«Δεν έχω τίποτα στη ζωή μου. Είμαι απλώς ζωγράφος. Όσο για το έργο μου, όταν το κοιτάξει κανείς, ξέρει αρκετά καλά περί τίνος πρόκειται... Το μόνο που δηλώνουν τα έργα μου είναι η απλότητα», είπε κάποτε ο Sanyu, ένας από τους πιο «ακριβούς» ζωγράφους στον κόσμο, που το 2019 το έργο του «Five Nudes» πουλήθηκε για 39 εκατομμύρια δολάρια.
Συχνά τον αποκαλούν «Κινέζο Matisse» γιατί συλλέκτες από όλο τον κόσμο σπεύδουν να χτυπήσουν τα έργα του στις δημοπρασίες. Ο Sanyu, από τους πρώτους Κινέζους καλλιτέχνες που σπούδασαν στο Παρίσι, πέρασε εκεί μεγάλο μέρος της ζωής του, και πέθανε, μόνος και φτωχός, το 1966. Επί δεκαετίες παρέμεινε ουσιαστικά άγνωστος ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια υποσημείωση στην ιστορία της τέχνης.
Γεννήθηκε το 1895 στο Σιτσουάν της Κίνας και η οικογένειά του είχε ένα από τα μεγαλύτερα μεταξουργεία, το Dehe Silk Factory. Ο πλούτος της οικογένειας επέτρεψε στον αδελφό του να υποστηρίξει και να ενθαρρύνει όλες τις καλλιτεχνικές προσπάθειες και την εκπαίδευσή του Sanyu, με μαθήματα καλλιγραφίας και ζωγραφικής από τους σπουδαιότερους δασκάλους της εποχής του.
Μετά την ίδρυση της δημοκρατίας το 1911, η Κίνα ήταν σακατεμένη από τις συγκρούσεις σε συνδυασμό με την αναποτελεσματικότητα των απαρχαιωμένων κοινωνικών και πολιτικών συστημάτων. Πολλοί Κινέζοι αποφάσισαν τότε να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να μάθουν τους τρόπους της Δύσης ώστε να ωφελήσουν το ταραγμένο έθνος τους.
Η απόφασή του να παραμείνει στη Γαλλία πήγαζε σε μεγάλο βαθμό από την επιθυμία του να πετύχει ως καλλιτέχνης, αλλά, επιπλέον, φαινόταν να απολαμβάνει περισσότερο τη συναναστροφή με Ευρωπαίους παρά με άλλους Κινέζους, πολλοί από τους οποίους τον θεωρούσαν μποέμ, με συμπεριφορά μάλλον εκκεντρική και κάπως ανησυχητική για τα ήθη με τα οποία είχαν γαλουχηθεί.
Εμπνευσμένος από το μεταναστευτικό κύμα των φοιτητών τέχνης, όπως ο Xu Beihong, ο Sanyu ταξίδεψε στο Παρίσι το 1921. Η Πόλη του Φωτός ήταν ακριβή και αποφάσισε να ακολουθήσει αρχικά τους φίλους του στο Βερολίνο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Sanyu έπιασε φιλίες με άλλους Κινέζους καλλιτέχνες και συγγραφείς, αλλά αντί να δημιουργούν έργα τέχνης, ίδρυσαν μια λέσχη στην οποία έφτιαχναν γαστρονομικές σπεσιαλιτέ της πατρίδας τους. Μόνο δύο έργα του Sanyu, τα «Peonies» και «Landscape with Willow Trees», ζωγραφισμένα με πινέλο και μελάνι, σώζονται, επιβεβαιώνοντας την έλλειψη καλλιτεχνικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Μετά από δύο χρόνια στο Βερολίνο, ο Sanyu επέστρεψε στο Παρίσι. Ενώ οι περισσότεροι Κινέζοι φοιτητές τέχνης φιλοδοξούσαν να εγγραφούν στην περίφημη Ecole Nationale Superieure des Beaux Arts, ο Sanyu