ΑΝ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΤΟΝ δείκτη 40 χρόνια πίσω, στο 1983, και δεις τι συνέβαινε στην ελληνική δισκογραφία δεν θα απορήσεις καθόλου με τον χαρακτηρισμό «μοναδικό» (με την έννοια του ξεχωριστού), που δώσαμε ήδη στο άλμπουμ «Αυταπάτη» [Philips] της Ηδύλης Τσαλίκη – το οποίο τώρα επανακυκλοφορεί, για πρώτη φορά, σε μια πολύ περιποιημένη έκδοση βινυλίου από την πατρινή Veego Records.
Τι κυριαρχούσε, τότε, στο χώρο και στη χώρα; Κατ’ αρχάς το ρεμπετο-λαϊκό με Γιώργο Νταλάρα «Τραγουδιστή», με το σάουντρακ από το «Ρεμπέτικο», με Γλυκερία «Στην Όμορφη Νύχτα», με «Μινόρε της Αυγής», με Οπισθοδρομική Κομπανία, με Μπάμπη Γκολέ και Παιδιά απ’ την Πάτρα, ενώ υπήρχαν πάντα και οι καλλιτέχνες του λαϊκού τής «νύχτας», που έκαναν τις ανάλογες δισκογραφικές επιτυχίες, σαν τους Στράτο Διονυσίου, Ρίτα Σακελλαρίου, Τόλη Βοσκόπουλο, Αντύπα, Λευτέρη Πανταζή, Άντζελα Δημητρίου, Άγγελο Διονυσίου και φυσικά τον Γιάννη Πάριο, που ήταν κάπως... κατηγορία από μόνος του. Τα άλμπουμ αυτών των ονομάτων, σαν ήχος, ήταν το «νούμερο 1» το 1983.
Η Ηδύλη Τσαλίκη ξεκινά να απασχολεί το κοινό το 1981 με αφορμή τους πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού, της Κέρκυρας, τους οποίους είχε οραματιστεί ο Μάνος Χατζιδάκις.
Από ’κει και πέρα εκείνο που ανέβαινε με φόρα ήταν το ηλεκτρικό και ροκ ελληνόφωνο τραγούδι με Φατμέ, Τερμίτες, Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ, Δήμο Μούτση κ.ά. – με όλους αυτούς να παίρνουν, τέλος πάντων, τη σκυτάλη από τον Διονύση Σαββόπουλο, που θα γνώριζε νέες δόξες με τα «Τραπεζάκια Έξω», όπως και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης εξάλλου με το «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη».
Τι απομένει; Τα νεανικά συγκροτήματα του αγγλόφωνου κυρίως ροκ και new wave, με προεξάρχοντα τα γκρουπ της Creep (Villa 21, Metro Decay, Yell-O-Yell κ.λπ.), που δισκογραφικά τα παρακολουθούσαν λίγοι και τέλος κάποιες «ιδιαιτερότητες», όπως ήταν ο Γιώργος Πιλάλας (Ζωρζ Πιλαλί) ή ο Γιάννης Μπελτέκας, μα βασικά και πάνω απ’ όλους η Ηδύλη Τσαλίκη.
Αυτό ήταν το δισκογραφικό κλίμα χοντρικά, στις ελληνικές κυκλοφορίες, το 1983, πριν και μετά από την έκδοση της «Αυταπάτης».
Η Ηδύλη Τσαλίκη ξεκινά να απασχολεί το κοινό το 1981 με αφορμή τους πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού, της Κέρκυρας, τους οποίους είχε οραματιστεί ο Μάνος Χατζιδάκις. Εκεί, στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης (26-27 Σεπτεμβρίου 1981) η Τσαλίκη θα εντυπωσίαζε κοινό και κριτική επιτροπή με την εμφάνιση, τη μελοποίηση και την ερμηνεία της στην «Δικαίωση» (ποίηση Κώστας Καρυωτάκης) κερδίζοντας το πρώτο βραβείο, λέγοντας, όμως, κι ένα ακόμη τραγούδι (επίσης ωραίο) το «Νανούρισμα», σε ποίηση Nâzım Hikmet.
