ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΡΑ

Αναμνήσεις ενός εισαγωγέα λαθραίων κασετών από το Βερολίνο των ’80s Facebook Twitter
O Mark Reeder το 1984

Αναμνήσεις ενός εισαγωγέα λαθραίων κασετών από το Βερολίνο των ’80s

0

Ο Mark Reeder δεν ήταν στο Βερολίνο τη νύχτα που έπεσε το Τείχος. Ωστόσο έμενε μόνιμα στην πόλη για περισσότερο από μία δεκαετία. «Το δεύτερο μισό του '89 είχα αναλάβει την παραγωγή ενός άλμπουμ για την ανατολικογερμανική μπάντα Die Vision. Ήταν μια indie μπάντα που είχε γίνει πολύ δημοφιλής και οι Αρχές δεν ήξεραν τι να κάνουν − έπρεπε είτε να τους απαγορεύσουν να παίζουν είτε να τους προωθήσουν. Η ηχογράφηση έπαιρνε καιρό. Θυμάμαι, ήθελα να έχω το στούντιο κατ' αποκλειστικότητα και μου είχαν πει: "Αυτό δεν γίνεται, εδώ είναι σοσιαλισμός. Μπορείς να δουλέψεις από τις επτά μέχρι τη μία τη Δευτέρα, από τις δύο μέχρι τις εννιά την Τρίτη κ.ο.κ.". Στο μεταξύ, η Ανατολική Γερμανία κατέρρεε, ο κόσμος έβγαινε στους δρόμους, είχε αρχίσει να αμφισβητεί το καθεστώς. Τον Αύγουστο του '89 οι Ούγγροι άνοιξαν τα σύνορα με την Αυστρία, και οι Ανατολικογερμανοί πήγαιναν μαζικά για διακοπές στην Ουγγαρία κι εξαφανίζονταν. Η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά τεταμένη μ' άλλα λόγια.


Τέλος πάντων, ολοκλήρωσα τα γραψίματα και στις 8 Νοέμβρη ξεκινήσαμε με δύο φίλους οδικώς για τη Ρουμανία, μέσω Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας και Ουγγαρίας. Ήθελα να κάνω ένα διάλειμμα για δύο βδομάδες, να οργανώσω τις ιδέες μου για το άλμπουμ. Είμαστε, λοιπόν, στη Ρουμανία, δέκα μέρες μετά, και ψάχνω απεγνωσμένα να μάθω κάνα νέο – επί Τσαουσέσκου εκεί δεν υπήρχε τηλεόραση, δεν είχαν ρεύμα, ούτε να φάνε δεν είχανε. Οπότε ρωτώ στο ξενοδοχείο μήπως υπάρχει καμιά εφημερίδα και η ρεσεψιονίστ μου λέει: "Έχω κάτι παλιές από την περασμένη εβδομάδα". Και μου δίνει να δω μία που στην πρώτη σελίδα έχει τη φωτογραφία ενός τύπου μ' ένα μπουκάλι σαμπάνια και τίτλο "Τα ανατολικογερμανικά στρατεύματα γκρεμίζουν το Τείχος". Είχα κάνει όλη αυτήν τη διαδρομή και στην πιο ιστορική στιγμή της πόλης δεν ήμουν εκεί».


Αυτά τα δέκα χρόνια ο Reeder έζησε σε καταλήψεις στέγης και συμμετείχε στο κίνημα των Βερολινέζων σκουάτερ. Δούλεψε σε δισκοπωλείο, έκανε τον ηθοποιό, ντούμπλαρε φωνές σε πορνοταινίες. Συγκατοίκησε με τον Nick Cave – μάλιστα, μία συζήτησή τους ήταν καθοριστική στην απόφαση του Cave να παραμείνει στο Βερολίνο μετά από τη διάλυση των Birthday Party. Ως εκπρόσωπος της Factory Records στη Δυτική Γερμανία διοργάνωσε τα τελευταία live των Joy Division και, παρόλο που απεχθάνεται τον όρο, ως μάνατζερ των Malaria πρόβαλε τη σκηνή των Geniale Dilletanten στο εξωτερικό. Και κάπου μεταξύ Shark Vegas (κιθάρα, πλήκτρα), Die Toten Hosen (ηχοληψία) και συνόρων Δυτικού-Ανατολικού Βερολίνου (λαθραία εισαγωγή κασετών), υπήρξε παρουσιαστής μουσικών εκπομπών για τη βρετανική τηλεόραση. Σ' αυτό το υλικό βασίστηκε το «B-Movie: Lust & Sound in West Berlin 1979-1989», το ντοκιμαντέρ που στάθηκε αφορμή για τη συζήτησή μας.

Τους έφερνα κασέτες και πάντα ήμουν λίγο αγχωμένος στα σύνορα μήπως με πιάσουν. Αλλά δεν ανησυχούσα για την προσωπική μου ασφάλεια, γιατί ήξερα ότι αν μ' έπιαναν, το πολύ-πολύ να με έδιωχναν από τη χώρα. Οι φίλοι μου όμως έπρεπε να ζήσουν εκεί.


