Είμαι βέρος Αθηναίος, λούμπεν άρχοντας με καταγωγή από στρατηγούς και δεσποτάδες από την πλευρά του πατέρα μου. Γεννήθηκα στο Παγκράτι το 1955, Ευφρονίου και Αστυδάμαντος γωνία, σε μια μονοκατοικία με αυλή, όπου έμενε η χήρα μητέρα του πατέρα μου με τα τέσσερα παιδιά της. Ο παππούς μου ο Τάσος ήταν ανώτατος αξιωματικός που πολέμησε και τραυματίστηκε στη Μικρά Ασία. Ο πατέρας μου με την αδελφή του, τη θεία μου τη Μάρω, που έγινε γιατρός, εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ και πολέμησαν στα Δεκεμβριανά. Ο πατέρας μου κατέληξε στη Μακρόνησο και έκανε συνολικά τριάμισι χρόνια εξορίας γιατί δεν υπέγραφε δήλωση. Ήταν ένας χειροδύναμος αγαθός γίγαντας, αθλητής του ακοντισμού, ξανθός και γαλανομάτης, λάτρης της όπερας, του φαγητού, του κρασιού και των ωραίων γυναικών. Παντρεύτηκε την πιο όμορφη, τη μητέρα μου, και τη ζήλευε πολύ. Λίγο πριν πάω σχολείο μετακομίσαμε στην οδό Πιπίνου, κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα, και μείναμε στο ίδιο ισόγειο διαμέρισμα με την προγιαγιά μου που πέθανε 107 χρονών. Λεφτά δεν υπήρχαν, ούτε δουλειές για τους αριστερούς. Το ’61 που γεννήθηκε η αδερφή μου δεν χωράγαμε στο σπίτι της προγιαγιάς, έτσι πήγαμε στο Μπραχάμι επειδή εκεί έμεναν οι γονείς της μάνας μου, σε ξύλινη παράγκα. Νοικιάσαμε το ισόγειο ενός σπιτιού με μεγάλη αυλή και ο πατέρας μου ταξίδευε σε όλη την Ελλάδα ως εμπορικός αντιπρόσωπος.
• Το Μπραχάμι τότε ήταν φαρ ουέστ, η χαρά του παιδιού. Ο πατέρας μου ντρεπόταν όταν λέγαμε ότι μένουμε στο Μπραχάμι, μας έλεγε να λέμε Άγιο Δημήτριο. Αισθάνομαι τυχερός που το έζησα όλο αυτό γιατί με χάραξε, ήταν μαγικό στα μάτια μου. Η παράγκα του παππού και της γιαγιάς δεν είχε ούτε νερό ούτε ρεύμα, μόνο βαρέλια στην αυλή που τα γέμιζε η υδροφόρα και λάμπες πετρελαίου. Όποτε κάναμε επίσκεψη και ήμουν άτακτος, μου έδιναν ένα μπλοκ ιχνογραφίας και ξυλομπογιές, με έβαζαν σε ένα διπλανό δωμάτιο με δύο λάμπες πετρελαίου και ζωγράφιζα τον Ζορό και τον Ταρζάν. Μου κακοφάνηκε όταν στην Ε’ Δημοτικού βρέθηκα στην Κυψέλη σε πολυκατοικία με καλοριφέρ και παρκέ. Ακόμα πειράζω τη μάνα μου γι’ αυτό το κακό που μου έκανε.
Οι φίλοι μου λένε ότι είμαι ένας κωλόφαρδος άνθρωπος και το έχω πιστέψει. Παρότι μου έχουν τύχει πολύ μεγάλες γκαντεμιές, συνεχίζω να είμαι καλά και να επιβιώνω ως καλλιτέχνης από κωλοφαρδία.
