Τον Δεκέμβριο του 2019 στην Art Basel του Μαϊάμι, η επί σαράντα χρόνια γκαλερί της Σίντι Σέρμαν Μετρό της Νέας Υόρκης, που αυτήν τη χρονιά ανακοίνωσε ότι κλείνει, παρουσίασε αντί για τις συνηθισμένες φωτογραφίες δυο μόνο έργα της.
Οι ακόλουθοί της στο Instagram τα αναγνώρισαν αμέσως, αλλά οι επισκέπτες έπρεπε να πλησιάσουν κοντά για να διαπιστώσουν ότι το διαφορετικό ανάγλυφο που έβλεπαν στην επιφάνεια των εικόνων δεν ήταν χαρτί εκτύπωσης αλλά ύφασμα.
Οι πρώτες δυο ταπετσαρίες της Σίντι Σέρμαν, της πιο σπουδαίας φωτογράφου της εποχής μας, μιας καλλιτέχνιδας-χαμαιλέοντα, όπως τη χαρακτηρίζουν εδώ και δεκαετίες οι κριτικοί της τέχνης, είχαν κάνει την εμφάνισή τους ως προπομπός ενός σώματος εργασίας που εκτίθεται στο Μαϊάμι, στην γκαλερί Sprüth Mayers, μέχρι την πρώτη Μαΐου 2021. Τα πρώτα μη- φωτογραφικά έργα της προέρχονται από τις εικόνες της στο Instagram, των οποίων η ανάλυση δεν ήταν καλή για να τυπωθούν σε μεγάλο μέγεθος.
Κάθε ταπετσαρία υφάνθηκε στο Βέλγιο, τη χώρα-μήτρα της ευρωπαϊκής κλωστοϋφαντουργίας, όπου οι συντεχνίες της ταπετσαρίας έχουν παράδοση από τον Μεσαίωνα και τα μυστικά της ύφανσης με μαλλί και μετάξι μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.
Η Σέρμαν, που έχει ένα πολύ ισχυρό fanbase και συλλέκτες πρόθυμους να αγοράσουν κάθε δουλειά της, είδε τα έργα να κινούνται τόσο γρήγορα και να πουλιούνται σε λίγες ώρες (οι δέκα ταπισερί πουλήθηκαν για 125.000 δολάρια η καθεμιά) που αποφάσισε να προχωρήσει το «πείραμα» και να «υφάνει» ακόμα μερικές από τις αγαπημένες της εικόνες στο Instagram. Η ίδια μπορεί να λέει ότι το μέσο την έχει βοηθήσει για να μπορεί να επικοινωνεί με τη δραστηριότητα ανθρώπων που την ενδιαφέρουν, αλλά φοβάται την εξάρτηση, γι' αυτό και κάθε βράδυ το αποφεύγει και προτιμά να ανοίξει ένα βιβλίο.
Η Σέρμαν ποζάρει, μακιγιάρεται, χτενίζεται, κάνει styling, σκηνοθετεί, επινοεί περσόνες, υποδύεται ρόλους, κάνει performance, φωτογραφίζει, αλλά σιχαίνεται τη λέξη selfie, πιστεύει ότι οι selfies είναι μια έκκληση για βοήθεια, από τους ευάλωτους και ανασφαλείς ακόμα και φίλους της που δημοσιεύουν τις όμορφες φωτογραφίες του εαυτού τους και τον βλέπουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
Μπορεί η λέξη selfie να μπήκε επίσημα στο Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης το 2014, αλλά η Σέρμαν πειραματίζεται με τα αυτοπορτρέτα δεκαετίες νωρίτερα. Στο Instagram την ακολουθούν σχεδόν 350.000 χρήστες που παρακολουθούν τις καθημερινές της μεταμορφώσεις-παραμορφώσεις, το ατέλειωτο προσωπικό της λεξιλόγιο που και μόνο το εύρος του είναι μια πρόκληση. Πολλοί κριτικοί πιστεύουν ότι το μέσο «γεννήθηκε για εκείνη» και τις καλλιτεχνικές της πρακτικές, προβάλλοντας τη μακάβρια παρακμή που μας επιτρέπει η τεχνολογία.
