Οι επισκέψεις στα ατελιέ των καλλιτεχνών εξάπτουν πάντα την περιέργεια για το τι θα ήταν εκείνο το κάτι που δεν θα μπορούσε να το υποψιαστεί κάποιος προτού φτάσει εκεί και το οποίο θα αποκάλυπτε μια ενδιαφέρουσα πτυχή της τέχνης τους. Όσο πιο συχνά επισκέπτεται κάποιος εργαστήρια καλλιτεχνών τόσο πιο γρήγορα αρχίζει να κατηγοριοποιεί αυτού του είδους τα «σημάδια», μέχρι που φτάνει η άκομψη στιγμή από την οποία και μετά εισβάλλει στον αφύλακτο προσωπικό χώρο του άλλου, με μάτι όλο και πιο αδιάκριτο, όλο και πιο ορμητικό, που δεν κρατά τα προσχήματα και αναζητά τις «αποκαλυψούλες» του.
Μέσα σε αυτό το ελαφρώς κωμικοτραγικό φόντο, μία σπουδαία πηγή «πληροφοριών» παραμένουν πάντα οι αγιογραφίες που μπορεί να έτυχε να φτιάξει για βιοποριστικούς λόγους στο παρελθόν (ή και να συνεχίζει στο παρόν) ο καλλιτέχνης. Η «διαρροή των απορρήτων» πηγάζει από την ίδια τη φύση της αγιογραφίας – από το ότι απαιτεί αυστηρή σημειολογία ειδικού σκοπού και συγκεκριμένου στόχου, ο οποίος είναι η συνεχής διασύνδεση με το θείο μέσω της εικόνας.
Η αποκάλυψη λοιπόν που αναζητά το μάτι του επισκέπτη είναι αν και πώς ο καλλιτέχνης γεφυρώνει το εν λόγω πεδίο δημιουργίας που έχει αυστηρούς κανόνες έκφρασης και σφικτή πρόσδεση σε μια μακραίωνη παράδοση εικαστικού γλωσσαρίου, με το πεδίο της σύγχρονης τέχνης στο οποίο βαραίνει το ακριβώς αντίστροφο, δηλαδή η έρευνα για την αναζήτηση όσο το δυνατόν καινοτόμων και πρωτοπόρων εκφραστικών σχημάτων.
Η καλύτερη όμως περιγραφή των νέων έργων του Καραΐσκου προκύπτει από την πρώτη εντύπωση που προκαλούν και η οποία είναι ότι επιδιώκουν –με «πραξικοπηματικό» σχεδόν τρόπο- την επιστροφή στην Op Art.
Επιπλέον, σύμφωνα με εντελώς ανυπόστατες στατιστικές, είναι γεγονός ότι οι καλλιτέχνες που επιλέγουν να καταπιαστούν με την αγιογραφία (αντί οποιασδήποτε άλλης διεξόδου που θα τους εξασφάλιζε τα προς το ζην) δεν είναι ψυχροί εκτελεστές, αλλά έχουν μια «επαφή» με αυτήν, η οποία βρίσκεται εντός του πλαισίου που ορίζει η συγκεκριμένη τέχνη και προϋποθέτει μία αντίληψη του ιερού (αν όχι πίστη σ’ αυτό), αλλά και του δέους που γεννά η έννοια του θείου.
«Πρόκειται για τον Άγιο Ευφρόσυνο τον Μάγειρο» λέει ο Μιχάλης Καραΐσκος για την μόνη αγιογραφία που απομένει στο ατελιέ του από την εποχή που ασχολούνταν συστηματικά με το είδος, «Δεν την παρέλαβε ο άνθρωπος που την παράγγειλε κι έτσι έμεινε στο εργαστήριο – και καλά έκανε και έμεινε. Μου αρέσει αυτός ο άγιος».
Τι μπορεί όμως να σημαίνει «μου αρέσει ένας άγιος» σε μια τέτοια συνθήκη; «Σημαίνει ότι ως αγιογράφος έχεις κατακτήσει μια ισορροπία μεταξύ οικειότητας και απόλυτου δέους προς εκείνον» απαντά με καθηλωτική ετοιμότητα ο καλλιτέχνης και από εκείνη τη στιγμή η έννοια του δέους πλανάται στην κουβέντα, με τον ρυθμό –και την απόσταση απ’ τα πράγματα– που διατηρεί μια γατούλα όταν βολτάρει σε έναν χώρο ο οποίος της είναι οικείος, μετακινούμενη από τη μια κρυψώνα της στην άλλη και παραμένοντας εντελώς αμέτοχη στις δραστηριότητες των ανθρώπων με τους οποίους συναινεί να συγκατοικεί.
