ΤΟ ΚΛΑΣΙΚΟ ΕΛΑΦΡΟΛΑΪΚΟ είναι το πιο υποτιμημένο είδος ελληνικού τραγουδιού απ’ όλα όσα εμφανίστηκαν τα τελευταία 50+ χρόνια. Αυτό είναι άδικο. Πολύ άδικο. Γιατί τα καλύτερα ελαφρολαϊκά είναι τόσο σημαντικά όσο και τα καλύτερα λαϊκά, «έντεχνα», ποπ ή και ροκ της εποχής.
Οι λόγοι για τους οποίους θάβεται, ακόμη και σήμερα, το κλασικό ελαφρολαϊκό τραγούδι είναι κυρίως πολιτικής φύσεως.
Βασικά το τραγούδι αυτό, που θεωρείται και είναι υβρίδιο, άκμασε επί δικτατορίας, η οποία δικτατορία το στήριξε και το προώθησε – ένα γεγονός, που από μόνο του συνέβαλε στη σταδιακή περιθωριοποίησή του (μετά τη φάση της ακμής του, στο πρώτο μισό των σέβεντις) και τον από ’κει και πέρα στιγματισμό του.
Η χούντα σιχαινόταν το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, δεν γούσταρε το «νέο κύμα», επειδή στις μπουάτ σύχναζε πολιτικοποιημένη νεολαία, ήταν ευνοϊκά διακείμενη έναντι της ελληνικής «κλασικής μουσικής», ενώ για το «έντεχνο» είτε αδιαφορούσε είτε, στο κρίσιμο διάστημα 1972-73, δυσανασχετούσε με τις δράσεις συγκεκριμένων συνθετών του.
Οι άνθρωποι που βρίσκονταν από πίσω και που έγραφαν τα ελαφρολαϊκά, οι συνθέτες και οι στιχουργοί, ήταν τεράστια ταλέντα, με αποτέλεσμα τα καλύτερα από τα ελαφρολαϊκά να θεωρούνται σήμερα αριστουργήματα (έστω και υποτιμημένα), ενώ πάμπολλα ελαφρολαϊκά ήταν πολύ καλά τραγούδια – απ’ αυτά που λέμε πως πλέον... δεν ξαναγράφονται.
Απεναντίας, δεν είχε κανένα πρόβλημα, εννοείται, με το ξένο τραγούδι (ποπ, ροκ κ.λπ.), ούτε βεβαίως με τις ελληνικές εκδοχές τού ξένου τραγουδιού, με την ελληνική ποπ και το ελληνικό ροκ δηλαδή, που ως «δυτικά» είδη είχαν και αυτά την αμέριστη στήριξή της (με πολλές προωθητικές εκπομπές σε ραδιόφωνο και τηλεόραση). Ο κανόνας ήταν αυτός.
Οι «συνταγματάρχες», σαν ηλικίες και σαν άτομα, γουστάρανε το ελαφρό τραγούδι (Σώτος Παναγόπουλος, Άντζελα Ζήλεια, Τζίμης Μακούλης, Κλειώ Δενάρδου, Γιάννης Βογιατζής κ.λπ.), αλλά το τραγούδι αυτό δεν έπιανε προς τα κάτω, προς το λαό, είχε ξοφλήσει στο πρώτο μισό της επταετίας, οπότε η μόνη λύση θα ήταν να προωθηθεί ένα νέο είδος τραγουδιού, που να ήταν εξευγενισμένα λαϊκό.
Αυτό το νέο τραγούδι θα είχε στοιχεία και από το λαϊκό, και από το ελαφρό, ακόμη και από την ποπ, και το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει το βασικότερο μενού της «αθηναϊκής νύχτας», που εξελισσόταν με ταχείς ρυθμούς και αυτή (σε παραλία το καλοκαίρι και σε κέντρο το χειμώνα), προβάλλοντας μια διασκέδαση πλήρως απενοχοποιημένη (το... πάλευαν τα μίντια να πείσουν γι’ αυτό), που συμβόλιζε, υποτίθεται, μια ζωή χωρίς προβλήματα και δίχως ανησυχίες.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον αναπτύσσεται το ελαφρολαϊκό τραγούδι, δίνοντας από νωρίς τους πρώτους «ήρωές» του – όπως ήταν η Μαρινέλλα και ο Τόλης Βοσκόπουλος. Οι «ήρωες» δηλαδή ήταν οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες (και όχι οι συνθέτες), οι οποίοι-ες υπογράφουν και τους μεγάλους δίσκους.
