Ο τελευταίος Βρετανός νικητής του Χρυσού Λέοντα στην Μπιενάλε της Βενετίας ήταν ο Ρίτσαρντ Χάμιλτον το 1993. Το 2022, με την 59η Μπιενάλε να είναι αφιερωμένη κυρίως στο έργο των γυναικών εικαστικών και την κεντρική έκθεση σε επιμέλεια της Σεσίλια Αλεμάνι «Το γάλα των ονείρων» να αναδεικνύει το έργο υποτιμημένων και συχνά αγνοημένων γυναικών στην ιστορία της τέχνης, με τα βραβεία για το επίτευγμα ζωής της διοργάνωσης να απονέμονται στην Καταρίνα Φριτς και τη Σεσίλια Βικούνια, η βράβευση της Σόνια Μπόις είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, όχι μόνο γιατί είναι η πρώτη μαύρη γυναίκα καλλιτέχνιδα που εκπροσωπεί το Ηνωμένο Βασίλειο στο Εθνικό Περίπτερο, για το οποίο απέσπασε το βραβείο, αλλά γιατί η συζήτηση γύρω από τα ζητήματα της φυλής και του φύλου απασχολούν όσο ποτέ πριν τη χώρα στην οποία ζει και εργάζεται.
Η Σόνια Μπόις συμμετείχε για πρώτη φορά στην Μπιενάλε το 2015, στην έκθεση «All the World's Features» του επιμελητή Okwui Enwezor. Ο αείμνηστος επιμελητής οργάνωσε μια υποδειγματική τότε Μπιενάλε με τη συμμετοχή πολλών μαύρων καλλιτεχνών, αναδεικνύοντας τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν σήμερα έντονα την εποχή μας, τη μαύρη κουλτούρα, την αποικιοκρατία, και ήταν αυτός χάρη στον οποίο πολλοί μαύροι καλλιτέχνες γνώρισαν ενθάρρυνση και τοποθετήθηκαν στο σύγχρονο τοπίο της τέχνης.
Η ερώτηση που έθεσε η Μπόις στις περφόρμερ με τις οποίες συνεργάστηκε ήταν απλή: «Ως γυναίκα, ως μαύρο άτομο, πώς αισθάνεσαι την ελευθερία; Πώς μπορείς να φανταστείς την ελευθερία;».
Το έργο της Μπόις στο Βρετανικό Περίπτερο, με τίτλο «Feeling Her Way», συνδυάζει βίντεο, κολάζ, μουσική και γλυπτική. Στο βίντεο πέντε μαύρες μουσικοί αυτοσχεδιάζουν και παίζουν με τις φωνές τους. Τα δωμάτια του περιπτέρου είναι γεμάτα με ήχους –άλλοτε αρμονικούς, άλλοτε συγκρουόμενους– που ενσαρκώνουν συναισθήματα ελευθερίας, δύναμης και ευαλωτότητας.
Η ερώτηση που έθεσε η Μπόις στις περφόρμερ με τις οποίες συνεργάστηκε ήταν απλή: «Ως γυναίκα, ως μαύρο άτομο, πώς αισθάνεσαι την ελευθερία; Πώς μπορείς να φανταστείς την ελευθερία;». Μέσα στο περίπτερο εξελίσσεται ένα soundtrack, καθώς το κοινό περνά μέσα από αυτό, και δίνεται μια αφορμή για εξερεύνηση της δυνατότητας ενός συλλογικού παιχνιδιού ως οδού προς την καινοτομία.
Μάλιστα μια από τις περφόρμερς που επέλεξε η Μπόις είναι η Τανίτα Τικάραμ που έκανε ποπ καριέρα με παγκόσμια επιτυχία στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και επιτυχίες όπως τα σινγκλ «Twist in My Sobriety» και «Good Tradition». Είναι μια από τι γυναίκες που κλήθηκαν να αυτοσχεδιάσουν, να αλληλεπιδράσουν και να παίξουν με τις φωνές τους, και τα βιντεό τους προβάλλονται ανάμεσα στις χαρακτηριστικές ταπετσαρίες και τις χρυσές γεωμετρικές δομές με την υπογραφή της Μπόις.
Καθηγήτρια Μαύρης Τέχνης και Σχεδιασμού στο University of the Arts του Λονδίνου, η Σόνια Μπόις, γεννημένη το 1962, με καταγωγή από την Καραϊβική, ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Η τέχνη της εξερευνά τη σχέση μεταξύ ήχου και μνήμης, τη δυναμική του χώρου και την ενσωμάτωση του θεατή. Συνεργάζεται στενά με άλλους καλλιτέχνες από το 1990, συχνά με αυτοσχεδιασμό και αυθόρμητες περφόρμανς από την πλευρά των συνεργατών της.
