Για πρώτη φορά μετά από εκατό και πλέον χρόνια το αριστουργηματικό έργο του Ανρί Ματίς «The Red Studio» (πρωτότυπος τίτλος «L'Atelier Rouge»), ένα έργο που έφτιαξε το φθινόπωρο του 1911 στο Issy-les-Moulineaux, μια κοινότητα νοτιοδυτικά του Παρισιού, επανενώθηκε σε μια έκθεση στο ΜοΜΑ με τους έξι πίνακες ζωγραφικής, τα κεραμικά και τα τρία γλυπτά που έχουν διασωθεί και απεικονίζονται στο έργο.
«Από πού πήρα το κόκκινο χρώμα – απλώς δεν ξέρω», σημείωσε κάποτε ο Ματίς. «Θεωρώ ότι όλα αυτά τα πράγματα αποκτούν τη σημασία που έχουν για μένα μόνο όταν τα βλέπω μαζί με το κόκκινο χρώμα». O συγκεκριμένος πίνακας είναι σαν μια μικρή αναδρομική έκθεση των γλυπτών και των έργων ζωγραφικής και κεραμικής που εξετίθεντο στο εργαστήριο του Ματίς.
«Η σύγχρονη τέχνη», έλεγε ο Ματίς, «σκορπά χαρά γύρω με το χρώμα της, το οποίο μας ηρεμεί».
Σε αυτόν τον λαμπερό πίνακα η τέχνη του κορυφαίου Γάλλου εικαστικού διαποτίζει ένα δωμάτιο, εν προκειμένω το ίδιο του το στούντιο, με κόκκινο χρώμα. Ο ίδιος ήταν χαρούμενος γιατί το 1909 εξασφάλισε τη χορηγία του Σεργκέι Σουκίν, ενός Ρώσου επιχειρηματία κλωστοϋφαντουργίας, για τον οποίον φιλοτέχνησε τους πίνακες «Χορός» και «Μουσική». Αυτή η βοήθεια τον έβγαζε από το οικονομικό αδιέξοδο.
Σε αυτόν τον λαμπερό πίνακα η τέχνη του κορυφαίου Γάλλου εικαστικού διαποτίζει ένα δωμάτιο, εν προκειμένω το ίδιο του το στούντιο, με κόκκινο χρώμα. Ο ίδιος ήταν χαρούμενος γιατί εξασφάλισε το 1909 τη χορηγία του Σεργκέι Σουκίν, ενός Ρώσου επιχειρηματία κλωστοϋφαντουργίας, για τον οποίον φιλοτέχνησε τους πίνακες «Χορός» και «Μουσική». Αυτή η βοήθεια τον έβγαζε από το οικονομικό αδιέξοδο.
Η τέχνη και τα διακοσμητικά αντικείμενα είναι ζωγραφισμένα συμπαγώς, αλλά τα έπιπλα και η αρχιτεκτονική είναι γραμμικά διαγράμματα που σκιαγραφούνται από «κενά» στην κόκκινη επιφάνεια. Αυτά τα κενά αποκαλύπτουν προηγούμενα στρώματα κίτρινου και μπλε χρώματος κάτω από το κόκκινο, γιατί ο Ματίς άλλαζε τα χρώματα μέχρι να του φανούν σωστά. Μάλιστα το στούντιό του στην πραγματικότητα ήταν λευκό.
Το στούντιο γενικά είναι ένας σημαντικός χώρος για κάθε καλλιτέχνη. Το δικό του στούντιο ο Ματίς το είχε φτιάξει για τον εαυτό του, παρουσιάζοντας σε αυτό μια προσεκτικά διαμορφωμένη έκθεση των έργων του. Οι γωνιακές γραμμές υποδηλώνουν βάθος, το μπλε-πράσινο φως του παραθύρου εντείνει την αίσθηση του εσωτερικού χώρου, αλλά η έκταση του κόκκινου ισοπεδώνει την εικόνα. Ο Ματίς υπογραμμίζει αυτό το αποτέλεσμα, παραλείποντας, για παράδειγμα, την κάθετη γραμμή της γωνίας του δωματίου.
