Αν πρέπει να τους περιγράψεις με δυο λόγια, οι The Bad Poetry Social Club είναι μια καλλιτεχνική ομάδα που ασχολείται με το spoken word και το video poetry και διοργανώνει ποιητικές περφόρμανς και βραδιές απαγγελίας. Ακούγοντας την περιγραφή, το πιο πιθανό είναι να το συνδυάσεις με κάτι επικίνδυνα βαρετό και «ποίηση που μυρίζει σκόρο και χλωρίνη στο χιλιόμετρο», αλλά οι The Bad Poetry Social Club δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτό.
Τα μέλη της ‒με καλλιτεχνικά ψευδώνυμα που θυμίζουν χαρακτήρες από ταινία επιστημονικής φαντασίας, όπως Π.Ι.Ε.Β., Επίθετη, Fâné, Βίνα, MFS‒, ποιητές, μουσικοί, φωτογράφοι, ένας videographer και ένας γραφίστας, συνθέτουν κάτι συναρπαστικό και σύγχρονο, αποδομώντας την έννοια «ποιητική απαγγελία», εμπλουτίζοντάς τη με σκηνογραφία, περφόρμανς, visuals και live μουσική, δημιουργώντας ένα εντελώς σημερινό υβρίδιο που πειραματίζεται με όλα τα νέα μέσα.
Τα βίντεό τους στο YouTube και όλες οι δουλειές τους ‒ομαδικές ή κάθε μέλους της ομάδας ξεχωριστά‒, όπως και τα live ποιήματά τους, είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι η ποίηση το 2021: αιχμηρή αλλά και ρομαντική, δυστοπική αλλά και όμορφη και αληθινή, η ποίηση που έχουν γράψει νέα παιδιά λίγο πριν από το τέλος του κόσμου.
— Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με την ποίηση;
«Εγώ ξεκίνησα να γράφω ημερολόγιο» λέει η Επίθετη. «Καθημερινό. Βασικά, ξεκίνησα να αντιγράφω ποιήματα. Διάβαζα ποιήματα και καθόμουν και τα αντέγραφα στο τετράδιο που είχα για ημερολόγιο. Μετά έφτιαχνα τα ίδια περίπου ποιήματα, λίγο αλλαγμένα, και έτσι κατέληξα εδώ».
«Είναι πολύ διαφορετική η δική μου ιστορία, δεν διάβαζα ποίηση, δεν μου άρεσε, τη θεωρούσα πάρα πολύ βαρετή, αλλά, λόγω επαγγέλματος, επειδή ασχολούμαι και με την υποκριτική, άρχισα να βλέπω πιο σοβαρά κάποιους συγγραφείς», συνεχίζει η Βίνα. «Και ξεχώρισα πάρα πολλούς. Ξεκίνησα να γράφω πρώτα, όμως, και μετά να διαβάζω. Η ανάγκη μου γεννήθηκε από πράγματα που είχα μέσα μου και ήθελα να τα εκφράσω και ο μόνος τρόπος που έβρισκα εκείνη την ώρα ήταν ένα χαρτί. Δεν είχα στο μυαλό μου ότι αυτά θα ακουστούν παραπάνω, απλώς τα έγραφα για μένα, για να εκτονωθώ».
«Εγώ δεν έγραφα ούτε διάβαζα ποίηση παλιότερα, ήρθα αρχικά στην ομάδα ως μοντέρ» προσθέτει ο MFS. «Το πρώτο που με γοήτευσε πριν από κάποια χρόνια, γενικότερα, ήταν το θέατρο. Έκανα θέατρο σε ερασιτεχνικό επίπεδο, μου άρεσε, αλλά στη συνέχεια έκανα κανονικές παραστάσεις και το 2016 είδα τα πρώτα spoken word του Π.Ι.Ε.Β. Είδα τα πρώτα βίντεο στο YouTube, που είχαν προσεγμένο το visual κομμάτι. Έφτασαν στα μάτια μου μέσω κάποιων ράπερ, που τα δημοσίευαν, γιατί αυτή ήταν η κοινή μας γραμμή. Δεν ήξερα ότι αυτό το πράγμα λέγεται ποίηση, και να σου πω την αλήθεια, το λέμε ποίηση επειδή δεν ξέρουμε πώς να το πούμε, γιατί η ποίηση παραπέμπει σε κάτι πιο παλαιικό».
