Αν σταθεί κανείς μπροστά σε ένα γλυπτό του Ron Mueck θα αισθανθεί να μαγνητίζεται από το υπερμέγεθες υπερρεαλιστικό έργο που παίζει με την κλίμακα σαν να βρισκόμαστε σε πείραμα και αναπαριστά με ενοχλητική τελειότητα κάθε λεπτομέρεια για να συνομιλήσει με ψυχολογικές περιοχές και ανθρώπινες εμπειρίες όπως η αποξένωση, η οικειότητα και η ευαλωτότητα.
Σε έναν κόσμο στον οποίο καταναλώνουμε την υπερβολή με κάθε τρόπο, ο Mueck επαναφέρει την αρχική της σημασία. Τα θέματά του είναι βαθιά προσωπικά, καθώς κυρίως ασχολείται με τις ανείπωτες σκέψεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων.
Στην τελευταία του έκθεση στο παρισινό Fondation Cartier, ο Αυστραλός γλύπτης αποκάλυψε μια μνημειακή εγκατάσταση με εκατό λευκά κρανία από ρητίνη, ύψους έως 1,5 μ. το καθένα, στοιβαγμένα στο κτίριο που σχεδίασε ο Jean Nouvel. Περιτριγυρισμένοι από αυτό το ανάχωμα κεφαλιών, οι επισκέπτες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να βυθιστούν σε αυτές τις υπερσύγχρονες, γιγαντιαίες εικόνες που μοιάζουν να αναπαριστούν το τέλος της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Το λέει και ο τίτλος του έργου, «Vanities». Το έργο είναι ένα θεαματικό κατόρθωμα του γλύπτη, που αποκάλυψε στο κοινό μια νέα εξέλιξη στη γλυπτική του πρακτική, δουλεύοντας τα έργα του χωρίς χρώμα. Είναι η μεγαλύτερή του εγκατάσταση και θεωρείται το μεγάλο μνημειακό του έργο μέχρι σήμερα.
Οι σχολαστικά φτιαγμένες γλυπτές φιγούρες του Ron Mueck αντικατοπτρίζουν έναν εσωτερικό κόσμο ιδιωτικών συναισθημάτων. Ο εκπληκτικός ρεαλισμός αυτών των έργων προσκαλεί σε μια ενασχόληση με τις προκλήσεις και τους κινδύνους της ανθρωπότητας γεμάτη ενσυναίσθηση.
Αυτή η εικόνα είναι εντελώς αντίθετη από την παρουσίαση ενός από τα πιο γνωστά έργα του, ενός γιγάντιου νεογέννητου μωρού –«A Girl (2006)»– που είναι ξαπλωμένο σε μια λευκή πλίνθο, τραβώντας την προσοχή μας με το τεράστιο μέγεθος και τις ρεαλιστικές του λεπτομέρειες. Ζαρωμένο δέρμα, ίχνη αίματος, βρεγμένα μαλλιά, ο ομφάλιος λώρος. Η κάθε λεπτομέρεια σε μεγέθυνση αποκτά άλλη σημασία.
Η δύναμη αυτής της λεπτομέρειας είναι σχεδόν ανησυχητική. Ο Mueck εργάζεται για την αναδημιουργία της σάρκας των ζωντανών όντων με χειρουργική ακρίβεια, συνήθως πηγαίνοντας από ένα καλούπι πηλού σε μια φιγούρα από ρητίνη ή σιλικόνη που στη συνέχεια ζωγραφίζει, προσθέτοντας μαλλιά και ρούχα. Η αξιοσημείωτη τεχνική του τον έχει καθιερώσει ως ηγετική φυσιογνωμία της υπερρεαλιστικής γλυπτικής – έναν προσδιορισμό που ο ίδιος απορρίπτει, καθώς για εκείνον τα πάντα έχουν να κάνουν με την αναλογία.
Οι σχολαστικά φτιαγμένες γλυπτές φιγούρες του Ron Mueck αντικατοπτρίζουν έναν εσωτερικό κόσμο ιδιωτικών συναισθημάτων. Ο εκπληκτικός ρεαλισμός αυτών των έργων προσκαλεί σε μια ενασχόληση με τις προκλήσεις και τους κινδύνους της ανθρωπότητας γεμάτη ενσυναίσθηση. Οι οικείοι, συγκρατημένοι συλλογισμοί του καλλιτέχνη πάνω σε πανανθρώπινες εμπειρίες και συναισθήματα όπως η γέννηση, ο θάνατος, η αδυναμία, ο φόβος και η συμπόνια, καλούν τους θεατές να αναλογιστούν τόσο τις δικές τους εμπειρίες όσο και των άλλων. Το έργο του προκαλεί μια άμεση συναισθηματική ανταπόκριση χρησιμοποιώντας όλα τα παραδοσιακά στοιχεία του μέσου του –πόζα, χειρονομία, έκφραση προσώπου, κλίμακα και ρεαλισμό– για να δημιουργήσει ισχυρά ψυχολογικά πορτρέτα της ανθρώπινης κατάστασης.