— Μαρκ, ας πιάσουμε το νήμα απ' την αρχή. Πώς πήρες την απόφαση να πας στο Βερολίνο;

Το '78 τριγυρνούσα στη Δυτική Γερμανία −είχα πάρει ένα φτηνό εισιτήριο με το οποίο μπορούσες να ταξιδέψεις στην Ευρώπη− και είχα πάει στην Κολωνία, στο Ντίσελντορφ, στο Ντόρτμουντ και στο Αμβούργο. Και μ' έτρωγε η περιέργεια για το Βερολίνο, γιατί όταν ρωτούσα σχετικά, όλοι μου λέγανε: «Τι να πας να κάνεις εκεί, μες στους κομμουνιστές, θέλεις χίλια χρόνια για να φτάσεις!». Κι αυτό είχε εξάψει την περιέργειά μου ακόμα περισσότερο, ξέρεις, «γιατί μου λένε όλοι να μην πάω;». Το αποφάσισα λοιπόν ένα απόγευμα που ήμουν στο Αμβούργο, αλλά κατάφερα να χάσω δύο τρένα και κόλλησα στο Ανόβερο, κι ήμουν σε φάση, «Σκατά, περνάει κι η ώρα, πώς διάολο θα φτάσω εκεί πέρα;». Ευτυχώς, ο σταθμάρχης πρότεινε να πάρω το επόμενο τρένο για το Χέλμστεντ που βρίσκεται στα σύνορα Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας και να κάνω οτοστόπ. Πράγματι, φτάνω στα σύνορα και λίγα λεπτά αργότερα εμφανίζεται ένας χίπης μ' ένα αρχαίο πράσινο Βολκσβάγκεν και με παίρνει. Η διαδρομή ήταν σαν ταξίδι στο Διάστημα, ούτε φώτα, ούτε αυτοκίνητα, no man's land.

Το Βερολίνο ήταν μαγευτικό. Περίμενα να βρω μια κατεστραμμένη πόλη, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι – ήταν φωτεινό, πολύχρωμο, μοντέρνο. Τις επόμενες μέρες θα διαπίστωνα πως στην πραγματικότητα ήταν λιγάκι και από τα δύο. Γιατί μπήκαμε από την Kurfürstendamm, την πιο μεγάλη λεωφόρο, γεμάτη λαμπερά φώτα, ακριβά μαγαζιά κ.λπ., όμως ολόγυρα η πόλη ήταν διαλυμένη. Έβλεπες κτίρια διάτρητα από σφαίρες, σπίτια καμένα, ερείπια όπου είχαν φυτρώσει δέντρα. Και τότε κατάλαβα γιατί κανείς από τους Δυτικογερμανούς δεν ήθελε να πάω στο Βερολίνο: γιατί δεν είχε καμία σχέση με τη Δυτική Γερμανία. Η Δυτική Γερμανία ήταν φουλ τσιμέντο, καθαρή, τακτοποιημένη, τα πάντα ήταν ολοκαίνουργια.

Το επόμενο πρωί σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στη μητέρα μου να της πω ότι είμαι καλά, ότι έφτασα στην Ανατολική Γερμανία χωρίς να με συλλάβουν και να με στείλουν σε κάνα γκουλάγκ στη Σιβηρία. Πάω, λοιπόν, σ' ένα μπαρ στην άκρη της Winterfeldtstrasse –βρισκόμουν στο Schöneberg– για να κάνω ψιλά για το τηλέφωνο. Μόλις μπαίνω βλέπω κάποιον σκυμμένο πίσω απ' τον πάγκο να βάζει μπουκάλια στα ράφια και ρωτάω: «Συγγνώμη, μήπως μιλάτε αγγλικά;». Και σηκώνεται ένα τραβεστί δύο μέτρα, με κόκκινα μαλλιά και κιτρινόμαυρο πουά μπουστάκι, και μου λέει: «Ναι αγάπη μου, τι θα ήθελες;» Και ήμουνα σε φάση, «Γάμησέ τα, είμαι όντως στο Βερολίνο!» Μου 'ρθε κατακούτελα, ξέρεις. Γιατί στο μαγαζί ήταν μόνο κάτι παππούδια που πίνανε σναπς, ήταν εννιά η ώρα το πρωί και πίσω απ' τον πάγκο ήταν αυτό το δίμετρο τραβεστί – αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ στο Μάντσεστερ! (γέλια) Ένα τραβεστί είχαμε όλο κι όλο, και κυκλοφορούσε μόνο τη νύχτα.

Συνειδητοποίησα πως αυτή ήταν η διαφορά στο Βερολίνο, η αποδοχή. Αυτά τα παππούδια σε αποδέχονταν γι' αυτό που ήσουν, όπως κι αν ήσουν, όπως κι αν ντυνόσουν. Και ξέρεις, η πόλη ήταν γεμάτη γκέι, τραβεστί, περίεργους τύπους, καλλιτέχνες, ανυπότακτους. Όποιος δεν ήθελε να πάει φαντάρος, πήγαινε εκεί – αυτή ήταν η ιδέα που είχε η Δυτική Γερμανία για να εποικίσει το Δυτικό Βερολίνο. Κι επίσης επιδοτούσαν τα νοίκια και την κοινωνική ασφάλιση. Γιατί αν δεν υπήρχε κάποιου είδους κίνητρο, στο Δυτικό Βερολίνο θα είχαν μείνει μόνο γιαγιούλες να περιμένουν τους άντρες τους να γυρίσουν απ' τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οπότε η πόλη έγινε χωνευτήρι για όλους τους απροσάρμοστους που ήθελαν να ξεφύγουν απ' την ασφυκτική κοινωνία του χωριού τους. Έρχονταν όλοι στο Βερολίνο για να βρουν ομοϊδεάτες.

