Mια νέα έκθεση της Yayoi Kusama που εγκαινιάστηκε στην γκαλερί Victoria Miro στο Λονδίνο το 2016 προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον. Κατά το παρελθόν σκληροπυρηνικοί θαυμαστές της δεν έχουν διστάσει ακόμα και να κατασκηνώσουν έξω από εκθεσιακούς χώρους για να εξασφαλίσουν την είσοδό τους σε αυτούς. Η έκθεση εκτεινόταν σε τρεις χώρους της γκαλερί αλλά και στον κήπο και περιλάμβανε νέα έργα ζωγραφικής, γλυπτά-κολοκύθες και δωμάτια με καθρέφτες – όλα έργα που έχουν δημιουργηθεί ειδικά γι' αυτή την παρουσίαση. Πρόκειται για την πιο εκτεταμένη έκθεση της Kusama στην γκαλερί μέχρι σήμερα και για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν τα δωμάτιά της στο Λονδίνο, μετά τη μεγάλη αναδρομική που έγινε στην Tate Modern το 2012.
Για την έκθεση η καλλιτέχνις είχε δημιουργήσει τρία δωμάτια με καθρέφτες, όλα τους με ιδιόρρυθμα ονόματα. «Όλη η αιώνια αγάπη που έχω για τις κολοκύθες», «Πολυέλαιος της Θλίψης» και «Πού χάθηκε το φως της καρδιάς μου» λέγονται τα δωμάτια, τα οποία τοποθετούν τον θεατή μέσα σε ένα σύμπαν φτιαγμένο από ποικίλες, πολλαπλασιαζόμενες αντανακλάσεις. Στους νέους πίνακες που παρουσιάστηκαν συναντάμε για άλλη μια φορά το αγαπημένο μοτίβο της Yayoi Kusama, τα πουά, που επαναλαμβάνει με έναν ψυχαναγκαστικό τρόπο, ο οποίος έχει τις ρίζες του στην παιδική της ηλικία. Οι πίνακες εντάσσονται στη σειρά «Η αιώνια ψυχή μου», την οποία η Kusama ξεκίνησε το 2009 και συνεχίζει μέχρι σήμερα. Σε αυτούς, πάνω σε μονόχρωμη βάση, ζωγραφίζει μάτια, ανθρώπινα προφίλ και άλλα, μάλλον απροσδιόριστα σχήματα, συχνά σε εκρηκτικούς συνδυασμούς χρωμάτων. Οι κολοκύθες είναι ένα ακόμα μοτίβο που κατά καιρούς συναντάμε στο έργο της και, όπως χαρακτηριστικά είπε σε συνέντευξή της στην «Guardian»: «Οι κολοκύθες με κάνουν πάντα να χαμογελώ. Είναι τα πιο αστεία λαχανικά». Κι αυτές, ωστόσο, συνδέονται με τα νεανικά της χρόνια, καθώς είχε δει την οικογενειακή επιχείρηση να τις αποθηκεύει σε μεγάλες ποσότητες κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Όταν ήμουν νέα, η τύχη με οδήγησε σε ένα βιβλίο με έργα της Τζόρτζια Ο'Κιφ. Ονειρεύτηκα να πάω στην Αμερική και να δραπετεύσω από την οικογένειά μου, παρότι δεν ήξερα κανέναν εκεί. Αφού είδα τους πίνακές της στο βιβλίο, της έγραψα. Απάντησε με μεγάλη ευγένεια και γενναιοδωρία. Το γράμμα της μου έδωσε το θάρρος που χρειαζόμουν για να φύγω για τη Νέα Υόρκη
Η «Πριγκίπισσα του Πουά» γεννήθηκε το 1929 στην πόλη Ματσουμότο της Ιαπωνίας και σε ηλικία δέκα ετών άρχισε να έχει τις πρώτες της παραισθήσεις, οι οποίες την ακολουθούν μέχρι σήμερα. Η εικόνα της πραγματικότητας ποτισμένη με πολύχρωμες βούλες και ιστούς προκαλεί φόβο στο μικρό κορίτσι, που για να τον διαχειριστεί αρχίζει να ζωγραφίζει το περιεχόμενο των παραισθήσεών του. Η ίδια περιγράφει τον εαυτό της ως «ψυχαναγκαστικό καλλιτέχνη», μια και οι βούλες και οι ιστοί έγιναν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που συνεχίζει μέχρι σήμερα να υπηρετεί με τρομερή συνέπεια και πειθαρχία. Σπουδάζει για λίγο (1948-9) στο Specialist School of Arts του Κιότο, έρχεται όμως σε σύγκρουση με τη συντηρητική οικογένειά της και αποφασίζει το 1957 να κυνηγήσει το όνειρό της στην Αμερική. «Όταν ήμουν νέα, η τύχη με οδήγησε σε ένα βιβλίο με έργα της Τζόρτζια Ο'Κιφ. Ονειρεύτηκα να πάω στην Αμερική και να δραπετεύσω από την οικογένειά μου, παρότι δεν ήξερα κανέναν εκεί. Αφού είδα τους πίνακές της στο βιβλίο, της έγραψα. Απάντησε με μεγάλη ευγένεια και γενναιοδωρία. Το γράμμα της μου έδωσε το θάρρος που χρειαζόμουν για να φύγω για τη Νέα Υόρκη» θα αποκαλύψει. Φεύγοντας, θα καταστρέψει πολλά από τα πρώτα έργα της, ενώ η μητέρα της θα της πει να μην ξαναπατήσει στο σπίτι τους ποτέ.
