Οι ανέκδοτες ηχογραφήσεις ιστορικών προσωπικοτήτων της τζαζ δεν είναι κάτι σπάνιο. Εκείνο που σπανίζει, κάπως, είναι να επιτυγχάνονται, ταυτόχρονα, οι μεγάλες στιγμές από εγγραφές σε στούντιο ή live των καλλιτεχνών, οι άψογες τεχνικά καταγραφές, και από ’κει και πέρα οι σωστές και εμπεριστατωμένες εκδόσεις, σε βινύλια ή CD ή και στα δυο μαζί, με τα πολυσέλιδα ένθετα, τα κατατοπιστικά κείμενα, τις φωτογραφίες κτλ.
Όλα αυτά συνωθούνται στις εκδόσεις της ισπανικής Elemental Music, από την Βαρκελώνη – μια εταιρεία, που έχει δώσει διαπιστευτήρια από το 2012 και μετά, σε σχέση με τις τζαζ εκδόσεις ανέκδοτου υλικού, υψηλότατων στάνταρντ. Οι άνθρωποι που δουλεύουν για την Elemental, και βασικά οι Jordi Soley, Carlos Agustín Calembert και Zev Feldman κάνουν τρομερή δουλειά, και αυτό φαίνεται και στις πιο πρόσφατες εκδόσεις τους...
YUSEF LATEEF: Atlantis Lullaby – The Concert from Avignon
[Elemental Music / ina, 2024]
Το πρώτο από τα άλμπουμ της Elemental Music, που θα μας απασχολήσει εδώ είναι το “Atlantis Lullaby – The Concert from Avignon” ενός θρύλου της τζαζ, του συνθέτη και χειριστή των πνευστών (μα και άλλων οργάνων) Yusef Lateef (1920-2013).
Ο Lateef υπήρξε τεράστια φυσιογνωμία, ένας αληθινά πρωτοπόρος μουσικός, που δημιούργησε μια εξ ολοκλήρου δική του τζαζ, διανθισμένη με πολλά στοιχεία από τις μουσικές της Ανατολής, όταν κάτι τέτοιο δεν ήταν προφανές και σύνηθες. Παίζοντας ποικίλα όργανα, όπως παραδοσιακά φλάουτα από μπαμπού, shanai (ινδικό κλαρίνο), arghul (πνευστό της Μέσης Ανατολής), koto (ιαπωνικό ζίθερ) και άλλα διάφορα, ο Lateef έφερε στην τζαζ, ένα ethnic χρώμα, δεκαετίες πριν αυτό καταστεί κοινός τόπος, δημιουργώντας τη δική του ψυχεδελική-spiritual άποψη, σε μιαν εποχή (mid 60s-mid 70s) όπου η μουσική αναφερόταν σε κάθε τόπο και πολιτισμό, ενσωματώνοντας κάθε ηχόχρωμα, που θα μπορούσε να αποτελέσει δημιουργική βάση για κάτι νέο, «εσωτερικό» και πρωτοποριακό.
Είναι ακόμη ένας από τους ωραιότερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Προσπαθούσε δε να βελτιώνει συνεχώς τον εαυτό του, υποστηρίζοντας σφόδρα τη μελέτη όλων των ειδών της μουσικής. Είχε πάντα το δικό του στυλ, ταξιδεύοντας πολύ στη ζωή του και εκτιμώντας μουσικές απ’ όλα τα μέρη του κόσμου.
Στην αρχή της δεκαετίας του ’70 η μουσική του Lateef ενσωματώνει, περαιτέρω, πολλά στοιχεία από την ευρεία ποπ της περιόδου, διαθέτει ακόμη και συμφωνικά στοιχεία, κινείται μέσα στο soul-jazz περιβάλλον, ενώ άλλες φορές ακούγεται και σαν σάουντρακ, καταγράφοντας μια νέα ηχητική πραγματικότητα. Αυτή ακριβώς η εποχή αποτυπώνεται, κατά μίαν έννοια, σε τούτο το ανέκδοτο live του Yusef Lateef και της μπάντας του, ένα limited edition 2CD ηχογραφημένο από τον ραδιοφωνικό παραγωγό André Francis, στo Cloître des Célestins (Μοναστήρι των Σελεστίνων) στη γαλλική πόλη Αβινιόν, στις 19 Ιουλίου 1972.
Πιο συγκεκριμένα ακούμε τους Yusef Lateef σοπράνο & τενόρο σαξόφωνα, φλάουτο, Kenny Barron πιάνο, Bob Cunningham μπάσο και Albert “Tootie” Heath, ντραμς, ινδικό φλάουτο σε μια σειρά δικών τους συνθέσεων κυρίως (τα πέντε από τα επτά κομμάτια του σετ προέρχονται από τα μέλη του κουαρτέτου), συν τις διασκευές τους στο “Eboness” του ντράμερ Roy Brooks (ο Lateef είχε ηχογραφήσει το κομμάτι τού συνεργάτη του στο άλμπουμ του “The Diverse Yusef Lateef” το 1970), όπως και στο στάνταρντ “I’m getting sentimental over you”.
