ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ του «Born Star», του νέου άλμπουμ του Sin Boy που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες, ο 27χρονος ράπερ φιγουράρει κάτω από μια ταμπέλα με τη λέξη «Περισσός». Με αυτόν τον τρόπο ανακοινώνει και επίσημα την επιστροφή του στην Ελλάδα μετά από τρία χρόνια αυτοεξορίας στο Κόσοβο.
Το 2019 ήταν μια επεισοδιακή χρονιά για την προσωπική του ζωή και την καριέρα του. Μετά την αποχώρησή του από τη Minos EMI και την έκρηξή του στα social media, αρκετοί ήταν αυτοί που πίστεψαν ότι δεν υπήρχε ουσιαστικός γυρισμός.
Παρόλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζε εκείνη την περίοδο, τα οποία δεν μάθαμε ποτέ ακριβώς τι αφορούσαν, αν και παίρνεις μια ιδέα από τα κομμάτια του, ο ίδιος αναγεννήθηκε από τις στάχτες του, έφυγε από την Ελλάδα, παντρεύτηκε και έφτιαξαν μαζί με τη γυναίκα του, τη Rina, τη δική τους δισκογραφική, την Alphapop. Παράλληλα, συνέχισε να βγάζει το ένα άλμπουμ μετά το άλλο.
Στα περισσότερα από τα έντεκα κομμάτια του άλμπουμ αφηγείται μέσα από τις δικές του εμπειρίες μια ιστορία που προειδοποιεί για τις παγίδες της εύκαιρης φήμης, τη ματαιότητα και την υποκρισία της διασημότητας και το τίμημα του να κινείσαι ανεξάρτητος, πέρα από δισκογραφικές εταιρείες.
Από τότε κατάφερε να κυκλοφορήσει τέσσερα άλμπουμ. Τα δύο μόλις φέτος, το «Old But Gold» με παλιά του τραγούδια και πρόσφατα το «Born Star». Το συγκεκριμένο είναι το πέμπτο του προσωπικό άλμπουμ – το έκτο συνολικά, αν συμπεριλάβει κανείς και τη συνεργασία με τη Rina στο «ΜΜ».
Είναι άξιο αναφοράς το ότι μπορεί να μην είναι όλες οι δουλειές του ισάξιες αλλά είναι ένας παραγωγικότατος μουσικός που εξελίσσεται με κάθε νέα του κυκλοφορία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Με το καινούργιο του άλμπουμ φαίνεται σαν να έχει γυρίσει για να πάρει εκδίκηση απ' όσα τον ενοχλούν στη σκηνή που τα αλέθει όλα και απ' όσους τον είχαν ξεγραμμένο με έναν απόλυτα δημιουργικό και μουσικό τρόπο, όπως έκαναν οι παλιότερα οι Αμερικανοί ράπερ. Η οργή και τα πυρά του είναι πιο στοχευμένα και δεν τα χρησιμοποιεί απαραίτητα για να προκαλέσει.
Όπως είχε δηλώσει στη LiFO όταν κυκλοφορούσε το πρώτο σινγκλ του «Born Star», το «Thug Life», το οποίο δεν γνωρίζουμε γιατί δεν υπάρχει στον δίσκο τελικά, αν και είναι κάπως λογικό, επειδή η αγριάδα του δεν ταιριάζει με το υπόλοιπο υλικό:
«Είμαι σε περίοδο που θα κάνω focus πιο πολύ στον MC εαυτό μου, βασισμένος στη γνώση και στην εμπειρία που έχω αποκτήσει. Στο νέο μου κομμάτι "Thug Life" αναφέρομαι στους ανθρώπους των οποίων μόνος στόχος είναι να πετύχουν στην καριέρα τους και ξεπουλάνε όλα όσα έχουν πραγματική σημασία στη ζωή για να φτάσουν εκεί. Το καταλαβαίνω ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει στη ζωή του, αλλά πλέον έχουμε φτάσει σε σημείο να έχουν ξεπουληθεί όλοι και το να ξεπουλιέσαι να θεωρείται cool. Αυτό το μήνυμα περνάει στη νεολαία. Γι’ αυτό ένιωσα την ανάγκη να τους δείξω τα πράγματα από τη μεριά κάποιου που δεν έχει ξεπουληθεί, ότι πρέπει να έχουν μια καλύτερη εικόνα για το τι θέλουν πραγματικά».