Τα πρώτα της έργα στη Νέα Υόρκη είναι οι επονομαζόμενοι από την ίδια «Άπειροι Ιστοί» («Infinity Nets»). Αποτελούνται από χιλιάδες μικροσκοπικά σημάδια που επαναλαμβάνονται εμμονικά σε μεγάλα τελάρα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι άκρες του καμβά, σαν να συνεχίζονται στο άπειρο. Τέτοια έργα διερευνούν τα σωματικά και ψυχολογικά όρια της ζωγραφικής με τη φαινομενικά ατελείωτη επανάληψη των σημάτων, δημιουργώντας μια σχεδόν υπνωτική αίσθηση τόσο για τον θεατή όσο και για τον καλλιτέχνη. Τα έργα της από την εν λόγω περίοδο εντάσσονται στον μινιμαλισμό, αλλά η δουλειά της σύντομα θα μεταβεί στην pop art και στην performance art. Γίνεται κεντρικό πρόσωπο τη νεοϋορκέζικης αβανγκάρντ και το έργο της παρουσιάζεται παράλληλα με αυτό καλλιτεχνών όπως ο Donald Judd, ο Claes Oldenburg και ο Andy Warhol. Ακολουθεί η σειρά "Accumulation Series" που περιλάμβανε αντικείμενα και έπιπλα καλυμμένα με μικρά, μαλακά γλυπτά από λευκό ύφασμα, που έμοιαζαν με φαλλούς. Ασχολείται με την performance art, υποστηρίζοντας τις αντιπολεμικές ιδέες και διερευνώντας τον ελεύθερο έρωτα. Οι δράσεις της συχνά περιλαμβάνουν γυμνό σε δημόσιους χώρους, με τους κριτικούς να την κατηγορούν για έντονη αυτοπροβολή.
Το 1973 επιστρέφει στην Ιαπωνία και από το 1977, έπειτα από προσωπική της απόφαση, ζει σε ψυχιατρική κλινική που βρίσκεται πολύ κοντά στο ατελιέ της. Οι «αποκαλυπτικές» παραισθήσεις της εξακολουθούν να είναι η πηγή έμπνευσής της και η ίδια τις αποκαλεί "self-obliteration" (αυτο-εκμηδένιση, στιγμές παραληρήματος, στη διάρκεια των οποίων έχει την αίσθηση ότι την καταβροχθίζει το σύμπαν). «Όταν δεν εργάζομαι, οι σκέψεις μου μπορεί να γίνουν πολύ σκοτεινές», θα εκμυστηρευτεί. Συνεχίζει να δημιουργεί έργα τέχνης, ενώ παράλληλα ασχολείται με την ποίηση και τη λογοτεχνία. Από τη δεκαετία του '80 αρχίζει να χρησιμοποιεί έντονα χρώματα και επιστρέφει στον διεθνή κόσμο της τέχνης το 1989 με εκθέσεις στη Νέα Υόρκη και στην Οξφόρδη, ενώ γίνεται η πρώτη γυναίκα που εκπροσωπεί την Ιαπωνία στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1993. Η δημοτικότητά της γίνεται όλο και μεγαλύτερη, στέφεται επανειλημμένα η πιο δημοφιλής καλλιτέχνις στον κόσμο και οι συλλέκτες έργων τέχνης δίνουν μάχες για να αποκτήσουν ένα έργο της. Κάνει ρεκόρ πώλησης έργου (5.100.000 δολάρια) το 2008 για γυναίκα καλλιτέχνη εν ζωή και συνεχίζει να εκθέτει σε όλο τον κόσμο. Η τέχνη της είναι τόσο επιδραστική, που το ροκ συγκρότημα Superchunk γράφει γι' αυτήν το "Art Class - Song for Yayoi Kusama", ενώ και η ίδια πειραματίζεται και παρουσιάζει στην David Zwirner Gallery της Νέας Υόρκης το τραγούδι της "A Manhattan suicide addict", που προκαλεί... αμηχανία.
Το 2012 θα αποφασίσει να συνεργαστεί με τον οίκο μόδας Louis Vuitton, ο οποίος θα δημιουργήσει μια σειρά ρούχων και αξεσουάρ στολισμένων με τα περίφημα πουά της. Σκοπός της είναι όχι μόνο να γίνουν τα πουά της ακόμα πιο γνωστά, αλλά και να μεταδώσει το μήνυμά της «Love Forever». «Η αγάπη μου για την ανθρωπότητα και για τον κόσμο ήταν πάντα η κινητήρια δύναμη και η ενέργεια πίσω από όλα αυτά που κάνω. Όλη μου τη ζωή εκφράζω την αγάπη μέσα από την τέχνη» θα πει. Η αγάπη της αυτή δεν μένει χωρίς αντίκρισμα. Φέτος, το περιοδικό ΤΙΜΕ τη συμπεριέλαβε στη λίστα με τα 100 άτομα που ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη, στην οποία μάλιστα είναι το μεγαλύτερο σε ηλικία άτομο. Ούσα πλέον 87 ετών, η Γιαπωνέζα με το χαρακτηριστικό πορτοκαλί καρέ μαλλί εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά παραγωγική και ο μεγαλύτερός της φόβος είναι η μοναξιά. «Αν και φοβάμαι τον θάνατο, θα ήθελα να κρατήσω το ηθικό μου τόσο ψηλά, ώστε να μην τον φοβάμαι» συμπληρώνει.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 11.8.2017
σχόλια