Οι επιτυχίες υπήρξαν τεράστιες και συνεχείς. Οι άνθρωποι που βρίσκονταν από πίσω και που έγραφαν τα ελαφρολαϊκά, οι συνθέτες και οι στιχουργοί, ήταν τεράστια ταλέντα, με αποτέλεσμα τα καλύτερα από τα ελαφρολαϊκά να θεωρούνται σήμερα αριστουργήματα (έστω και υποτιμημένα), ενώ πάμπολλα ελαφρολαϊκά ήταν πολύ καλά τραγούδια – απ’ αυτά που λέμε πως πλέον... δεν ξαναγράφονται.
Εν τω μεταξύ μια φοβερή εικόνα τού τι ακριβώς συνέβαινε στα κέντρα του ελαφρολαϊκού τραγουδιού, «λημέρια» των καλοβαλμένων της εποχής, της μεγαλοαστικής και αστικής τάξης και βεβαίως των χουντικών, μας δίνει η Ντέλλα Ρουφογάλη-Ρούνικ (φωτομοντέλο και σύζυγος του Μιχαήλ Ρουφογάλη, αρχηγού, τότε, της ΚΥΠ) στο βιβλίο της «Να Γιατί...» [Εκδόσεις Φερενίκη 2002]:
«Στην καθημερινή μας ζωή ο Μιχάλης πηγαίνει αργά στο γραφείο, γυρίζει αργά, κοιμάται λίγο και τα βράδια βγαίνουμε με μικρές παρέες σε ταβερνάκια ή πάμε στα μπουζούκια. Εκεί, οι μαγαζάτορες, τα γκαρσόνια και οι καλλιτέχνες, τον υποδέχονται με εμφανή χαρά. Πετάει λουλούδια, ξοδεύει χρήματα και ζητά να τραγουδήσουν απαγορευμένα τραγούδια του Θεοδωράκη (σ.σ. !!) Δεν μπορώ να καταλάβω εάν θέλει να αποδείξει ότι είναι υπεράνω του νόμου ή ότι η επταετία δεν είναι τελικά και τόσο αυστηρή. Σίγουρα πάντως αυτό του δίνει δύναμη, αίγλη και τον κάνει δημοφιλή. Μαζί του, σε αυτές τις νυχτερινές εξόδους, γνώρισα τη Μαρινέλλα, τη Λίτσα Διαμάντη και στα πρώτα τους βήματα τον Γιάννη Πάριο, την Άννα Βίσση, τον Γιώργο Νταλάρα και την Χαρούλα Αλεξίου. Η καλύτερή μου ανάμνηση είναι από μια βραδιά στη “Νεράιδα”, που ο Μιχάλης ζήτησε από τον Μπιθικώτση να τραγουδήσει κομμάτια του Θεοδωράκη. Εκείνο το βράδυ ο “σερ” τραγούδησε με τρία λαρύγγια (σ.σ. γέλιο). Ξεκίνησε με τη “Φτωχολογιά” και κατέληξε να τραγουδά αντιστασιακά τραγούδια (σ.σ. !!). Ο κόσμος ζητωκραύγαζε και ο Ρουφογάλης παρακολουθούσε με ένα ελαφρύ χαμόγελο. Εγώ είχα χαθεί κάτω από ένα βουνό λουλούδια».
Oh, mon dieu! Σκέτη ρεύση!
Και μετά από αυτή την απίστευτη σκηνή... εθνικής συμφιλίωσης, από τη ζώνη του λυκόφωτος, ας περάσουμε στους δίσκους και τα τραγούδια, με τη σειρά να είναι (σχεδόν) αλφαβητική...
1.
ΛΑΚΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ: 2
[EMI / Columbia, 1973]
O δεύτερος προσωπικός δίσκος του Λάκη Αλεξάνδρου (1941-2010) δεν μπορεί να αποτελεί «έκπληξη», όπως είχε συμβεί με τον πρώτο του, που είχε κυκλοφορήσει δύο χρόνια νωρίτερα, έχει όμως και αυτός διάφορα καλά τραγούδια, που αναδείκνυαν, πρώτον απ’ όλα, το «μέταλλο» της φωνής τού ελαφρολαϊκού ερμηνευτή.
Ο Αλεξάνδρου τραγουδούσε ψηλά, σαν τενόρος που ήταν, και η φωνή του έφερνε στη μνήμη τον Ιταλό Al Bano, που εκείνα τα χρόνια είχε μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα. Και κάπως έτσι (και όχι άδικα) ο Λάκης Αλεξάνδρου θα περνούσε στον κόσμο και ως «ο Αλ Μπάνο της Ελλάδος».
Το σημαντικό για τον Αλεξάνδρου είναι πως πολλές φορές έγραφε ο ίδιος τα τραγούδια του, ήταν τραγουδοποιός δηλαδή – αν κι εδώ, στο δεύτερο άλμπουμ του, τα δικά του τραγούδια είναι μόλις πέντε από τα δώδεκα συνολικά, αφού τα υπόλοιπα αποτελούν συνθέσεις των Γιώργου Μαλλίδη και Μίμη Πλέσσα.
Σίγουρα αν αφηνόταν ο άνθρωπος να γράψει όλα τα τραγούδια του δίσκου του (όπως είχε συμβεί με το ντεμπούτο του) αυτός (ο δίσκος) θα ήταν ακόμη καλύτερος, αφού τα ωραιότερα κομμάτια τού «2» –όπως το «Στενό δρομάκι», σε στίχους Ηρακλή Παπασιδέρη και το «Παίξε κιθάρα»– ήταν και αυτά δικά του.
ΛΑΚΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ "ΤΟ ΣΤΕΝΟ ΔΡΟΜΑΚΙ" Β ΕΚΔΩΣΗ 1973
2.
TZENH BANOY: Αγόρι μου...
[ΜINOS, 1973]
Όπως έχουμε γράψει και παλαιότερα, εδώ στο LiFO.gr, η Τζένη Βάνου (1936-2014) στις αρχές της δεκαετίας του ’70 βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Έχει επιστρέψει στη χώρα μετά από μία αποτυχημένη διετία στην Αμερική, χωρίς να ανήκει σε κάποια εταιρεία, δίχως ρεπερτόριο και σχεδόν ξεχασμένη.
Ο άνθρωπος που θα επιχειρούσε να αναστήσει εκείνη τη στιγμή την Τζένη Βάνου θα ήταν ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο οποίος θα της έγραφε το «Αγόρι μου» (1971) σε στίχους Μίμη Θειόπουλου, αλλάζοντας μεμιάς την πορεία της μεγάλης τραγουδίστριας.
Ουσιαστικά μ’ αυτό το τραγούδι η Τζένη Βάνου μεταφέρεται αυτομάτως από το ελαφρό και τζαζ τραγούδι των σίξτις στο ελαφρολαϊκό των σέβεντις – κάτι, που αποδεικνύεται, προφανώς, και απ’ αυτό το άλμπουμ, που είναι το πρώτο της για την MINOS και το πρώτο της για την δεκαετία του ’70.
Το «Αγόρι μου» κυριαρχεί κι εδώ, αλλά υπάρχουν και άλλα δυνατά κομμάτια όπως τα «Σταγόνα σταγόνα» (Μίμης Πλέσσας-Ηλίας Λυμπερόπουλος), «Μα αύριο κύριε» (Τόλης Βοσκόπουλος-Μίμης Θειόπουλος), «Δεν εισ’ εσύ» (Χάρης Λυμπερόπουλος-Φίλιππος Νικολάου), «Οι αμαρτίες μου» (Ζακ Ιακωβίδης-Σέβη Τηλιακού), «Σε παρακαλώ» (Τόλης Βοσκόπουλος- Ηλίας Λυμπερόπουλος) και βεβαίως η ασύλληπτη «ζεμπεκιά» των Μίμη Πλέσσα-Ηλία Λυμπερόπουλου «Χίλιες βραδυές».