προτιμούσε το λιγότερο ακαδημαϊκό περιβάλλον της Académie de la Grande Chaumière. Εδώ, ο Sanyu βυθίστηκε στον «εξωτικό» κόσμο του γυμνού. Μπορεί κανείς να φανταστεί τον ενθουσιασμό που πρέπει να ένιωσε ο νεαρός Κινέζος όταν βρέθηκε σε ένα στούντιο με γυμνά μοντέλα να ποζάρουν σε απόσταση αναπνοής − πράγμα εντελώς απαγορευμένο στην Κίνα. Σε αυτό το ελεύθερο περιβάλλον, μπορούσε να πειραματιστεί με δυτικές τεχνικές για να εξερευνήσει και να εκφράσει τις γραμμές της ανθρώπινης μορφής. Τα πρώτα έργα του Sanyu στο Παρίσι περιλαμβάνουν αποκλειστικά σχέδια γυμνών και φιγούρες με μελάνι και μολύβι. Από αυτή την περίοδο σώζονται περισσότερα από 2.000 παραδείγματα. Τα περισσότερα γυμνά είναι φτιαγμένα με κινέζικο μελάνι και πινέλο, καθώς ήταν εκπαιδευμένος στην κινεζική καλλιγραφία. Η καλλιγραφία έδωσε στον Sanyu τη μοναδική ευκαιρία να αποτυπώσει το ανθρώπινο σώμα χωρίς έμφαση στην ανατομία του αλλά με την ομορφιά και την ευαισθησία της ρέουσας γραμμής. Με λίγες μόνο πινελιές, βασιζόμενος στη ρευστότητα και τις ιδιότητες του πινέλου και του μελανιού, μπόρεσε να συλλάβει την ουσία του θέματός του.
Δέκα χρόνια αργότερα, έρημος και εξαθλιωμένος στο Παρίσι, γράφει: «Η δυστυχία της ζωής των καλλιτεχνών. Είναι φτωχοί, πάντα φτωχοί, μέχρι το τέλος... Θα μπορούσα να εγκαταλείψω όλα αυτά που έχω τώρα... Αλλά υπάρχει μια πιθανότητα: η αγάπη μου δεν έχει πεθάνει ακόμα». Πράγματι, το πάθος του Sanyu παρέμεινε ζωντανό μέχρι το τέλος. Συνέχισε να αγωνίζεται ως καλλιτέχνης στο Παρίσι, ενώ θα μπορούσε να έχει επιστρέψει στην Κίνα, όπως έκαναν πολλοί σύγχρονοί του, για να αποκτήσει φήμη και αναγνώριση διδάσκοντας στις ακαδημίες και εκθέτοντας τους πίνακές του. «Είμαι υποχρεωμένος», έγραφε, «να μείνω στο Παρίσι για να ζήσω τη ζωή ενός μποέμ». Η απόφασή του να παραμείνει στη Γαλλία πήγαζε σε μεγάλο βαθμό από την επιθυμία του να πετύχει ως καλλιτέχνης, αλλά, επιπλέον, φαινόταν να απολαμβάνει περισσότερο τη συναναστροφή με Ευρωπαίους παρά με άλλους Κινέζους, πολλοί από τους οποίους τον θεωρούσαν μποέμ, με συμπεριφορά μάλλον εκκεντρική και κάπως ανησυχητική για τα ήθη με τα οποία είχαν γαλουχηθεί.
Οι απόψεις του ήταν φιλελεύθερες και το 1925 παντρεύτηκε τη Γαλλίδα Marcelle Charlotte Guyot de la Hardrouyère. Το γεγονός ότι ανέπτυξε προσωπική σχέση με έναν τόσο διαφορετικό πολιτισμικά άνθρωπο δείχνει την προσπάθειά του να αφομοιωθεί και την απόφασή του να γίνει αποδεκτός από τους ξένους στη χώρα των οποίων ζούσε. Η Γαλλία δεν ήταν απλώς η χώρα που μπορούσε να θρέψει την τέχνη του, ήταν στην πραγματικότητα το μέρος που θεωρούσε σπίτι. Πέρασαν δεκαετίες από τον θάνατό του για να εκτιμηθεί ως καλλιτέχνης στο Παρίσι και να γίνει η πρώτη του μεγάλη έκθεση στο Musée Guimet.