«Δυσκολευόμασταν πολύ να βρούμε τον όρο για να ορίσουμε την ποιητική απαγγελία σε live και τότε βρήκαμε το “poetry performance”, που πάλι είναι όρος περίεργος και δεν στέκει ακριβώς» λέει η Επίθετη.
«Δεν πιστεύω στον διαχωρισμό της τέχνης σε υψηλή και χαμηλή. Ποιος ορίζει τι είναι υψηλό και τι χαμηλό;Υπάρχει working class τέχνη, υπάρχει και τέχνη που εκπροσωπείται από ανθρώπους που έχουν χρήματα, σημασία έχει να υπερασπίζεται την ελευθερία με αλήθεια και να στέκεται πλάι στον αδύναμο».
— Στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Αφρική, στην Αμερική, το spoken word υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια και έχουν ασχοληθεί μαζί του μεγάλα ονόματα της μουσικής, εκτός από τους ποιητές και τους σταρ της slam poetry.
«Συνήθιζα να δημιουργώ περσόνες στην προσωπική μου ζωή, κορόιδευα τον κόσμο ‒και αυτή μια μορφή τέχνης είναι‒, μέχρι που γνώρισα τον Π.Ι.Ε.Β. και ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε μαζί τα βίντεο» λέει ο MFS.
«Όταν ήρθα στην Αθήνα δούλευα πάρα πολύ. Δουλεύω στα κανάλια, κάνω μοντάζ επαγγελματικά και επειδή με έπνιγε αυτό, μέσω του The Bad Poetry Social Club έβγαζα μια πιο καλλιτεχνική μορφή σκηνοθεσίας και μοντάζ, έκανα την καύλα μου. Από ένα σημείο και μετά άρχισα να γράφω πράγματα που σκεφτόμουν ή πράγματα που θυμόμουν ότι κάποια περσόνα μου έλεγε σε ανθρώπους και τώρα ετοιμάζω κι εγώ ένα βιβλίο που, αν όλα πάνε καλά, θα τα συνοδεύσω με μια ταινία μικρού μήκους. Το YouTube απαιτεί εικόνα και χωρίς το YouTube δεν θα έφτανε στα αυτιά μου».
«Δεν είναι μόνο αυτό, είναι και το ότι εμείς δεν τραγουδάμε, δεν είναι αρκετή μόνο η φωνή, ερμηνεύουμε» λέει ο Π.Ι.Ε.Β. «Εκτός από την Επίθετη, όλοι οι άλλοι έχουμε κάνει θέατρο, είμαστε επαγγελματίες ηθοποιοί, οπότε, αν με ακούς μόνο, χωρίς να βλέπεις το βίντεο, μου αφαιρείς το 30-40%».
«Η εικόνα ήταν πολύ δυνατή και σίγουρα μου τράβηξε την προσοχή, αλλά από κει και πέρα το ηχητικό ήταν που με συνεπήρε», λέει ο MFS. «Μου άρεσε πολύ αυτό το πράγμα που είδα και είπα αμέσως ότι θα ήθελα να το είχα δημιουργήσει εγώ. Και ήρθαν έτσι τα πράγματα, τελείως συγκυριακά, που σε δύο χρόνια κατέληξα να κάνω εγώ τα spoken word βίντεο και ήταν τέλειο αυτό».
The Bad Poetry Social Club - This is ain't a man's world
«Αυτή ήταν μια αφορμή. Το 2014 έκανα με τον Γιάννη Ανδριτσόπουλο και τον Κωνσταντίνο Κοίλαρη, και στην πορεία με τον Δημήτρη Βασιλείου, μια σειρά που λέγεται “Vigil”, όπου υπάρχει ένας χαρακτήρας που κατά βάση ερμηνεύει μονολόγους» λέει ο Π.Ι.Ε.Β.