Ήταν η αρχή ή μάλλον μια νέα αρχή, για την Τζένη Βάνου, που θα την πήγαινε έως τα τέλη των έιτις...
Χίλιες βραδιές - Τζένη Βάνου
3.
ΤΟΛΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ας Είμαστε Ρεαλισταί
[MINOS, 1973]
Μετά το πατατράκ στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης (20-22 Σεπτεμβρίου 1972), όταν ο Τόλης Βοσκόπουλος (1940-2021) θα τραγουδούσε το «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά», για να αγνοηθεί από την επιτροπή και να αποδοκιμαστεί από τον κόσμο, θα έπρεπε να επανεμφανισθεί δισκογραφικά με κάτι πολύ δυνατό, ώστε να... ξεπλύνει τη ντροπή. Και αυτό συνέβη.
Το «Ας Είμαστε Ρεαλισταί» ήταν ένα φοβερό ελαφρολαϊκό LP, και δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως και τα δώδεκα τραγούδια του δίσκου είχαν ακουστεί και πως όλα είχαν γίνει πολύ μεγάλες ή μικρότερες επιτυχίες. Μόνον τους τίτλους να αναφέρουμε αρκεί:
«Ας είμαστε ρεαλισταί» (Γιώργου Κατσαρού-Ηλία Λυμπερόπουλου), «Χωρίς αυτήν» (Άκη Πάνου), «Γειτόνισσα χανούμισσα» (Τόλη Βοσκόπουλου-Ηλία Λυμπερόπουλου), «Το πεπρωμένο» (Γιάννη Καραμπεσίνη), «Η ξενύχτισσα» (Γιώργου Κατσαρού-Ηλία Λυμπερόπουλου), «Τα βλεφαρίσματα» (Τόλη Βοσκόπουλου-Ηλία Λυμπερόπουλου), «Ντρίγκι ντρίγκι τα μπαγλαμαδάκια» (Γιάννη Καραμπεσίνη), «Οι μουσαφίρισσες» (Γιώργου Κατσαρού-Πυθαγόρα), «Τι μαΐστρος τι βαρδάρης» (Άκη Πάνου), «Αμφιβολία» (Γιάννη Καραμπεσίνη) κ.λπ.
Ο δίσκος συντηρούσε με τον καλύτερο τρόπο την «πρωτιά» του Βοσκόπουλου στο ελαφρολαϊκό τραγούδι, κάτι που θα εξαργυρωνόταν όχι μόνο μέσω των δισκογραφικών πωλήσεων, μα και πάνω στην πίστα της Νεράιδας – εκεί όπου θα τραγουδούσε ο Τόλης, από τον Οκτώβριο του ’73, έχοντας δίπλα του την Δούκισσα, την Λίτσα Διαμάντη, τον Γιάννη Ντουνιά και την Νέλλη Μάνου.
Τόλης Βοσκόπουλος - Χωρίς Αυτήν
4.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΙΝΟΥΣΗΣ: Κοινούσης... σήμερα!
[Zodiac, 1973]
Το φαινόμενο Γιώργος Κοινούσης εξελίσσεται και το 1973, με τον δεύτερο μεγάλο δίσκο του, τον «Κοινούσης... σήμερα!», να τον μετατρέπει σε «ήρωα», δηλαδή σ’ έναν ασύλληπτης επιτυχίας τραγουδοποιό.
Βασικά, ο Αλέξανδρος Πατσιφάς της Lyra / Zodiac είχε βρει... την κότα με το χρυσό αυγό, αφού μέσω των εσόδων που έφερνε στην εταιρεία ο Κοινούσης θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει, χωρίς πρόβλημα, όλες τις άλλες και περισσότερο «δύσκολες» προτάσεις του.
