Ο Cy Twombly στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης – Και μόνο το ότι κάποια έργα ξεκρεμάστηκαν από το Μπομπούρ στο Παρίσι και πακεταρίστηκαν για να έρθουν κατευθείαν στην Αθήνα, και έτσι να πάρουμε μια γεύση από το μείζον εικαστικό γεγονός διεθνούς κλίμακας που αποτέλεσε η μεγάλη αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη στο εθνικό μουσείο σύγχρονης τέχνης της Γαλλίας, ήταν λόγος για να καταχειροκροτεί κάποιος.
Πόσο μάλλον το ότι η έκθεση εδώ ήταν πολύ πιο «ήρεμη», με ενδιαφέρουσα ποιητική πυκνότητα και χωρίς περιορισμούς στην προσέγγιση των έργων, σε σχέση με το Παρίσι όπου υπήρξαν ενοχλητικοί και ύψωναν παγοκολόνες ανάμεσα στον θεατή και τα έργα.
Ο Georg Baselitz στην γκαλερί Gagosian στην Αθήνα – Όταν ένας τόσο σημαντικός καλλιτέχνης έχει φτιάξει μια σειρά έργων για να φωνάξει με έπαρση και θλίψη (μέσω αυτών) πως, παρά το ότι έφτασε τα 80, νιώθει ότι δεν έχει δώσει ακόμα το καλύτερο που μπορεί να δώσει με την τέχνη του και ζητά (από ποιον άραγε, από τη μοίρα;) πίστωση χρόνου για να τα καταφέρει, η συγκίνηση που προσφέρει είναι τεράστια και είναι αυτονόητο ότι κυριαρχεί στη μνήμη.
O Jonas Mekas στο σινεμά «Λαΐς» και ο Douglas Gordon στο σινεμά «Στέλλα» – Χάρη στην documenta14, ο 95χρονος Αμερικανός εκ Λιθουανίας –ένας καλλιτέχνης θρύλος που ο κόσμος αποκαλεί «Νονό του αβάν γκαρντ σινεμά»– ήρθε στην Αθήνα για την προβολή της ταινίας του «Αναμνήσεις από ένα ταξίδι στη Λιθουανία» του 1972. Η αίθουσα κατάμεστη και η συζήτησή του με τον Άνταμ Σίμτσικ (τον καλλιτεχνικό διευθυντή της documenta14) που ακολούθησε της προβολής συναρπαστική.
Παρόμοια αίσθηση «αναστάτωσης» προκάλεσε στους θεατές η προβολή της ταινίας του εικαστικού καλλιτέχνη Douglas Gordon με τίτλο «I had nowhere to go», που «δείχνει» τον Jonas Mekas να διαβάζει κεφάλαια από το ομώνυμο βιβλίο του, όπου εξιστορεί τη διαφυγή του από τη Λιθουανία, κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και το ταξίδι του για την Αμερική.
Οι δύο αυτές εμπειρίες υπήρξαν δυνατά σκουντήματα για να ξανασκεφτεί κάποιος τη βία και τη λύπη που συνδέονται με κάθε εκπατρισμό και ίσως κάπως έτσι να συνέλθει από την «ψυχική ακαμψία» που φέρνει η υπερέκθεση σε άλυτα ζητήματα, όπως είναι το μεταναστευτικό.
Το πρότζεκτ «Έργο στην Πόλη» του οργανισμού ΝΕΟΝ – Το 2017 ήταν η τέταρτη χρονιά που ο πολιτιστικός οργανισμός ΝΕΟΝ το διοργάνωσε, αλλά η πρώτη κατά την οποία η έκθεση έγινε σε εσωτερικό χώρο. Το γεγονός αυτό αποκάλυψε καλύτερα τις πραγματικές διαστάσεις που μπορεί να αποκτήσει αυτή η διοργάνωση, όσον αφορά στην κλίμακα της δουλειάς που απαιτείται από τον καλλιτέχνη, όπως επίσης και στη συγκρότησή της. Αν αυτό που συνέβη φέτος συνεχιστεί, το πρότζεκτ θα αποκτά με τα χρόνια όλο και μεγαλύτερη αίγλη.
Οι αφανείς και άγνωστοι αλλοδαποί νεαροί καλλιτέχνες στα διαμερίσματά τους – Το 2017 μαζεύτηκαν πολύ περισσότεροι από το συνηθισμένο, επειδή λειτούργησε ως πόλος έλξης η documenta14. Όμως ούτε φεύγουν, ούτε σταματούν να έρχονται καινούργιοι. Μοιάζουν σαν να μαθαίνουν κάτι από την Αθήνα.
Νοικιάζουν διαμερίσματα με ολιγόμηνες μισθώσεις, συχνά στις περιοχές που διασχίζει η Πατησίων, επειδή είναι φθηνότερες, και μια στις τόσες τα ανοίγουν στο κοινό για να δείξουν τη δουλειά τους. Είναι εντυπωσιακό το πώς μοιάζουν με χαρούμενα γατάκια εν αγνοία κινδύνου.