Αναμνήσεις ενός εισαγωγέα λαθραίων κασετών από το Βερολίνο των ’80s Facebook Twitter
O Mark στην Alexanderplatz το 1985
Αναμνήσεις ενός εισαγωγέα λαθραίων κασετών από το Βερολίνο των ’80s Facebook Twitter
Aνατολικό Βερολίνο


— Το Ανατολικό Βερολίνο πώς ήταν; Πήγαινες συχνά;

Την πρώτη φορά που πήγα έπαθα πλάκα. Ήταν λες και είχα διακτινιστεί σε άλλο πλανήτη, σ' έναν παράλληλο κόσμο όπου δεν υπήρχαν διαφημίσεις ούτε και πολλά αυτοκίνητα. Σαν να είχα γυρίσει πίσω στον χρόνο, στα '50s ή κάτι τέτοιο. Και ήταν συναρπαστικό γιατί κανείς δεν μπορούσε να μου πει τίποτα σχετικά. Όπως σου είπα, κανείς δεν μπορούσε να μου πει τίποτα για το Δυτικό Βερολίνο, αλλά οπωσδήποτε κανείς δεν μπορούσε να μου πει τίποτα για το Ανατολικό. Όλοι οι Δυτικογερμανοί που ήξερα, αν είχαν πάει ποτέ, ήταν γιατί είχαν συγγενείς και τους πήγαιναν απορρυπαντικά και καφέ και άλλα δυτικά προϊόντα. Και κανείς φυσικά δεν γνώριζε τίποτα για την underground μουσική σκηνή, ήταν το πολύ διακόσιοι άνθρωποι που άκουγαν δυτικά, έτσι, ψιλοσκοτεινά, new wave γκρουπ. Και περνούσα λαθραία κασέτες στο Ανατολικό Βερολίνο για τους φίλους μου, γιατί δεν μπορούσαν να έρθουν στο Δυτικό ν' αγοράσουν δίσκους. Βέβαια, δεν επιτρεπόταν να περνάς κασέτες, μα εγώ το έκανα συνέχεια. Φοβόμουν λίγο, αλλά ταυτόχρονα ήταν συναρπαστικό – ήταν λίγο σαν το «Great Escape», αυτή η έξαψη του να νιώθεις κυνηγημένος. Κι ύστερα, ήταν όλη η σαβουροκατάσταση που έπαιζε εκεί πέρα, οι άνθρωποι έπρεπε να είναι εφευρετικοί ακόμα και για να τα φέρουν βόλτα στην καθημερινή τους ζωή. Αν δεν ήταν το Ανατολικό Βερολίνο, ίσως να μην είχα μείνει τόσο καιρό στο Δυτικό, για να πω την αλήθεια.

— Πώς και είχαν ακούσει new wave οι Ανατολικοβερολινέζοι;

Άκουγαν τον John Peel και γράφανε κασέτες – στα κρυφά εννοείται. Μπορούσες ν' ακούσεις την εκπομπή του μέσα από το BBC World Service και το Ράδιο των Βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Ήταν σαν να παρακολουθούσαν λειτουργία στην εκκλησία. Μαζεύονταν όλοι μαζί για να τον ακούσουν, με τα κασετόφωνά τους, έτοιμοι να ηχογραφήσουν την εκπομπή απ' την αρχή μέχρι το τέλος.


— Ήταν εύκολο να κάνεις γνωριμίες στο Ανατολικό Βερολίνο; Δεδομένου ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, όλοι ήταν υπό παρακολούθηση.
Η πρώτη μου γνωριμία ήταν μ' έναν πιτσιρικά στο U-Bahn που έμοιαζε με τον καλό πάνκη της διπλανής πόρτας: είχε κοντά μαλλιά καρφάκια και παντελόνι σωλήνα – πολύ πανκ για το Ανατολικό Βερολίνο εκείνη την εποχή. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα: «Αυτός στάνταρ θα ξέρει πού έχει κάνα live απόψε». Γιατί είχα πάει σε μερικά και πετύχαινα διαρκώς κάτι τύπους με τζιν μπουφάν και τζιν παντελόνι να παίζουν μπλουζ κι αναρωτιόμουν «τι διάολο, δεν έχει πανκ ροκ συναυλίες εδώ πέρα;». Μόλις κατέβηκε λοιπόν απ' το μετρό, τον πρόφτασα και του 'πιασα την κουβέντα για την underground σκηνή, τον ρώτησα αν ακούει πανκ και τα ρέστα. Και μου απάντησε: «Όχι, το πανκ είναι απαγορευμένο εδώ. Ντύνομαι έτσι, αλλά δεν υπάρχει underground σκηνή, δεν παίζουν live, δεν παίζει τίποτα». Και τότε του είπα: «Όμως, αν τυχόν μάθεις κάτι, μπορείς να μου στείλεις μια καρτ ποστάλ; Μ' ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα, "Έλα για καφέ και κέικ την τάδε μέρα", κι εγώ θα καταλάβω».