Ολόκληρη η σύνθεση συσσωρεύεται γύρω από τον αινιγματικό άξονα του ρολογιού του παππού, ένα επίπεδο ορθογώνιο του οποίου η επιφάνεια δεν έχει δείκτες. Ο χρόνος αναστέλλεται σε αυτόν τον μαγικό χώρο. Στο τραπέζι που βρίσκεται στο προσκήνιο, ένα ανοιχτό κουτί με κραγιόνια, ίσως ένα συμβολικό υποκατάστατο του καλλιτέχνη, μας προσκαλεί να μπούμε στο δωμάτιο. Αλλά το ίδιο το εργαστήριο που ορίζεται από αιθέριες γραμμές και λεπτές χωρικές ασυνέχειες παραμένει το ιδιωτικό σύμπαν του καλλιτέχνη.
Τι συνέβαινε όμως την εποχή που ο Ματίς έφτιαξε το έργο;
Η παρακμή του κινήματος του φωβισμού μετά το 1906 δεν επηρέασε την καριέρα του Ματίς –πολλά από τα ωραιότερα έργα του δημιουργήθηκαν μεταξύ 1906 και 1917, όταν συμμετείχε ενεργά στη μεγάλη συγκέντρωση καλλιτεχνικών ταλέντων στο Μονπαρνάς–, παρόλο που δεν ταίριαζε αρκετά με τη συντηρητική του εμφάνιση και τις αυστηρές αστικές συνήθειες εργασίας. Συνέχισε να απορροφά νέες επιρροές.
Το 1906 ταξίδεψε στην Αλγερία, μελετώντας την αφρικανική τέχνη και τον πριμιτιβισμό. Αφού είδε μια μεγάλη έκθεση ισλαμικής τέχνης στο Μόναχο το 1910, πέρασε δύο μήνες στην Ισπανία, ερχόμενος σε επαφή με τη μαυριτανική τέχνη. Επισκέφθηκε το Μαρόκο το 1912 και ξανά το 1913 και ενώ ζωγράφιζε στην Ταγγέρη, έκανε αρκετές αλλαγές στο έργο του, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης του μαύρου χρώματος. Το αποτέλεσμα στην τέχνη του ήταν μια τόλμη στη χρήση έντονου, αδιαμόρφωτου χρώματος, όπως στο «Κόκκινο Στούντιο».
Ο Ματίς αναγνωρίστηκε ως ηγέτης των φωβιστών, μαζί με τον Αντρέ Ντερέν. Μεταξύ τους υπήρχε άμιλλα, ο καθένας είχε τους δικούς του οπαδούς και προσωπικότητες όπως ο Ζορζ Μπρακ, ο Ραούλ Ντιφί και ο Μορίς ντε Βλεμένκ τους στήριζαν. Ο συμβολιστής ζωγράφος Γκιστάβ Μορό ήταν ο εμπνευσμένος εισηγητής του κινήματος. Ως καθηγητής στην École des Beaux-Arts στο Παρίσι, παρακινούσε τους μαθητές του να σκέφτονται εκτός του πλαισίου της τυπικότητας και να ακολουθούν το όραμά τους.
Το 1907, ο Γκιγιόμ Απολινέρ, σχολιάζοντας τον Ματίς σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Falange», έγραψε: «Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα εξωφρενικό ή ακραίο εγχείρημα: η τέχνη του Ματίς είναι κατεξοχήν λογική». Όμως το έργο εκείνη την εποχή αντιμετώπισε και σφοδρή κριτική – του ήταν δύσκολο να συντηρήσει την οικογένειά του.
Για παράδειγμα, ομοίωμα του πίνακά του «Nu bleu» («Μπλε Γυμνό», 1907) κάηκε στο Armory Show στο Σικάγο το 1913, ενώ και το ξεκίνημά του μόνο επιτυχημένο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί. Το 1904 έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί Vollard, η οποία δεν πούλησε κανένα έργο. Αντικατέστησε τις κουκκίδες με ζωηρές πινελιές και άρχισε να χρησιμοποιεί έντονα χρώματα για να συνδεθεί τελικά με τα «αγρίμια», τους φωβιστές, και έτσι να γεννηθεί το πρώτο μεγάλο ρεύμα του εικοστού αιώνα.
Ο Ματίς γεννήθηκε το 1869. Όταν ήταν μικρός, ενώ ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι από μια κρίση σκωληκοειδίτιδας, η μητέρα του τού χάρισε ένα κουτί με μπογιές λαδοπαστέλ για να περνάει πιο ευχάριστα τον χρόνο του. Αυτή ήταν η πρώτη και εκ του αποτελέσματος καταλυτική επαφή του με τη ζωγραφική και την τέχνη. Αν και σπούδασε νομικά, τα εγκατέλειψε όλα για να γίνει ζωγράφος. Φοίτησε στην Ακαδημία Julian γιατί δεν ήξερε το Παρίσι και την Beaux-Arts. Αν και είχε δάσκαλο τον Γκιστάβ Μορό και οι πρώτοι του πίνακες ήταν εμπνευσμένοι από τους Φλαμανδούς ζωγράφους, εντυπωσιάστηκε από την επαφή του με το έργο του Βαν Γκογκ και του Ροντέν, που μέχρι το τέλος της ζωής του δεν έπαψε να θεωρεί μεγάλους δασκάλους.