• Ο παππούς μου από την πλευρά της μητέρας μου ήταν σιδηροδρομικός και είχε πολλά αδέλφια. Ένα από αυτά ήταν ένας πολύ γνωστός καραγκιοζοπαίχτης, ο Δημήτρης Πάγκαλος, για τον οποίο δεν είχα ακούσει ποτέ. Ο Μίμαρος, ο Πάγκαλος και ο Βασίλαρος ήταν οι τρεις καραγκιοζοπαίχτες που εξελλήνισαν τον Καραγκιόζη πριν από τον Σωτήρη Σπαθάρη. Το ανακάλυψα όταν μετά από πολλά χρόνια πήγα να κάνω μια έκθεση στη Δημοτική Πινακοθήκη Πάτρας με τον Ευγένιο Σπαθάρη, τον Κεσσανλή και πολλούς άλλους ζωγράφους που η δουλειά τους είχε κάποια σχέση με τον Καραγκιόζη, και η μητέρα μου μού αποκάλυψε ότι ο Πάγκαλος ήταν συγγενής μας, αλλά το μαύρο πρόβατο της οικογένειας.
• Ήμουν ντροπαλό και λιγομίλητο παιδί ‒η μάνα μου με έλεγε «μούγγα»‒, αλλά ταυτόχρονα πολύ ατίθασο και σκανταλιάρικο, που δεν έμπαινε σε νόρμες. Έτσι είμαι ακόμα, γεννημένος ντανταϊστής και αναρχικός, όλο σκανδαλιές, φάρσες και καλαμπούρια που πολλές φορές ξεπερνούν τα όρια. Κάθε πρωί ξυπνάω και σκέφτομαι «τι ζημιά θα κάνω σήμερα».
• Γυμνάσιο πήγα στην Κυψέλη, στη διάρκεια της χούντας, με σκονάκια και άπειρες κοπάνες. Στην τελευταία τάξη με έδιωξε ο χουντικός γυμνασιάρχης με σκαμπίλια, κακή διαγωγή και διά παντός από το γυμνάσιό του, γιατί με κατηγόρησε ότι ήμουν «πλαστογράφος» ‒ γράφτηκα και τελείωσα αλλού. Έφτιαχνα ψεύτικα δικαιολογητικά για τις απουσίες όποτε έκανα κοπάνες, μέχρι που κάποια στιγμή έφτιαξα για κάποιον άλλο ένα χαρτί, τον έπιασαν και με έδωσε στεγνά. Μετά, από πλαστογράφος εξελίχθηκα σε ζωγράφος.
• Ήμουν ακόμα μαθητής γυμνασίου το 1973, τότε που το τανκ μπήκε στο Πολυτεχνείο σκοτώθηκε ο καλύτερος παιδικός μου φίλος, ο Διομήδης Κομνηνός. Ήταν ένας ήρωας δεκαεφτά χρονών. Ήμουν κι εγώ στο Πολυτεχνείο, αλλά δεν ήμασταν μαζί, ο θάνατός του ήταν πρωτοσέλιδο την επόμενη μέρα στις εφημερίδες. Μετά από χρόνια έμαθα από την αδελφή του ότι μετέφερε έναν τραυματία από το Πολυτεχνείο. Στην Γ’ Σεπτεμβρίου κάποιος αξιωματικός της αστυνομίας τον σημάδεψε με το πιστόλι από πολύ κοντινή απόσταση και του είπε «παράτα τον» και επειδή αρνήθηκε, τον πυροβόλησε κατευθείαν στην καρδιά. Ο αστυνομικός αυτός δεν βρέθηκε και δεν καταδικάστηκε ποτέ, παρότι ήταν καθαρή δολοφονία. Ο θάνατος του Διομήδη με στοιχειώνει μέχρι τώρα.
• Μετά το γυμνάσιο πήγα στη Σχολή Δοξιάδη και πάντα δούλευα, σε τυπογραφεία, γκαρσόνι, έκανα σκίτσα σε εφημερίδες και διάφορες άλλες δουλειές για να είμαι ανεξάρτητος και να μένω μόνος μου, γιατί η οικογένειά μου δεν είχε λεφτά. Δούλεψα και βιομηχανικός εργάτης στα παγωτά Δέλτα και χτύπαγα κάρτα στις έξι το πρωί. Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, που ο πατέρας του είχε τη Δέλτα και ο ίδιος σήμερα είναι ένας εξαιρετικός συλλέκτης παγκόσμιας εμβέλειας, αγόρασε κάποτε έργα μου και πρόσφατα χάρισε ένα δικό μου μεγάλου μεγέθους στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Έτσι μπήκα στο ΕΜΣΤ μέσω Λαμίας, δηλαδή μέσω δωρεάς, αλλιώς δεν θα έμπαινα ποτέ. Ήταν κάπως σαν την εκδίκηση της γυφτιάς.
