Ο Andy Warhol είναι περισσότερο ζωντανός από ποτέ. Τα έντυπα τον αγαπούν, οι νεαροί καλλιτέχνες συζητούν γι' αυτόν με τρόπο ευλαβικό, οι ξένοι τον θεωρούν απαραίτητο. Eκθέσεις, ταινίες και βιβλία με σαφείς επιρροές στη ζωή και το έργο του κάνουν την εμφάνισή τους σχεδόν κάθε χρόνο.
Υπάρχει κάτι περίεργο σε όλο αυτό που συμβαίνει. Ο Warhol (1928-1987) έφτιαξε τα πιο αυθεντικά από τα έργα του πριν από 40 χρόνια. Εάν η ιστορία της τέχνης μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως οδηγός, ο Warhol θα έπρεπε να ανήκει στο παρελθόν, και θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως η επιρροή του έχει πια ξεθυμάνει. Ωστόσο εξακολουθεί να γίνεται όλο και πιο δημοφιλής. Η πραγματική τέχνη που παρήγαγε ο Warhol –οι πίνακες, οι μεταξοτυπίες και οι ταινίες του– δεν μπορούν να εξηγήσουν αυτή την ιδεοληπτική, σχολαστική προσοχή που δείχνουν για το έργο του οι νεαροί καλλιτέχνες. Ο Warhol ήταν ένας σημαντικός pop καλλιτέχνης που δημιουργούσε ακραίες ταινίες, και με τις μεταξοτυπίες του βρήκε έναν φρέσκο τρόπο να περιγράψει το εφήμερο της δόξας, παρ' όλο που οι εικόνες του δεν είχαν την εικαστική δύναμη που βρίσκει κανείς στα έργα των μεγάλων ζωγράφων του 20ού αιώνα, όπως του Matisse, του Picasso και του Mondrian.
Υπήρξε άδολος αλλά υποψιασμένος, αθώος αλλά διεφθαρμένος. Μπορούσε να είναι νέος αλλά και γέρος. Ήταν περιτριγυρισμένος από ναρκωτικά, αλλά ο ίδιος ήταν «καθαρός». Ήταν «μυημένος» αλλά και αουτσάιντερ. Ήταν ο Warhol celebrity ή groupie; Και τα δύο.
Από πολύ νωρίς, φυσικά, οι άνθρωποι αναγνώριζαν ότι ο Warhol αντιπροσώπευε περισσότερα από αυτό που παρουσίαζε στα έργα του. Όπως και οι Marcel Duchamp και Joseph Beuys, ενδιέφερε κυρίως ως πολιτιστικός performer: Ο «Andy» είναι αναμφισβήτητα η σπουδαιότερη δημιουργία του. Εκείνο το χλομό φάντασμα με την πλατινέ περούκα που μιλούσε με ιδιοφυώς ανέκφραστο τρόπο –και μπορούσε να είναι εξαιρετικά φαιδρός– έγινε ο πάπας για την κουλτούρα των διασημοτήτων. Ακόμα και σήμερα μπορεί να αισθανθεί κανείς τη νοητή παρουσία του στα μεγάλα πάρτι, και να τον δει μισοκρυμμένο πίσω από κάθε μόδα του συρμού: από την Paris Hilton μέχρι την reality τηλεόραση. Και αυτή η επίδοσή του, όμως, δεν εξηγεί τη μόνιμη επιρροή του στη φαντασία του κόσμου. Αυτό που σπάνια τονίζεται με τον σωστό τρόπο –και στη σωστή δόση– στον Warhol είναι ο απόκοσμος ζόφος του.
Ο Warhol είναι ένα φάντασμα. Ένα φάντασμα –της φήμης του παρελθόντος, του παρόντος και αυτής που θα επακολουθήσει– το οποίο μας στοιχειώνει.
Ο ίδιος ο Warhol γοητεύτηκε από το θάνατο. Το παιδί που μεγάλωνε μέσα στο καθολικό περιβάλλον ενός νοικοκυριού στο Pittsburgh εξελίχθηκε σε έναν νεαρό που έβρισκε ελκυστικές τις εικόνες από ατυχήματα αυτοκινήτων. Αργότερα στη ζωή του ζωγράφιζε σκιές. Αυτή η ιδεοληψία με το θάνατο δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη για κάποιον καθολικό, δεν είναι ωστόσο η κύρια πηγή του σκοτεινού του κόσμου. Ο Warhol ενσωμάτωσε στα έργα του συγκεκριμένα παράδοξα, που επίσης δημιουργούσαν μπελάδες στην αμερικανική κουλτούρα. Ας αναλογιστεί κάποιος αυτά που έκανε με το σεξ: στη δεκαετία του '60 το Factory γλεντούσε την ακολασία. Ήταν αυτός που καθιστούσε εφικτό το οτιδήποτε, καλλιεργώντας μια εξωφρενική συμπεριφορά (μία από τις πιο γνωστές ταινίες του είναι το «Blow Job», όπου οι θεατές μπορούσαν να δουν μόνο το πρόσωπο ενός άντρα – ένα είδος αστείου με την κάμερα). Ωστόσο ο ίδιος ο Warhol παρουσιαζόταν απαθής, άφυλος και αποστραγγισμένος από ερωτική ζωτικότητα. Με τον Warhol ήσουν αναγκασμένος να έχεις στον νου σου δύο αισθήσεις ταυτόχρονα: την αναφροδισία και την υπερβολή, οι οποίες έγιναν ένα πολιτιστικό ζευγάρι αναπόσπαστα συνδεδεμένο. Μία αμερικάνικη σχέση.