«Δεν έχει σημασία αν είναι ακριβώς ποιήματα, πρόζες ή θεατρικοί μονόλογοι, είναι πράγματα τα οποία είναι γραπτά, ερμηνεύονται. Ο καθένας ας ονομάσει όπως θέλει αυτό που κάνουμε. Όταν έβγαλα την πρώτη μου ποιητική συλλογή ήταν να με βοηθήσει για την παρουσίασή του βιβλίου μια ποιήτρια, η οποία με ρώτησε πώς το ονόμασα, της είπα “Ποιητική συλλογή” και μου απάντησε: “Όντως; Εγώ ονόμασα το δικό μου “ποιητικά ονειρολόγια θεατρικού μήκους”, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων”.
Θεωρώ υποκρισία το να “μην ακουμπάτε την ποίηση” και το να “μην ακουμπάς πια λέξεις και ανθρώπους που γίνονται σύμβολα”, αρέσει αυτό στη χώρα μας, να τοποθετεί ανθρώπους και έννοιες σε βάθρο, να δημιουργεί πράγματα τα οποία είναι απλησίαστα. Επειδή και με τη Βίνα και τη Fâné έχουμε δουλέψει πολύ στο θέατρο, έχουμε καταλάβει ότι δεν πρέπει να είσαι σεμνότυφος απέναντι στον συγγραφέα. Σε ένα ποίημά μου τη λέω, με τρομερό σεβασμό, στον Χριστιανόπουλο, αλλά είναι από τους αγαπημένους μου ποιητές. Μπαίνω σε μια συνομιλία με αυτόν, προσπαθώ να διαχειριστώ το μεγαλείο, δεν θέλω να γίνει μια μικρότητα, να λειτουργείς γύρω από την ποίηση ευλαβικά λες και μπαίνεις σε μια εκκλησία».
«Έγραφα από πάντα» λέει η Fâné. «Υπήρχε στο δημοτικό το “Σκέφτομαι και γράφω” και ένας δάσκαλος που είχα τότε μου είχε πει: “Εσένα πρέπει να σου αρέσει πολύ να γράφεις”. Εγώ δεν το κατάλαβα αυτό, το άφησα για πάρα πολύ καιρό και όταν γνώρισα τον Π.Ι.Ε.Β. το ξαναέπιασα, γιατί μέχρι να γνωρίσω τα παιδιά δεν ήξερα ότι όλο αυτό που είχα στο κεφάλι μου, το οποίο το αποτύπωνα σε χαρτί, μπορούσε να γίνει κάτι. Πού μπορούσε να πάει».
«Σε αυτό που έλεγαν πριν, ο Λόρκα, για παράδειγμα, που ήταν ένας μεγάλος ποιητής, είχε τα πάθη του, πολέμησε, ήταν ένα ζωντανό πράγμα, όχι αποστειρωμένο. Δεν θα πιάσω καν την γενιά των beat» λέει ο Π.Ι.Ε.Β.
«Ξεκίνησα να γράφω γιατί υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείς να τα πεις στους ανθρώπους σου ή στους ανθρώπους γενικότερα εκείνη τη στιγμή. Κι επειδή νομίζω ότι είμαι καλύτερος στον γραπτό λόγο, μπορείς να διορθώσεις αυτό που πας να πεις και να έχει μεγαλύτερη ακρίβεια, γι’ αυτό. Και ήταν και κάτι το οποίο μου κράταγε εμένα του ίδιου μια συντροφιά. Δεν ξεκίνησα να γράφω έχοντας στο μυαλό μου κάτι, ξεκίνησα να γράφω θέλοντας να ξαλαφρώσω σε έναν βαθμό.
Αυτό το μοιράζομαι μαζί με κάποιους άλλους ανθρώπους, ξαλαφρώνουμε μαζί και αυτό είναι όμορφο. Μέχρι εκεί. Τώρα, πού μπορεί να πάει αυτό και τι μπορεί να γίνει, αν μπορεί να φτιαχτεί σκηνή στο spoken word και αν αυτό μετά θα είναι βιώσιμο, αν είναι δουλειά ή οτιδήποτε, θα δείξει. Δεν ξέρω, εμείς το αντιμετωπίζουμε πολύ επαγγελματικά, δουλεύουμε πολύ πάνω σ’ αυτό, περνάμε ώρες ατελείωτες στο μοντάζ, με πολύ αυστηρά deadlines».