Η Σέρμαν ποζάρει, μακιγιάρεται, χτενίζεται, κάνει styling, σκηνοθετεί, επινοεί περσόνες, υποδύεται ρόλους, κάνει performance, φωτογραφίζει, αλλά σιχαίνεται τη λέξη selfie, πιστεύει ότι οι selfies είναι μια έκκληση για βοήθεια από τους ευάλωτους και ανασφαλείς, ακόμα και φίλους της που δημοσιεύουν τις όμορφες φωτογραφίες του εαυτού τους και τον βλέπουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
Εκτός από τις ταπισερί, πριν από μερικά χρόνια ασχολήθηκε και με μια άλλη χαμένη τέχνη, αυτή του καμέο, μίας ανάγλυφης παράστασης σκαλισμένης σε πέτρα, με δυο συνήθως χρώματα, ένα στο φόντο και ένα στο θέμα. Η τεχνική των σκαλιστών ανάγλυφων παραστάσεων ανάγεται στους αλεξανδρινούς και ρωμαϊκούς χρόνους, όπου χαράχτηκαν αριστουργήματα σε λίθους. Η τέχνη άνθισε και στη Νάπολη, αν και σήμερα τείνει να εκλείψει, και η Σίντι Σέρμαν με την Κάθριν Όπι, δυο από τις πιο περιζήτητες φωτογράφους του κόσμου, παρουσίασαν στη Βενετία μια σειρά από σύγχρονα καμέο – κοσμήματα με σχέδια που αντανακλούν τη δουλειά τους. Κατασκευάστηκαν στην Ιταλία από έναν τεχνίτη τρίτης γενιάς στο Τόρε ντελ Γκρέκο, νότια της Νάπολης, και η Σέρμαν μετέφερε στα μικροσκοπικά κοσμήματα τις εικόνες της από το Instagram.
Η Σέρμαν πέρασε την καραντίνα στο Ιστ Χάμπτον με τον φίλο της, τον σκύλο του και τον πολύχρωμο παπαγάλο της που ονομάζεται Mister Frieda. Στη συνέντευξη που έδωσε στην αμερικάνικη Vogue –στο φόντο διακρίνεται ένας τροχός κεραμικής– η ανήσυχη 67χρονη Σέρμαν μακριά από την πόλη της, τη Νέα Υόρκη, και την εμπνευστική της φασαρία, επιχειρεί να προχωρήσει την πρακτική της και κανένας δεν μπορεί να φανταστεί πού θα οδηγηθεί.
Μια μέρα αφότου έκλεισε η γκαλερί της στη Νέα Yόρκη η Σέρμαν υπέγραψε τους Hauser & Wirth, μια από τις μεγαλύτερες φίρμες του κόσμου στον χώρο της τέχνης. Προφανώς την «κυνήγησαν» όλοι οι γκαλερίστες αφού στη δεκάδα με τις πιο ακριβές φωτογραφίες στον κόσμο η Σέρμαν κατέχει την τρίτη θέση, μετά τον Αντρέας Γκούρσκι και τον Ρίτσαρντ Τζόουνς, με τέσσερις δικές της στη δεκάδα και το έργο της Untitled #96, να έχει πουληθεί το 2011 για 3.890.500 δολάρια. Πρόκειται για μια από τις πιο κλασικές της φωτογραφίες της, με την ίδια ντυμένη με ρετρό, εφηβικά ρούχα, ξαπλωμένη στο πάτωμα. Η εικόνα τραβήχτηκε το 1981 και τυπώθηκε σε 10 αντίτυπα, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι κάθε μουσείο στον κόσμο που έχει συλλογή σύγχρονης τέχνης δεν σέβεται τον εαυτό του αν δεν έχει τουλάχιστον ένα έργο της, αφού ανήκει στο κλαμπ των πιο σημαντικών καλλιτεχνών του κόσμου.
Η ξανθιά μικρόσωμη γυναίκα, μια απίστευτα ευγενική και διακριτική προσωπικότητα, όπως λένε όσοι την έχουν γνωρίσει, περνάει από παντού απαρατήρητη. Για μια γυναίκα της οποίας η καριέρα έχει χτιστεί σε αυτοπροσωπογραφίες είναι παράξενο να είναι τόσο λίγο αναγνωρίσιμη και ανακουφιστικό για την ίδια που δεν θέλει καμία δημοσιότητα και ό,τι έχει να εκθέσει το κάνει μέσω του καλλιτεχνικού της ego και της τέχνης της. Είναι ξανθιά γιατί αυτό το χρώμα ταιριάζει στο δέρμα της και φωτογραφίζει μόνο τον εαυτό της κάνοντας τέχνη ακόμα και την πιο καθημερινή λειτουργία.
Η Σέρμαν έχει καταφέρει με καταπληκτική συνέπεια και εικαστική δύναμη να εξερευνά την εμμονή με την ταυτότητα, να μας χαρίζει τα αλλόκοτα πορτρέτα ενός εαυτού που ανησυχεί και στοχάζεται, μεταμορφώνεται πέρα από κάθε όριο και δοκιμάζει τις αντοχές του.