Γεννημένος το 1958 από Γερμανούς γονείς στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, ο Ron Mueck μεγάλωσε στην οικογενειακή επιχείρηση κουκλοθεάτρου. Εργάστηκε αρχικά ως σκηνοθέτης σε παιδικές τηλεοπτικές εκπομπές όπως το «Shirl's Neighborhood» και το «Lift Off», πριν μετακομίσει στην Αμερική για να εργαστεί εκεί στον κινηματογράφο και τη διαφήμιση. Το 1986 σχεδίασε και ερμήνευσε τον χαρακτήρα του Λούντο στην ταινία φαντασίας του Τζιμ Χένσον «Λαβύρινθος». Αργότερα συνεργάστηκε ξανά με τον Χένσον στην τηλεοπτική σειρά «The StoryTeller». Το 1996, η ζωγράφος Paula Rego, η πεθερά του, του ζήτησε να φτιάξει μια μικρή φιγούρα του Πινόκιο για την ομαδική της έκθεση «Spellbound: Art and Film», στην γκαλερί Hayward στο Λονδίνο.
Αυτή ήταν η αφορμή για να εγκαταλείψει όλα τα άλλα και να ασχοληθεί με τις καλές τέχνες. Έναν χρόνο αργότερα, το γλυπτό του «Dead Dad», μια αναπαράσταση του πατέρα του, έγινε το αποκορύφωμα της έκθεσης «Sensation» που καθόρισε μια ολόκληρη εποχή στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου. Αυτή η ομαδική έκθεση-ορόσημο καθιέρωσε τον Mueck ως έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της γενιάς του. Το 2000 προσκλήθηκε να περάσει δύο χρόνια ως artist-in-residence στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, με αποστολή να δημιουργήσει ένα έργο ως απάντηση στη μόνιμη συλλογή. Τα γλυπτά που δημιούργησε εκείνη την περίοδο παρουσιάστηκαν σε ατομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη το 2003.
Τα μεγάλα αυτά γλυπτά προκαλούν απέχθεια ως πρώτη αντίδραση. Το πολλαπλάσιο από το φυσικό, το ανθρώπινο μέγεθός τους δημιουργεί έκπληξη αρχικά. Φαίνονται αποκρουστικά και τερατώδη, ωστόσο είναι πολύ πιστά στο μοντέλο τους. Είμαστε εμείς σε μεγεθυντικό καθρέφτη. Ο Mueck δεν επιδιώκει να μεταγράψει την πραγματικότητα, περισσότερο θέλει να χρησιμοποιήσει τα συστατικά της για να αναστατώσει το κοινό.
Έχει σημασία και ο τρόπος που εργάζεται: βλέποντας αυτά τα γλυπτά θα μπορούσε κάποιος να τον φανταστεί σε ένα πολύβουο ή σιωπηλό εργαστήριο να περιστοιχίζεται από δεκάδες βοηθούς. Όμως, στην πραγματικότητα, ισχύει το αντίθετο. Πριν από μερικά χρόνια, δημιούργησε το στούντιό του στο Isle of Wight, στα ανοιχτά της νότιας ακτής της Αγγλίας, όπου κάνει τα πάντα μόνος του.
«Όλα πρέπει να προέρχονται από αυτόν, ακόμα και η πιο ασήμαντη χειρονομία», εξηγεί ο Τσάρλι Κλαρκ, επιμελητής των εκθέσεών του, στενός φίλος και συνεργάτης του καλλιτέχνη. Ο Mueck αρνείται να μιλήσει δημόσια για τη δουλειά του και ο Κλαρκ λέει ότι προτιμά τη χειροτεχνία έναντι του λόγου και πιστεύει ότι ένα έργο πρέπει να στέκεται και να μιλά από μόνο του. Παρά τη διεθνή του φήμη, η δημιουργική διαδικασία του Mueck παραμένει πολύ αργή. Για τα εκατό γιγάντια κρανία της εγκατάστασης «Mass» (2017), χρειάστηκε έναν ολόκληρο χρόνο για να σχεδιάσει το αρχικό καλούπι και άλλον ένα χρόνο για να φτιάξει 99 αντίγραφα από αυτό.