Το κλίμα των εκτελέσεων ποικίλει, καθώς άλλοτε κυριαρχεί το bop, με τα σόλι στα σαξόφωνα και το πιάνο να διαδέχονται το ένα το άλλο, άλλοτε καταγράφονται καθαρά πνευματικές καταστάσεις, όπως στο “A flower”, ένα χαλαρό αισθαντικό track, με πιάνο-φλάουτο μόνο, άλλοτε το blues είναι το παν (“Yusef’s mood”), άλλοτε ο ήχος «ξεφεύγει» προς κάτι το μαγικό, όπως για παράδειγμα στο “Lowland lullaby”, εκεί όπου ακούμε μόνο ινδικό φλάουτο και κοντραμπάσο με δοξάρι, ενώ κάποιες άλλες φορές ακούμε καθαρό hard bop / soul-jazz (στο καταπληκτικό “Eboness” του Roy Brooks) ή ακόμη και μπαλάντες (“I’m getting sentimental over you”).
Το σετ θα κλείσει με το γιγαντιαίο 26λεπτο “The untitled” του Kenny Barron, με το κουαρτέτο να έχει άπλετο χρόνο, προκειμένου να δείξει τις εκτελεστικές και οργανωτικές, σε σχέση με τη διαχείριση του χρόνου, ικανότητές του, μέσα από μια τζαζ εκλεκτική οπωσδήποτε, με εντάσεις και νηνεμίες, με πρώτης κλάσης παιξίματα απ’ όλη την ομάδα, αλλά και με αυτοσχεδιαστικές στιγμές είτε σε φάση σόλο είτε σε ντούο.
Το ότι βρέθηκαν απείραχτες από το χρόνο, 52 χρόνια μετά, αυτές οι ταινίες το λες και «θαύμα», βασικά λόγω της μουσικής που ακούμε εδώ – η οποία μουσική έδωσε την ευκαιρία στον παραγωγό Zev Feldman και τους συνεργάτες του να επιμεληθούν μία καταπληκτική έκδοση, με 24σέλιδο booklet, εντός του οποίου διαβάζεις πολλά και διάφορα. Να όπως αυτό το απόσπασμα συνέντευξης του γίγαντα της τζαζ Sonny Rollins στον Feldman (12 Νοεμβρίου 2023), στο οποίο μιλάει για τον Yusef Lateef:
«Την πρώτη φορά που άκουσα τον Yusef, έπαιζε με τη μεγάλη μπάντα του Dizzy Gillespie. Εγώ και οι φίλοι μου ήμασταν οπαδοί όλων όσων έκανε τότε ο Dizzy. Βρισκόμασταν σ’ εκείνο το στάδιο της πορεία μας, στο οποίο ήμασταν πάντα έκπληκτοι με οτιδήποτε έκανε αυτός ή ο Charlie Parker. Οι σαξοφωνίστες άλλαζαν πολύ συχνά στο συγκρότημα του Dizzy, και κάθε φορά που υπήρχε ένας νέος τύπος, προσπαθούσαμε να μάθουμε όσα περισσότερα μπορούσαμε για ’κείνον. Όταν, όμως, αργότερα θα άρχιζα να γνωρίζω καλύτερα έναν από τους νεοαφιχθέντες, τον Yusef Lateef, θα συνειδητοποιούσα ότι ο άνθρωπος αυτός είχε μια ολόκληρη ζωή αφιερωμένη στη μουσική – εντελώς διαφορετική από εκείνη που θα περνούσε από το μυαλό μας, όταν θα τον ακούγαμε για πρώτη φορά να παίζει. Ο Yusef ήταν ένας οργανοπαίκτης, που πάντα βρισκόταν αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Δεν ήταν κάποιος, που ήθελε να βγει μπροστά. Αντίθετα, τον ενδιέφερε περισσότερο να εξερευνήσει τη μουσική – ήταν σπουδαίος μαθητής. Στην πραγματικότητα, βέβαια, θα έλεγα πως ο Yusef ήταν ένας από τους δασκάλους μου, καθώς θα μάθαινα πολλά απ’ αυτόν. Περαιτέρω, δεν ήταν ένας ανταγωνιστικός μουσικός, δεν προσπαθούσε να ξεπεράσει κανέναν, ήταν απλώς ο εαυτός του – ένας πολύ ευγενικός και υπέροχος άνθρωπος. Είναι ακόμη ένας από τους ωραιότερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Προσπαθούσε δε να βελτιώνει συνεχώς τον εαυτό του, υποστηρίζοντας σφόδρα τη μελέτη όλων των ειδών της μουσικής. Είχε πάντα το δικό του στυλ, ταξιδεύοντας πολύ στη ζωή του και εκτιμώντας μουσικές απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Έβγαλε, ακόμη, πολλά βιβλία. Νομίζω ότι η κληρονομιά του δεν είναι μόνο η μουσική του, η οποία φυσικά είναι πολύ σημαντική, καθώς θα πρέπει να εξετάσουμε ολόκληρη την παρουσία του ως άτομο. Είμαι 93 χρονών και ακόμα προσπαθώ να μοιάσω στον Yusef. Όλη του η ζωή ήταν ένα μάθημα για μένα. Τον θυμάμαι, στο Ντιτρόιτ, να πηγαίνει στη σχολή τζαζ και να μελετά, συνεχώς, τους ευρωπαίους κλασικούς. Για παράδειγμα, τον θυμάμαι να παίζει μουσική του Erik Satie – ωραία κομμάτια! Όποτε είχα την ευκαιρία μου άρεσε να κάνω παρέα μαζί του. Αυτό μπορεί να μην γινόταν συχνά, επειδή και οι δυο ήμασταν απασχολημένοι δουλεύοντας σε διαφορετικά μέρη, αλλά όποτε είχα την ευκαιρία να είμαι μαζί του, το έκανα. Είμαι πολύ χαρούμενος που επισκέφτηκα το σπίτι του, όπως και αυτός ήλθε στο δικό μου, όταν έμενα στο Μπρούκλιν. Του άρεσε να παίζει σαξόφωνο και αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα – σήμαινε πολλά. Ήμασταν πολύ δεμένοι και, όποτε συναντιόμασταν, παίζαμε μαζί για ώρες. Ήταν ένα όμορφος άνθρωπος, και γι’ αυτό θέλω να τον επαινώ σε κάθε ευκαιρία που θα μου δίνεται σ’ αυτή τη ζωή. Θα τον περιέγραφα κάπως σαν άγιο. Αυτό είναι ό,τι πιο κοντινό έρχεται στο νου μου, όταν πρόκειται να μιλήσω για τον Yusef».