Το πείραμα της Σέρμαν με την εξερεύνηση του εαυτού ξεκίνησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Buffalo, αφότου αποφοίτησε και άφησε στην άκρη τους ρεαλιστικούς πίνακες που ζωγράφιζε. Πήρε την απόφαση να μεταμφιέζεται και να σκηνοθετεί τον εαυτό της μπροστά στη φωτογραφική κάμερα, άλλοτε σαν έγκυος, άλλοτε σαν έφηβη, άλλοτε σαν ξεπεσμένη σταρ.
Ο εαυτός της σε εκατοντάδες ρόλους αντιπροσωπεύει τον ρόλο της γυναίκας και τους ρόλους που της επιβάλλονται από την κοινωνία και αναπαράγει τα στοιχεία του φύλου της στη μικροαστική αμερικανική πραγματικότητα. Οι αναπαραγωγές αυτές αποτελούν ένα πολιτικό σχόλιο βάζοντας ζητήματα που μπαίνουν και ξαναμπαίνουν σε συζήτηση, τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τη γυναίκα το Χόλιγουντ, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα στερεότυπα της νοικοκυράς ή της Λολίτας, αφήνοντας το έργο της ανοιχτό σε ερμηνείες και μεταφράσεις και τη φαντασία του θεατή να οργιάσει.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έκανε μια σειρά φωτογραφιών, από τις λίγες στις οποίες δεν φορά μέικ-απ και περούκες, την οποία ονόμασε "Pink Robes". Η ίδια ποζάρει έχοντας ριγμένο επάνω της ένα ροζ μπουρνούζι και είναι από τις πρώτες έγχρωμες φωτογραφίες της. Οι ροζ ρόμπες που δεν εμπνέονται από θεατρικές ή κινηματογραφικές αναφορές, παρουσιάζουν πορτρέτα τα οποία πολλοί κριτικοί έχουν ερμηνεύσει ως αποκαλυπτικές εικόνες της «πραγματικής» Σίντι Σέρμαν, με τη στάση της να υπονοεί μια γυναίκα που προστατεύει τον εαυτό της, μια γυναίκα που αμύνεται πίσω από το πιο οικείο ρούχο της.
Όσο περνούν τα χρόνια από την πρώτη της δουλειά μέχρι σήμερα, έχει καταφέρει να εισχωρήσει βαθιά στο χώρο του γκροτέσκου, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο το αλλόκοτο, το μη ωραίο, να έρχεται σε ρήξη με τον χρόνο και την κοινωνική πραγματικότητα, μεγεθύνοντας και ακρωτηριάζοντας λεπτομέρειες της κοινωνικής και προσωπικής μας εικόνας. Στις φωτογραφίες της καθένας μπορεί να δει ένα απειροελάχιστο κομμάτι μιας αλησμόνητης εντύπωσης του εαυτού του.
Η μεγάλη αναδρομική της έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκης του Λονδίνου, το καλοκαίρι του 2019, άφησε εποχή. Ο βαθύς σκοτεινός και σαρκαστικός της κόσμος ήταν σε πλήρη δόξα, με τεράστια έργα, με τους χαρακτήρες να δημιουργούν μια αξεπέραστη οφθαλμαπάτη μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού και τα πρόσωπα, κλόουν, γυναίκες με μπότοξ και αναγεννησιακές φιγούρες, να φτάνουν πέρα από κάθε όριο και να γίνονται βαθιά ανησυχητικά.
«Προσπαθώ να σβήσω τον εαυτό μου περισσότερο από το να ταυτιστώ ή να τον αποκαλύψω και αυτό είναι ένα μεγάλο μπέρδεμα που έχουν οι άνθρωποι με τη δουλειά μου. Νομίζουν ότι προσπαθώ να αποκαλύψω μυστικές φαντασιώσεις ή κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα θέλω να εξαλείψω τον εαυτό μου με αυτούς του χαρακτήρες» σημειώνει στην τελευταία της έκθεση.
Η Σέρμαν και ο παράλογος κόσμος που παρουσιάζει έχει μια αυθεντικότητα και μια ειλικρίνεια που αγγίζει την πληγή της αληθινής ζωής με τη δύναμη ενός στοχαστή και την ευθυκρισία του αυθεντικού καλλιτέχνη. Είναι ακριβώς αυτή η τέχνη που σε χτυπά καταπρόσωπο.