• Είμαι αναρχικός, αλλά χωρίς να έχω ιδέα για τη θεωρία του αναρχισμού. Υπήρξα και κομμουνιστής μέχρι που πήγα στην Πολωνία. Δεν έγινα ποτέ αντικομμουνιστής, παρότι οι σύντροφοί μου του ΚΚΕ με διέγραψαν από τη σχολή, με απέλασαν από τη χώρα και με αντιμετώπισαν ως πράκτορα της CIA που θα τον έστελναν στη Σιβηρία αν μπορούσαν. Στις πρώτες εκλογές απ’ όταν γύρισα στην Ελλάδα ρώτησα τον πατέρα μου, που ψήφιζε πάντα ΚΚΕ, «τι θα ψηφίσεις τώρα με όσα έχουν κάνει στον γιο σου; Θα ψηφίσεις ΚΚΕ;». Μου απαντάει «τι θες να πεις, ότι όλοι μου οι αγώνες πήγανε στράφι;». Τότε το βούλωσα, αλλά σήμερα θα του απαντούσα «ναι, όλοι οι αγώνες σου πήγαν στράφι».
• Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 οι πιο πολλοί Έλληνες πήγαιναν στην Ιταλία για σπουδές. Το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό ήταν όταν πήρα το καράβι και πήγα στη Ρώμη, λίγο πριν τελειώσω το γυμνάσιο. Ήταν άνοιξη και μαγεύτηκα, ξετρελάθηκα, ωραία κορίτσια, ωραίες μακαρονάδες, νεαρόκοσμος στη Σχολή Καλών Τεχνών, αραχτός στα γρασίδια, λέω «εδώ είμαστε». Άρχισα ιταλικά για να πάω να σπουδάσω σκηνογραφία στην Accademia di Belle Arti di Roma, όταν όμως είπα στους γονείς μου πόσα λεφτά χρειάζονταν τον μήνα, μου είπαν «αποκλείεται».
• Απογοητεύτηκα, αλλά επειδή ήμουν στην ΚΝΕ έμαθα ότι υπάρχουν υποτροφίες για τις σοσιαλιστικές χώρες και έκανα κι εγώ μια αίτηση. Στη Σχολή Δοξιάδη είχα ακούσει από κάποιους εμπνευσμένους καθηγητές μου για τις περίφημες πολωνικές αφίσες και έκανα αίτηση για υποτροφία στην Πολωνία. Εξασφάλιζαν στέγη, φαΐ στη φοιτητική εστία και ένα επίδομα κάθε μήνα που ήταν περίπου μισός πολωνέζικος μισθός εκείνης της εποχής, συν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Βρέθηκα στη σπουδαία Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βαρσοβίας. Στην Ελλάδα κηρύχθηκα ανυπότακτος γιατί η Ελλάδα τότε δεν είχε διακρατικές σχέσεις με καμία σοσιαλιστική χώρα, πλην της Ρουμανίας του χασάπη Τσαουσέσκου, και μόνο όσοι σπούδαζαν εκεί δικαιούνταν αναβολή. Το διαβατήριό μου έληξε σε μερικούς μήνες, κηρύχτηκα ανυπότακτος και αν ερχόμουν στην Ελλάδα θα πέρναγα Στρατοδικείο.
• Ήμουν είκοσι δύο χρονών και τα δύο πρώτα χρόνια ήταν μια χαρά. Παντρεύτηκα μια Πολωνέζα φοιτήτρια και το 1980 κάναμε μια κόρη. Τότε άρχισε η Πολωνία να βράζει, αλλά εγώ είχα άγνοια κινδύνου. Η Πολωνία μέχρι τότε ήταν η πέμπτη βιομηχανική δύναμη στην Ευρώπη και φημισμένη για την κουλτούρα της, είχε σινεμά, θέατρο, τζαζ, αλλά ξαφνικά άρχισε να καταρρέει ο σοσιαλισμός και έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι μας. Άρχισαν διαδηλώσεις, συγκρούσεις με τα πολωνικά ΜΑΤ, καταλήψεις σχολών και η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Στην ΚΝΕ η ηγεσία ανησυχούσε για τις αντιδράσεις μας γιατί συζητούσαμε την κατάσταση.