Ενώ το έργο του Mueck είναι –όπως το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος–, αρραγές, η συνέχεια ενός μοτίβου, με τα εκθαμβωτικά λευκά μονόχρωμα κρανία και τα τρία γιγάντια μαύρα σκυλιά που έβαλε στο υπόγειο του Ιδρύματος Καρτιέ έχει σταδιακά πάρει απόσταση από τον ρεαλισμό και έχει επικεντρωθεί στο αποτέλεσμα που δημιουργεί ένα όλο και πιο απόλυτο, απειλητικό έργο.
Και ο τρόπος εργασίας του εξελίσσεται. Αν και πιστός στη χειροποίητη τεχνική του, ο Mueck βασίζεται επίσης σε νέες τεχνολογίες, όπως η τρισδιάστατη εκτύπωση, που τον βοήθησε να σχεδιάσει το τελευταίο του έργο. Όμως, το πιο εκπληκτικό κομμάτι της έκθεσης στο Καρτιέ είναι ένα μικρό γλυπτό από κόκκινο πηλό – μια σκηνή στην οποία πέντε άνδρες δένουν ένα γουρούνι στο έδαφος. Για πρώτη φορά στην καριέρα του, ο Αυστραλός καλλιτέχνης επέλεξε να αφήσει τον πηλό ακατέργαστο, απλώς σημειωμένο από μερικά δακτυλικά αποτυπώματα, ως σκόπιμη μορφή ατέλειας. Πιθανότατα εξελίσσει μια άλλη μορφή τεχνικής και θα ήθελε να την παρουσιάσει σαν εργασία σε εξέλιξη.
Τα έργα του δεν απομακρύνονται από την ίδια θεματική, την έκθεση ενός μνημειώδους και «διαχρονικού» έργου, το οποίο προωθεί έναν ατελείωτο προβληματισμό για την ανθρώπινη κατάσταση που εκτείνεται πολύ πέρα από τη ζωή μας. Τα «Mother and Child», «Pregnant Woman», «Man in a Boat» και «Swaddled Baby» είναι έργα του φτιαγμένα από μνήμη και φαντασία και έχουν δημιουργήσει ένα φανατικό κοινό, οι εκθέσεις του είναι καλλιτεχνικά γεγονότα, όπως στο MAM, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου έκανε τη μεγαλύτερη σε επισκεψιμότητα έκθεση του μουσείου από την έναρξη της λειτουργίας του, ενώ πολλά έργα του έχουν εκτεθεί δίπλα σε αυτά του Λούσιαν Φρόιντ ή του Μανέ.
«Τα έργα δημιουργούν μια έντονη συναισθηματική κατάσταση, μια συνομιλία και αλληλεπίδραση όχι μόνο με το κοινό αλλά και με τον ίδιο τον Mueck, ο οποίος αντλεί από τις δικές του έντονες προσωπικές σκέψεις, συναισθήματα και εμπειρίες ζωής για να δημιουργήσει έναν κατάλογο πανανθρώπινων συναισθημάτων και εμπειριών με τις οποίες όλοι μπορούμε να σχετιστούμε. Και την αίσθηση της ζωής και του θανάτου, και όλων αυτών που συμβαίνουν ενδιάμεσα», λέει ο ιστορικός τέχνης και επιμελητής Jasper Sharp.
Το απαράμιλλο βλέμμα του καλλιτέχνη στις σωματικές και ψυχολογικές λεπτομέρειες τις οποίες ερευνά επίπονα αφορά τόσο τα ατομικά όσο και τα καθολικά συναισθήματα που περιλαμβάνουν την εμφανή παρουσία μιας ψυχής ή μιας ζωντανής δύναμης.
Είναι μέρος αυτού που κάνει τις φιγούρες του τόσο συναρπαστικές, ακόμα και όταν το γλυπτό είναι ένα σφαγμένο κοτόπουλο. Η έμπνευση για αυτό το έργο ήρθε από την επίσκεψη του καλλιτέχνη σε μια αγορά του Puerto Vallarta, όπου είδε σφάγια πουλερικών κρεμασμένα προς πώληση. Μια σπάνια μη ανθρώπινη μορφή στο έργο του, το νεκρό ζώο είναι εμποτισμένο με ένα εντυπωσιακό πάθος που προκαλεί ταύτιση.
Οι ακίνητες φιγούρες του προκαλούν περισυλλογή, ενδοσκόπηση και μια ηδονοβλεπτική επιθυμία, συγχρόνως με μια επιθυμία ταύτισης με την ανθρώπινη κατάσταση που εκφράζουν αυτές οι συγκλονιστικές στιγμές που παρουσιάζει. Δημιουργεί κάποια από τα πιο υποβλητικά γλυπτά της εποχής μας και ο φαινομενικός ρεαλισμός τους έχει την ικανότητα να δημιουργεί συναρπαστικές αλληλεπιδράσεις.