Έξι μήνες αργότερα λαμβάνω ένα γράμμα από ένα κορίτσι που έλεγε: «Μ' ενδιαφέρει αυτή η μουσική, θέλεις να συναντηθούμε;». Αυτό που δεν ήξερα τότε ήταν ότι και οι δύο δουλεύανε για τη Στάζι. Κανονίζουμε, λοιπόν, ένα ραντεβού στο Palast der Republik. Είχε ένα κοκτέιλ μπαρ εκεί, όπου συναντιέμαι μ' αυτό το κορίτσι και μιλάμε για ώρες – χάρη σ' αυτήν έμαθα πολλά πράγματα για το Ανατολικό Βερολίνο. Κι εκείνη βασικά ήθελε να καταλάβει τι καπνό φουμάρω. Ξέρεις, η Στάζι ήθελε να μάθει ποιος ήταν αυτός ο τύπος απ' την Αγγλία που έψαχνε για το underground. Γιατί για τους Ανατολικογερμανούς "underground" σήμαινε "political underground". Ήταν σίγουροι πως είχα κάποιου είδους ατζέντα.

Αναμνήσεις ενός εισαγωγέα λαθραίων κασετών από το Βερολίνο των ’80s Facebook Twitter


— Δηλαδή άρχισαν να σε παρακολουθούν αμέσως μόλις προσπάθησες να έρθεις σ' επαφή με κάποιον;

Ναι, αλλά όλοι ήταν υπό παρακολούθηση. Στα σπίτια των φίλων μου έκαναν διαρκώς ελέγχους, τα τηλέφωνά τους είχαν κοριούς. Αλλά εμείς κάναμε αυτό που ήταν να κάνουμε έτσι κι αλλιώς. Δεν φοβόμασταν, δεν... Εντάξει, εγώ ανησυχούσα. Τους έφερνα κασέτες, πάντα ήμουν λίγο αγχωμένος στα σύνορα, αν με πιάσουν τη γάμησα κ.λπ. Αλλά δεν ανησυχούσα για την προσωπική μου ασφάλεια, γιατί ήξερα ότι αν μ' έπιαναν, το πολύ-πολύ να με έδιωχναν από τη χώρα. Οι φίλοι μου όμως έπρεπε να ζήσουν εκεί. Και ανησυχούσα μήπως τους συμβεί κάτι, όταν κάναμε κρυφές συναυλίες για παράδειγμα. Αλλά δεν τους ένοιαζε, αυτές τις παράνομες δραστηριότητες τις έβλεπαν ως μορφή διαμαρτυρίας.


— Πες μου δυο λόγια γι' αυτές τις συναυλίες.

Η πρώτη ήταν το 1983, σε μια εκκλησία στο Rummelsburg. Είχα ακούσει για το Blues Messe, την Μπλουζ Λειτουργία ας πούμε, όπου βασικά προσεύχονταν και μετά τραγουδούσαν. Οπότε πήγα και βρήκα τον ιερέα για να τον ρωτήσω αν γινόταν να φέρουμε καμιά μπάντα από το Δυτικό Βερολίνο. Δεν του φαινόταν εφικτό κάτι τέτοιο, με δεδομένο μάλιστα ότι δεν μπορούσαμε να περάσουμε όργανα από τα σύνορα. Αλλά καταφέραμε να βρούμε όργανα χάρη στους Ανατολικογερμανούς φίλους μας. Στην Ανατολική Γερμανία χρειαζόσουν άδεια για να κάνεις συναυλίες – χρειαζόσουν άδεια ακόμα και για να έχεις ηλεκτρική κιθάρα. Περνούσες από μια επιτροπή που έκρινε αν ήσουν αρκετά ικανός, ξέρεις, αν ήσουν «πραγματικός» μουσικός, και τότε έπαιρνες ένα πιστοποιητικό που σου επέτρεπε ν' αγοράσεις κιθάρα. Δεν γινόταν δηλαδή να πας έτσι σ' ένα μαγαζί, να αγοράσεις όργανα και να φτιάξεις μια μπάντα.


— Άλλος ένας λόγος που δεν μπορούσε να υπάρξει πανκ σκηνή στο Ανατολικό Βερολίνο, ε;