• Ξεκίνησαν απεργίες οι λιμενεργάτες και οι ανθρακωρύχοι και συγκρούσεις με τον στρατό και την αστυνομία. Διάβασα στις πολωνικές εφημερίδες ότι σε ένα ανθρακωρυχείο σκοτώθηκαν δώδεκα εργάτες, αλλά ο «Ριζοσπάστης», παίρνοντας την ανταπόκριση από την «Πράβντα», έγραφε το γεγονός παραποιημένο. Στις συνελεύσεις που κάναμε πήγαινα και με τις δύο εφημερίδες και τους ρώταγα προβοκατόρικα ποια αλήθεια να πιστέψω και με σημείωσαν στα μαύρα τα κατάστιχα. Το 1981 βγήκε ο Παπανδρέου και μας έδωσε αναβολές, έτσι ήρθα στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια. Τότε μαθαίνω ότι με είχαν απελάσει και διαγράψει από τη σχολή, ενώ ήμουν στο πέμπτο έτος και θα έκανα την πτυχιακή μου. Οι δύο πιο σταλινικοί που πρωτοστάτησαν στην απέλασή μου έγιναν ο ένας διευθυντής της Pirelli και ο άλλος διευθυντής γνωστής δεξιάς δημοσκοπικής εταιρείας.
• Επέστρεψα στην Πολωνία για να ολοκληρώσω τις σπουδές μου μετά από πολλά βάσανα και καθυστερήσεις, ιδιωτικά, δίνοντας ένα σωρό δολάρια που τα πλήρωσε η πλούσια θεία μου, ενώ εκεί ήταν ακόμα ο στρατιωτικός νόμος του Γιαρουζέλσκι.
• Πολλές φορές χαρακτηρίζω τη σύγχρονη τέχνη ως μπούρδα γιατί έχουν περάσει 106 χρόνια από το 1916 και το Cabaret Voltaire στη Ζυρίχη που αποτελεί την αρχή του ντανταϊσμού και της σύγχρονης τέχνης. Όλο αυτό ξεχνιέται και δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, το αποτέλεσμα είναι μια σύγχυση. Τα πάντα έχουν επηρεαστεί από τον ντανταϊσμό, τα εικαστικά, το σινεμά, η τυπογραφία, η φωτογραφία, η διαφήμιση, η ποίηση, η περφόρμανς, το θέατρο, τα πάντα. Δεν έχουμε πάει και πολύ μακριά από τότε, η conceptual τέχνη με τις εγκαταστάσεις, τη video art, την performance, την minimal art και διάφορες άλλες μεταμφιέσεις έχει υπερπροβληθεί και κορεστεί. Πίστευα ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει όλο αυτό και θα εξελιχθεί σε κάτι πιο νέο και λιγότερο βαρετό.
• Κάποτε άκουσα σε μια συνέντευξη του Αξελού την άποψή του για την τέχνη. Είπε «η μεγάλη τέχνη έχει τελειώσει. Δεν υπάρχουν πια τα ιερά τέρατα, Ρέμπραντ, Πικάσο, Ματίς, Βαν Γκογκ, Σεζάν, εμείς ζούμε τώρα τον απόηχο. Ζούμε τον αντίλαλο της τέχνης. Αυτός ο αντίλαλος θα κρατήσει ακόμα διακόσια χρόνια». Η άποψή του αυτή είναι και η δική μου.