Ο Κοινούσης δεν ήταν μόνο πίστα, φιγούρα, κινήσεις, ανοιχτά πουκάμισα, γιακάδες «ελικόπτερα», τριχωτά στήθη και χίπικα χαϊμαλιά (τραγουδούσε τότε στο Κοινούσης ’73, στην Ακτή Ποσειδώνος), αλλά κι ένας ουσιαστικός και καινοτόμος τραγουδοποιός, που ήξερε να ανακατεύει το λαϊκό τραγούδι (που το γνώριζε από χρόνια ως ακορντεονίστας του πάλκου και της δισκογραφίας) με ρυθμούς αλλότριους, προτείνοντας κομμάτια, που θα αγαπιόντουσαν τρελά από τον κόσμο και που θα ακούγονταν κάπως σαν μανιφέστα απ’ όλους – επηρεάζοντας θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση, θέαμα και ό,τι άλλο θέλετε.
Το ότι επιλέγει να ανοίξει «θεοδωρακικά» («Θα σημάνουν οι καμπάνες») την πιο μεγάλη επιτυχία του, όπως ήταν το «Όλοι θα ζήσουμε (Τα παιδιά)» το 1973, το λες και σκέτη τόλμη, με το άλμπουμ να ολοκληρώνεται, τέλος πάντων, μέσα από τις τραγουδάρες «Στην ατέλειωτη άσφαλτο», «Τα μάτια σου» και «Άνθρωποι είμαστε (και σφάλματα κάνουμε)».
Γιώργος Κοινούσης - Όλοι θα ζήσουμε Τα παιδιά τα φιλαράκια τα καλά
5.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ: Πράσινο Φως
[ΕΜΙ / Columbia, 1973]
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης (1922-2005) ζει ακόμη τον μύθο του «σερ», το 1973. Του καλοντυμένου και καλοβαλμένου 50άρη τραγουδιστή της πίστας – με το λαϊκό και «έντεχνο» (θεοδωρακικό) παρελθόν του να φαντάζει τελείως μακρινό και ξεχασμένο (λέμε τώρα...). (Τα είπε παραπάνω η Ντέλλα Ρούνικ-Ρουφογάλη).
Τα τραγούδια, που γράφει ο «σερ Μπιθί», είναι συμπαθητικά από πλευράς μελωδιών, ενώ δίπλα του ο μόνιμος σχεδόν συνεργάτης του στιχουργός Κώστας Βίρβος είναι όσο απλός χρειάζεται, ώστε τα κομμάτια που συνθέτει ο Μπιθικώτσης να μπορούν να μπούνε σε κάθε στόμα. Και όντως...
Στο «Πράσινο Φως», που κυκλοφορεί πριν από πενήντα χρόνια, καταγράφονταν οι επιτυχίες «Καράβι με σημαία ξένη», «Εγνατίας 406» και «Επί διαταράξει», με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να έχει πάντα δίπλα του, στα σεγόντα, την Βούλα Γκίκα.
Υπήρχαν κι άλλα καλά τραγούδια στον δίσκο, όπως τα «Για πες μου», «Στην κολώνα της ΔΕΗ» κ.λπ., που δεν είχαν περάσει στις 45 στροφές και που δεν θα ακούγονταν πολύ, αλλά αυτό δεν είχε σημασία...
Σημασία είχε το ότι εκείνη την περίοδο ο Μπιθικώτσης ήταν κι αυτός «πρώτο όνομα» στη νύχτα, με τον κόσμο να κάνει ουρές στη Νεράιδα, όταν τραγουδούσε μαζί με τον Σταμάτη Κόκοτα (αχτύπητο δίδυμο), πριν μετακομίσει εκεί ο Βοσκόπουλος.
Γρηγόρης Μπιθικώτσης - Καράβι με Σημαία Ξένη
6.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ: Μεγιέ Μελέ
[Philips, 1973]
Από το ποπ-ροκ κύκλωμα είχε ξεκινήσει ο Φίλιππος Νικολάου, στο δεύτερο μισό των σίξτις, καθώς τότε θα γινόταν γνωστός μέσω των Play Boys, όμως στις αρχές της νέας δεκαετίας θα προσχωρούσε στο ελαφρολαϊκό τραγούδι, για να γίνει, από την αρχή σχεδόν, ένας από τους πιο βασικούς εκφραστές του.