Είναι επίσης απίστευτο το πόσο απροκατάληπτη και υπερβατική είναι η ματιά τους στην ελληνική πραγματικότητα. Για να ενημερώνεται κάποιος για αυτή την εικαστική κινητικότητα το καλύτερο είναι να ρωτά τους υπαλλήλους των καταστημάτων με είδη ζωγραφικής.
Η Μπιενάλε της Αθήνας επιτιθέμενη με σαρκαστικές περφόρμανς και άλλα έργα – Στόχος της Μπιενάλε ήταν βέβαια η documenta14. Η κορυφαία δράση της περιλάμβανε μια σειρά από περφόρμανς- ύμνους στην εντοπιότητα. Ήταν ό,τι πιο απρόσμενο θα μπορούσε να παρακολουθήσει κάποιος ένα βράδυ Μεγάλου Σαββάτου στην Αθήνα.
Ήταν επίσης αξιοσημείωτο ότι η (ας την πούμε) «τέχνη εν βρασμώ ψυχής» που παρουσίασε η Μπιενάλε ήταν πιο ζωντανή, γοητευτική και χαρούμενη από ό,τι άλλο είχε παρουσιάσει μέχρι τότε.
Το «μπούλινγκ» του ιδρύματος Francois Pinault, σε συνεργασία με τον Damien Hirst, στη Βενετία – Εντυπωσίασε επειδή ήταν σαν να ακολουθεί την «ηθική» του υπερ-κακού που θέλει να κατακτήσει τον κόσμο, όπως τον έχουμε δει και τον έχουμε αγαπήσει από τις ταινίες Τζέιμς Μποντ.
Ο Γάλλος μεγιστάνας και συλλέκτης και ο Άγγλος σταρ της σύγχρονης τέχνης ένωσαν τις δυνάμεις τους για να στήσουν μία έκθεση: τους «Θησαυρούς από το ναυάγιο του Απίστευτου» με στόχο να αναγνωριστεί ως πιο σημαντική από την έκθεση που στήνουν όλα τα έθνη μαζί και είναι η Μπιενάλε της Βενετίας. Οι γνώμες εξακολουθούν να είναι διχασμένες για το αν τα κατάφεραν ή όχι.
Το «μπούλινγκ» του Ιάπωνα συλλέκτη Yusaku Maezawa που πλήρωσε 110 εκατομμύρια δολάρια για ένα πίνακα του Jean-Michel Basquiat – Η λέξη «μπούλινγκ» είναι ένας χαρακτηρισμός που δίνει την εντύπωση ότι αυτός που τον προτιμά, δεν κατανοεί, ή έστω, δεν αναγνωρίζει τη φύση ενός πλειστηριασμού. Ο κύριος Maezawa ήθελε τον πίνακα, πλήρωσε όσο έκανε, τον πήρε και έφυγε ευχαριστημένος. Ωστόσο, υπήρξε κόσμος (σοβαρός) που αναρωτήθηκε: «γιατί να ξοδέψεις τόσα λεφτά για έναν Basquiat;».
Το «πρόβλημα» στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ότι το ψυχολογικό κίνητρο του αγοραστή κατέλαβε την πρωτοκαθεδρία έναντι της λογικής, εκτοπίζοντάς την εντελώς. Αυτό το «εντελώς» προκαλεί –ακόμα και το 2017– έναν μικρό εκνευρισμό στους εμπλεκόμενους, που προτιμούν τις ασφαλέστερες εκτιμήσεις και τον περιορισμό των πιθανών κινδύνων να καταρρεύσουν κάποια στιγμή όλα, σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Η έκθεση «Μεγαλείο και Μιζέρια στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης» – Η Schirn Kunsthalle στη Φρανκφούρτη οργάνωσε αυτή την έκθεση που συνεχίζεται μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου και περιλαμβάνει έργα ζωγραφικής Γερμανών καλλιτεχνών και αφίσες, όλα τους από την εποχή του Mεσοπολέμου, με στόχο να αναδείξει ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος της: το μεγαλείο και τη μιζέρια που κυριαρχούσαν τότε.
Το μεγάλο ενδιαφέρον της έκθεσης είναι ότι συγκεντρώνει λιγότερο γνωστά έργα εκείνης της εποχής, αλλά όλα τους είναι εντυπωσιακά και χάρη σ' αυτά ο θεατής νιώθει ότι κάτι νέο του αποκαλύπτεται.
Η National Gallery στο Λονδίνο προσφέρει χριστουγεννιάτικο δώρο στο έθνος – Το δώρο είναι η έκθεση τεσσάρων έργων ολλανδικής και φλαμανδικής ζωγραφικής του 17ου αι., εξαιρετικής ποιότητας, τα οποία περιήλθαν στην Πινακοθήκη μέσω κληροδοτήματος.
Η εικαστική αξία της μικρής έκθεσης είναι αδιαμφισβήτητη. Όμως το ότι η National Gallery «προσφέρει αυτή την έκθεση ως χριστουγεννιάτικο δώρο στο έθνος» συνιστά το κλου. Έτσι θα έπρεπε να κάνουν όλα τα εθνικά μουσεία του κόσμου: να προσφέρουν δώρα στο έθνος (και φυσικά το έθνος να τα ευχαριστεί, πηγαίνοντας να τα παραλάβει). Κανείς δεν θα ζημιωθεί.