• Στην τέχνη κυριαρχούν, αποφασίζουν και διατάζουν το εμπόριο, οι σνομπ συλλέκτες και οι DJ curators που έχουν αντικαταστήσει τους κριτικούς και θεωρητικούς της τέχνης, οι οποίοι κάποτε ήταν κάπως σημαντικοί. Τώρα δεν υπάρχουν, και να υπάρχουν δεν μετράνε. Μετράνε οι curators. Και οι καλλιτέχνες το έχουν ρίξει στην τεχνολογία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η τέχνη τρέχει πίσω από το χρήμα, η Art Basel γίνεται στο Χονγκ Κονγκ και στο Μαϊάμι. Τα κοράκια της Νέας Υόρκης και του Βερολίνου άνοιξαν παραρτήματα των γκαλερί τους στην Κίνα. Επέβαλαν τη μόδα των Ισπανών καλλιτεχνών, των Γιουγκοσλάβων, των πρώην Σοβιετικών, των Κινέζων, των Αφρικανών ‒ κάποια ξεφούσκωσαν και κάποια στιγμή θα ξεφουσκώσουν και τα υπόλοιπα. Η περίοδος της οικονομικής κρίσης και των πνιγμών των προσφύγων έγινε καλλιτεχνική εκμετάλλευση και οποιοσδήποτε Άι Γουεϊγουέι έκανε τέχνη με τον πόνο και το δράμα. Οι curators έκαναν άπειρες εκθέσεις πολιτικού περιεχομένου. Όλοι όσοι κοιμούνταν σαν βόδια ξαφνικά πολιτικοποίησαν την τέχνη με έναν τεχνητό τρόπο, χωρίς ουσιαστικό βάθος. Κλασικό παράδειγμα η αριστερίλα της Documenta που έγινε στην Ελλάδα, που για μένα ήταν μια μπούρδα. Εμείς περιμέναμε κάποια στιγμή τη σειρά μας να γίνουμε μόδα, η οποία δεν ήρθε ποτέ.
• Η τέχνη πρέπει να συγκινεί. Δεν συγκινούμαστε όλοι από τα ίδια πράγματα, εμένα με συγκινεί ένα ζευγάρι που φιλιέται στον δρόμο, η συγκίνηση που νιώθουν αυτοί μεταξύ τους μεταφέρεται σε μένα. Έτσι νιώθω εγώ ότι πρέπει να λειτουργεί ένα έργο τέχνης. Να νιώθω τη συγκίνηση του δημιουργού του. Σπάνια το βλέπω και το νιώθω, γιατί τα περισσότερα έργα είναι ψυχρά, σαν να βλέπεις ένα ζευγάρι που ο καθένας κάθεται με γυρισμένη την πλάτη, χωρίς καμία επαφή, και ασχολείται με το κινητό του.
• Είμαι ερωτευμένος με την τέχνη και ταυτόχρονα τη μισώ γιατί δεν αντέχω την υποκρισία και το κυνήγι του χρήματος και της δόξας. Σε έναν διαπληκτισμό που είχα με φίλο γκαλερίστα, επειδή δεν έβγαζε άκρη μαζί μου, μου χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και μου είπε, «εγώ έχω τον παρά και ό,τι γουστάρω κάνω». Του είπα «βάλ’ τον στον κώλο σου και άντε γεια». Κι εξαφανίστηκα για πέντε χρόνια.
• Πάντα γούσταρα τους καλλιτέχνες που ήταν διαφορετικοί από την εποχή τους. Ίσως όχι η αφρόκρεμα, αλλά για μένα ήταν οι πιο σημαντικοί. Μου αρέσει ο Ιερώνυμος Μπος, ο Ανρί Ρουσό, που ήταν αυτοδίδακτος και τελώνης στο επάγγελμα, αλλά τον εκτιμούσαν όλοι οι ιμπρεσιονιστές, ο Τζέιμς Ένσορ, που έβγαζε στα έργα του τρέλα και χιούμορ και έκανε πίνακες στους οποίους «έθαβε» γιατρούς της εποχής του, ο Σαγκάλ, ο Μαξ Ερνστ, ο Χανς Αρπ, ο Ουίλιαμ Κόπλεϊ, που τον οποίο έχω μελετήσει ενδελεχώς και με έχει επηρεάσει πολύ, ο Ακριθάκης. Επίσης, ο Ντέιβιντ Λιντς, ο σκηνοθέτης, είναι απίστευτος ζωγράφος.