— Είναι πολλά διαφορετικά πράγματα η ποίηση, από χαϊκού μέχρι έπος, όταν όμως λες «ποίηση», ο μέσος Έλληνας σκέφτεται κάτι πολύ βαρύγδουπο…
«Σκέφτεται τον Καβάφη, τον Σαίξπηρ, έναν ποιητή που πιάνει μια νεκροκεφαλή και μιλάει, τον Άμλετ» λέει ο Π.Ι.Ε.Β. «Αυτό που κάνουμε είναι κάτι πολύ σύγχρονο, δεν πιστεύω ότι η ποίηση συνάδει με το όνομα του Καβάφη, ποίηση θεωρείται το ομοιοκατάληκτο, το φανφαροειδές.
Για να μην παρεξηγηθώ, ο Καβάφης είναι από τους αγαπημένους μου ποιητές και τον θεωρώ εξαιρετικά σύγχρονο… Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι πολύ εύκολα κάτι ονομάζεται ή δεν ονομάζεται ποίηση, ανάλογα με τη μόδα ή την εποχή. Ο Καβάφης δεν θεωρούνταν ποιητής, γιατί δεν έγραφε με τον τρόπο που ήθελαν ή έπρεπε, ή ο Χριστιανόπουλος είχε φάει τόσο κράξιμο ακόμα και από γνωστούς, μεγάλους τότε ηθοποιούς, επειδή ένας αξιοπρεπής άνδρας δεν έπρεπε να γράφει τέτοιους στίχους».
— Τα live ποιήματα προϋπάρχουν, δεν τα φτιάχνετε εκείνη την ώρα...
«Όχι, δεν είναι freestyle» λέει ο Π.Ι.Ε.Β. «Τα μέλη της ομάδας εκδίδουν έντυπα και κάνουν τα audio ποιήματά τους release σε πλατφόρμες και κάποια από τα audio τα κάνουν και visual μέσω video art/βιντεοκλίπ. Και παράπλευρα συνεργάζονται με διάφορους καλλιτέχνες, οπότε, εκτός των lives και των εντύπων, έχουν παρουσιάσει από θεατρικές παραστάσεις έως εκθέσεις. Και, φυσικά, αυτό πηγάζει από την επικοινωνία και την τριβή μεταξύ μας. Από την αγάπη».
Α. Επίθετη & Π.Ι.Ε.Β. - Μόνο εμείς
— Με τι σκοπό φτιάχτηκε η ομάδα;
«Με την Επίθετη ξεκινήσαμε κάποια open mics το 2016 με μερικούς άλλους ανθρώπους σε ένα πρότζεκτ, αυτό το πρότζεκτ έφτασε να γίνει σε αρκετούς χώρους στην Αθήνα και να έχουμε κάνει και κάποια τουρ ανά την Ελλάδα. Εκτός αυτού, έφτασαν να έχουν περάσει περίπου σαράντα άνθρωποι από αυτά τα open mics. Μέσα σε αυτούς ήταν και η Βίνα και η Fâné, οπότε μετά απορροφήθηκαν στην ομάδα. Ο λόγος που υπάρχει ο καθένας στην ομάδα είναι διαφορετικός, δεν είναι ένα πράγμα, το ίδιο».
«Δεν ήταν αυτοσκοπός», προσθέτει η Επίθετη, «πραγματικά, αλλά αυτό που μας συνέδεσε κάπως όλους όταν αποφασίσαμε ότι θα τρέξουμε το πρότζεκτ μαζί και θα δούμε πώς θα πάει, ήταν και το ότι δεν είχαμε άλλη διέξοδο για να γίνεται αυτό το πράγμα. Δεν ξέρω άλλη ομάδα, στην Ελλάδα τουλάχιστον, που να κάνουν spoken word και να είναι μια ομάδα συγκεκριμένων ανθρώπων που το τρέχουν με αυτόν τον τρόπο. Οπότε, εφόσον δεν υπήρχε η σκηνή τότε για εμάς, έπρεπε να την φτιάξουμε και αυτό ήταν το βασικό μας κίνητρο».
