Είναι σερ, ο πρώτος μαύρος σκηνοθέτης που κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας για το «12 χρόνια σκλάβος», αλλά και το BAFTA και τη Χρυσή Σφαίρα την ίδια χρονιά, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το σωτήριο έτος 2013, οπότε και παρέλαβε το βραβείο.
Πολύ πριν ξεκινήσει η συζήτηση για τα δικαιώματα των μαύρων και τη θέση τους στο Χόλιγουντ, πολύ πριν από το ΜeΤoo, το 1999, είχε πάρει το περίβλεπτο βραβείο των τεχνών στη Μ. Βρετανία, το Τέρνερ, ως νέος καλλιτέχνης. Ζει στο Άμστερνταμ, αλλά είναι οπαδός της Τότεναμ και δεν είναι καθόλου cool –επαναστατεί και θυμώνει με την απόκρυψη της αλήθειας, το ψέμα και την αδικία–, όπως ο συνονόματός του σταρ του Χόλιγουντ, που πάντα θα εμφανίζεται πρώτος, όποτε γκουγκλάρει κάποιος το όνομα ΜακΚουίν.
Ο ΜακΚουίν «παίρνει ένα απλό περιστατικό ή μια εικόνα και προκαλεί πολύπλοκα συναισθήματα και ιδέες», έγραψε η επιτροπή των βραβείων Τέρνερ για τη δουλειά του πριν ακόμα ανατείλει ως hot δημιουργός στο κινηματογραφικό στερέωμα και μέχρι το 2014, όταν το περιοδικό «Time» τον συμπεριέλαβε στην ετήσια λίστα του με τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους στον κόσμο. Αλλά τη χρονιά που πήρε το Τέρνερ στάθηκε άτυχος, καθώς όλα τα φώτα της δημοσιότητας στράφηκαν στην Τρέισι Έμιν, η οποία ήταν επίσης υποψήφια με το διάσημο «Κρεβάτι» της.
Φυσικά, η ιδιότητα που συνοδεύει το όνομά του, χάρη στην οποία τον γνωρίζουν οι περισσότεροι, είναι αυτή του σκηνοθέτη. Ο 52χρονος δημιουργός έχει γράψει και σκηνοθετήσει το «Hunger» (2008), ένα ιστορικό δράμα με θέμα την απεργία πείνας που έκανε στη φυλακή ο Ιρλανδός τρομοκράτης Μπόμπι Σαντς το 1981 προκειμένου να ανγνωριστεί ως πολιτικός κρατούμενος, το «Shame» (2011), μια ψυχολογική προσέγγιση των δυσλειτουργικών σχέσεων ενός άνδρα εθισμένου στο σεξ, και το «Widows» (2018), ένα αστυνομικό δράμα στου οποίου το σενάριο συνεργάστηκε με τη συγγραφέα αστυνομικών Τζίλιαν Φλιν. Και, φυσικά, την ταινία που τον έκανε παγκοσμίως διάσημο, το «12 χρόνια σκλάβος».
Ο ΜακΚουίν «παίρνει ένα απλό περιστατικό ή μια εικόνα και προκαλεί πολύπλοκα συναισθήματα και ιδέες» έγραψε η επιτροπή των βραβείων Τέρνερ για τη δουλειά του, πριν ακόμα ανατείλει ως hot δημιουργός στο κινηματογραφικό στερέωμα και μέχρι το 2014, όταν το περιοδικό «Time» τον συμπεριέλαβε στην ετήσια λίστα του με τους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους στον κόσμο.
Το 2020 ο ΜακΚουίν έκανε μια σειρά πέντε ταινιών με τίτλο «Small Axe», που αφηγούνται ξεχωριστές ιστορίες μεταναστών της Καραϊβικής από τη ζωή τους στην κοινότητά τους στο Λονδίνο για μια εικοσαετία, από το 1960 έως το 1980, μια ιδέα που δούλευε από το 2010, με τίτλο εμπνευσμένο από τον στίχο «If you are the big tree, we are the small axe» του τραγουδιού του Bob Marley «Small Axe» από το 1973. Το 2021 έκανε το «Uprising», μια σουίτα τριών ταινιών για το BBC σχετικά με την πυρκαγιά στο New Cross του Λονδίνου το 1981.