Στα περισσότερα από τα έντεκα κομμάτια του άλμπουμ αφηγείται μέσα από τις δικές του εμπειρίες μια ιστορία που προειδοποιεί για τις παγίδες της εύκαιρης φήμης, τη ματαιότητα και την υποκρισία της διασημότητας, και το τίμημα του να κινείσαι ανεξάρτητος, πέρα από δισκογραφικές εταιρείες.
«Όλοι με φωνάζαν αλλοδαπό, τώρα μου φωνάζουν σ' αγαπώ», ραπάρει στο «Taxi» και είναι εντυπωσιακό να συναντάς τόσο αφοπλιστικούς στίχους ειδικά σε μια κατηγορία του ελληνικού ραπ που δεν φημίζεται για την κοινωνικοπολιτική του ταμπέλα.
Στο «Born Star» μπορεί να μην απομακρύνεται ηχητικά από τις προηγούμενες δουλειές του, δημιουργεί μια ακαταμάχητη μείξη από ρυθμούς που αντλούν από το reggaeton, τη europop και τα '80s αλλά και τη λαϊκόποπ των early '00s και γλωσσικό πλουραλισμό, έχει διαμορφώσει όμως ένα στυλ καταδικό του που δεν συγκρίνεται με τίποτα και κανέναν άλλο μουσικό στην Ελλάδα ή το εξωτερικό. Είναι χορευτικό και εντελώς ιδιοσυγκρασιακό.
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα σε κομμάτια όπως το «Kimas» όπου κοπιάρει ασύστολα το «Τόσα Δειλινά» του Νίκου Κουρκούλη, αλλά με έναν τόσο μεταμοντέρνο τρόπο, που είναι δύσκολο να του αντισταθείς.
Με διαφορά, πάντως, η κορυφαία στιγμή του άλμπουμ είναι το εκρηκτικό «Τοkyo» που λέει μαζί με τη Rina – οι δυο τους έχουν βαλθεί να κάνουν το τέλειο ποπ τραγούδι.
Tokyo
Γι' αυτό η περίπτωσή του θεωρείται τόσο μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα και είναι κρίμα που τον παίρνει τόσο εύκολα κι αυτόν η μπάλα σε αυτή την κατακραυγή που έχει ξεσηκωθεί εναντίον του τραπ τελευταία.
Κι αυτό επειδή ο Sin Boy δεν έκανε ποτέ απόλυτα τραπ, και ας συνδέθηκε με αυτό το είδος από νωρίς στην καριέρα του. Πάντοτε διαφοροποιούνταν από τους υπόλοιπους Έλληνες ράπερ, κυρίως στο μουσικό σκέλος της δουλειάς του, αν όχι σε όλα.
Ήταν ο πρώτος της γενιάς του που πειραματίστηκε με τον reggaeton ήχο και μάλιστα κατάφερε να τον ενσωματώσει και να τον καθιερώσει στην ελληνική τραπ σκηνή. Επίσης, ήταν από τους πρώτους που συνειδητοποίησαν την αμεσότητα ενός ποπ καλλιτέχνη. Αναφέρεται συχνά σε αυτά στο άλμπουμ.
Και μπορεί να μη γνωρίσει ποτέ επιτυχία ανάλογη με αυτήν του «Mama?» ή να βγάλει κάτι σαν το «MM», αλλά δεν φαίνεται να τον πολυνοιάζει. Πλέον έχει τον απόλυτο έλεγχο της καριέρας του, ξέρει τι θέλει να κάνει και στην πορεία το αποτέλεσμα τον δικαιώνει.
Ας μη γελιόμαστε, είχε χρόνια να εμφανιστεί ένας τόσο τολμηρός, πειραματικός και από την άλλη εντελώς ποπ καλλιτέχνης στην εγχώρια πολύπαθη μουσική βιομηχανία που αυτήν τη στιγμή έχει επείγουσα ανάγκη από περισσότερους Έλληνες ράπερ που θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του.