CANNONBALL ADDERLEY: Poppin’ in Paris: Live at L’Olympia 1972
[Elemental Music / ina, 2024]
Τεράστια μορφή της τζαζ ο άλτο σαξοφωνίστας βασικά Julian “Cannonball” Adderley (1928-1975), που έζησε μόλις 47 χρόνια, συλλαμβάνεται εδώ σ’ ένα πρώτης κλάσης live-set, ανέκδοτο έως σήμερα, βγαλμένο από τα αρχεία του γαλλικού INA (Institut National de L'Audiovisuel) και ηχογραφημένο για το ORTF (Office de Radiodiffusion - Télévision Française). Το live συνέβη στο Olympia του Παρισιού, στις 25 Οκτωβρίου 1972, με τον Cannonball Adderley να τον συνοδεύουν ο αδελφός του Nat Adderley (1931-2000) στην κορνέτα, ο πιανίστας-ηλεκτρικός πιανίστας George Duke (1946-2013), ο μπασίστας Walter Booker και ο ντράμερ Roy McCurdy.
Η ιστορία του μεγάλου αδελφού Adderley υπήρξε τρανή – καθώς αρκεί μόνο να σκεφθούμε πως υπήρξε μέλος των σχημάτων του Miles Davis, στα ακρογωνιαία LP για την τζαζ, και τη σύγχρονη μουσική γενικότερα, “Milestones” (1958) και “Kind of Blue” (1959). Φυσικά είχε και δικά του το ίδιο θρυλικά άλμπουμ ο Adderley, σαν το “Somethin’ Else”, στην Blue Note, το 1958, είναι όμως όλη η δισκογραφία του εκείνη που δείχνει το πολύπλευρο ταλέντο, τη δημιουργικότητα και τον δικό του μοναδικό τρόπο να κινείται πάντα σε χώρους, που έφερναν την τζαζ σε επαφή με τους ευρύτερους ήχους της κάθε εποχής, καθώς η soul-jazz, το fusion, το improv ή και η ποπ κάποιες φορές ανακατεύονταν μαγικά στους δίσκους του, δημιουργώντας συχνά εκστατικές καταστάσεις.
Αυτήν ακριβώς την εποχή του γενικότερου fusion καταγράφει και τούτο το μοναδικό live από το παριζιάνικο Olympia, που μπορεί με άνεση να τοποθετηθεί δίπλα σε άλλους ιστορικούς δίσκους του Cannonball Adderley από εκείνη την περίοδο, όπως του “The Black Messiah” ας πούμε [Capitol, 1971]. Εξάλλου με το 20λεπτο track με τον ίδιο τίτλο, που ήταν σύνθεση του George Duke, ξεκινά το εν λόγω live – και καλύτερη εισαγωγή, εδώ που τα λέμε, δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Κυρίαρχος του ηλεκτρικού πιάνου ο Duke, «σκάβει» διαρκώς, δημιουργώντας μοναδικούς ήχους, που ήταν πολύ δύσκολο να τους ακούσεις, τότε, «ζωντανά», από άλλους μουσικούς – με όλο το υπόλοιπο team να χτίζει πάνω σ’ αυτή την φοβερά groovy σύνθεση.
Το “Autumn leaves” που ακολουθεί (το πασίγνωστο στάνταρντ του Joseph Kosma), μπορεί να έπιασε κορυφή στο ιστορικό “Somethin’ Else” του ’58, με Miles, Art Blakey και λοιπούς, όμως και τούτη εδώ η 13λεπτη εκτέλεσή του είναι έξοχη, με άπιαστα ορμητικά παιξίματα από τον Cannonball στο άλτο και τον Nat στην κορνέτα, και με το υπόλοιπο ρυθμικό τμήμα να τρέχει με χίλια.