Η εμπειρία των μαύρων στη Μεγάλη Βρετανία δεν είναι το μόνο θέμα που απασχολεί τον ΜακΚουίν. Όταν παρουσίασε το έργο «Queen and Country», το οποίο τιμά τους Βρετανούς στρατιώτες που έπεσαν στο Ιράκ, παρουσιάζοντας τα πορτρέτα τους σε σειρές γραμματοσήμων, έδωσε το στίγμα του, αναλαμβάνοντας τη δέσμευση να ασχοληθεί με την αδικία, να κρίνει την ανεξέλεγκτη εξουσία, τους άδικους πολέμους και τις κοινωνικές ανισότητες.
Ο ίδιος το 2006 πήγε στο Ιράκ ως επίσημος πολεμικός καλλιτέχνης, γνώρισε τα πρόσωπα που υπήρχαν στο έργο του, αλλά η Royal Mail απέρριψε την πρόταση να κυκλοφορήσουν αυτού του είδους τα γραμματόσημα, καθώς θα αποτελούσαν μια διαρκή και ενοχλητική υπενθύμιση ενός άδικου πολέμου.
Στη Στέγη, σε συμπαραγωγή με το Ίδρυμα Ωνάση, έως τις 24 Οκτωβρίου ο ΜακΚουίν παρουσιάζει το επικό πορτρέτο ενός ανθρώπου-συμβόλου, του Paul Robeson, στο υπό εξέλιξη έργο «End Credits, 2012-ongoing» στο πλαίσιο της 7ης Μπιενάλε της Αθήνας ECLIPSE.
Ο θρυλικός βαρύτονος και ακτιβιστής, διάσημος από τη δεκαετία του 1920, στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ήταν σχεδόν άγνωστος στη χώρα του. Λόγω της ακτιβιστικής του δράσης κατά του λιντσαρίσματος των μαύρων η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπάθησε να τον διαγράψει από την Ιστορία. Τον απέκλεισαν από χώρους όπου μπορούσε να τραγουδήσει, μέχρι και από τα στούντιο ηχογραφήσεων, με λίγα λόγια τον εξόντωσαν.
Ο Big Paul, όπως τον αποκαλούσαν, έγινε διάσημος σε μια εποχή που ο διαχωρισμός ήταν νόμιμος στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι μαύροι δεν μπορούσαν να γευματίσουν σε μια καφετέρια της Νέας Υόρκης, πόσο μάλλον να περπατήσουν με ασφάλεια στον Νότο, όπου το λιντσάρισμα δεν ήταν έγκλημα. Μπήκε στη μαύρη λίστα του FBI και η ζωή του διαλύθηκε.
Όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ άρχισε να τον καταδιώκει, παίρνοντάς του ακόμα και το διαβατήριο, έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη, έκανε απόπειρες αυτοκτονίας και τελικά τον έβαλαν σε πρόγραμμα που προέβλεπε ακόμα και ηλεκτροσόκ, μυστική χορήγηση φαρμάκων, συμπεριλαμβανομένου του LSD, ύπνωση, αισθητηριακή στέρηση, απομόνωση, λεκτική και σεξουαλική κακοποίηση, καθώς και διάφορες άλλες μορφές βασανιστηρίων.
Το 1999, είκοσι τρία χρόνια από τον θάνατο του πατέρα του το 1976, ο γιος του Paul Jr. κατάφερε να πάρει τους ιατρικούς φακέλους που αποδείκνυαν τη σκευωρία που είχε στηθεί με σκοπό την εξόντωσή του. Όταν ο πατέρας του βγήκε από το ψυχιατρικό ίδρυμα, ήταν άλλος άνθρωπος. Έτσι, για τους περισσότερους Αμερικανούς το όνομα και οι πράξεις του παρέμειναν ξεχασμένα τις επόμενες δεκαετίες.
Το «Show Boat» με το «Ol' Man River», το τραγούδι για το οποίο είναι περισσότερο γνωστός, προβλήθηκε τελικά στις αμερικανικές οθόνες το 1983. Πάνω από είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του τού απονεμήθηκε ένα βραβείο Grammy για το έργο ζωής του και απέκτησε ένα αστέρι στο Hollywood Walk of Fame.
Σε όλο τον κόσμο τα φεστιβάλ τιμούν και βραβεύουν τον ίδιο και το έργο του για τη συμβολή του στον τερματισμό του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, ενώ επιβραβεύτηκε, πάλι μετά θάνατον, από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Σήμερα αυτό αλλάζει και ο Big Paul επιτέλους αναγνωρίζεται για την πρωτοποριακή δουλειά που έκανε όσον αφορά τον αγώνα για τα δικαιώματα των μαύρων Αμερικανών και των εργαζομένων και τα δικαιώματα των μεταναστών σε όλο τον κόσμο.