«Ένα από τα πρώτα πράγματα που ξεκινήσαμε να χρησιμοποιούμε ως μότο της ομάδας είναι “να φύγει η ποίηση από το ντουλάπι με τη ναφθαλίνη”, να ξαναρχίσει όλο αυτό το πράγμα να παίρνει μπρος» λέει η Fâné.
«Δεν έβλεπες, δεν άκουγες για καινούργιους ποιητές, δεν υπήρχε αυτό ή μπορεί να υπήρχε και να μην έφτανε στα αυτιά του κόσμου. Επίσης, θέλαμε να μπορέσει η ποίηση να έρθει και να κουμπώσει και στα νέα μέσα που υπάρχουν πλέον, να αξιοποιηθεί το στοιχείο του βίντεο, το στοιχείο του live με τη μορφή που έχει πάρει το live ‒ δεν μιλάμε πλέον για αναλόγια, ένα τραπέζι με μια λάμπα σε ένα ξύλινο περιβάλλον όπου κάποιος καπνίζει. Είναι διαφορετικά και ως αισθητική και ως ατμόσφαιρα, γιατί εξαρτάται από τη μουσική που θα επιλέξεις να μπει μέχρι τη θεματική που έχει το κείμενο και το πού θα παρουσιαστεί, ο χώρος και ο τρόπος που επιλέγεις να ερμηνευτούν αυτά είναι λίγο περισσότερο σύγχρονοι».
«Ναι μεν υπήρχαν παρουσιάσεις, υπήρχαν προφανώς ποιητές, συλλογές, αλλά όσα πράγματα είχαμε δει και όσα έφτασαν τελικά στα αυτιά μας κάπως δεν συνέπιπταν με την πραγματικότητα» λέει η Επίθετη.
«Δηλαδή δεν γίνεται να είσαι είκοσι πέντε χρονών ή πενήντα ή εβδομήντα, να νιώθεις ότι είσαι κομμάτι του σήμερα και να παρουσιάζεις τη δουλειά σου χωρίς να βάζεις κάτι δικό σου μέσα σ’ αυτό. Να σου φτιάχνει ο εκδοτικός ένας event και να καθόμαστε να σε ακούμε για δέκα λεπτά, μετά ο ηθοποιός να σου διαβάζει τα κείμενα και τέλος. Αυτό ήταν πολύ έξω από εμάς, τον τρόπο που θέλαμε να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας».
«Εγώ το The Bad Poetry Social Club το βλέπω από δύο πλευρές, η μία είναι το τι προσφέρει σε μένα, τι σημαίνει για μένα και η δεύτερη τι πιστεύω ότι δίνει στους απ’ έξω, στον κόσμο, στο υπόλοιπο κοινό» συνεχίζει ο MFS.
«Για μένα είναι ξεκάθαρα μέσο έκφρασης και σε μια περίοδο δύσκολη “καθάρισα” μέσα από το The Bad Poetry Social Club, γιατί απέβαλα κάποια πράγματα, μπόρεσα να γίνω δημιουργικός και να δώσω κάτι και αυτό με γέμισε πάρα πολύ και συνεχίζει να με γεμίζει. Πλέον εξελίσσεται αυτό που κάνουμε και θα πάει και σε άλλο επίπεδο. Από την άλλη, νιώθω ότι εκφράζει κάποιους ανθρώπους που μπορεί σε άλλου είδους τέχνες να έβρισκαν πράγματα, όμως από λίγο.
Δηλαδή σε κάποιον μπορεί να άρεσε ένα στοιχείο της ραπ ή μια μουσική, κάποια θεατρική ομάδα ή κίνημα, αλλά δεν ήταν απόλυτα αυτό. Νιώθω ότι έχει μια δική του προσωπικότητα, είναι ένα συνολικό πράγμα, απαρτίζεται από διαφορετικούς ανθρώπους που έχουν διαφορετικά στοιχεία και μέσο τεχνικής έκφρασης ο καθένας. Αν τον πάρεις τον καθέναν ξεχωριστά, έχει ένα δικό του universe. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι ότι οι μουσικές που χρησιμοποιεί το Bad Poetry είναι από τα ίδια τα μέλη του, είτε από ανθρώπους πολύ κοντά στην ομάδα, με την οποία συνεργάζονται.