Το “Soli tomba”, σύνθεση του μπασίστα Booker, είναι βασικά ένα σόλο κοντραμπάσο με δοξάρι (με λιτή συνοδεία από τον Duke), για να ολοκληρωθεί το πρώτο μέρος μ’ ένα κλασικό hard bop, το “Walk tall” του Joe Zawinul (αφιερωμένο στους αγώνες για τα δικαιώματα των μαύρων), που είχε ακουστεί στο LP τού Cannonball Adderley Quintet “74 Miles Away / Walk Tall” [Capitol, 1967]. Είναι προφανές πως με τα τέτοια κομμάτια μια μπάντα σαν κι αυτή δεν γινόταν παρά να «πετάξει» (με τον Duke να παίζει και ρόλο... ρυθμικού κιθαρίστα μέσα από τα πλήκτρα του).
Το δεύτερο μέρος θα ανοίξει με μια επόμενη γιγαντιαία σύνθεση, το 20λεπτο και «Hancock-ικό» “Doctor Honoris Causa”, ξανά του Zawinul (παλαιού μέλους του κουιντέτου), που είχε ακουστεί στο πρώτο προσωπικό άλμπουμ του, από το 1971. Η εκτέλεση είναι φουριόζα στην αρχή, λόγω Duke, αλλά στην πορεία, όταν οι Adderley θα αναλάβουν τα ηνία –πρώτα ο Cannonball, που θα αφήσει το άλτο, για να πιάσει το σοπράνο του, και έπειτα ο Nat– η ατμόσφαιρα θα αλλάξει, με το τελείωμα να ανήκει και πάλι στον Duke.
Τα επόμενα τρία κομμάτια θα απογειώσουν τον κόσμο, που χειροκροτεί εκστασιασμένος, καθώς αυτά είναι το ultra funky “Hummin’” του Nat Adderley, που είχε κυκλοφορήσει και σε 45άρι, το 1969, ακολούθως το “Directions” του Joe Zawinul (από το LP “The Price you Got to Pay to be Free” του Cannonball Adderly Quintet, στην Capitol του 1970, περασμένο και στο ρεπερτόριο των Weather Report, δηλαδή του σούπερ γκρουπ του Zawinul από την ίδια εποχή, με Wayne Shorter και λοιπούς), που διαθέτει και εκτεταμένο σόλο ντραμς από τον McCurdy και τέλος το κλασικό “Mercy, mercy, mercy” (του Zawinul), που ανήκε προ πολλού και στο ρεπερτόριο της ποπ (The Buckinghams κ.λπ.).
Πολύ ωραία CD-έκδοση, που προσφέρεται μαζί με 20σέλιδο ένθετο, γεμάτο από σπάνιες φωτογραφίες και κείμενα (ανάμεσα και απόσπασμα μιας ανέκδοτης συνέντευξης του Nat Adderley από το 1983), ενώ υπάρχει και limited κυκλοφορία σε double LP 2.950 αντιτύπων.
CANNONBALL ADDERLEY: Burnin’ in Bordeaux: Live in France 1969
[Elemental Music / ina, 2024]
Επίσης αντλημένο από τα αρχεία του INA και ηχογραφημένο για το ORTF, σε αρχική παραγωγή του André Francis και σημερινή του Zev Feldman, ένα δεύτερο ανέκδοτο live του Cannonball Adderley έρχεται να προστεθεί σ’ αυτή την εντυπωσιακή σειρά της Elemental Music. Ηχογραφημένο στο Alhambra Theatre του Μπορντό, στις 14 Μαρτίου 1969, το “Burnin’ in Bordeaux”, που κυκλοφορεί σε 2CD και 2LP, εμφανίζει το κουιντέτο με λίγο αλλαγμένη σύνθεση, καθώς σ’ αυτό ακούμε τους Julian “Cannonball” Adderley άλτο σαξόφωνο, Nat Adderley κορνέτα και Roy McCurdy ντραμς, ενώ στη θέση του πιανίστα συναντάμε τώρα τον Joe Zawinul και σ’ εκείνη του μπασίστα τον Victor Gaskin.
Το υλικό και εδώ θα το χαρακτήριζες κλασικό. Υπό την έννοια πως υπάρχουν πολλές συνθέσεις του Zawinul (“The scavenger”, “Experience in E”, “Walk tall”, “Mercy, mercy, mercy” και “The scene”, γραμμένη από κοινού με τον Nat η τελευταία), στάνταρντ σαν το “Manhã de carnaval” ή το “Somewhere” (του Leonard Bernstein), παλαιότερα tracks από το ρεπερτόριο του κουιντέτου σαν το “Why am I treated so bad” (του Pops Staples) και ακόμη τον θρυλικό ύμνο του hard bop “Work song” (του Nat) σε μια κομπλέ 10λεπτη εκτέλεση, και όλα αυτά μαζί με συνθέσεις του Duke Ellington (“Come Sunday”) και του Dizzy Gillespie (“Blue ‘n’ boogie”).