Όταν ο φάκελός του στο FBI αποχαρακτηρίστηκε και βγήκε εν μέρει στη δημοσιότητα, ο Στιβ ΜακΚουίν ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι για να στήσει ένα μνημείο επικών διαστάσεων στη μνήμη του ηρωικού άνδρα. Μέσα από πολλές χιλιάδες σελίδες που ξεφυλλίζονται η μία μετά την άλλη, το «End Credits, 2012-ongoing» συνιστά ένα καθαρτήριο της συλλογικής μας συνείδησης έναντι ανθρώπων που μαρτύρησαν, όπως ο Robeson. Σαν πηγή ή ποτάμι, το έργο κυλά διαρκώς επί δεκάδες ώρες, ένα κήρυγμα εικόνων και λέξεων που καθηλώνουν με τη σκοτεινή τους ύλη και τον βαθύ, συμπυκνωμένο πόνο τους.
Στην αναδρομική του στην Tate Modern –οι μόνοι άλλοι Βρετανοί καλλιτέχνες που είχαν μια σημαντική μονογραφία στην γκαλερί είναι οι Γκίλμπερτ και Τζορτζ, Ντάμιεν Χιρστ και Μόνα Χατoύμ–, που έπεσε πάνω στις καραντίνες του κορωνοϊού, ο ΜακΚουίν παρουσίασε μια πλειάδα έργων που αφορούσαν τους κοινωνικά αδικημένους της πόλης, τις κοινότητες των μαύρων, ανθρώπους που δεν έχουν πρόσβαση σε στοιχειώδη αγαθά και προνόμια.
Ο κόσμος που τον ξέρει ως επιτυχημένο σκηνοθέτη ταινιών θα πάει να δει κάθε εικαστικό έργο του, που δεν είναι παρά προέκταση των θεμάτων των ταινιών του, ιστορίες των ανθρώπων, της αδικίας, άγνωστα περιστατικά και ιστορίες, ντοκουμέντα.
Ο ΜακΚουίν είναι ποιητής, μεταφέρει βιογραφίες και αφηγήσεις και τις κάνει κοινό κτήμα, δεν έχει σημασία αν ο θεατής είναι λευκός ή μαύρος, άνδρας ή γυναίκα, νεαρός ή μεγαλύτερος σε ηλικία. Η προσέγγιση του ΜακΚουίν σε κάνει να ανατριχιάζεις. Ίσως γιατί ο ίδιος δεν ξέρει τι θα πει επιτυχία.
«Επιτυχία; Δεν ξέρω τι είναι αυτό. Για μένα είναι μια δουλειά, όποια μορφή κι αν έχει. Απλώς θέλω να την κάνω. Συχνά πρόκειται για δουλειά που δεν βλέπω να γίνεται αλλού. Είναι η βρόμικη δουλειά, υποθέτω. Και μερικές φορές θέλω να καλωσορίζω αυτό το βάρος. Βασικά, πιστεύω ότι όλοι θα πεθάνουμε έτσι κι αλλιώς, οπότε ας το κάνουμε» – το λέει εννοώντας την άβολη αλήθεια που αποκαλύπτει με τα έργα του, πράγματα ανείπωτα ή κρυφά.
Ανάμεσα στα σχέδιά του, για τα οποία είναι ακόμα απρόθυμος να μιλήσει, είναι και μια μικρού μήκους, μη αφηγηματική ταινία του για την πυρκαγιά στον Πύργο του Γκρένφελ στις 14 Ιουνίου 2017, η οποία στοίχισε τη ζωή σε εβδομήντα δύο ανθρώπους. Η ταινία βρίσκεται ακόμη υπό επεξεργασία και παραδέχεται ότι «ήταν πραγματικά δύσκολο, από πολλές απόψεις. Μέχρι τα έξι μου ζούσα σε μια περιοχή που δεν απείχε ούτε ένα μίλι από τον πύργο. Ακόμα και μετά τη μετακόμισή μας στο Ealing, ξαναγυρνούσα εκεί, στο Ladbroke Grove, γιατί εκεί ήταν οι παρέες μου, όλοι όσοι ήξερα. Έτσι, το να επιστρέψω εκεί ήταν πολύ βαρύ».