Ναι, ναι. (γέλια) Αλλά κατά καιρούς κάποιοι περνούσαν όργανα στα κρυφά, από την Τσεχοσλοβακία ή την Πολωνία, οπότε καταφέραμε να βρούμε τον εξοπλισμό που χρειαζόμασταν. Μπήκαμε στο Ανατολικό Βερολίνο σε ομάδες των τριών και συναντηθήκαμε στην εκκλησία. Ε, εκεί κάναμε ότι προσευχόμαστε για λίγο κι έπειτα έπαιξαν οι Toten Hosen. Είχαμε προσκαλέσει μόνο τριάντα άτομα και τους είχαμε πει να μην πούνε τίποτα πουθενά, top secret φάση. Το δεύτερο live των Toten Hosen, στιγμιότυπα του οποίου βλέπουμε στο «B-Movie», ήταν το '88. Αυτήν τη φορά ήταν στο Pankow μαζί με τους Die Vision και υποτίθεται πως ήταν συναυλία για την οικονομική στήριξη ορφανών παιδιών στη Ρουμανία. Είχαμε καλέσει πάλι μόνο τριάντα άτομα και πηγαίνουμε τη μέρα του live κι έχουν έρθει εξακόσια! Ένα περιπολικό ήταν ήδη στημένο έξω απ' την εκκλησία, οπότε η ατμόσφαιρα ήταν πάρα πολύ τεταμένη, είχαμε συναίσθηση ότι από λεπτό σε λεπτό μπορεί να ρίξουν μια κλωτσιά στην πόρτα και να μπούνε να μας συλλάβουν. Παίζουν λοιπόν οι Die Vision μερικά τραγούδια και μόλις οι Die Toten Hosen είναι έτοιμοι να βγουν, ανεβαίνει στη σκηνή ο ιερέας και λέει πως οι αρχές τούς απαγορεύουν να εμφανιστούν. Οπότε του λέμε ν' ανακοινώσει ότι μια μπάντα από τη Δρέσδη θα παίξει στη θέση τους, γιατί ήμασταν ψιλοσίγουροι ότι η αστυνομία δεν ήξερε ποιοι ήταν οι Toten Hosen. Το κόλπο έπιασε, η «μπάντα από τη Δρέσδη» έπαιξε για τρία τέταρτα περίπου προτού οι πληροφοριοδότες της Στάζι πούνε στους δικούς τους: «Σταματήστε τους, είναι οι Toten Hosen».

Αναμνήσεις ενός εισαγωγέα λαθραίων κασετών από το Βερολίνο των ’80s Facebook Twitter
Το δεύτερο live των Toten Hosen, στιγμιότυπα του οποίου βλέπουμε στο «B-Movie», ήταν το '88.


— Οπότε, κάποια πράγματα επιτρέπονταν;

Όχι, όχι, τίποτα δεν επιτρεπόταν. Μας άφησαν γιατί οι πληροφοριοδότες της Στάζι, που ήταν στον κύκλο των φίλων μου, θέλανε κι αυτοί να δουν το live. Ένα κορίτσι έγραψε στην αναφορά του: «Φημολογείται ότι θα εμφανιστούν οι Toten Hosen, δεν γνωρίζω ακόμα την τοποθεσία και την ημέρα». Και την τοποθεσία γνώριζε και την ημέρα – βασικά γνώριζε τα πάντα. Αλλά δεν επρόκειτο να το πει στη Στάζι γιατί ήθελε να δει το live. Βλέπεις, το να δουλεύεις για τη Στάζι ήταν κάτι που το επέβαλαν στον κόσμο. Τους υποχρέωναν, κατά κάποιον τρόπο, με τη βία να γίνουν πληροφοριοδότες. Δεν είναι πως θέλανε να παρακολουθούν τους φίλους τους, πιο πολύ ήταν μια κωλοφάση του στυλ: «Είσαι πάνκης και θα σου κάνουμε τη ζωή δύσκολη, αν δεν κάνεις ό,τι σου λέμε». Που σημαίνει, πρέπει να παρακολουθείς τους φίλους σου και να μας ενημερώνεις τι κάνουν, πού πηγαίνουν, ποιους συναντούν. Και ποιος είναι αυτός ο τύπος απ' την Αγγλία που έρχεται εδώ συνέχεια;

Ο τραγουδιστής των Die Vision ήταν στη Στάζι, ο μηχανικός ήχου ήταν στη Στάζι. Με προσκάλεσαν δηλαδή για κείνη την ηχογράφηση στο Ανατολικό Βερολίνο γιατί η Στάζι ήθελε να ελέγχει τις δραστηριότητές μου. Δεν τους ένοιαζε αν θα έκανα ή δε θα έκανα το γαμημένο το άλμπουμ, στ' αρχίδια τους το άλμπουμ! (γέλια) Το μόνο που θέλανε να ξέρουν είναι ποιους συναντάω, ποιες είναι οι επαφές μου. Κι επίσης, η ατζέντα μου. Γιατί είχαν αυτή την εντύπωση, πως είχα κάποιου είδους ατζέντα, να διαφθείρω τη νεολαία της Ανατολικής Γερμανίας. Στον φάκελό μου η KGB διαρκώς γράφει: «Πρέπει να βρείτε για ποιον δουλεύει». Μέχρι που ρώτησαν τον πράκτορα της KGB στην MI5 αν ήμουν σε «Μαύρη Επιχείρηση», αν χρησιμοποιούσα μουσική ανατρεπτικού περιεχομένου ας πούμε γι' αυτόν το σκοπό.


— Ας προχωρήσουμε στην ταινία. Πώς ανακατεύτηκες με το «B-Movie», πώς ξεκίνησε το πρότζεκτ;

