Ο όρος «τσίκι-τσίκι» αποδίδεται στον Κώστα Ταχτσή, καθώς εκείνος τον πρωτοχρησιμοποίησε σε κείμενό του για τον κατάλογο έκθεσης του 1971 στη Γενεύη, στην γκαλερί του Ιόλα, αν και μάλλον ο ίδιος ο καλλιτέχνης συνήθιζε να αποκαλεί έτσι την τεχνική της σχολαστικής σχεδόν επανάληψης μοτίβων, το παραγέμισμα της λευκής επιφάνειας του χαρτιού με μικρά σχήματα από μαύρο μελάνι. Ένα πολύ προσωπικό στυλ συγκεκριμένης τεχνοτροπίας όπου κυκλάκια, γραμμούλες, καμπύλες και αλλά πολλά ευρηματικά σχήματα αναπαράγονται σε έναν αέναο πολλαπλασιασμό, δίνοντας την εντύπωση ότι είναι ίδια, ενώ στην πραγματικότητα, αν κάποιος τα παρατηρήσει προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι μοιάζουν απλώς, δεν είναι ταυτόσημα. Τον χαρακτηρισμό τους, πάντως, τον οφείλουν στον ήχο που έκανε το πενάκι πάνω στο χαρτί. Όλα ασπρόμαυρα, ενώ σε κάποια προστίθεται λίγο χρώμα. Η περίοδος, δε, κατά την οποία ο Ακριθάκης δούλευε με αυτού του τύπου την τεχνική ήταν μεταξύ 1965 και 1975.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης είχε διακρίνει την ιδιοφυΐα του ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '60, όταν ο καλλιτέχνης μοιραζόταν με τον Ταχτσή μία από τις σοφίτες του περίφημου Κτιρίου Καλλιγά στο Σύνταγμα και εμπλούτιζε με σχέδια του το θρυλικό λογοτεχνικό περιοδικό «Πάλι», του οποίου ο διανοητής και ποιητής ηγούνταν. Έγραψε με αφορμή την πρώτη του αθηναϊκή έκθεση στο Γαλλικό Ινστιτούτο το 1966:
Η σπειροειδής χαίτη ενός αποτυχημένου φεγγαριού που πήγε να γίνει άνθρωπος - χρωματιστή - έντερο - εντομολογία - το γράμμα 4, ο αριθμός Ω, ερωτηματικά, μαμούνια, καρδιές σε όλα τα μεγέθη, σε όλα τα χρώματα, βέλη, φυτά, ανθρωπάκια με φωτιές και ήλιοι, σταυρός ή σφυροδρέπανο, αδιάφορο τι - τριβόλια, όπως τα σκουληκάκια μέσα στο φρούτο. Το ηρωικό κατσαβίδι με το παξιμάδι του και με την αλυσίδα - ο θρόνος της καρδιάς, το απροσδόκητο αυτό ξέσπασμα είναι σαν μια βροχή ανοιξιάτικη που φέρνει πάνω στης γης την επιφάνεια όχι μόνο τα χόρτα και τα λουλούδια αλλά κι όλα τα μικροσκοπικά πλάσματα της οικουμένης.
Αυτή η περιγραφή είναι σαν να καθόρισε την καλλιτεχνική ταυτότητα του Ακριθάκη, ένα κείμενο-μανιφέστο όπου αναδεικνύονται όλοι οι αγαπημένοι συμβολισμοί, πολλοί εκ των οποίων επανέρχονται σε όλη τη δημιουργική πορεία του χαρισματικού αλλά και περιπετειώδους καλλιτέχνη. Μοτίβα που εντάσσονται και στα «τσίκι-τσίκι» της εποχής, μια χαρακτηριστική και χαριτωμένη προσωπική έκφραση που δεν περιορίζεται αποκλειστικά στη δεκαετία αυτή, καθώς ίχνη της εντοπίζονται και νωρίτερα αλλά και αργότερα, ακόμα και σε μεγάλου μεγέθους λάδια. Λόγου χάρη, η αφίσα της έκθεσής του στη Θεσσαλονίκη, στην γκαλερί Βέλτσου, το 1963 ήταν «τσίκι-τσίκι», το οποίο ξαναβρίσκουμε και μετά το 1975 σε εφαρμογές, π.χ. σε βαμβακερά υφάσματα, σε κατασκευές, σε πολλαπλά για το Πολύπλανο. Επίσης, θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε ότι τη δεκαετία που κυριάρχησαν τα «τσίκι-τσίκι» ο καλλιτέχνης περιοριζόταν σε αυτό, αφού παράλληλα έκανε και τέμπερες, στις οποίες συχνά ξεπρόβαλλε σε μικρότερες ή μεγαλύτερες δόσεις το «τσίκι-τσίκι», όπως το «Galerie Mikro Keitum Sylt» του 1971. Κι ενώ το 1973 ουσιαστικά το εγκαταλείπει, επανέρχεται με το εξώφυλλο της Ιωάννου Αποκαλύψεως σε μετάφραση του Ηλία Πετρόπουλου, στην πρώτη έκδοση του 1975 από τις εκδόσεις Πλειάς. Στις σελίδες που ακολουθούσαν υπήρχαν 12 παραλλαγές του.
Κοιτάς τα έργα του και ένας ολόκληρος καινούργιος κόσμος ανοίγεται μπροστά σου, χωρίς να έχει σημασία αν αυτό που κοιτάς είναι μεγάλο ή μικρό. Είναι από μόνο του ωραίο!