Ο ΜακΚουίν χρηματοδότησε ο ίδιος αυτό το έργο, το «Γκρένφελ», που δεν είναι εμπορικό, ούτε πρόκειται να μεταδοθεί ή να προβληθεί ποτέ στην τηλεόραση, αλλά θα στεγαστεί σε έναν χώρο του Λονδίνου με ελεύθερη είσοδο, ώστε να είναι προσβάσιμο σε όλους. Το περιγράφει ως «ένα έργο τέχνης που έχει να κάνει με τη διατήρηση της τραγωδίας στη συλλογική συνείδηση». Με την προϋπόθεση ότι δεν θα προβληθεί για δύο χρόνια, ο ΜακΚουίν έλαβε άδεια από την τοπική κοινότητα να κινηματογραφήσει το καμένο κέλυφος του Πύργου Γκρένφελ από ελικόπτερο, πριν καλυφθεί με πλαστικό.
«Ήταν πολύ ωμό, αλλά και πολύ απαραίτητο», λέει. «Πήρα άδεια για να μιλήσω με τους ανθρώπους εκεί, να τους πω ποιος είμαι και από πού κατάγομαι – στην πραγματικότητα, δούλευα σε έναν πάγκο στο Ladbroke Grove, κάτω από το Westway, πουλώντας μεταχειρισμένα ρούχα. Το θέμα ήταν να τους κάνω να με εμπιστευτούν. Αυτό το κτίριο ήταν σαν κρανίου τόπος μετά τη φωτιά», λέει. «Καλύπτοντάς το ήταν σαν να έλεγαν ότι δεν συνέβη τίποτα, ποτέ. Έτσι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μερικοί άνθρωποι μπορεί να μη θέλουν να ασχοληθούν με αυτό που συνέβη εκεί, εγώ λέω "όχι, δεν πρέπει να ξεχνάμε».
Ο ΜακΚουίν γεννήθηκε στο Λονδίνο. Η μητέρα του καταγόταν από τη Γρανάδα και ο πατέρας του από το Τρινιδάδ, και βρέθηκαν στην Αγγλία ως μετανάστες. Μεγάλωσε στο Ealing, στο δυτικό Λονδίνο, και πήγε στο γυμνάσιο Drayton Manor. Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ σκληρά, αλλά η μητέρα του, που ήταν ρεσεψιονίστ σε νοσοκομείο, είχε άλλα σχέδια για τα παιδιά της, έτσι, από μια δύσκολη περιοχή όπου έμεναν αρχικά, μετακόμισαν στο πιο άνετο Ealing, αγοράζοντας ένα σπίτι με τα χρήματα του παππού του.
Ο ΜακΚουίν λάτρευε τη ζωγραφική. Ακόμα και σήμερα λέει υπερήφανα ότι η πρώτη του «έκθεση» ήταν ένα «τεράστιο πανό» έξω από τη βιβλιοθήκη του Shepherd’s Bush με την οικογένειά του, οπότε κέρδισε έναν διαγωνισμό ζωγραφικής για παιδιά το «1975 ή το 1976».
Υπάρχει μια συγκινητική φωτογραφία του από το Little Ealing Primary School το 1977, με τον ίδιο να ποζάρει χαμογελαστός ανάμεσα στους συμμαθητές του. Τα πράγματα άλλαξαν όταν πήγε στο γυμνάσιο, όπου απλώς δεν ασχολούνταν με τα μαύρα παιδιά, μάλιστα τον είχαν τοποθετήσει σε μια τάξη για μαθητές που πίστευαν ότι ήταν κατάλληλοι περισσότερο «για χειρωνακτική εργασία, για να γίνουν υδραυλικοί και οικοδόμοι, τέτοια πράγματα», λέει.
Αργότερα, ο διευθυντής του παραδέχτηκε ότι το σχολείο ήταν θεσμικά ρατσιστικό εκείνη την εποχή. Ο ΜακΚουίν έκανε μια εγκατάσταση στην Tate με τις φωτογραφίες των τάξεων των νηπιαγωγείων του Λονδίνου, δείχνοντας τη δική του παιδική φωτογραφία ως υπενθύμιση των ανισοτήτων που βιώνουν ακόμα και τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας.