Ο Μιχάλης Καραΐσκος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κύπρο. Ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία 21 ετών πριν από 20 χρόνια. Είχε ολοκληρώσει εκεί σπουδές μηχανολόγου μηχανικού και εδώ σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών και ζωγραφική στην ΑΣΚΤ από την οποία αποφοίτησε το 2010.
Καθώς η κουβέντα μαζί του συνεχίζεται με θέμα τον Άγιο Ευφρόσυνο τον Μάγειρο, αναδύεται ξαφνικά ένα δικό του γλωσσικό ολίσθημα που περιγράφει το εν λόγω έργο του ως «αγριογραφία», διευκρινίζοντας επίσης ότι δεν είναι λίγες οι φορές που του συμβαίνει αυθορμήτως αυτό όταν πρέπει να πει «αγιογραφία».
Σίγουρα αυτή η απρόσμενη παραδρομή περιπλέκει κατά έναν αόριστο τρόπο τα πράγματα και γίνεται αφορμή για μια δεύτερη και πιο προσεκτική ματιά στον άγιο, από την οποία προκύπτει ότι ο δημιουργός αυτής της εικόνας θα κινδύνευε να κατηγορηθεί από τους πιο σχετικούς με το είδος ως «κρυπτο-αιρετικός», καθότι, μεταξύ όλου εκείνου του πλούτου συμβόλων και των πολυάριθμων αξόνων ανάπτυξης της σύνθεσης, προκύπτει ότι ο προστάτης των μαγείρων δεν κρατά καν σταυρό –όπως θα ήταν λογικό, κατά ένα τρόπο– και αντ’ αυτού υψώνει ένα «αδικαιολόγητα» παγανιστικού ύφους κλαδί πορτοκαλιάς. Και τα ανάλογα «παράξενα» στοιχεία μόνο πολλαπλασιάζονται, καθώς σαρώνει κάποιος με το βλέμμα του, από όλο και πιο κοντά, το τελειοθηρικό εικόνισμα.
Ωστόσο, οι αποκαλύψεις του ατελιέ για τον ιδιοκτήτη του δεν προέρχονται μόνο από τον μάγειρο που αγίασε, αλλά και από τις πολυάριθμες τοπιογραφίες, διαφόρων μεγεθών, που κρέμονται στους τοίχους του, καθότι ο Καραΐσκος, όπως ξεκαθαρίζει, δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται με την εκ του φυσικού απεικόνιση τοπίων, όχι μόνο της ανέγγιχτης υπαίθρου, αλλά και αστικών - ημιαστικών περιοχών. Ζωγραφίζει πάντα εκείνα τα τοπία που νιώθει ότι τον μαγνητίζουν.
Μιλώντας για αυτά δεν αναφέρεται σε αόρατες δυνάμεις, αλλά για πράγματα τα οποία δηλώνει ότι αισθάνεται: το νωπό της ατμόσφαιρας, το πράσινο που χαρίζει η φρέσκια βλάστηση κ.ά. Γενικά, στο τοπίο τού αρέσει το «μεγαλοπρεπές στοιχείο με την ρομαντική έννοια». Του αρέσουν επίσης οι ρεαλιστικές απεικονίσεις, η αμεσότητα της διαδικασίας της ζωγραφικής στην ύπαιθρο, η βύθιση σε αυτήν τη διαδικασία και τα συναισθήματα που παράγει, τα οποία εισχωρούν τελικά, με τον τρόπο τους, στη σύνθεση της εικόνας.
Κι όμως, τίποτα από την τεράστιου όγκου αυτή δουλειά που περιγράφεται παραπάνω δεν αποτέλεσε την αιτία της επίσκεψης στο ατελιέ του, η οποία ήταν μια σειρά έργων ζωγραφικής με μελάνια σε χαρτί, με λάδι σε καμβά και κάποιες συνθέσεις με νήμα πλεξίματος στερεωμένο σε καμβά, τα οποία ο Μιχάλης Καραΐσκος δείχνει στην τωρινή πρώτη του ατομική έκθεση, στην γκαλερί ΔΛ, στον Πειραιά. Πρόκειται για έργα τα οποία δεν φαίνεται να έχουν την παραμικρή σχέση με την «αγριογραφία» ή την «ρεαλιστική-υπερβατική» τοπιογραφία, αλλά και που ταυτόχρονα κανείς δεν παραξενεύεται όταν διαπιστώσει ότι περιέχουν αφομοιωμένες και τις δύο αυτές τέχνες.