Ο Νικολάου έγραφε μόνος του τραγούδια και βασικά στίχους (καμία φορά και μουσική), όπως ας πούμε στο περίφημο «Όταν» (μουσική Νάκης Πετρίδης), που είχε ακουστεί στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, το 1971, έχοντας κάνει μεγάλη εντύπωση (σαν τραγούδι).
Το 1973 ο προσωπικός δίσκος του είχε τίτλο «Μεγιέ Μελέ» και στηριζόταν στο τραγούδι με τον ίδιο τίτλο (μουσική-στίχοι Φίλιππος Νικολάου), που ακουγόταν παντού, σε ραδιόφωνο, τηλεόραση και τζουκ-μποξ.
Υπήρχαν οριεντάλ αναφορές και σε άλλα τραγούδια του δίσκου, οπότε και η φωτογραφία του εξωφύλλου ήταν ωραία και συμβατή με το άκουσμα – που δεν εξαντλείτο στη φερώνυμη επιτυχία, προτείνοντας και άλλα καλά τραγούδια.
Βασικά το μεταγλωττισμένο «Καμάρι μου» (που ως “Auntie” είχαν τραγουδήσει το 1972 οι Hildegard Knef, Enrico Macias, Sandra & Andres, Alice Babs, Demis Roussos και Vicky Leandros), το επίσης μεταγλωττισμένο «Λίγη τύχη νάχα» (το “If I were a rich man” από τον «Βιολιστή στη Στέγη»), το «Ζήτησα λίγη αγάπη» (Νίκος Ιγνατιάδης-Φίλιππος Νικολάου) και βασικά το «Λόγια λόγια λόγια» (επίσης Νίκος Ιγνατιάδης-Φίλιππος Νικολάου), που ήταν και το ωραιότερο τραγούδι του δίσκου (με επιρροές από Μανώλη Χιώτη).
Το 1973 ο Φίλιππος Νικολάου τραγουδούσε στην Αθηναία (στον Ιππόδρομο Φαλήρου το καλοκαίρι και τον χειμώνα στην οδό Πανεπιστημίου), μαζί με τον Γιώργο Ζορμπά, τον Τώνη Στρατή, την Χριστιάνα, την Ντόρα Στέρη και την Ξανθή Περράκη.
Φίλιππος Νικολάου - Λόγια, Λόγια, Λόγια
7.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΙΟΣ: Πού θα Πάη Πού
[MINOS, 1973]
Ο Γιάννης Πάριος εν τω μεταξύ, το 1973, ανεβαίνει συνεχώς. Έχει ήδη δημιουργήσει ένα δικό του ύφος ελαφρολαϊκού ερωτικού τραγουδιού, κάπως ευρωπαϊκών προδιαγραφών, εκμεταλλευόμενος με τον καλύτερο τρόπο κομμάτια που του γράφουν ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Γιάννης Σπανός και κάποιοι ακόμη συνθέτες της εποχής, όπως ο Λυκούργος Μαρκέας, ενώ δίπλα του βρίσκονται ακόμη και οι πιο λαϊκοί και εντεχονολαϊκοί δημιουργοί, όπως ο Απόστολος Καλδάρας ή ο Σταύρος Κουγιουμτζής. Οπότε και το ρεπερτόριο στο «Πού θα Πάη Πού» θα ήταν κάπως δισυπόστατο. Και ελαφρό, ευρωπαϊκού τύπου και κάπως πιο λαϊκό.
Και η αλήθεια είναι πως ο Πάριος τα καταφέρνει εξ ίσου καλά και στα δύο στυλ. Καλά, για το «ευρωπαϊκό» δεν το συζητάμε καν, αφού εκεί ήταν αχτύπητος, αλλά και όταν τραγουδάει (μαζί με την Χαρούλα Αλεξίου) «Το καναρίνι» (Απόστολος Καλδάρας-Γιώργος Σαμολαδάς) ή το «Σαν τα πουλιά σκορπίσαμε» (Σταύρος Κουγιουτζής-Κ. Αθανασίου) δεν παύει να είναι εξ ίσου πειστικός.