Η μποέμικη παριζιάνικη ζωή
Στο La Grande Chaumière, που βρίσκεται στην καρδιά του Montparnasse, κοντά σε πολλά στέκια καλλιτεχνών, όπως το La Coupole και το Le Dôme, ο Sanyu παρατηρούσε τον κόσμο και σχεδίαζε πάνω στα σουπλά, αφιερώνοντας μεγάλο μέρος του χρόνου του στη μελέτη και την απεικόνιση των καθημερινών Παριζιάνων. Παρόλο που είχε ζήσει στη Σαγκάη και στο Τόκιο, καμία πόλη δεν είχε τη ζωντάνια του Παρισιού. Έζησε τις μεθυστικές μέρες των les années folles ως δανδής εστέτ. Ο αδελφός του συνέχιζε να τον υποστηρίζει οικονομικά, αλλά τα εμβάσματα όσο περνούσε ο καιρός γίνονταν όλο και πιο αραιά και οι οικονομικές δυσκολίες δεν άργησαν. Όταν γνώρισε τον Henri-Pierre Roché, έναν έξυπνο και δυναμικό συλλέκτη και έμπορο έργων τέχνης που είχε ανακαλύψει και στήριζε καλλιτέχνες όπως η Marie Laurencin, ο Georges Braque, ο Marcel Duchamp και ο Constantin Brancusi, ο Sanyu αναθάρρησε γιατί, όπως έλεγε η Gertrude Stein, ο Roché «ήξερε τους πάντες... και μπορούσε να συστήσει οποιονδήποτε σε οποιονδήποτε».
Ο Roché συγκέντρωσε 111 πίνακες και 600 σχέδια του Sanyu, αλλά τον πλήρωσε με ελάχιστα χρήματα. Η σχέση τους έληξε, αλλά ο Roché τον είχε ενθαρρύνει να πειραματιστεί με τη χαρακτική και την τεχνική των εκτυπώσεων. Από τις 321 ελαιογραφίες του καταλόγου raisonné, το ένα τρίτο χρονολογείται από αυτά τα τρία χρόνια της συνεργασίας τους. Ο Sanyu ζωγράφισε νεκρές φύσεις και αφηρημένα γυμνά σε μια παλέτα μαύρου, λευκού και ροζ. Η στοχαστική ποιότητα αυτών των έργων οφειλόταν τόσο στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, με την ελαχιστοποίηση της μορφής, όσο και στη συγκλονιστική απλότητα της κινεζικής λογοτεχνικής παράδοσης.
Ο Matisse σημείωσε κάποτε ότι ένας καλλιτέχνης «πρέπει να κάνει σχέδιο πρώτα για να καλλιεργήσει το πνεύμα» και ότι «μόνο μετά από χρόνια προετοιμασίας ο νεαρός καλλιτέχνης πρέπει να αγγίξει το χρώμα...». Είτε ο Sanyu γνώριζε τις απόψεις του Matisse είτε όχι, αυτός ήταν ακριβώς ο δρόμος που ακολούθησε. Το σκίτσο και το σχέδιο κατά τη διάρκεια των πρώτων οκτώ ετών διαμονής του στο Παρίσι χρησίμευσαν για να τον προετοιμάσουν για την ελαιογραφία, στην οποία αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά το 1930. Την επόμενη χρονιά ο αδελφός του πέθανε, η σύζυγός του τον χώρισε και άρχισε να αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές δυσκολίες.
Ο συνθέτης Johan Franco άρχισε να τον υποστηρίζει οικονομικά και καλλιτεχνικά, αλλά οι εκθέσεις που του έκανε στην Ολλανδία είχαν μέτρια αποδοχή. Το 1932 εντάχθηκε σε μια ομάδα καλλιτεχνών που ιδρύθηκε στη Σαγκάη, η διακήρυξη της οποίας προέτρεπε για ένα κίνημα μοντέρνας τέχνης στην Κίνα. Την επόμενη χρονιά, ο Xu Beihong επιμελήθηκε μια ομαδική έκθεση στο Εθνικό Μουσείο Ξένης και Σύγχρονης Τέχνης (Jeu de Paume de Tuileries) και συμπεριέλαβε έναν πίνακα του Sanyu. Ο Sanyu θεωρήθηκε από τους συμπατριώτες του πρόδρομος της σύγχρονης κινεζικής τέχνης. Τον αποκαλούσαν «ο διάσημος Κινέζος καλλιτέχνης που ζει στο Παρίσι, ένας από τους πρώτους Κινέζους καλλιτέχνες που σπούδασαν στο Παρίσι, ο Κινέζος Matisse». Ωστόσο σημείωναν ότι έχει «περίεργη προσωπικότητα», λόγω της ανέμελης και φαινομενικά απερίσκεπτης συμπεριφοράς του.