Ο Αλέξιος Παπαζαχαρίας, επιμελητής της έκθεσης, μαζί με την κόρη του καλλιτέχνη Χλόη Geitmann-Ακριθάκη, αφιέρωσε έναν χρόνο ερευνώντας τα «τσίκι-τσίκι». Συνάντησα τους δυο τους στο καφέ του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Κουμπάρη. Ο Παπαζαχαρίας πήρε τον λόγο:
Πρόκειται για μια τυπολογία έργων καλλιτεχνικής δημιουργίας και συγκεκριμένου μέσου, που είναι το μελάνι στο χαρτί. Τα χαρακτηρίζει ίδια λογική, αλλά είναι απολύτως διαφορετικά. Είναι τα πρώτα που έχουν αναγνωρισιμότητα και αναγνώριση και πολλά από τα έργα αυτά είναι διάσημα. Έτσι έβλεπε τη σχέση του με το μελάνι και το χαρτί. Ένα ενστικτώδες παιχνίδι που το κάνεις σαν παιδί. Εξάλλου, όταν είμαστε παιδιά, παρατηρούμε αλλιώς, και κυρίως συγκρατούμε στη μνήμη μας περισσότερα. Αυτή η ευαισθησία που έχεις ως παιδί και τη χάνεις μεγαλώνοντας εκείνος δεν τη χάνει, συνεχίζει να την έχει. Και ως καλλιτέχνης κάνει πολύ ωραία πράγματα. Γενικά, ο Ακριθάκης έχει μια τάση να κάνει τα έργα του κάπως τραγικά και την εμφάνισή τους ευδιάθετη, καλυμμένη με τα αντίθετά τους. Υπάρχουν έργα που σχολιάζουν την επικαιρότητα, αλλά με έναν τρόπο είναι αισιόδοξα
Η επιβολή της δικτατορίας το 1967 τον βρίσκει στην Αθήνα με τη σύντροφό του Φώφη. Λίγο μετά θα πάρει την περίφημη υποτροφία από το γερμανικό κράτος και θα εγκατασταθούν στο περίκλειστο τότε Δυτικό Βερολίνο. Ένα από τα έργα της έκθεσης, όπου αναγνωρίζεις ένα τανκ και μια ελληνική σημαία, αποτελεί σαφή αναφορά στο πραξικόπημα.
Ο Παπαζαχαρίας παίρνει αφορμή από αυτό το έργο και εξηγεί:
Δεν ήταν στρατευμένος καλλιτέχνης, αλλά όλα του τα έργα είναι πολιτικά. Όλα δείχνουν τη στάση ζωής ενός ανθρώπου που έχει έναν προβληματισμό σε σχέση με το τι δίνεις και τι παίρνεις, που αυτό είναι πολιτική. Κοιτάς τα έργα του και ένας ολόκληρος καινούργιος κόσμος ανοίγεται μπροστά σου, χωρίς να έχει σημασία αν αυτό που κοιτάς είναι μεγάλο ή μικρό. Είναι από μόνο του ωραίο! Δεν είναι φορτωμένα με πολλά αρνητικά συναισθήματα, ο Ακριθάκης δεν δείχνει το τέλος − μάλλον την αρχή. Έχουν αγαπηθεί από πολύ κόσμο τα "τσίκι-τσίκι", αλλά δεν είναι απαραίτητα από τα πιο αγαπημένα του κοινού γενικά, της αγοράς και των μουσείων. Είναι χαρακτηριστικά, αλλά έχουν μια απαίτηση για παρατήρηση, είναι έργα που βλέπονται από κοντά, που σημαίνει ότι δεν λειτουργούν για τον πολύ κόσμο
Δέκα χρόνια δημιουργικότητας περιλαμβάνουν και κάποια μνημειώδη έργα, σχολιάζω, και ο επιμελητής με διορθώνει: «Βλέπεις μια κρύα επιφάνεια με λίγο χρώμα. Πολύ λίγα είναι σχεδιασμένα για να φαίνονται από μακριά. Κι αυτά είναι όντως μνημειώδη. Αλλά ένα έργο δεν το κάνει μνημείο ο καλλιτέχνης αλλά η Ιστορία». Η Χλόη Ακριθάκη συμπληρώνει: «Το "τσίκι-τσίκι" του '65 είναι άλλο από εκείνο του '69». Πράγμα που σημαίνει ότι είχε θεαματική εξέλιξη. Θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε, λοιπόν, επικά; «Ναι, αυτό ίσως είναι σωστότερο» μου απαντάει ο Παπαζαχαρίας. Πολλά από αυτά τα έργα ανήκουν σήμερα σε ιδιωτικές συλλογές. Είτε τα είχε χαρίσει είτε είχαν πουληθεί και βρέθηκαν μετά από έναν μαραθώνιο αναζήτησης. Σημασία έχει ότι εντοπίστηκαν και θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό, εφόσον τα περισσότερα είναι εντελώς άγνωστα.
Μια «τρυφερή» πλευρά της έκθεσης, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της προετοιμασίας, είναι η συνεισφορά του Μιχάλη Γαβρίλου που τη δεκαετία του '70 έφτιαχνε τις κατασκευές των πολλαπλών στο Πολύπλανο και συνεργάστηκε στενά με τον Ακριθάκη, ενώ αργότερα, ως συνιδιοκτήτης του Επίκεντρου στην Πάτρα, του οργάνωσε και έκθεση. Γνωριζόντουσαν καλά και τον θυμάται να στήνει τα έργα του. Αναπόφευκτα, λοιπόν, όποτε αντιδρά και λέει «ο Αλέξης δεν θα το έκανε έτσι», δεν μπορεί κανείς παρά να σεβαστεί τη συμβουλή του.
Ιnfo
Αλέξης Ακριθάκης, τσίκι-τσίκι, από 25/9 έως 17/11, Μουσείο Μπενάκη, Κουμπάρη 1 & Βασ. Σοφίας, www.benaki.org