Το διάστημα που χωρίζει το παρόν live στο Bordeaux, από εκείνο στο Olympia του Παρισιού, τρία χρόνια αργότερα, στην πράξη δεν σημαίνει κάτι. Μπορεί ο Zawinul να είναι πρώτα πιανίστας και μετά ηλεκτρικός πιανίστας (σε σχέση με τον George Duke) –αν και στο “Why am I treated so bad” τα σπάει ως ηλεκτρικός–, αλλά επί της ουσίας τα θέματα δεν μπορεί παρά να παίρνουν φωτιά από το άλτο του Cannonball και την κορνέτα του Nat, δίχως τούτο να σημαίνει πως και το rhythm section των Gaskin-McCurdy δεν είναι εντυπωσιακό, όπου αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, βγαίνοντας άλλοτε μπροστά (όπως στο λυρικότατο “Manhã de carnaval”) και άλλοτε οδηγώντας το ρυθμό, σε κάθε μέτρο αυτού του καταπληκτικού live. Όπως είχε πει και ο πιανίστας Hal Galper (συνέντευξη στον Zev Feldman, από τον Οκτώβριο του ’23), μετέπειτα μέλος της μπάντας του Cannonball Adderley:
«Ο Cannonball υπήρξε πρότυπο, για κάθε αλτίστα μετά απ’ αυτόν. Ποιος άλλος ήταν τόσο ικανός σε κάθε πτυχή της μουσικής, στο γράψιμο, στο παίξιμο και την ενορχήστρωση; Η μαεστρία του Cannonball στο άλτο ήταν εκπληκτική, αλλά παράλληλα εκπληκτικός ήταν και ο δυνατός ρυθμός του. Τα σχήματά του ήταν πραγματικά σφιχτά – με τους παίκτες να κρατάνε το beat όλη την ώρα, χτυπώντας πάντα στο ίδιο σημείο. Και όταν ήμουν στο συγκρότημά του, μου πήρε ένα χρόνο για να καταλάβω πού ήταν αυτό το σημείο, καθώς χτυπούσα ένα ακόρντο άλλοτε λίγο νωρίτερα και άλλοτε λίγο αργότερα. Δεν υπήρχε οδηγός γι’ αυτό – έπρεπε μόνος σου να το αντιληφθείς. Αν υπάρχει κάτι που μου λείπει απ’ αυτό το συγκρότημα είναι να μπορώ να παίζω με άλλους μουσικούς, που να έχουν ισχυρό beat. Αλλά, δυστυχώς, τούτη είναι μια τέχνη που πεθαίνει πια...».
MAL WALDRON & STEVE LACY: The Mighty Warriors / Live in Antwerp
[Elemental Music, 2024]
Το “The Mighty Warriors / Live in Antwerp” είναι ένα ακόμη άλμπουμ (διπλό LP και διπλό CD) με ηχογραφήσεις, ενός first class κουαρτέτου του οποίου ηγούνται δύο θρυλικές μορφές της τζαζ, ο πιανίστας Mal Waldron (1925-2002) και ο μάστερ του σοπράνο σαξοφώνου Steve Lacy (1934-2004). To live αυτό, που συνέβη στο De Singel Arts Center, στην Αμβέρσα του Βελγίου, στις 30 Σεπτεμβρίου 1995, είναι ανέκδοτο φυσικά, βρίσκοντας τους Waldron και Lacy σε φάση κουαρτέτου – σχήμα, που το ολοκληρώνουν οι Reggie Workman μπάσο και Andrew Cyrille ντραμς. Οι φίλοι της τζαζ αντιλαμβάνονται, από την αναφορά των ονομάτων και μόνο, πως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σούπερ γκρουπ, με τέσσερις μουσικούς πολύ μεγάλης κλάσης, έτοιμους να προτείνουν ένα ρεπερτόριο αντάξιο της ιστορίας τους.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως οι Waldron και Lacy, που τους ένωναν πολλά γύρω από την αισθητική της τζαζ, συνεργάζονταν από το τέλος της δεκαετίας του ’50. Λέμε για το άλμπουμ “Steve Lacy Plays Thelonious Monk” [New Jazz, 1959], το οποίο φέρει εις πέρας το κουαρτέτο του Lacy, με τον Waldron στη θέση του πιανίστα. Φυσικά, μέσα στις δεκαετίες οι συνεργασίες των δύο υπήρξαν πάμπολλες και σίγουρα υπάρχουν καμιά 25αριά άλμπουμ, που μπορείς να τους ακούσεις μαζί. Ιδίως στη δεκαετία του ’90, όταν συνευρίσκονταν τακτικά, τους συναντάς και σε φάση ντούο, και σε τρίο, και σε κουαρτέτα.