Απελπισμένος από την ελάχιστη αποδοχή που είχε στον κόσμο της τέχνης, επινόησε το πινγκ-τένις, έναν συνδυασμό πινγκ-πονγκ και τένις όπου οι παίκτες χρησιμοποιούν ρακέτες παρόμοιες με εκείνες του μπάντμιντον για να χτυπήσουν μια μπάλα του πινγκ-πονγκ μεγαλύτερου μεγέθους, σε ένα γήπεδο λίγο μικρότερο από του σκουός. Είχε τόση εμμονή με την εφεύρεσή του που ταξίδεψε στο Βερολίνο για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 και συνάντησε τον Γερμανό πρωταθλητή του τένις Gottfried von Cramm, ο οποίος υποσχέθηκε να τον βοηθήσει στην προώθηση αυτού του νέου αθλήματος. Το υβριδικό αυτό άθλημα δεν είχε ποτέ επιτυχία, αλλά καθώς η καλλιτεχνική αναγνώριση δεν ερχόταν, ο Sanyu προσκολλήθηκε στην ελπίδα ότι το πινγκ-τένις θα ευδοκιμούσε και θα του έφερνε την επιτυχία που δεν είχε βρει με την τέχνη του.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1940, με τον πόλεμο να καταστρέφει την Ευρώπη, ο Sanyu βρέθηκε σε ακόμη πιο δεινή κατάσταση. Χωρίς τα μέσα για την αγορά κατάλληλου υλικού, έφτιαχνε γλυπτά από γύψο διακοσμημένα με μπογιά. Το 1948 ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη. Όταν έψαχνε ένα μέρος για να μείνει, γνώρισε τον διάσημο Ελβετοαμερικανό φωτογράφο Robert Frank, ο οποίος σχεδίαζε ένα ταξίδι στο Παρίσι. Οι δυο τους αποφάσισαν να ανταλλάξουν στούντιο. Μια αλλαγή σχεδίων, ωστόσο, κράτησε τον Frank στη Νέα Υόρκη και έγιναν συγκάτοικοι. Σύμφωνα με τον Frank, «ο Sanyu ήρθε στην Αμερική για να προωθήσει το πινγκ-τένις. Αυτός ήταν ο μόνος λόγος που ήρθε». Μόλις ο Sanyu μετακόμισε στο στούντιο του Frank, ζήτησε να αφαιρεθούν όλα τα έπιπλα ώστε να μπορέσει να βάψει το πάτωμα σαν γήπεδο του πινγκ-τένις.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που το ζωγράφισε», θυμάται ο Frank, «χρειάστηκαν μέρες. Το έβαψε με τη μέγιστη προσοχή. Ήταν όμορφο. Λυπάμαι που δεν το φωτογράφισα». Οι συμφωνίες που φιλοδοξούσε να κάνει δεν ευοδώθηκαν και ο Frank του οργάνωσε μια έκθεση στη Νέα Υόρκη, αλλά κανένας από τους πίνακές του δεν πουλήθηκε. Απογοητευμένος, ο Sanyu αποφάσισε να επιστρέψει στο Παρίσι αφήνοντας όλους τους πίνακές του στον Frank, ως ανταπόδοση για την υποστήριξή του κατά τη διετή παραμονή του στη Νέα Υόρκη. Τις επόμενες δύο δεκαετίες, ο Sanyu και ο Frank ανέπτυξαν μια βαθιά και σταθερή φιλία. Καθώς η καριέρα του Frank ως φωτογράφου απογειωνόταν, δεν ξέχασε ποτέ τον αγαπημένο του φίλο και κράτησε τους πίνακές του όπου κι αν μετακόμισε τα επόμενα πενήντα χρόνια. Το 1997, ο Frank πούλησε αυτούς τους πίνακες και δώρισε τα έσοδα για την ίδρυση του Ταμείου Υποτροφιών Sanyu στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, το οποίο υποστηρίζει Κινέζους φοιτητές τέχνης.