Ειδικά στις τελευταίες δουλειές η μουσική είναι από το μηδέν δική μας, κανονικότατη ενορχήστρωση. Το θεωρώ πολύ σημαντικό αυτό, έχουμε φτάσει στο σημείο ο καθένας να οργανώνει το κομμάτι του. Ο καθένας έχει μια σφραγίδα και όλο αυτό φτιάχνει ένα τελικό αποτέλεσμα ‒ το κοινό ταυτίζεται με ό,τι είναι πιο κοντά του. Δεν είναι τυχαίο που σε ένα live όπου είναι σόλο ο Π.Ι.Ε.Β. θα δεις ότι το κοινό είναι ελαφρώς διαφοροποιημένο από το κοινό που θα έρθει όταν είναι συνολικά όλη η ομάδα ή όταν κάνει η live η Fâné και από αυτό έχω καταλάβει ότι ο κόσμος χρειάζεται τέτοιου είδους κινήματα».
The Bad Poetry Social Club - Poesía Sin Fin
— Αν θέλουμε να το τοποθετήσουμε κάπου ως είδος, μπορούμε να πούμε ότι είναι κάπως κοντά στο ραπ. Μουσικά και ως εκφορά λόγου…
«Αν θέλουμε να το επεξηγήσουμε ως έναν βαθμό, ναι, αλλά, αν θέλουμε να το πάμε και αλλού, το “Πάρτι” του Χατζιδάκι τι είναι;» λέει ο Π.Ι.Ε.Β. «Δηλαδή η επιρροή δεν είναι μόνο το ραπ, απλώς το ραπ αυτήν τη στιγμή είναι Νο 1 παντού. Το “Πάρτι” με έσκισε στη μέση, παρόλο που δεν είμαι ένα παιδί που μεγάλωσε με Χατζιδάκι. Τι μπορεί να είναι αυτό, τελικά, έχει πάρα πολύ μικρή σημασία.
Νομίζω ότι πάρα πολλές φορές αναλωνόμαστε περισσότερο στο να ονομάσουμε κάτι παρά να δούμε αν όντως επικοινωνεί αληθινά μ’ εμάς. Καλύτερα να το δουν και μετά να αποφασίσουν τι είναι, γι’ αυτό ξεκινήσαμε με τόσο μαζικές κυκλοφορίες, μία κάθε δύο εβδομάδες. Τα πρώτα μας βίντεο έδειχναν τις διαφορετικές επιρροές και οι μαζικές κυκλοφορίες βοήθησαν να καταλάβει ο άλλος τι είναι αυτό που κάνουμε, γι’ αυτό, όταν ξεκινήσαμε, δεν αφήσαμε να μας πάρουν τηλέφωνο, πλησιάσαμε εμείς τους χώρους, γιατί δεν καταλάβαιναν τι κάνουμε ακριβώς. Με τον καθέναν συνεννοούμασταν σε άλλο μήκος κύματος. Κάναμε τουρ για να καταλάβει ο κόσμος τι κάνουμε».
— Τι θα κάνετε στις 24 του μήνα;
Την παρουσίαση του δίσκου μας, ο οποίος λέγεται C I N E M A T I C, σε μουσική και ενορχήστρωση της Ele, με beats των Sumo και Sativa, ο οποίος υπογράφει και τη μείξη και το Master του δίσκου. Υπάρχει οπτικοποιημένος ως μια abstract ταινία μικρού μήκους, σπασμένη σε εννιά μέρη, διότι εννιά είναι και τα κομμάτια, στο YouTube και στο Spotify.