Σ’ αυτό το δίσκο ο Γιάννης Πάριος θα τραγουδούσε μερικές από τις ωραιότερες μελωδίες, που θα έλεγε ποτέ στη μεγάλη διαδρομή του, όπως το «Πού θα πάη πού» (Γιώργος Χατζηνάσιος-Τάσος Οικονόμου), το «Θα σε θυμάμαι» (Γιάννης Σπανός-Πυθαγόρας) και το «Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ» (Γιώργος Χατζηνάσιος-Γιώργος Κανελλόπουλος), αν και κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει τραγούδια σαν το «Κάνε μια προσπάθεια και συ» (Λυκούργος Μαρκέας-Πυθαγόρας) και «Το Δεσποινάκι» (Σταύρος Κουγιουμτζής-Κ.Αθανασίου).
Ο Γιάννης Πάριος τραγουδούσε τότε στο καλοκαιρινό Stork και μετά στο χειμερινό, στη Φιλελλήνων, μαζί με τους Στράτο Διονυσίου, Χαρούλα Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Ελένη Ροδά και Sounds. Τι πρόγραμμα θα ήταν κι αυτό!
Γιάννης Πάριος - Συγνώμη Που Σ' Αγάπησα Πολύ
8.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΠΕΡΡΑΚΗΣ: Περικλής Περράκης
[Sonora, 1973]
Εν αντιθέσει με τους περισσότερους συναδέλφους του ο Περικλής Περράκης, που έφυγε πέρυσι από τη ζωή, θα έμπαινε στο χώρο του ελαφρολαϊκού, όχι μέσω του λαϊκού ή του μοντέρνου τραγουδιού, αλλά μέσω του «κλασικού».
Τραγουδιστής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που συμμετείχε σε ανεβάσματα διαφόρων οπερών στο Ηρώδειο κ.ά., ο Περράκης εμφανίζεται το 1973 μ’ έναν μεγάλο δίσκο (με τίτλο το όνομά του), που τυπώνεται όχι για κάποια από τα major labels της εποχής, αλλά για το... παρακατιανό της Sonora.
Αυτό, όμως, δεν σήμαινε τίποτα στην πράξη, επειδή ο δίσκος περιείχε πολύ καλά και καλά ελαφρολαϊκά, κάνοντας επιτυχία – όχι μόνο στην εποχή του, μα και τα μετέπειτα χρόνια, έως και στις μέρες μας.
Και πώς να μην συνέβαινε αυτό, όταν στο LP «Περικλής Περράκης» ακούγονταν τα «Απονιά» και «Έλα ένα βράδυ» (του Στέλιου Σωτηρίου), το «Ποιος θα το πίστευε» (Στέλιου Σωτηρίου-Αλέκου Καγιάντα) και άλλα διάφορα;
Λέμε για την αφρόκρεμα του ελαφρολαϊκού, για σπουδαία κομμάτια, που αποδίδονται από την δυνατή, λαμπερή, αρρενωπή, καθαρή, αισθαντική και πάνω απ’ όλα άνετη και αβίαστη φωνή του Περικλή Περράκη.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΠΕΡΡΑΚΗΣ - Απονιά
9.
ΚΩΣΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΥ: Κωστής Χρήστου
[EMI / Columbia, 1973]
Ο Κωστής Χρήστου γίνεται γνωστός μέσα από το Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, αφού συμμετέχει στις διοργανώσεις του 1967, 1968 και 1969. Μάλιστα με το τραγούδι του 1969 «Μίλησε λίγο» [Pan-Vox] των Γιώργου Χατζηνάσιου-Νίκου Ελληναίου θα έκανε μία από τις πρώτες εμφανίσεις του στην δισκογραφία.
Το 1971 ο Κωστής Χρήστου λέει ένα πολύ μεγάλο ελαφρολαϊκό, το «Αλλοίμονο-αλλοίμονο» των Μίμη Χριστόπουλου-Σάκη Καπίρη, που θα κάνει τεράστια εντύπωση και που θα τιμήσει και ο Δημήτρης Μητροπάνος στο περιώνυμο “Pot-pouri” του (έτσι ήταν γραμμένο, με ένα “r”) στα «Λαϊκά ’76», για να εμφανισθεί τελικά, ο καλλίφωνος αυτός ερμηνευτής, μ’ έναν πρώτο μεγάλο δίσκο, το 1973.