Μετά τις σπουδές τέχνης που έκανε, στα πρώτα καλλιτεχνικά της χρόνια χρησιμοποιούσε κιμωλία και παστέλ για να κάνει σχέδια των φίλων της, της οικογένειάς της και του εαυτού της, πριν αρχίσει να εργάζεται με διάφορα μέσα, όπως φωτογραφία, εγκατάσταση και κείμενο.
Έγινε γνωστή ως εξέχουσα φιγούρα της πολιτιστικής αναγέννησης των μαύρων Βρετανών τη δεκαετία του 1980, μέσα στο κίνημα που προέκυψε από την αντίθεση στον συντηρητισμό της Θάτσερ και τις πολιτικές του υπουργικού της συμβουλίου.
Χρησιμοποιώντας αυτό το κοινωνικό σκηνικό, η Μπόις παίρνει τις συμβατικές αφηγήσεις γύρω από το μαύρο σώμα και τις ανατρέπει, όπως και τις εθνογραφικές αντιλήψεις για τη φυλή που κυριαρχούσαν καθ' όλη τη διάρκεια της δουλείας και μετά τη χειραφέτηση των σκλάβων. Το έργο της αναφέρεται επίσης στον φεμινισμό όσο και στην επαναδιαπραγμάτευση της θέσης της μαύρης τέχνης μέσα στο πολιτιστικό ρεύμα της εποχής μας.
Άρχισε να ενσωματώνει κολάζ, που της επέτρεψε να έχει μεγάλη ελευθερία, αλλά και τη χρήση της γελοιογραφίας, με τις καρικατούρες της να αναδεικνύουν χαρακτηριστικά προσώπων και κοινωνιών που έμεναν στο σκοτάδι.
Το έργο της έχει και πολιτικό χαρακτήρα αφού μεταφέρει μηνύματα που περιστρέφονται γύρω από την αναπαράσταση των μαύρων, τις αντιλήψεις για το μαύρο σώμα και τις διάχυτες αντιλήψεις που προέκυψαν από τον επιστημονικό ρατσισμό.
Μέσα στα έργα της, η Μπόις εργάζεται για να μεταφέρει την προσωπική απομόνωση που προκύπτει από το να είσαι μαύρος σε μια λευκή κοινωνία. Στο έργο της διερευνά τις έννοιες του μαύρου σώματος ως «άλλου», δημιουργώντας πολύπλοκες ιστορίες.
Το 1989, ήταν μέλος μιας ομάδας τεσσάρων γυναικών καλλιτεχνών που δημιούργησαν μια έκθεση με τίτλο «The Other Story», η οποία ήταν η πρώτη έκθεση του βρετανικού μοντερνισμού που αναφέρεται στην αφρικανική, ασιατική και την προερχομένη από την Καραϊβική κουλτούρα.
Τα θέματά της ακόμα και σήμερα συνεχίζουν να είναι οι εμπειρίες μιας μαύρης γυναίκας που ζει σε μια λευκή κοινωνία και εξετάζει πώς η θρησκεία, η πολιτική και η σεξουαλική ταυτότητα συνθέτουν αυτή την εμπειρία.
Όταν το 2018, η Μπόις, στο πλαίσιο μιας αναδρομικής έκθεσης στην Manchester Art Gallery, προσκλήθηκε από τους επιμελητές της γκαλερί να δημιουργήσει νέα έργα σε διάλογο με τις συλλογές του 18ου και 19ου αιώνα, εκείνη προσκάλεσε καλλιτέχνες της περφόρμανς και ζήτησε να εμπλακούν με τα έργα που υπήρχαν στις αίθουσες. Επικεντρώθηκε σε καλλιτέχνες αφρικανικής και ασιατικής καταγωγής που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας της βρετανικής τέχνης.
Στο πλαίσιο μιας από αυτές τις εκδηλώσεις οι καλλιτέχνες αποφάσισαν να αφαιρέσουν προσωρινά τον πίνακα του προραφαηλίτη ζωγράφου J. W. Waterhouse «Ο Ύλας και οι Νύμφες» από τον τοίχο της γκαλερί, λόγω των παραδοσιακών και φαλλοκρατικών συμβολισμών του πίνακα στην πρόσληψη της γυναικείας υπόστασης, κάτι που προκάλεσε μια μεγάλη συζήτηση για την πολιτική ορθότητα, για θέματα λογοκρισίας, για την ελευθερία των επιμελητών τόσο από το κοινό της γκαλερί όσο και από τα μέσα ενημέρωσης.
Τα έργα της Μπόις βρίσκονται στις συλλογές της Tate Modern, του Victoria & Albert Museum, της Government Art Collection, του British Council και της Arts Council Collection στο Southbank Centre.