Θα ερμηνεύσουμε μερικά ακόμα ποιήματα που έχουν βγει ήδη αλλά και ακυκλοφόρητα, γιατί έχει ενδιαφέρον για τον κόσμο να είναι 50-50, δηλαδή να ακούσει ένα ποίημα που μπορεί να του άρεσε αλλά να ακούσει και κάτι καινούργιο. Στα παλιά βάζουμε καινούργια μουσική, ώστε να έχει αξία να το ξανακούσει. Η σκηνογραφία είναι του Τhe krank και θα γίνει στο Lunar Space στις 24/9, στις 10 το βράδυ. Θα είναι live και θα είναι διαφορετικά δομημένο από τις περφόρμανς.
Wolfpeach & Π.Ι.Ε.Β. - Ονειρεύτηκαν με άνθη
— Πώς αντιδράει ο κόσμος σε αυτό που κάνετε;
«Πολύς κόσμος έρχεται στα live με ευλάβεια, το σκέφτονται ακόμα και να χειροκροτήσουν, ειδικότερα στα προηγούμενα, για να μη διακόψουν, επειδή είναι ποίηση. Μπαίνουν μέσα και νιώθεις σαν να ανάβουν κερί, ότι πήραν μια ανάσα και μπήκαν να ακούσουν λειτουργία. Πολλές φορές τους λέμε και οι ίδιοι ότι εδώ δεν πρόκειται γι’ αυτό. Υπάρχουν φορές που διακόπτουν για να χειροκροτήσουν μέσα στο ποίημα ή να φωνάξουν και αυτή η ανάγκη του άλλου να ξεσπάσει έχει τρομερή αξία στη δημιουργία ατμόσφαιρας, γιατί την ατμόσφαιρα τη δημιουργεί ο κόσμος. Κι επειδή τα κείμενα έχουν μια βαριά ατμόσφαιρα, προσπαθώ κάπως να σπάσω τον πάγο, λέγοντας κάτι αστείο ή διακωμωδώντας τον εαυτό μου, οπότε αυτό τον κάνει να νιώθει οικεία».
«Αυτό που υπήρχε μέχρι τώρα και οριζόταν ως ποιητική απαγγελία ήταν στο πλαίσιο του κάθεσαι, διαβάζεις και μετά “γειά μας”» προσθέτει η Επίθετη. «Όπου υπάρχει απαγγελία ποιήματος, μιλάμε για κάτι πάρα πολύ ορισμένο ακόμα και στο πώς θα αποδοθεί, δεν περιέχει το συναίσθημα» προσθέτει η Fâné.
«Το ζητάνε αυτό. Γιατί, θεωρητικά, αν βάλεις μέσα το συναίσθημά σου είναι σαν να βάζεις πρόσημο στο τι θα εκλάβει ο ακροατής, κάτι που υποτίθεται ότι δεν πρέπει να συμβαίνει, ενώ εμείς αυτό το θέλαμε 100%. Να μπορέσει, δηλαδή, ο γραπτός μας λόγος και το γραπτό μας συναίσθημα να παντρευτούν με το πραγματικό μας συναίσθημα εκείνη τη στιγμή, live on stage, και τότε να δημιουργηθεί το τελικό αποτέλεσμα, διαφορετικό κάθε φορά, διαφορετικό ποίημα σε κάθε παράσταση».
«Πόσο μάλλον όταν γράφεις κάτι edgy, το οποίο, αν δεν το χρωματίσεις, μπορεί να ακουστεί πάρα πολύ περίεργο» λέει ο Π.Ι.Ε.Β. «Η ποίηση είναι αρκετά παρεξηγημένη από τις νέες γενιές, οι οποίες ασχολούνται με αυτό που κάνουμε, και σε αυτό έχει παίξει φουλ ρόλο η μουσική, που κινείται σε ρυθμό μπιτ, χιπ-χοπ, lo-fi ή τέτοια πράγματα ‒ έτσι οι άνθρωποι το έμαθαν, τους άρεσε και το ακολούθησαν» συνεχίζει ο MFS.