Υπάρχουν πολλές σκιερές αντιφάσεις –ιδιαιτέρως αμερικανικές– στον Warhol.
Υπήρξε άδολος αλλά υποψιασμένος, αθώος αλλά διεφθαρμένος. Μπορούσε να είναι νέος αλλά και γέρος. Ήταν περιτριγυρισμένος από ναρκωτικά, αλλά ο ίδιος ήταν «καθαρός». Ήταν «μυημένος» αλλά και αουτσάιντερ. Ήταν ο Warhol celebrity ή groupie; Και τα δύο. Έμοιαζε με ένα από εκείνα τα πλάσματα που ζευγαρώνουν με τον εαυτό τους: θαυμαστής και σταρ, ηδονοβλεψίας και επιδειξίας – ακριβώς η αλλόκοτη συνένωση που κυοφορεί τον τέλειο ναρκισσιστή.
Ο Warhol, όπως και οι πιο πολλοί ανθρώπινοι καθρέφτες του, θεωρούσε τον κόσμο ως μια απλή παράσταση: όσο σκληρά και αν είναι τα συναισθήματα του πραγματικού κόσμου που αναγκάζεται κάποιος να ζήσει στη σκηνή, μπορεί να τα αφήσει πίσω του και να πάει στο σπίτι του, ακριβώς όπως και ο κάτοχος του εισιτηρίου που την παρακολουθεί. Ο ναρκισσισμός του ήταν γνήσιος. Το προσωπείο του δεν ράγιζε. Εάν κάποιος από το κοινό του πέθαινε την ώρα που αυτός ήταν στην σκηνή, θα συνέχιζε να παίζει (και να παρακολουθεί). Θα μπορούσε να το ονομάσει κάποιος ηθική ακεραιότητα.
Μόλις η Edie Sedgwick σταμάτησε να πηγαίνει στο Factory, ο Warhol τής έστρεψε την πλάτη, και όταν πληροφορήθηκε το θάνατό της δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ.
Ένα από τα σατανικά ζευγαρώματα του Warhol –της τέχνης με το χρήμα– ήταν χαρακτηριστικά κυνικό και ειλικρινές. Στη δεκαετία του '60 πολλοί κριτικοί θαύμαζαν την avant-garde επειδή παρέβλεπε το υλικό όφελος. Ο Warhol κατάφερε να κάνει αυτή την αντίληψη να φαίνεται σαν άλλη μία ιδιαίτερη στάση, δείχνοντας τέτοια αδυναμία για τη «μόστρα» και τα χρήματα, που εντέλει –παραδόξως– κατάληξε να τα οικειοποιηθεί η avant-garde. Ύπουλο. Κανείς δεν πίστευε πραγματικά ότι εννοούσε αυτά που έλεγε. Σατίριζε άραγε αυτά που υποστήριζε; Αυτή η παραπειστική περιβολή του Warhol εξελίχθηκε σε μία ευρεία εκμετάλλευση του κόσμου της τέχνης.
Ο Warhol πέθανε πριν από 30 ακριβώς χρόνια. Πότε άραγε θα ξεφύγει από αυτή τη συγκεκριμένη σκιά; Πιθανώς όχι σύντομα. Πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να τον βρίσκουν χρήσιμο. Πολλοί καλλιτέχνες τον μεταχειρίζονται ως διασημότητα, οι μαχητές της κουλτούρας τον αποδοκιμάζουν σαν παρηκμασμένο, οι κουτσομπόληδες τον στολίζουν με «κοριτσίστικα» επίθετα, οι διανοούμενοι περιπλέκονται στις ειρωνείες του. Παραμένει δυσκολοθώρητος, παρ' όλα αυτά αρκετοί είναι αυτοί που τον φέρνουν αυτόματα στο νου με την πρώτη ευκαιρία: είναι το πρώτο όνομα στο στόμα εκατομμυρίων σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν θα αργήσει η μέρα που κάποιος ιστορικός –συντηρητικός ή φιλελεύθερος– θα γράψει ένα βιβλίο που θα ονομάζεται «Η Εποχή του Warhol».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην έντυπη LiFO το 2007