Ο ΜακΚουίν έμαθε τη γλώσσα και εκπαιδεύτηκε, όπως όλοι σχεδόν οι μετανάστες, βλέποντας τηλεόραση, το BBC. Ήταν φιλοπερίεργος και «γοητεύτηκε» συναντώντας άγνωστες ιδέες «που παρουσιάζονταν με τόσο ενδιαφέροντα τρόπο».
Ενώ η μητέρα του εργαζόταν νύχτα στο νοσοκομείο, ο Μακ Κουίν έβλεπε τηλεόραση μέχρι αργά το βράδυ, το θρυλικό δράμα του Ντένις Πότερ «The Singing Detective», και ντοκιμαντέρ όπως το «Horizon» και το «Arena» που τον άφηναν άφωνο. «Όλα αυτά τα ιδιοφυή πράγματα έμπαιναν στο σπίτι μου. Ήμουν σφουγγάρι» λέει.
Με τον ίδιο τρόπο ερωτεύτηκε την τέχνη. Σε μια σχολική επίσκεψη στην Tate «ερωτεύτηκε» τον Βρετανό καλλιτέχνη Edward Burra, ο οποίος ζωγράφιζε σκηνές από την αναγέννηση του Χάρλεμ, την έκρηξη του αφροαμερικανικού πολιτισμού που άνθησε στη γειτονιά της Νέας Υόρκης τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.
Εύκολα μπορεί να καταλάβει κάποιος σήμερα αυτό που έπαθε ο Μακ Κουίν βλέποντας τα έργα του Burra σε μια εποχή και μια κουλτούρα όπου οι εικόνες των μαύρων ήταν τόσο σπάνιες, που η οικογένεια και οι φίλοι του φώναζαν ο ένας τον άλλον όταν έβλεπαν ένα μη λευκό άτομο στην τηλεόραση. «Αυτό κι αν ήταν γεγονός», θυμάται.
Ο ΜακΚουίν πιστεύει ότι σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει, αλλά πέθαναν πολλοί άνθρωποι για να βρεθεί στη θέση που είναι σήμερα. «Άνθρωποι σαν τον Stephen Lawrence», λέει, αναφερόμενος στη δολοφονία του εφήβου που προκάλεσε την καθυστερημένη αναγνώριση της ύπαρξης ρατσισμού στους κόλπους της αστυνομία, «δεν πέθαναν μάταια».
Ο ΜακΚουίν ήταν ένας πολύ καλός παίκτης της ομάδας ποδοσφαίρου του St. George's Colts, έκανε τέχνη στο Ealing, στο Hammersmith και στο West London College, στη συνέχεια σπούδασε τέχνη και σχέδιο στο Chelsea College of Arts και έπειτα καλές τέχνες στο Goldsmiths College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, όπου ενδιαφέρθηκε πρώτη φορά για τον κινηματογράφο.
Η ικανότητά του για κινηματογρήφηση καλλιεργήθηκε από τον δάσκαλό του στο Goldsmiths, Jon Thompson, ο οποίος του συνέστησε να έχει πάντα μαζί του τη φωτογραφική του μηχανή. Αλλά το φιλμ Super-8 ήταν πολύ ακριβό. «Κάθε φορά που πατούσες ένα κουμπί ξόδευες 50 πένες». Ο ΜακΚουίν, λοιπόν, εκπαίδευσε το μάτι του να ρωτάει «τι θέλω και τι δεν θέλω» και, όπως λέει, «ο περιορισμός έγινε ελευθερία».
Έφυγε από το Goldsmiths και σπούδασε για λίγο στο Tisch School of the Arts του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Δεν του άρεσε καθόλου η προσέγγιση εκεί, που τη βρήκε ανεπαρκώς πειραματική και το περιβάλλον πολύ αποπνικτικό. Όμως ο επίμονος ΜακΚουίν, που έχει επηρεαστεί από τον Γουόρχολ και τον Αϊζενστάιν, τον Ντράγιερ, τον Μπρεσόν και τον Μπάστερ Κίτον, τον Μπίλι Γουάιλντερ και τη νουβέλ βαγκ, γνώρισε το 1995 στο Ινστιτούτο Σύγχρονων Τεχνών, στο Λονδίνο, τον Okwui Enwezor που έγινε μέντορας και φίλος του και είχε σημαντική επιρροή στο έργο του.