Στο μεταπολεμικό Παρίσι του 1950 η δουλειά του Sanyu δεν είχε μεγαλύτερη επιτυχία και ο ίδιος ζούσε όλο και πιο αποτραβηγμένος. Λίγοι έρχονταν σε επαφή μαζί του. Όμως αυτή την περίοδο έγινε φίλος με τον Alberto Giacometti. Ξανάρχισε να ζωγραφίζει με ανανεωμένη ενέργεια. Τα έργα του από τη δεκαετία του 1950 −πολλά από τα οποία συγκαταλέγονται στα σημαντικότερά του− αποκαλύπτουν μια νέα αυτοπεποίθηση, με χοντρές, έντονες γραμμές, πλούσια χρώματα και μια πιο ισχυρή απλότητα.
«Αντιπαραθέστε τα προνόμια της νιότης του με την άθλια φτώχεια που υπέφερε στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, όταν πεινούσε για μέρες πριν πουληθεί ένας πίνακας και όταν όλες οι ελπίδες καλλιτεχνικής επιτυχίας είχαν εξαφανιστεί, αναγκάζοντάς τον να βρει δουλειά σε κινεζικά εστιατόρια σχεδιάζοντας μενού, επισκευάζοντας έπιπλα και ζωγραφίζοντας τοίχους. Εκεί αρχίζει κανείς να βλέπει τις διχοτομίες και τις πολικότητες που σημάδεψαν τη ζωή του Sanyu και διαμόρφωσαν την τέχνη του», γράφει η βιογράφος του, Rita Wong.
Στις 12 Αυγούστου 1966, ένας Κινέζος φίλος που είχε ένα εστιατόριο στο Παρίσι πήγε να επισκεφτεί τον Sanyu στο στούντιό του. Όταν τα επανειλημμένα χτυπήματά του στην πόρτα έμειναν αναπάντητα, την άνοιξαν και μύρισαν μια έντονη μυρωδιά αερίου. Όταν ανέβηκαν στη σοφίτα του Sanyu, τον βρήκαν νεκρό, ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, με ένα βιβλίο ακουμπισμένο στο στήθος του. Πολλοί εικάζουν ότι αυτοκτόνησε, αν και όσοι τον γνώριζαν λένε ότι αγκάλιαζε τη ζωή με πάθος και παρά τις δυσκολίες ήταν αισιόδοξος και δεν έχανε το χιούμορ του. Καθώς δεν είχε οικογένεια ή στενούς φίλους, θάφτηκε σε έναν ασήμαντο τάφο που είχε μισθωθεί από τη γαλλο-κινεζική Ένωση Κοινοτικών Υπηρεσιών − ένα ανώνυμο τέλος για κάποιον με όνειρα και φιλοδοξίες που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Η άνοδος της αξίας των έργων του μετά τον θάνατό του είναι εκπληκτική. Το 1996, ο συντάκτης του περιοδικού «Taiwan’s Collection» αποκάλεσε τον Sanyu «η αγελάδα με μετρητά του Sotheby’s». Η Rita Wong έκανε τον raisonné κατάλογο των έργων του και αυτό αποτέλεσε τεράστια επιρροή − τόσο για την εξασφάλιση εκθέσεων σε δυτικά μουσεία όσο και για την ενίσχυση της αγοράς των έργων του. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 τα έργα του πρωταγωνιστούσαν στις δημοπρασίες των Sotheby's και Christie's, με τους Ασιάτες αγοραστές να εμπλουτίζουν με αυτά τις συλλογές τους. Ιδιωτικά μουσεία στην ηπειρωτική Κίνα άρχισαν να παρουσιάζουν πίνακες του Sanyu και πλήθος αντικειμένων διακοσμημένων με την τέχνη του.
Η τέχνη του αναγνωρίστηκε μετά θάνατον, με την ιδιαίτερη μινιμαλιστική προσέγγιση που προέρχεται από τις κινεζικές του ρίζες να συνδέεται με τον αναδυόμενο ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Η περίπτωση του Sanyu είναι μοναδική γιατί κατάφερε να συνδυάσει μια αισθησιακή γραμμικότητα με μια χωρική γαλήνη που σήμερα κάνουν τα έργα του απαράμιλλης καλλιτεχνικής αξίας.