Τους Waldron και Lacy, τους οποίους είχαμε δει και στην Ελλάδα μέσα στα χρόνια, τους ένωναν πολλά, αλλά κυρίως η αγάπη τους για τις μουσικές του Monk. Και μάλλον δεν θα υπήρξε ποτέ περίπτωση να τους ακούσεις, οπουδήποτε, χωρίς να διασκευάζουν κάτι δικό του. Ο Monk, χοντρικά, ήταν εκείνος που θα καθόριζε την αισθητική τους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τόσο ο Waldron, όσο και ο Lacy δεν ακολούθησαν τους δικούς τους δρόμους στην πορεία, αφού ο πρώτος, ένας τελείως «ανοιχτός» πιανίστας, θα συνεργαζόταν ακόμη και με ροκ συγκροτήματα, ενώ ο δεύτερος θα ένωνε τη δημιουργική τζαζ, με την ποίηση, το χορό κ.λπ. Όπως γράφει ο ντράμερ Andrew Cyrille σ’ ένα από τα κείμενα του booklet, από αφήγησή του τον Ιούλιο του ’23:
«Ο Mal ενδιαφερόταν πολύ για τη μουσική του Thelonious Monk και για τον τρόπο, που έπαιζε πιάνο ο Monk. Ο Monk ήταν stride πιανίστας, για να το πω έτσι (σ.σ. με δυνατό αριστερό χέρι, στυλ διαμορφωμένο μέσα στην περίοδο του ragtime), ερχόμενος από τη μεγάλη σχετική παράδοση. Δεν άκουσα ποτέ τον Mal να παίζει stride πιάνο, αλλά φαντάζομαι πως κάποια τέτοια στοιχεία υπήρχαν στο παίξιμό του. Όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Mal είπα μέσα μου πως ίσως δεν θα έχει τόσο ενδιαφέρον να παίξω μαζί του, επειδή τα περισσότερα από τα μοτίβα που χρησιμοποιούσε, ενώ ήταν άψογα μελωδικά, ήταν από ρυθμικής πλευράς κάπως επαναλαμβανόμενα, με αποτέλεσμα, μερικές φορές να κατατείνουν σε συγκεκριμένα θέματα, κατά τη διάρκεια του αυτοσχεδιασμού. Είχα δουλέψει με τέτοιους πιανίστες, όπως τον Cecil Taylor και τον Muhal Richard Abrams, που διέφεραν όμως στο παίξιμό τους από τον Mal. Το ενδιαφέρον μου σε σχέση με τον Mal δημιουργήθηκε, μόνο όταν άρχισα να δουλεύω μαζί του, καθώς όσα έκανε με το πιάνο του ηχούσαν ενδιαφέροντα και προκλητικά για μένα. Ήμουν χαρούμενος, όταν ξεκίνησα να παίζουμε. Σαν μουσικός ήξερε πάντα τι ήθελε και ήταν πολύ συγκεντρωμένος, κάθε φορά, ώστε να το πάρει. Και αν έκανα κάτι που δεν ταίριαζε, με αυτό που είχε στο μυαλό του, ήταν πάντα εκεί για να μου το πει.(...) Δεν είχα παίξει ποτέ με τον Steve Lacy, μέχρι να μας βάλει να συνεργαστούμε ο Mal. Και ο Steve, επίσης, ήταν θιασώτης του Monk. Πραγματικά, λάτρευε τη μουσική του! Έτσι, αυτοί οι δύο (ο Mal και ο Steve) είχαν κάτι κοινό. Δεν είχα ακούσει τότε τον Steve, αν και έπαιζε με τον Cecil Taylor (σ.σ. δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50), όμως ήξερα γι’ αυτόν. Αργότερα βέβαια τον είδα σε διάφορα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Ο Mal μας έφερε μαζί. Με τον Reggie Workman συνεργαζόμαστε για πάνω από 35 χρόνια. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους μπασίστες, που έχω γνωρίσει. Ο Reggie είναι βαθιά στοχαστικός, σπουδαίος συνθέτης και μεγάλος μπασίστας. Η μουσική του δεν έχει καμία σχέση με αυτήν του Mal, αλλά αν του ζητήσεις να παίξει μια συγκεκριμένη μουσική, θα το κάνει με τον πιο φυσικό τρόπο».
Το πόσο μεγάλος μπασίστας είναι ο Reggie Workman το διαπιστώνεις από το πρώτο κιόλας track του 2CD, το 17λεπτο “What it is” του Waldron, εκεί όπου τον απολαμβάνεις σε καθαρό εκτεταμένο σόλο (χωρίς δοξάρι), ακολουθούμενο από ένα επίσης δυναμικό σόλο στα ντραμς από τον Cyrille. Φυσικά, όταν παίζουν και οι τέσσερις μαζί, με τον Lacy μπροστά και με τον Waldron ρυθμικά, ή οι τρεις τους (με τον Lacy απλώς ν’ ακούει) η δύναμη, ο παλμός και τα vibes που βγάζουν, σαν κουαρτέτο ή σαν τρίο, είναι ανυπολόγιστα – με τα ενδιάμεσα ενθουσιώδη χειροκροτήματα να αποτυπώνουν το πέρας κάθε μέρους. Φυσικά, ο Monk υπάρχει και εδώ (“Epistrophy”, “Monk’s dream”), όπως υπάρχει και ο Cecil Taylor στο καταιγιστικό 25λεπτο “Medley: Snake out / Variations on a theme by Cecil Taylor” (συνθέσεις του Waldron), που μετά από τη μέση του εξελίσσεται προς ένα σφόδρα συναισθηματικό, σχεδόν δραματικής έντασης πιανιστικό σόλο, πριν το τελικό ομαδικό, και σίγουρα, αποθεωτικό κλείσιμο.
Τρομερή η ηχογράφηση (τα audio tapes ήταν στην κατοχή του Patrick Wilen, γιού του σπουδαίου παριζιάνου σαξοφωνίστα Barney Wilen), σε μια ακόμη υψηλότατων στάνταρντ παραγωγή του Zev Feldman.