Η καλύτερη όμως περιγραφή των νέων έργων του Καραΐσκου προκύπτει από την πρώτη εντύπωση που προκαλούν και η οποία είναι ότι επιδιώκουν –με «πραξικοπηματικό» σχεδόν τρόπο– την επιστροφή στην Op Art. Δηλαδή, στην αφηρημένη, γεωμετρική τέχνη που άνθισε περί τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και που την ορίζει η πρόθεσή της να γίνει προκλητική για το μάτι, φέρνοντάς το αντιμέτωπο με εφέ που στοχεύουν στην οφθαλμαπάτη, στην ξαφνική ανάδυση «κρυμμένων» μορφών, στην εξίσου απρόσμενη ανάδυση δυνατών φωτεινών χρωμάτων ή στην εμφάνιση μοτίβων που δείχνουν σαν να βρίσκονται σε διαρκή κίνηση ή σαν να δονούνται.
«Σίγουρα τα έργα μου έχουν μια συγγένεια με την Op Art, αλλά προσωπικά, ξεκινώντας τα, δεν είχα την αίσθηση της ροπής προς αυτό το είδος. Και φυσικά, όταν μου το επεσήμαναν, δεν θέλησα καν να μπω σε αυτό το χωράφι. Είναι κάτι που απλά προέκυψε».
Κι όμως, πρόκειται για έργα «παραισθητικά» σχεδόν. Εξαπατούν το βλέμμα με τον τρόπο που του υπόσχονται ένα βάθος απροσμέτρητο ή με τον τρόπο που, ως δια μαγείας, εμφανίζονται χρώματα που η πρώτη ματιά στο έργο δεν συνέλαβε. Κατά τον ίδιο τρόπο το κάνουν να πιστέψει ότι θα νιώσει ίλιγγο ή ότι κάτι που αντιλαμβάνεται ως στατικό, τελικά κινείται.
Στις μέρες μας, θα έλεγε κάποιος ότι η Op Art είναι πια ένα είδος τέχνης που θα παραγόταν πολύ εύκολα και με εντυπωσιακά αποτελέσματα από ένα λογισμικό – έναν αλγόριθμο. Είναι τέτοια η διατιθέμενη τεχνολογία που απαλείφει την ανάγκη να ζωγραφίσει κάποιος με το χέρι του μια εικόνα τόσης πολυπλοκότητας και ακρίβειας.
Για τον λόγο αυτό, το ερώτημα είναι γιατί θα ήθελε ένας καλλιτέχνης να μπει σε τέτοιο κόπο. Η απάντηση που δίνει ο Μιχάλης Καραΐσκος είναι: «Ένας πίνακας ζωγραφικής δεν είναι απλά μια εικόνα, αλλά ένα αντικείμενο. Και θεωρώντας τον αντικείμενο εννοώ ότι διαθέτει σώμα και αυτό σχετίζεται με μια υλικότητα, η οποία προκύπτει από μια διαδικασία κατασκευής. Εννοώ επίσης ότι τα μάτια δεν είναι αρκετά για να αντιληφθεί κάποιος περί τίνος πρόκειται. Χρειάζεται να συν-λειτουργήσουν κι άλλες αισθήσεις».
Ξεκινά να δουλεύει από έναν κάναβο, δηλαδή, από ένα πλέγμα που σχεδιάζει στην επιφάνεια εργασίας (καμβάς ή χαρτί). Πάνω σ’ αυτόν βασίζει όλα τα μορφοπλαστικά επεισόδια. Όλα συμβαίνουν μεν για την υλικότητα της εικόνας, όπως διατείνεται ο καλλιτέχνης, αλλά ταυτόχρονα το υλικό «αποσιωπείται», υπό την έννοια ότι το χρώμα είναι πάρα πολύ καλά στρωμένο, ως εάν ήταν κάτι το εντελώς τιθασευμένο και υπάκουο. «Βέβαια, όσο κι αν προσπαθείς να την αποσιωπήσεις την υλικότητα, αυτή είναι παρούσα» ξεκαθαρίζει εκείνος.