• Μου αρέσει η Ιστορία της Τέχνης, όχι όμως η γνωστή, αυτή που ξέρουμε. Είχα ένα μεγάλο διάστημα αποχής, πριν ξεκινήσω να ξαναδουλεύω. Το 2015 συνέβησαν διάφορα τραγικά στη ζωή μου, όλα μαζεμένα, και σταμάτησα να ζωγραφίζω ενώ ήμουν πολύ δημιουργικός. Όταν άρχισα ξανά να ζωγραφίζω, ήθελα από κάπου να εμπνευστώ, τον Κόπλεϊ τον είχα ξεψαχνίσει και έψαχνα κάτι πρωτόγνωρο, την τέχνη των Αφρικανών, των Αβορίγινων, κάποιων Ινδών και Ινδιάνων. Ανακάλυψα έναν Αμερικανό μαύρο ζωγράφο ο οποίος ήταν σκλάβος και άρχισε να ζωγραφίσει στα 85 του, τον Μπιλ Τρέιλορ. Αυτός με οδήγησε σε έναν άλλο μαύρο ζωγράφο στο βελγικό Κονγκό που ζωγράφιζε ζούγκλες και σχολίαζε αυτά που τους είχαν κάνει οι Βέλγοι. Έψαχνα μια τέχνη που δεν την ενδιέφερε αν θα την πάρει ο συλλέκτης ή το μουσείο, έξω από την ομοιομορφία που επικρατεί. Θα μου πεις, τα δικά σου έργα είναι κάτι διαφορετικό; Μακάρι να ήξερα, δεν τα έχω περί πολλού, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μια σύνδεση από το 1983 που έκανα την πρώτη μου έκθεση μέχρι τώρα, σαράντα χρόνια μετά, υπάρχει μια ροή. Δεν ξέρω αν θα μείνει τίποτα και δεν με νοιάζει, έχω μια τελείως αναρχική αντίληψη για την τέχνη.
• Οι φίλοι μου λένε ότι είμαι ένας κωλόφαρδος άνθρωπος και το έχω πιστέψει. Παρότι μου έχουν τύχει πολύ μεγάλες γκαντεμιές, συνεχίζω να είμαι καλά και να επιβιώνω ως καλλιτέχνης από κωλοφαρδία.
• Σιχαίνομαι το χρήμα και την εξουσία και είμαι άθεος. Έχω γνωρίσει ανθρώπους εύπορους, έως πολύ εύπορους, σχεδόν κανείς τους δεν είναι καλά. Τα λεφτά δεν τους σώζουν. Τους κερατώνει η γυναίκα τους, δεν τους αγαπάνε τα παιδιά τους, έχουν προβλήματα υγείας. Αυτοί που πιστεύουν ότι το χρήμα είναι η μόνη σωτηρία κάποια στιγμή ανακαλύπτουν ότι η ζωή έχει άλλη αντίληψη και ότι η αγάπη, που είναι το σημαντικότερο σε αυτήν τη ζωή, δεν εξαγοράζεται. Όλο αυτό περιγράφεται υπέροχα στο Σπιρτόκουτο και στις άλλες ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη.
• Μου έλεγαν κάποτε «ρε Παυλόπουλε, μας το παίζεις ντανταϊστής, αναρχικός, ότι δεν φοράς σακάκια και δεν ξέρεις να δέσεις μια γραβάτα, και εκθέτεις σε γκαλερί του Κολωνακίου που δίπλα πωλούνται τα πιο ακριβά παπούτσια της Ελλάδας και τα έργα σου τα αγοράζουν πάμπλουτοι συλλέκτες. Τους απάντησα ότι «οι συλλέκτες αγοράζουν τα έργα μου, όχι την ψυχή μου».