CHET BAKER & JACK SHELDON: In Perfect Harmony: The Lost Album
[Jazz Detective / Deep Digs Music Group / Elemental Music, 2024]
Ένα ανέκδοτο στούντιο άλμπουμ (έκδοση σε CD, όπως και σε αναλογικό audiophile βινύλιο 180 γραμμαρίων) του μέγιστου τρομπετίστα και τραγουδιστή της τζαζ Chet Baker (1929-1988) –εδώ μαζί με τον συνοδοιπόρο του, επίσης τρομπετίστα και τραγουδιστή Jack Sheldon (1931-2019)–, είναι από τη φύση του κάτι πολύ σημαντικό. Ιδίως αν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα σέσιον της κλάσης του “In Perfect Harmony” (ηχογράφηση στο United Audio, στην πόλη Tustin της Καλιφόρνιας, το 1972), στο οποίο ακούγονται, πλην των προαναφερομένων και οι Jack Marshall κιθάρα, Dave Frishberg πιάνο, Joe Mondragon μπάσο και Nick Ceroli ντραμς.
Baker και Sheldon συνεργάζονταν από τα σίξτις ήδη και οπωσδήποτε αυτή η συνύπαρξή τους από το 1972 έχει το νόημά της, επειδή αμφότεροι δημιουργούν ένα άλμπουμ κάπως light, και βασικά τραγουδιστικό, οι απαιτήσεις του οποίου έχουν να κάνουν με τη χαρά και την εκτόνωση. Κάτι σημαντικό από μόνο του, φυσικά, αφού η ελαφρότητα και το easy listening δεν ήταν ποτέ αποκομμένα από την τζαζ της διασκέδασης.
Έντεκα tracks καταγράφονται στο “In Perfect Harmony”, δηλαδή δέκα τραγούδια και ένα ορχηστρικό (το “Once I loved” του A.C. Jobim) ακριβώς στη μέση του track list, στη θέση 6. Το υπόλοιπο υλικό; Στάνταρντ βασικά, μια σύνθεση του Sheldon και ακόμη μια έκπληξη, ίσως – η εκτέλεση στο κλασικό και πάντα υπέροχο “Historia de un amor” του Carlos Eleta Almarán (από τον Sheldon).
Βασικά οι ερμηνευτές εναλλάσσονται. Ξεκινά ο Baker στο “This can’t be love” (των Rodgers & Hart), για να συνεχίσει ο Sheldon στο “Just friends” (Klenner-Lewis), μετά o Baker στη σύνθεση τού Sheldon “Too blue”, πιο μετά o Sheldon στο “But not for me” (των Gershwins) κ.ο.κ.
Τα κομμάτια έχουν μεγάλη χάρη, τα παιξίματα από τα δύο βασικά πνευστά και σολιστικά όργανα είναι φορτισμένα συναισθηματικώς (εξαιτίας και του ρεπερτορίου βεβαίως), με τα υπόλοιπα τέσσερα όργανα (πιάνο, κιθάρα, μπάσο, ντραμς) να ακούγονται, εν πολλοίς, σαν rhythm section.
Ένα απλό, όμορφο και περίτεχνο light jazz άλμπουμ είναι το “In Perfect Harmony”, που έχει τον τρόπο να σε παρασύρει και να σε κατακτά, εν τέλει, με τις ερμηνείες και τα παιξίματα τόσο του Chet Baker, όσο και του Jack Sheldon.
SUN RA: At the Showcase / Live in Chicago 1976-1977
[Jazz Detective / Elemental Music / Deep Digs Music Group, 2024]
Μια σύμπτυξη τριών ανέκδοτων live του μύστη της τζαζ Sun Ra, ηχογραφημένα στο Joe Segal’s Jazz Showcase του Σικάγου, στις 21 Φεβρουαρίου 1976 και στις 4 & 10 Νοεμβρίου 1977, αποτελούν την προσφορά αυτής της έκδοσης (2LP και 2CD), που προγραμματίζεται για να κυκλοφορήσει από τις Jazz Detective και Elemental Music, τη φετινή Record Store Day, στις 20 Απριλίου.
