Εντάξει. Όσες «συμμετοχές» και να έχεις κατά νου, όσες συνεργασίες σε εφήμερα ή λιγότερο εφήμερα projects και να έχουν περάσει από το CD-player ή το πικάπ σου, τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την οντότητα ενός ολοκληρωμένου άλμπουμ.
Έτσι, ακόμη και αν θυμόμουν το «XS underwear» των My Wet Calvin (φωνητικά Στέλλα Χρονοπούλου) ή το 45άρι των Fever Kids (Σtella, Αλέξης) κ.λπ. με τίποτα δεν θα μπορούσα να σχηματίσω μία πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα για την τραγουδοποιό Σtella – την εικόνα, τέλος πάντων που μπορεί να μας δώσει το πρώτο φερώνυμο άλμπουμ της στην Inner Ear, ένα από τα πιο ευχάριστα αγγλόφωνα του τελευταίου καιρού.
Η Σtella γράφει τραγούδια με γκελ, με hook όπως λέμε. Τραγούδια δηλαδή που «κυλάνε», δίχως δυσκολία, δίχως «τραβάτε με κι ας κλαίω». Οι στίχοι της αφορούν… σχεσιακές καταστάσεις, τις οποίες όμως η τραγουδοποιός γνωρίζει να τις διαχειρίζεται σωστά, δίνοντας σ’ αυτές ένα ιδιαίτερο «ειδικό βάρος».
Οι μουσικές της Σtella έχουν μια μελωδική χάρη, κατ' αρχάς, η οποία ανοίγει σε πρώτη φάση το παιγνίδι – καθότι εκείνο που ακολουθεί είναι μία πολύ επιτυχής ρυθμική επεξεργασία, όπως και ενοργάνωση, ικανά όλα τούτα να φέρουν τα τραγούδια της στο στόμα των πολλών.
Οι μουσικές της από την άλλη έχουν μια μελωδική χάρη, κατ’ αρχάς, η οποία ανοίγει σε πρώτη φάση το παιγνίδι – καθότι εκείνο που ακολουθεί είναι μία πολύ επιτυχής ρυθμική επεξεργασία, όπως και ενοργάνωση, ικανά όλα τούτα να φέρουν τα τραγούδια της στο στόμα των πολλών.
Τι υπάρχει ακόμη στον… ανώτερο βαθμό; Η φωνή της. Η Σtella έχει πολύ ωραία, μεστή φωνή, δυνατή και εκφραστική, δίχως να «νιαουρίζει».
Τα τραγούδια της είναι ντυμένα… eighties. H ίδια και ο παραγωγός της Nteibint (πρόκειται για τον Γιώργο Μπακαλάκο, τον γιο του Θωμά Μπακαλάκου, που διαθέτει ήδη δυνατό electro στίγμα) έχουν κάνει καλή δουλειά, κυρίως στη χρήση των πλήκτρων (Σtella, Danae Eco, King Elephant), δίχως να έχουν φορτώσει την κατασκευή τους, αφήνοντας πολλά «σύγχρονα» περιθώρια. Εννοώ πως δεν γίνεται να μπερδέψεις την ηχογράφηση του «Σtella» μ’ ένα άλμπουμ του ’80. Υπάρχουν eighties αναφορές, αλλά είναι απλώς αναφορές.
Επίσης μεγάλο μέρος στην επιτυχία της εγγραφής οφείλεται στο rhythm section (Velissarios Prassas, Theod Kopoul – γράφω τα ονόματα όπως ακριβώς είναι τυπωμένα στο inner sleeve), που είναι αρκετά «μπροστά» ορισμένες φορές, δίνοντας άλλον αέρα στα κομμάτια. Το λέω τούτο επειδή είμαι μάλλον επηρεασμένος από το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, το Α5 «Wait on me», που έχει πολύ ωραία «σκασίματα». Αλλά και η φωνή έτσι όπως βγαίνει «πάνω» από το rhythm section είναι χάρμα.
Δύο φίλοι που εργάζονται τα πρωινά σε γραφεία κι έχουν, στο σπινό, ραδιόφωνο να παίζει, μου είπαν, καθώς ακούγαμε το «Σtella», πως με το “Picking words” (το A1) γίνεται χαμός. Το ήξεραν απ’ έξω – πριν το ακούσουμε όλοι μαζί για πρώτη φορά στο άλμπουμ. Χαίρομαι. Το τραγούδι είναι καλό, και διαθέτει αυτό το «κάτι», ώστε να έχει απανωτά airplays. Μάλιστα οι φίλοι νόμιζαν, εξαιτίας των σωστών αγγλικών τής τραγουδίστριας, πως εκείνη ήταν «ξένη».
Είναι αλήθεια πως έχουν περάσει 50 χρόνια από την εποχή του «γκετ αγουέι φρομ μι», με τους σημερινούς έλληνες αγγλόφωνους να μην διακρίνονται, πάντα, εύκολα, από τους βέρους αγγλόφωνους – παρά ταύτα δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό (μπορεί να μην είναι και τίποτα από τα δύο).
Δηλαδή δεν ξέρω κατά πόσο είναι… τιμητικό για κάποιον να του λένε πως ακούγεται σαν Εγγλέζος ή Αμερικάνος – όταν και η μουσική του δεν διαθέτει κάτι εμφανές ελληνικό. Από την άλλη, όμως, αν η αγγλική είναι κάτι σαν μητρική σου γλώσσα, γιατί να μην τραγουδάς σωστά αγγλικά και όχι στο περίπου; Παρότι και τα λίγο… τσάτρα-πάτρα αγγλικά έχουν κι αυτά τη χάρη τους. Όπως έχει τη χάρη του ν’ ακούς… περίπου ρεμπέτικα από Φινλανδούς ή το «Κλαίει η μάνα μου στο μνήμα και τα «Τρία παιδιά βολιώτικα» από Αμερικάνους.
Τέλος πάντων, είναι λίγο λεπτά αυτά τα ζητήματα, κατατρώνε την εγχώρια σκηνή από δεκαετίες, και δεν γίνεται τώρα να επεκταθούμε – αν και η Σtella σε μια λίγο παλιότερή συνέντευξή της εδώ στο lifo.gr (στον Αλέξανδρο Διακοσάββα) είχε πει κάτι που το ακούμε από πολλούς Έλληνες (σχεδόν απ’ όλους) που τραγουδούν στην αγγλική:
«Θα ήθελα κάποια στιγμή να πω ελληνικό στίχο. Όταν τραγουδώ ελληνικά συγκινούμαι, σχεδόν βουρκώνω. Είναι η γλώσσα μου, όπως και να το κάνουμε, νιώθω ότι ‘γεμίζω’ αλλιώς».
Το ξαναλέω. Το παρθενικό άλμπουμ της Σtella είναι μια χαρά. Ακούγεται νεράκι από την αρχή μέχρι το τέλος, διαθέτοντας δέκα σεβαστά τραγούδια – σε κάποια εκ των οποίων, όπως στο “Last minute boy” π.χ., ανιχνεύονται και ελληνικά στοιχεία.
Μένει να δούμε το παρακάτω βέβαια, αλλά προς ώρας έχουμε αυτό. Και είναι και πολύ και καλό…
Info:
Η Σtella παρουσιάζει live το ντεμπούτο άλμπουμ της στη Θεσσαλονίκη, Τρίτη 24 Μαρτίου (Μύλος Club) και στην Αθήνα, Πέμπτη 2 Απριλίου (Ρομάντσο)
σχόλια