Ένα άλλο κίνητρο για να δημιουργήσει αυτήν τη σειρά έργων ήταν το ότι ήθελε να έχουν αυτονομία από τη διάθεσή του: «Το πρόγραμμα της δουλειάς μου να παραμένει ανεπηρέαστο – να μην έχει καμία μετάπτωση, ανάλογα με το αν εγώ βρίσκομαι σε καλή ή σε κακή μου μέρα, να ανεξαρτητοποιηθεί εντελώς από το εφήμερο των διαθέσεών μου. Ήθελα επίσης να μπορεί το έργο να καταλήγει σε ένα σίγουρο τέλος. Γιατί τα έργα που δεν ακολουθούν ένα πλάνο, θα μπορούσαν να μην τελειώνουν ποτέ.
Δεν γνώριζα το αποτέλεσμα από την αρχή. Ήταν κάτι που θα προέκυπτε, αλλά αυτό θα συνέβαινε βάσει σχεδίου και μαθηματικής ακρίβειας. Δεν πρόκειται ακριβώς για μία μαθηματική εξίσωση, η οποία καθώς “τρέχει”, παράγει το έργο επειδή λύνεται από μόνη της, αλλά για μια αλγοριθμική εξέλιξη, η οποία γίνεται πιο σαφής στα έργα με τα μελάνια, όπου η διαβάθμιση του φωτός είναι ακόμα πιο ευκρινής».
Μήπως τελικά αυτό που αναζητά ο Καραΐσκος είναι να μεταγράψει σε εικόνα τον χρόνο; Είναι ένα ερώτημα που γεννιέται, επειδή μπροστά σε αυτά τα έργα, διαισθητικά και από την πρώτη στιγμή, νιώθει κάποιος ότι εκείνος δεν ψάχνει κάτι πολύ πεζό ούτε κάτι εύκολο. Κι επιπλέον, υποψιάζεται ότι σε όλα αυτά πλανάται ένα θρησκευτικό στοιχείο. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να το ονομάσει με βεβαιότητα θρησκευτικό ή θεϊκό. Παραδέχεται, όμως, ότι σίγουρα ενδιαφέρεται για κάτι πέραν του αισθητού και του απτού. Και προτιμά να αναφέρεται σε αυτό με τις έννοιες αιωνιότητα και χρόνος-ωκεανός, που φέρουν κάτι το ασύλληπτο σε σχέση με το δικό μας μέγεθος.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό των έργων του αυτής της ενότητας είναι ότι σε όλα τους διακρίνεται η γραμμή ενός ορίζοντα και αυτό συνιστά κατά κάποιο τρόπο μια «ζεύξη» τους με το είδος της τοπιογραφίας. Αλλά και πάλι, δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο ξεκίνησε να τα φτιάχνει. Η εν λόγω γραμμή είναι εκείνη από την οποία ξεκινά η διάχυση του φωτός στη σύνθεση. Επίσης, παραπέμπει στην πολύ γνωστή εικόνα που έχουμε όλοι από τη διάχυση του φωτός σε ένα βυζαντινό ναό, από τα παραθυράκια του τρούλου του, η οποία θεωρείται μια ένδειξη της παρουσίας του θεϊκού στοιχείου, υπό την έννοια ότι στην θρησκευτική παράδοση η έννοια του Θεού συχνά απεικονίζεται με ένα φως που εκπορεύεται από τον ουρανό.
Όλα αυτά συνιστούν μια ερμηνεία για το πώς αυτά τα έργα συνδέονται με κάποιου είδους θρησκευτική ιερότητα, η οποία ερμηνεία δεν δυσαρεστεί τον καλλιτέχνη. Αν όμως δεχόμασταν ότι η αιωνιότητα δεν είναι κεκτημένο προνόμιο του Θεού, αλλά των μαθηματικών, ο Μιχάλης Καραΐσκος θα ήταν πολύ πιο έτοιμος να το προσυπογράψει: «Εξάλλου, πιστεύω σε αυτό που έχει πει ο Μπέρτραντ Ράσελ: “Ούτε Θεός, ούτε Γεωμετρία. Αλλά η Γεωμετρία είναι υπέροχη, άρα υπάρχει Θεός”…»
Μιχάλης Καραΐσκος - Μεταξύ Ορατού κι Αόρατου
Επιμέλεια έκθεσης: Δρ. Αντρέας Ιωαννίδης, Ομότιμος Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης στην Α.Σ.Κ.Τ
ΔΛ GALLERY (Μεσολογγίου 55Α, 185 45, Πειραιάς, 210 4619700)
[email protected], www.dlgallery.gr
Έως 17/7/2021
Πέμ.-Παρ. 12:00-20:00, Σάβ. 12:00-16:00