• Μέχρι τα σαράντα μου δεν πούλαγα ούτε ένα έργο, μετά ξαφνικά τα έργα μου στις εκθέσεις άρχισαν να γίνονται ανάρπαστα. Άρχισα να νιώθω περίεργα γιατί έλεγα στον εαυτό μου «αυτά τα έργα που κάνεις και περιγράφουν με ακραίο τρόπο μια κοινωνία σε παρακμή τα αγοράζουν αυτοί που την έχουν προκαλέσει». Αυτό με έκανε να νιώθω ότι έχω αποτύχει και αυτό το μήνυμα ήθελα να περάσει στην επόμενη έκθεσή μου, όπου προσπάθησα με ακόμα πιο ακραίο τρόπο γι’ αυτό, δηλαδή να αποτύχω καλύτερα, όπως λέει ο Μπέκετ. Μια πλούσια κυρία ήρθε στα εγκαίνιά της και αγόρασε το πιο ακραίο και παρανοϊκό έργο μου. Ρώτησα ποια ήταν και μου είπαν ότι ήταν η γυναίκα του χουντικού αρχηγού της ΚΥΠ και ένιωσα ότι είχα αποτύχει γι’ ακόμα μια φορά. Η τελευταία έκθεση που έκανα το 2015 με τίτλο «Φαντασμαγορία» στην γκαλερί Καλφαγιάν, την οποία θεωρώ την καλύτερή μου, δεν πήγε καθόλου καλά εμπορικά, βγήκαν ίσα-ίσα τα έξοδα που είχα κάνει για τα γλυπτά ‒γιατί είχα χρυσοπληρώσει το χυτήριο‒, αλλά αυτό λειτούργησε λυτρωτικά για μένα. Είπα «τώρα, Τάσο, το ψιλοπέτυχες αυτό που κυνηγούσες».
• Μου αρέσει ο ύπνος, είμαι υπναράς, το καλό φαΐ, το σεξ, η θάλασσα, η τεμπελιά, το ποδόσφαιρο ‒ τώρα πια μόνο βλέπω, μέχρι τα σαράντα έπαιζα σε ομάδα, στον Κόνδορα Πατησίων. Έχω ένα δικό μου μότο ως φιλοσοφία ζωής, «γαλήνια ρέμβη και στοχασμός». Μου αρέσει δηλαδή να κάθομαι και να πίνω τον καφέ μου και να είμαι αφηρημένος, να ρεμβάζω πριν ξεκινήσω να κάνω κάτι ή και τίποτα. Να είμαι ερωτευμένος.
• Εκτιμώ πολύ την ειλικρίνεια, τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, που σημαίνει και θάρρος της γνώμης, τιμιότητα, αθωότητα, απλότητα. Θεωρώ πολύ σπουδαία την απλότητα στα πάντα, στη σκέψη, στη λειτουργία μας, στο ντύσιμό μας, στον τρόπο που ζούμε, στον τρόπο που ζωγραφίζουμε, που μιλάμε, ακόμα και στο φαΐ που θα φάμε.
• Η ζωή με έχει μάθει ένα πολύ σημαντικό πράγμα, να πιστεύω στη δύναμη του ενός και όχι στη δύναμη της μάζας. Δεν πιστεύω σε επαναστάσεις, διαχρονικά, μόλις κάτι συμβεί για το καλύτερο αρχίζει η ανθρωποφαγία, το κυνήγι της εξουσίας πάση θυσία. Έτσι δημιουργούνται οι αρχηγοί και οι προδότες: προδότης ο Κολοκοτρώνης, προδότης ο Βελουχιώτης, προδότης ο Πλουμπίδης, προδότης κι εγώ. Το δράμα της ιστορίας της Ελλάδας και ειδικά της αριστεράς. Αυτό που είχε πει ο Περικλής Κοροβέσης «δεν ξέρω αν είμαι κομμουνιστής ή αν είμαι αναρχικός, αλλά αυτό που με νοιάζει είναι να μην πεθάνω μαλάκας» το θεώρησα πολύ μεγάλη κουβέντα και είναι αυτό που με νοιάζει κι εμένα. Είμαι καλοπερασάκιας, η ζωή είναι ωραία, αλλά όχι με τη λογική της ταινίας του Μπενίνι. Και είναι σύντομη. Είναι αυτό που έχει γράψει η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, «όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή, σαν λουλούδι κάποιο χέρι, θα μας κόψει μιαν αυγή...».
Τα 20 έργα που δημιούργησε ο Τάσος Παυλόπουλος εμπνευσμένα από το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη εκτίθενται στο φουαγέ της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση με αφορμή το «ΣπιρτόκουτοThe Musical».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.