Ο δίσκος αποκαλείται απλώς «Κωστής Χρήστου», ξεκινά με το «Αλλοίμονο-αλλοίμονο» φυσικά, που ακούγεται δύο χρόνια αργότερα με την ίδια ένταση, έχοντας, όμως, να προσφέρει και άλλα πολύ καλά τραγούδια, σαν τα «Το πρόβλημα» (Ευάγγελος Πιτσιλαδής-Θάνος Σοφός), «Να με ξεχάσης δεν μπορείς» (Γρηγόρης Μπιθικώτσης-Κώστας Βίρβος), «Δεν υπάρχει περίπτωση» (Ευάγγελος Πιτσιλαδής-Θάνος Σοφός) κ.λπ.
Δεν χρειάζεται να μετρήσουμε το «βάρος» ενός τραγουδιού σαν το «Αλλοίμονο-αλλοίμονο», γιατί η ζυγαριά θα σπάσει.
Κωστής Χρήστου - Αλλοίμονο-αλλοίμονο
10.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΗΝΑΣΙΟΥ: Διαδρομή
[EMΙ / Columbia, 1973]
Φυλάξαμε για το τέλος το κορυφαίο ελαφρολαϊκό άλμπουμ του ελληνικού τραγουδιού (αν και δεν περιείχε μόνο ελαφρολαϊκά), που δεν είναι άλλο από την «Διαδρομή» του Γιώργου Χατζηνάσιου.
Ο δίσκος αυτός είναι τρομερός, γιατί περιέχει μόνο τραγουδάρες ή και αριστουργήματα – με τα τραγούδια να εναλλάσσονται με έξοχη σειρά, σαν το ένα να είναι καλύτερο από το άλλο, με κάθε επόμενο να επικάθεται στο προηγούμενο πολλαπλασιάζοντας το μέγεθος της απόλαυσης.
Εδώ ακούγονται τα «Συγνώμη που σ’ αγάπησα (πολύ)» (στ. Γιώργος Κανελλόπουλος) και «Ήλιε μην κοιτάς (Ο βάλτος)» (στ. Ντίνος Δημόπουλος) με την Δήμητρα Γαλάνη, «Που θα πάη που θα βγη» (στ. Τάσος Οικονόμου) και «Χάρε σαν έρθης» (στ. Γιώργος Κανελλόπουλος) με τον Μανώλη Μητσιά, «Να ’χα τα χρόνια σου» και «Όσο υπάρχουνε αγάπες» με τον Σταμάτη Κόκοτα, «Ο Δημητράκης» και «Τι καλά (που θα ’τανε)» με τον Θέμη Ανδρεάδη, το χορωδιακό «Βρέξε Θεέ μου» (όλα σε στίχους Γιώργου Κανελλόπουλου) και πάνω απ’ όλα το περίφημο «Με λένε Γιώργο» (κι αυτό σε στίχους Κανελλόπουλου) με τον Μανώλη Μητσιά.
Γιατί ο Γιώργος δεν τραγουδάει ποτέ για της αγάπης τον καημό, που είναι γλυκόπικρος; Τι τον εμποδίζει; Και γιατί δεν περιμένει κανενός το γυρισμό; Γιατί ο Γιώργος θα υποφέρει στη ζωή κάθε στιγμή; Γιατί δεν έκανε ό,τι θα ’πρεπε να κάνει; Τι, αλήθεια, θα έπρεπε να κάνει; Και γιατί σαν άνθρωπος δεν είχε την πυγμή, για να το κάνει; Ποιος του στέρησε την πυγμή; Ποιοι τον εμπόδισαν να είναι ο εαυτός του; Ποιοι τον εξανάγκασαν να καταπιεί τον καημό του, για να μην... προκαλέσει;
Ο Μητσιάς έχει τραγουδήσει, τόσο παλιά, ένα από τα πιο ανεξιχνίαστα ελληνικά τραγούδια για τους γκέι. Μπορεί να μην το ήξερε ούτε ο ίδιος τότε... Μπορεί να μην έχει συνειδητοποιηθεί ακόμα...
Μανώλης Μητσιάς - Με Λένε Γιώργο