Ξεκίνησε μαθήματα γλυπτικής στην École des Beaux-Arts την περίοδο 1900-1910 και τότε δημιούργησε τα περισσότερα γλυπτά του.
Από τα έντεκα έργα που δημιουργήθηκαν μεταξύ 1898 και 1911 και παρουσιάζονται στον πίνακα, δύο ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές και θα εκτεθούν για πρώτη φορά στο κοινό μετά από πενήντα και πλέον χρόνια. Το ένα καταστράφηκε πριν από πολλές δεκαετίες («Grand nu à la Colle»). Τα άλλα οκτώ βρίσκονται σε συλλογές μουσείων στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική.
Παρουσιάστηκαν επίσης πίνακες και σχέδια του καλλιτέχνη που σχετίζονται με το «Κόκκινο Στούντιο», συγκεκριμένα το «Στούντιο Quai Saint-Michel» (1917) και το «Μεγάλο κόκκινο εσωτερικό» (1948), καθώς και αρχειακό υλικό όπως φωτογραφίες, κατάλογοι, επιστολές και αποκόμματα του Τύπου.
Ο πίνακας ήταν ασυνήθιστος για την εποχή του: αναπαριστούσε αναγνωρίσιμα αντικείμενα πάνω σε μια επίπεδη μονόχρωμη επιφάνεια χρώματος βενετσιάνικου κόκκινου, συνδυάζοντας το παραστατικό με το αφηρημένο και διαλύοντας την ψευδαίσθηση του βάθους.
Συμπέρασμα: η απεικόνιση ενός οποιουδήποτε στούντιο αποτελεί εξ ορισμού έναν διαλογισμό του καλλιτέχνη πάνω στο έργο του. Εδώ έχουμε μια επαναστατική στιγμή στην παράδοση της ζωγραφικής στούντιο, λόγω του τρόπου με τον οποίο μετασχηματίζεται αυτή η παράδοση.
Ο Ματίς ολοκλήρωσε τον πίνακα πριν αποφασίσει να τον καλύψει με αυτό το χρώμα, ενώ το έργο ήταν σε προχωρημένο στάδιο, μια εξέλιξη που αποκαλύφθηκε από την έρευνα των τελευταίων είκοσι ετών.
Πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση ενός έργου τέχνης που διαφοροποιείται κατά τη διαδικασία της δημιουργίας. Ωστόσο ο προστάτης του, ο Σουκίν, αρνήθηκε να τον αγοράσει για άγνωστους λόγους, αγόρασε όμως το «Ροζ Στούντιο». Μάλλον τον θεώρησε ακατανόητο γιατί κανείς μέχρι τότε δεν είχε φτιάξει έναν μονόχρωμο πίνακα σε αφαιρετικό πλαίσιο, με ένα επίπεδο χρώματος που σίγουρα δεν ήταν αναγωρίσιμο τότε. Έτσι, ο Ματίς κράτησε τον πίνακα για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ταξίδεψε στη Δεύτερη Έκθεση Μεταϊμπρεσιονιστών στο Λονδίνο το 1912 και στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο και στη Βοστώνη για το Armory Show του 1913.
Το «Κόκκινο Στούντιο» αγοράστηκε τελικά το 1927 από τον David Tennant, ιδρυτή του Gargoyle Club στο Λονδίνο, όπου έμεινε κρεμασμένος στην αίθουσα χορού με καθρέφτες μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1940, οπότε αγοράστηκε από την γκαλερί Bignou στη Νέα Υόρκη και στη συνέχεια αποκτήθηκε από το MoMA το 1949. Τελικά, τη δεκαετία του 1950 ο κόσμος το πρόσεξε. Μετά από 100 και πλέον χρόνια αναγνώρισε ένα σπουδαίο έργο του ζωγράφου που τόλμησε να επιχειρήσει κάτι που ούτε ο ίδιος δεν καταλάβαινε απόλυτα. Και αυτό είναι ένα πρότυπο για τη δημιουργία τέχνης σε οποιοδήποτε πεδίο.