Ο άνθρωπος πίσω απ’ αυτή την έκδοση είναι, πρωτίστως, ο περκασιονίστας της Sun Ra Arkestra και βασικός υπεύθυνος του Sun Ra Music Archive, Michael Anderson. Όπως γράφει ο ίδιος στο ένθετο:
«Βρισκόμουν στον ραδιοφωνικό σταθμό WRTI (σ.σ. στη Φιλαδέλφεια) ως προστατευόμενος, από τα δεκατρία μου, μεταδίδοντας όλους εκείνους τους πρώιμους δίσκους του Fletcher Henderson και του Count Basie, από τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 – χωρίς ποτέ να φανταστώ ότι ο Sonny (Sun Ra) θα με άκουγε στο ραδιόφωνο. Και ήταν τότε, όταν ο διευθυντής του προγράμματος μου είχε πει: “Κάλεσέ τον, το όνομά του είναι στον τηλεφωνικό κατάλογο”. “Αλήθεια;” του είχα πει με δυσπιστία. Έτσι, τον κάλεσα, μιλήσαμε και, πράγματι, ήξερε ποιος ήμουν. Μάλιστα με κάλεσε να πάω σπίτι του. Το συγκρότημά του θα εμφανιζόταν εκείνο τον Ιούλιο στο Μοντρέ και ο Sonny μου είχε πει πως θα ήθελε να με συναντήσει, όταν επιστρέψει. Συνέβη και κάπως έτσι θα γινόμουν μέλος της Arkestra το 1976. Ήμουν μόλις 16 ετών! Σαν άτομο μεγάλωσα σ’ ένα πολύ δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον, ζώντας μόνος μου από τα έντεκά μου. Ο Sonny θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου, σε πολλά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, στο να με διδάξει τη μουσική του. Στη συνέχεια, να με ορίσει αρχειοφύλακά του, υπεύθυνο για την καταγραφή και τη συντήρηση των ηχογραφήσεών του. Είχα πρόσβαση σε εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας στον WRTI, οπότε έκανα δουλειά παραγωγής για τον Sonny ή και για τον Altan Abraham, τον συνεργάτη του, ο οποίος είχε βοηθήσει τον Sonny να ξεκινήσει με τη δική του δισκογραφική, την El Saturn Records. Ο Richard Wilkerson θα έστηνε, εν τω μεταξύ, τα μηχανήματα. Θα είχαμε κάποιες φορές δύο μαγνητόφωνα ή αργότερα κι ένα κασετόφωνο. Ο Sonny, ή κάποιος από τους μουσικούς του, θα είχε, επίσης, ένα κασετόφωνο στη σκηνή. Μετά τα σόου, ασχολήθηκα με όλο αυτό το υλικό, ταιριάζοντας τα μέρη και ετοιμάζοντας ένα βασικό master tape, για κάθε παράσταση. Αυτό το έκανα σε καθημερινή βάση, και όχι μόνο για τα live του Sonny, έχοντας όλο αυτό το υλικό στο αρχείο μου από χρόνια.(...) Ως παραγωγός και ειδικός στο mastering, ήταν πολύ σημαντικό, για μένα, να δώσω στο κοινό την ευκαιρία να ακούσει τον Sun Ra να παίζει κομμάτια, που σπάνια τον ακούς να ερμηνεύει, ως επίσης ήταν μια ευκαιρία για ν’ ακούσει ο κόσμος ακόμη περισσότερο τον John Gilmore, αφού σ’ εκείνα τα σετ ο άνθρωπος φλεγόταν. Χρειάζεται, πραγματικά, να αποκτήσει περισσότερη αναγνώριση ο John , γιατί ήταν η ψυχή του συγκροτήματος. Και ο Sonny φλεγόταν επίσης. Ήταν χαρούμενος, και αυτό το ακούς στη μουσική του».
Το ότι το stage του Jazz Showcase είχε πάρει φωτιά το αντιλαμβάνεσαι, αμέσως, ακούγοντας αυτό το θαυμάσια ηχογραφημένο υλικό, καθώς κομμάτια σαν τα “Synthesis approach”, “Ankhnaton”, “Rose room” ή ακόμη και το φανταστικό blues “Moonship journey” (από τις παραστάσεις του ’77, που καλύπτουν το πρώτο CD) ηχούν εντυπωσιακά, παγιδεύοντας την αύρα μεγάλων οργανοπαικτών (όντως ο τενορίστας John Gilmore και ο Sun Ra είναι άπιαστοι), που έχουν τον τρόπο να παίζουν στα δάκτυλά τους όλη την τζαζ παράδοση, έως τις σύγχρονες, για τότε, αντιλήψεις – τόσο στον τρόπο χρήσης των οργάνων, όσο και σε μελωδίες, ρυθμούς και ενορχηστρώσεις.
Φαινομενικά πιο σκληρό και απαιτητικό το live του ’76, που αποτυπώνεται στο δεύτερο CD, ξεκινά με το 18λεπτο free opus “Calling planet & the shadow world”, για να ακολουθήσουν άλλα τέσσερα φωνητικά tracks μικρότερης διάρκειας, από δίλεπτα έως επτάλεπτα, ανάμεσα και το κλασικό “Space is the place” σε μια free βεβαίως και εντελώς σαμανική εκτέλεση, που οπωσδήποτε είναι άλλο πράγμα να την ακούς έτσι καταγραμμένη, με το πάθος της στιγμής, από το Jazz Showcase του Σικάγου. Τα ονόματα είναι αρκετά, για να αντιληφθούμε τι συμβαίνει εδώ:
Sun Ra πιάνο, ηλεκτρονικά, John Gilmore τενόρο, Marshall Allen άλτο, φλάουτο, kora, Danny Davis άλτο, φλάουτο, Eloe Omoe άλτο, μπάσο κλαρίνο, Danny Thompson βαρύτονο, φλάουτο, Michael Ray τρομπέτα, Ahmed Abdullah τρομπέτα, Emmet McDonald τρομπέτα, Vincent Chancey γαλλικό κόρνο, Dale Williams κιθάρα, Richard Williams μπάσο, Luqman Ali ντραμς, Eddie Thomas κρουστά, James Jacson κρουστά, όμποε, Atakatune κόνγκας, June Tyson φωνή, Cheryl Banks-Smith φωνή και Wisteria (Judith Holton) φωνή.
Ακόμη μια έκδοση αναφοράς λοιπόν, από την Elemental Music, που προσφέρει και 36σέλιδο booklet, γεμάτο από απολύτως ενδιαφέροντα κείμενα και σπάνιες φωτογραφίες.