύπου SOMA με την υπογραφή γνωστών καλλιτεχνών, σφραγίδες, μια θιβετιανή τάνκα από μετάξι.
Ξεχωρίζουν τέσσερα παραβάν μεγάλων διαστάσεων από χαρτί ζωγραφισμένα από τον ίδιο και εμπνευσμένα από ναούς του Κιότο, που ο ζωγράφος χρησιμοποιούσε στο σπίτι του.
Στην ενδοχώρα της Κίνας δεν μπόρεσε να ταξιδέψει καθώς ήταν αδύνατο να πάρεις άδεια για κάτι τέτοιο εκείνη την εποχή. Ωστόσο γνώρισε την κινεζική τέχνη στο Χονγκ Κονγκ, όπου είδε κινεζική όπερα με τα πολυτελή παραδοσιακά κοστούμια που ζωγράφισε. Από εκεί ξεκίνησε και η συλλογή των κινέζικων φιαλιδίων για ταμπάκο που τα χρόνια που ακολούθησαν έφτασαν τα 140 τεμάχια. Εκτίθενται μόνο δέκα, μαζί με ένα ζωγραφικό τους σχέδιο.
Ακολούθησε ο δεύτερος μεγάλος σταθμός του ταξιδιού, που ήταν η Ινδία. Επισκέφθηκε την Μπενάρες, την Τζαϊπούρ, την Καλκούτα, την Πάτνα, και για λίγες μέρες το Κατμαντού στο Νεπάλ. Αρχικά τον σόκαραν όσα συνάντησε, η απερίγραπτη φτώχεια, οι άνθρωποι που κοιμούνται στους δρόμους· δεν ήταν ο εξωτισμός που είχε στο μυαλό του, ίσως κάτι πιο ρομαντικό. Συγχρόνως τον είλκυε η αρχιτεκτονική, που φυσικά κατέγραψε.
Η έκθεση βρίθει από τεκμήρια από την Ινδία, π.χ. σχέδια από κεφάλια του Βούδα που είδε στο σπήλαιο της Ατζάντα. Το ζευγάρι συνέχισε το ταξίδι του στην Μπανγκόκ, στο Λάος, στην Ταϊλάνδη και στην Καμπότζη, που είχε την ευκαιρία να δει πολύ περισσότερα δείγματα της βουδιστικής παράδοσης. Στην Ελλάδα επέστρεψε με αεροπλάνο μέσω Πακιστάν και Ιράν, με ενδιάμεσο σταθμό το Κάιρο και το Λονδίνο.
Τα χρόνια που ακολούθησαν το ενδιαφέρον του για την Ανατολή ενισχύθηκε – συνέχισε να αγοράζει αντικείμενα τέχνης από δημοπρασίες, π.χ. τα κινεζικά φιαλίδια. Μάλιστα, στην Αθήνα τού ζητήθηκε να σχεδιάσει έναν χώρο για να τοποθετηθεί η συλλογή φιαλιδίων ενός άλλου συλλέκτη – τα σχέδια υλοποιήθηκαν με ξύλο και μπαμπού, αισθητικές αναφορές σε ναό του Κιότο.
Η έκθεση ολοκληρώνεται με μια μικρή ενότητα έργων με όλα αυτά τα στοιχεία που συναντάμε συχνά στην κινεζική και ιαπωνική τέχνη, όπως τα μοτίβα ψαριού, τα φύλλα καλλιγραφίας και τα ηλιοτρόπια, οι ακινητοποιημένες πευκοβελόνες, η κίνηση του κύματος και του νερού. (Ένα από αυτά τα έργα ανήκει στη συλλογή του Πάτρικ Λι Φέρμορ.)
Η επιθυμία να εκδώσει πέντε βιβλία με κείμενα και σχέδια δικά του βασισμένα σε κάθε χώρα που επισκέφθηκε δεν ευοδώθηκε. Τελικά, έβγαλε το 1959 το λεύκωμα για την Ινδία από τις εκδόσεις Ίκαρος, στα ελληνικά και στα αγγλικά – η μετάφραση είναι του Πάτρικ Λι Φέρμορ. Αργότερα εξέδωσε και το συλλεκτικό Εξ ανατολών με παλιότερα κείμενά του, διαλέξεις και γραπτά συμπληρωματικά για την ιαπωνική και κινεζική κηποτεχνία.
Στην έκθεση προβάλλεται και μια διαδραστική οπτικοακουστική εφαρμογή με κεντρικούς χαρακτήρες τον καλλιτέχνη και τη γυναίκα του, οι οποίοι «ξεναγούν» τους επισκέπτες μέσα από κείμενα, χάρτες και σχέδια στο συναρπαστικό αυτό ταξίδι τους. Τον σχεδιασμό υπογράφουν οι Μπάμπης Αλεξιάδης και Κωνσταντίνος Σκορίλας, ενώ τη γενικότερη σκηνογραφική επιμέλεια έχει ο Παύλος Θανόπουλος.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση «Γκίκας - Ταξίδι από τη Δύση στην Ανατολή» εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.