Ο επιμελητής, ο οποίος πέθανε το 2019 σε ηλικία 55 ετών, ήταν αυτός που συνέβαλε όσο λίγοι στον επαναπροσδιορισμό της αφρικανικής τέχνης και στην ισότιμη τοποθέτησή της σε μεγάλες διοργανώσεις, όπως η Μπιενάλε και η Ντοκουμέντα, και παρείχε μια πλατφόρμα στον ΜακΚουίν και τους μαύρους καλλιτέχνες. Ο ΜακΚουίν εκπροσώπησε τη Βρετανία στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2009.
Οι εικαστικές εγκαταστάσεις του είναι συνήθως ασπρόμαυρες και μινιμαλιστικές.
Το να γυρίζει μια ταινία τέχνης είναι ποίηση, συμπυκνωμένη, συνοπτική, κατακερματισμένη, το να κάνει ταινίες μεγάλου μήκους είναι σαν να γράφει μυθιστόρημα, πρέπει να υπάρχει το νήμα. Από το «Bear» (1993) μέχρι σήμερα ο δρόμος του ΜακΚουίν δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Όταν αποκάλυψε τη φιλοδοξία του να κάνει το «12 χρόνια σκλάβος», που έφερε περισσότερα από 200 εκατομμύρια δολάρια σε εισιτήρια και πωλήσεις DVD, αποθαρρύνθηκε από όλους. «Μου είπαν ότι οι ταινίες με μαύρους δεν βγάζουν ποτέ τα λεφτά τους και ότι είναι μια αδύναμη ταινία», λέει.
Του ΜακΚουίν δεν του λείπουν ούτε η επιμονή ούτε τα βραβεία: το 2008 έλαβε το βραβείο Caméra d'Or στις Κάννες, ο πρώτος Βρετανός σκηνοθέτης που κέρδισε αυτό το βραβείο. Το «Hunger» κέρδισε το βραβείο της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου του Λος Άντζελες ως Ταινία Νέας Γενιάς το 2008 και το βραβείο καλύτερης ταινίας στα London Evening Standard Film Awards το 2009, ανάμεσα σε μια μεγάλη λίστα βραβεύσεων στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου.
Το 1997 ο ΜακΚουίν μετακόμισε στο Άμστερνταμ, μια πόλη που ταιριάζει περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία του, και ζει εκεί ήρεμα, με τη σύζυγό του Μπιάνκα Στίγκτερ και τα δυο τους παιδιά. Είπε σε μια συνέντευξή του ότι έκλαιγε όταν η κόρη του ξεκίνησε το σχολείο, επειδή «ήταν τόσο όμορφο... τόσο διαφορετικό». Αγαπά το Λονδίνο, αλλά πιστεύει ότι είναι πολύ δύσκολο σήμερα να βοηθηθεί ένας καλλιτέχνης όπως εκείνος και πάντα θυμάται τη βοήθεια που του έδωσε το Συμβούλιο Τεχνών, το Κανάλι 4, «χωρίς αυτά δεν θα ήμουν εδώ», λέει.
Ο ΜακΚουίν είναι ένα μοναδικό κράμα ανθεκτικότητας και εκλεπτυσμένης καλλιτεχνικής ευαισθησίας, ένας πολύ μεγάλος καλλιτέχνης που χαρακτηρίζεται από την κομψότητα των συνθέσεών του, ακόμα και όταν μιλά για επώδυνα ζητήματα, και την παλέτα των λεπτών αποχρώσεων, τις οποίες φανερώνει μπροστά στα μάτια του θεατή με την πιο απλή χειρονομία – αυτή η απλότητα είναι συνταρακτική.
Ti συμβουλεύει τους άλλους καλλιτέχνες; «Να είσαι ο εαυτός σου. Και όλοι οι άλλοι. Ποτέ δεν ξέρεις τι υπάρχει στη γωνία. Εσύ απλώς συνέχισε». Ο Στιβ ΜακΚουίν αποδεικνύει ότι η τέχνη είναι πολιτική όχι μόνο όταν καταπιάνεται με τα φλέγοντα ζητήματα του παρελθόντος ή της εποχής μας αλλά και με τον τρόπο που μπορεί να μας εμπλέξει σε ένα θέμα, έναν τρόπο βαθιά συναισθηματικό και εξαιρετικά προσωπικό.
Steve McQueen - End Credits, 2012-ongoing
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
24/09 –24/10/2021
Είσοδος ελεύθερη με προκράτηση θέσης
Για ημέρες, ώρες και προκράτηση θέσης, επισκεφτείτε το link.