Αρχικά, εγώ δεν συμμετείχα στο πρότζεκτ. Ο Jörg Hoppe, που ήταν για χρόνια σκηνοθέτης μουσικών εκπομπών και μάνατζερ των Extrabreit, είχε την ιδέα να φτιάξει ένα κολλάζ με εικόνες και τραγούδια απ' το Βερολίνο του '80. Και αυτό θα ήταν πάνω κάτω το ντοκιμαντέρ. Είχε ακούσει το Five Point One, το άλμπουμ με remixes που είχα κυκλοφορήσει εκείνη την περίοδο, και με ρώτησε αν θα έκανα το σάουντρακ για το «B-Movie», αν θα ξαναδούλευα δηλαδή το υλικό για 5.1 surround. Κι έτσι αρχίσαμε να μιλάμε για την ταινία και κάποια στιγμή ανέφερα ότι έχω στο σπίτι μερικές κασέτες από εκπομπές που είχα κάνει εδώ στα '80s. Δεν είχα ιδέα τι περιείχαν γιατί δεν με ένοιαζε να δω τον εαυτό μου στην οθόνη. Του δίνω, λοιπόν, ένα κουτί με κασέτες και δύο μέρες μετά μου τηλεφωνεί και λέει: «Πρέπει να μιλήσουμε». Κι εγώ σκεφτόμουν: «Γαμώτο, τι του έδωσα;». (γέλια) Την άλλη μέρα πάω απ' το σπίτι του και μου λέει: «Άκου, είδαμε όλο το υλικό και δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Θες να γίνεις αφηγητής του ντοκιμαντέρ;». Μέχρι τότε δεν είχαν πολύ ξεκάθαρη ιστορία, ήταν απλώς μια συλλογή εικόνων. Όταν είδαν αυτά που τους έδωσα, μπόρεσαν να συνδέσουν όλα αυτά τα κομμάτια μέσα από την αφήγηση ενός ξένου που ήρθε στο Βερολίνο, ενός outsider που έγινε μέρος της σκηνής.


 


— Θα ήθελες να μιλήσεις εκτενέστερα για κάτι που αναφέρεις στο ντοκιμαντέρ, ότι εκείνη την εποχή στο Βερολίνο είχατε μια τεράστια μπάντα;

Όλοι έπαιζαν μουσική και η σκηνή ήταν μικρή, οπότε οι μπάντες έπαιζαν και μεταξύ τους. Πάρε, για παράδειγμα, τους Einstürzende Neubauten, που πολλά μέλη τους συμμετείχαν σε άλλες μπάντες. Ο F.M. Einheit και ο Mark Chung έπαιζαν στους Abwärts, ο Alexander Hacke έπαιζε στους Crime and the City Solution, όπως και ο Mick Harvey, που ήταν αρχικά στους Birthday Party κι έπειτα στους Bad Seeds. Και ο Blixa (Bargeld), βέβαια, έπαιζε στους Bad Seeds. Δεν καθόταν στ' αυγά του ο κόσμος, διαρκώς μπλέκανε σε μπάντες, πρότζεκτ, συνεργασίες. Αλλά ήμασταν και ενωμένοι, αλληλοϋποστηριζόμασταν. Δεν είχαμε χρήματα, όμως βρίσκαμε τρόπους να κάνουμε ό,τι θέλαμε. Και μόνο έτσι μπορεί να γίνει κάτι, αν έχεις υποστηρικτές, αν άλλοι άνθρωποι ασπαστούν την ιδέα σου.

— Η σκηνή ήταν σχετικά μικρή για τον αντίκτυπο που είχε.

Ναι, εντάξει, ο κόσμος στη Γερμανία τότε είχε δείξει κάποιο ενδιαφέρον. Αλλά οι Malaria, για παράδειγμα, είχαν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στο εξωτερικό, άπαξ και βγήκαν από τα όρια της βερολινέζικης σκηνής – γι' αυτό, πλάκα-πλάκα, ευθύνομαι κι εγώ, γιατί είχα όλες αυτές τις άκρες στη Δύση και μπόρεσα να τους κλείσω συναυλίες με τους New Order. Έπειτα έκαναν κι ένα live με τους Birthday Party στο Λονδίνο, και κάπως έτσι άρχισαν να τις βλέπουν πιο σοβαρά στο εξωτερικό, γιατί έπαιζαν μ' αυτές τις σούπερ τεχνικές μπάντες. Οι Malaria ήταν απλώς πέντε κορίτσια που έκαναν τη φάση τους, δεν είχαν καμία σχέση με οποιαδήποτε αντρική εκδοχή του ροκ εν ρολ. Δεν ήταν βιρτουόζοι − αν έλεγες στην Gudrun (Gut) να παίξει κάτι στην κιθάρα, δεν μπορούσε να το κάνει. Αλλά έκαναν αυτό που έκαναν και ήταν μοναδικό, ήταν αυθεντικό. Δες το image τους: κόκκινο κραγιόν, ασπρισμένα πρόσωπα, μαύρες, σχεδόν στρατιωτικές στολές, σαν γκοθούδες ας πούμε – ήταν οι πρώτες που εμφανίζονταν έτσι. Έχεις δει το βίντεο του Robert Palmer για το «Addicted to Love»; Αυτές οι τύπισσες είναι οι Malaria. Δεν είναι το ίδιο το γκρουπ, αλλά την εικόνα αυτών των κοριτσιών που είναι όμορφα, μα δεν ξέρουν να παίζουν την έκλεψαν από τις Malaria. Ο σκηνοθέτης του βίντεο πήγε να τις δει όταν παίξανε με τους Birthday Party και είχε πάθει πλάκα!

Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τους Einstürzende Neubauten – έδωσαν νέα κατεύθυνση στους Depeche Mode. Ο Gareth Jones έκανε την παραγωγή σ' ένα άλμπουμ των Neubauten και όταν ξεκίνησε να γράφει με τους Depeche Mode τους είπε: «Πρέπει ν' ακούσετε αυτή την μπάντα, παίζουνε με σίδερα και τρυπάνια και όργανα που έχουν φτιάξει από υλικά κατεδαφίσεως». Ο Martin Gore πήγε σ' ένα live των Neubauten στο SO36 και δεν πίστευε στα μάτια του. Τότε ήταν που γράψανε κομμάτια σαν το «People are people». Οι New Order, επίσης, επηρεάστηκαν από την κλαμπ σκηνή του Βερολίνου. Μετά απ' την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ, ο Bernard Sumner είχε έρθει εδώ και τον πήγα στο Metropol, τη διάσημη γκέι ντίσκο στη Nollendorfplatz. Εκεί ο ήχος ήταν πιο underground, πιο αμερικανικός, Hi-NRG, EDM, τέτοιο στυλ. Και πιο σκοτεινός, πιο τριπαριστός – σαν πρόδρομος του techno. Πήγαμε και σε άλλα κλαμπ και παντού παίζανε στο τέρμα, το beat δεν σταματούσε ποτέ. Κι όλο αυτό είχε ισχυρό αντίκτυπο στον Bernard − οι New Order στράφηκαν στη συνέχεια προς έναν πιο ηλεκτρονικό ήχο.

Αναμνήσεις ενός εισαγωγέα λαθραίων κασετών από το Βερολίνο των ’80s Facebook Twitter
Μαζί με τον Βernard Sumner


— Πίσω στο «B-Movie». Πώς ήταν να βλέπεις τι έκανες στα νιάτα σου; Ένιωσες νοσταλγία;

Μπα, η αλήθεια είναι ότι δεν αντέχω να βλέπω τη φάτσα μου στην οθόνη. Και σε πολλές από τις τωρινές προβολές έλεγα: «Άντε, πότε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο;». Γιατί δεν παρακολουθούσα τις εκπομπές που έκανα τότε, οπότε δεν έχω συνηθίσει να βλέπω τον εαυτό μου στην οθόνη.


— Αλήθεια; Μα, έκανες εκπομπές για κάμποσο καιρό.

Ναι, αλλά δεν ήμουν αναγκασμένος να τις βλέπω! Όπως και να 'χει, δεν είδα το «B-Movie» ως νοσταλγικό ταξίδι στο παρελθόν, δεν μου έβγαλε κάτι τέτοιο. Καθώς προχωρούσε το ντοκιμαντέρ, συνειδητοποίησα ότι δεν το κάνω για τους ανθρώπους που ζήσανε το Βερολίνο στα '80s, το κάνω για τις μελλοντικές γενιές, για κείνους που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα και για όσους είναι τώρα στα εικοσι-κάτι. Αυτό είναι για μένα το πιο σημαντικό, να δούνε τι κάναμε τότε και ν' αντλήσουν κάποιου είδους έμπνευση. Κι επίσης να καταλάβουν ότι δεν χρειάζεται να πας σε talent show για να κάνεις κάτι. Αν έχεις μια ιδέα, μπορείς έτσι απλά να την πραγματοποιήσεις, δεν είναι τόσο δύσκολο. Εμείς, ό,τι κάναμε, το κάναμε χωρίς χρήματα. Σήμερα ο κόσμος θέλει συνέχεια να ξέρει τι θα βγάλει – δεν είναι το χρήμα αυτό που έχει σημασία. Μπορεί να χρειάζεσαι χρήματα για να στηρίξεις μια ιδέα, αλλά δεν είναι αυτό το σημαντικότερο.

Γι' αυτό ήταν τόσο φρέσκια και συναρπαστική η σκηνή του Βερολίνου, γιατί δεν είχε οικονομικές βλέψεις, το κίνητρό της ήταν η έκφραση μέσω της τέχνης. Όταν ήρθα απ' το Μάντσεστερ, ήμουν μαθημένος σε διαφορετική νοοτροπία. Ο κόσμος εκεί προσπαθούσε να κάνει ένα άλμπουμ με επιτυχίες και να γλιτώσει απ' τη μιζέρια του, να πάει στο Λονδίνο ή στην Αμερική. Στο Βερολίνο ο κόσμος ήθελε απλώς να εκφραστεί. Δεν προσπαθούσαν να γίνουν σταρ για να γλιτώσουν από το Βερολίνο, είχαν έρθει για να γλιτώσουν στο Βερολίνο. Αυτό ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πόλης, ήταν απομονωμένη και κάπως ξεχασμένη, οπότε κανείς δεν νοιαζόταν, όλοι έκαναν ό,τι γούσταραν, όλα επιτρέπονταν.

 
— Υπάρχει κάποια άλλη σημαντική διαφορά μεταξύ χτεσινού και σημερινού Βερολίνου; Κάτι που –πέρα απ' το Τείχος προφανώς– δεν είναι πια εκεί;

Για μένα είναι η έξαψη που είχα όταν περνούσα πράγματα λαθραία στο Ανατολικό Βερολίνο. Αν μπορώ να πω ότι μου λείπει κάτι, αυτό είναι. Η αδρεναλίνη, ο ενθουσιασμός που νιώθεις όταν κάνεις μια ανατρεπτική πράξη, γνωρίζοντας ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά ανά πάσα στιγμή. Κατά τα άλλα, δεν μπορώ να πω ότι μου λείπει κάτι. Η πόλη έχει αλλάξει, μα δεν έχει αλλάξει και τόσο ριζικά. Την έχουν καθαρίσει, αλλά αυτό δεν με πειράζει, είναι πολύ πιο χαλαρά τα πράγματα τώρα. Φυσικά, έχει γίνει μια διεθνής πόλη, δεν είναι πλέον ένα ξεχασμένο νησί στη μέση του Ανατολικού Μπλοκ. Έχω μεγάλη περιέργεια να δω πώς θα εξελιχθεί, πού θα πάει το πράγμα.