«Αυτές οι γενιές δεν έχουν καμία σχέση με την πιο παλαιική έννοια της ποίησης ή έχουν, αλλά πολύ επιγραμματικά, quoting φάση. Επειδή πάντα αυτές οι γενιές κοντράρονται με τους γονείς τους και επειδή οι γονείς τους κατά πάσα πιθανότητα έχουν εκτίμηση σε αυτό που εννοεί ο Έλληνας όταν λέει “ποίηση”, τους βγαίνει μια κόντρα. Και νομίζω ότι είναι πολύ πρωτότυπο και πολύ ωραίο που η ομάδα μας τείνει να το ανατρέψει αυτό το πράγμα. Και του έχει δώσει μια άλλη μορφή, ό,τι μπορεί να είναι αυτό».
«Επίσης, θεωρώ προβληματικό το ότι είμαστε μια χώρα που διδάσκει την ποίηση ως υποχρεωτικό μάθημα, όπως και την Ιστορία, που πρέπει να αποστηθίσεις, δηλαδή να μάθεις απ’ έξω τις ερμηνείες που κάποιοι άλλοι έχουν κάνει για κάθε στίχο» λέει η Επίθετη. «Οπότε αυτό αυτόματα λειτουργεί πολύ απωθητικά, γιατί όταν διαβάζεις κάτι πρέπει να το νιώσεις εσύ, ως ξεχωριστό πρόσωπο, όχι σαν αποστήθιση. Γιατί η ποίηση είναι τέχνη».
«Κάτι άλλο που θεωρώ πολύ τοξικό όσον αφορά τον σημερινό τρόπο διδασκαλίας της ποίησης, γιατί δημιουργεί ένα πολύ ισχυρό ενοχικό σύνδρομο, είναι το να πρέπει να ερμηνεύσεις την ποίηση με τη λογική» λέει η Fâné. «Το ότι πρέπει να την ερμηνεύσεις λεκτικά. Η ποίηση, σε ένα πολύ μεγάλο της κομμάτι, επειδή βγαίνει μέσω του τι ζει ο καθένας, πολλές φορές βρίσκει ασυνείδητα αντίκρισμα στα βιώματα. Δεν είναι κάτι που πρέπει να πεις με λέξεις μετά».
Sativa & Π.Ι.Ε.Β. - Ηθικός αυτουργός
— Υπάρχει «υψηλή» και «χαμηλή ποίηση»;
«Δεν πιστεύω στον διαχωρισμό της τέχνης σε υψηλή και χαμηλή. Ποιος ορίζει τι είναι υψηλό και τι χαμηλό;» λέει ο Π.Ι.Ε.Β. «Υπάρχει working class τέχνη, υπάρχει και τέχνη που εκπροσωπείται από ανθρώπους που έχουν χρήματα, σημασία έχει να υπερασπίζεται την ελευθερία με αλήθεια και να στέκεται πλάι στον αδύναμο. Ακόμα και στο trash πιστεύω ότι μπορεί να υπάρχει ποίηση. Σε πολλούς μας αρέσει το trash. Το γνήσιο όμως, σαν την καψούρα του σκυλάδικου της εθνικής, όχι το ψευτολαϊκό».
— Tο slam poetry έχει βοηθήσει πάρα πολύ κάθε είδους διαφορετικότητα να εκφραστεί. Συμβαίνει κι εδώ αυτό, με το spoken word;
Το slam poetry και το spoken word είναι δύο παράλληλα σύμπαντα. Δεν απέχουν πολύ στην πραγματικότητα. Το βασικό τους κοινό στοιχείο είναι ότι χωράνε τα πάντα. Όταν λέμε τα πάντα, εννοούμε τα πάντα, ως καλλιτεχνική κατεύθυνση και ως καλλιτεχνική υπόσταση. Είναι η μορφή τέχνης όπου, όσοι δεν είχαν φωνή, βρήκαν. Η διαφορετικότητα στο spoken word είναι αναγκαία, σε αντίθεση με την κοινωνία. Τη χρειαζόμαστε. Γιατί μόνο μέσω αυτής ανακαλύπτουμε τις νέες οδούς και στην τέχνη και στη ζωή.
Ευχαριστούμε το σινεμά Ριβιέρα στα Εξάρχεια για τη φιλοξενία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 18.9.2021