— Τελικά, πώς τις περνούσες αυτές τις κασέτες από τα σύνορα; Θέλω να πω, πώς ακριβώς το έκανες;

Πάντως, δεν τις έβαζα στον κώλο μου, αν αυτό εννοείς! (γέλια) Τις κολλούσα με μονωτική ταινία στην πλάτη, πάνω απ' τη μέση, και ήλπιζα ότι δεν θα μου κάνουν σωματική έρευνα. Κι αγόραζα ένα σωρό κομμουνιστικές παπαριές, προτομές του Λένιν, σημαίες, κάτι τέτοια. Οπότε, όταν ερχόμουν, ας πούμε, απ' την Τσεχοσλοβακία και με ρωτούσαν αν είχα τίποτα να δηλώσω, άνοιγα την τσάντα μου και ήταν γεμάτη μ' αυτές τις αηδίες που ούτε οι ίδιοι δεν ήθελαν να βλέπουν. Έριχναν μια ματιά και μου έλεγαν, «ΟΚ, πάρ' τον μπούλο!»


— Ας υποθέσουμε πως είχες μαγικές δυνάμεις και μπορούσες να μιλήσεις στον νεότερο εαυτό σου, τώρα που τον είδες στην οθόνη. Τι θα του έλεγες;

«Μην πουλήσεις τους δίσκους!» Κάποια στιγμή στα '80s πούλησα ένα μεγάλο κομμάτι της δισκοθήκης μου γιατί δεν είχα δεκάρα τσακιστή. Ήταν η εποχή που όλη αυτή η αβανγκάρντ σκηνή είχε σταματήσει να παίζει και δεν μπορούσα να βρω δουλειά ως ηχολήπτης. Έτσι πούλησα ένα μεγάλο κομμάτι της δισκοθήκης μου και μια βδομάδα μετά –μια βδομάδα μετά, στην κυριολεξία– με προσλάβανε οι Toten Hosen που θα έφευγαν για μια μεγάλη περιοδεία. Και σκεφτόμουν: «Γαμώ τον μπελά μου, μόλις πούλησα ένα κάρο δίσκους!». Είναι το μόνο πράγμα για το οποίο μετανιώνω, πραγματικά. Οπότε, ναι, αυτό θα έλεγα στον νεότερο εαυτό μου: «Μην πουλήσεις τους δίσκους, γιατί θα το μετανιώσεις. Κάνε κουράγιο, δεν θα πεθάνεις. Μπορεί να πεινάσεις, αλλά δεν θα πεθάνεις. Έχεις φίλους που θα σε φροντίσουν, όλα θα πάνε μια χαρά».

Αναμνήσεις ενός εισαγωγέα λαθραίων κασετών από το Βερολίνο των ’80s Facebook Twitter
Ο Mark Reeder σήμερα. Φωτο: Doris Klaas

* Θερμές ευχαριστίες στον Χρήστο Ζούτσο και την Parenthesis που μεσολάβησαν για τη συνάντησή μου με τον Μαρκ.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 17.3.2017

Μουσική
0

ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Yacht Rock»: Το πιο απολαυστικό μουσικό ντοκιμαντέρ της χρονιάς 

Daily / «Yacht Rock»: Το πιο απολαυστικό μουσικό ντοκιμαντέρ της χρονιάς 

Από τους Steely Dan, τους Toto και τον Kenny Loggins μέχρι τον Questlove, τον Thundercat και τον Mac De Marco, τo ντοκιμαντέρ του HBO συνδέει τις κουκίδες ενός φαινομένου που αποτελεί λιγότερο ένα μουσικό είδος και περισσότερο μια αίσθηση, μια ιδέα, ένα vibe.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
40 χρόνια Last Christmas: Η αμφιθυμία του George Michael και η «κατάρα των Χριστουγέννων»

Μουσική / 40 χρόνια Last Christmas: Η αμφιθυμία του George Michael και η «κατάρα των Χριστουγέννων»

Το αθάνατο «εορταστικό» κομμάτι παραμένει ένα δείγμα της γλυκόπικρης φύσης που χαρακτηρίζει την ιδανική ποπ: ακούγεται σχεδόν πρόσχαρο παρότι αντικατοπτρίζει το πένθος μιας διαλυμένης σχέσης.
THE LIFO TEAM
10 πράγματα για τον Folamour

Μουσική / Τα εντυπωσιακά disco και house ηχοτοπία του Folamour

Γνωστός για τα δυναμικά sets του, ο Γάλλος παραγωγός έχει εμφανιστεί σε πάνω από 500 shows διεθνώς σε εμβληματικούς χώρους και φεστιβάλ όπως το Glastonbury, το Tomorrowland και το Coachella, ενώ το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου θα παίξει για το κοινό της Αθήνας.
ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