Απότοκο εκείνης της παρουσίας της στην Κέρκυρα θα ήταν και η περαιτέρω συνεργασία της με τον Μάνο Χατζιδάκι στον Σκορπιό, στην Πλάκα, εκεί όπου θα παρουσιάζονταν για πρώτη φορά «Οι Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς». Επρόκειτο για μια όχι δημιουργική φάση για την Ηδύλη Τσαλίκη, για την οποία θα έλεγε σχετικά σε μια συνέντευξή της στο περιοδικό «Μουσική» [τεύχος #68, Ιουλ. 1983]:
«Δούλεψα στον Σκορπιό με τον Μάνο Χατζιδάκι. Ήταν μια κακή εμπειρία απ’ όλες τις απόψεις. Πάντως έμαθα για το αν μου πηγαίνει μια τέτοια δουλειά με ανάλογα σχήματα. Μετά απ’ αυτό εξαφανίστηκα συνειδητά και ηθελημένα. Περνώντας από ένα στάδιο τελείως προσωπικό και αναιρώντας την επιθυμία μου να συνεργαστώ με μια εταιρεία δίσκων. Δεν σταμάτησα όμως να δουλεύω. Έκανα τρεις προσωπικές δουλειές. Οι δύο με δικούς μου στίχους και η άλλη με Ρεμπώ. Η “Αυταπάτη” ήταν μία από τις τρεις».
Η Κέρκυρα και ο Σκορπιός ήταν πάντως φαινομενικά η αρχή, καθώς η Ηδύλη Τσαλίκη είχε ξεκινήσει να ασχολείται με το τραγούδι χρόνια πριν – από το 1972. Ο κόσμος μπορεί να μην ήξερε την τραγουδοποιό πριν από την εμφάνισή της στην Κέρκυρα, αλλά εκείνη επένδυε σε θεωρητικές και τεχνικές γνώσεις και βεβαίως σε ακούσματα, πριν φθάσει να εκδώσει το 1983 την «Αυταπάτη». Ένας τέτοιος δίσκος, εξάλλου, δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί από το πουθενά, και από την μια μέρα στην άλλη.
Το ζήτημα είναι πως όλοι εμείς, που θα μαθαίναμε την Τσαλίκη από την «Δικαίωση» (το ’81), δεν θα μπορούσε με τίποτα να φανταστούμε τη συγκεκριμένη εξέλιξή της. Για την ίδια μπορεί να ήταν κάτι φυσιολογικό, αλλά για εμάς όχι, αφού περιμέναμε την τραγουδοποιό να κάνει έναν μεγάλο δίσκο στο «ύφος της Κέρκυρας» – όπως θα έκαναν ο Γιώργος Μακρής, ο Σταύρος Παπασταύρου, ο Βασίλης Νικολαΐδης και όποιοι άλλοι. Όπως είχε πει και η ίδια στη συνέντευξή της στη «Μουσική»:
«Κατ’ αρχάς, στην “Αυταπάτη”, υπάρχουν επιρροές από την λάτιν. Έχω ακούσει πολύ λάτιν και βραζιλιάνικη μουσική. Συγκεκριμένα άκουγα Tania Maria, Maria Creuza και πολλούς άλλους και άλλες. Η Tania Maria, που θαυμάζω περισσότερο, γράφει τζαζ, αλλά με λάτιν στοιχεία. Μ’ έχουν επηρεάσει επίσης πολύ οι ιμπρεσιονιστές. Γενικά, άκουσα πολύ τζαζ. Τώρα, όταν κάθομαι να γράψω ένα τραγούδι, δεν σκέφτομαι τι θέλω να κάνω. Δεν κάθομαι εσκεμμένα να γράψω κάτι. Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, σαν να συμβαίνει κάτι μεταφυσικό. Όταν σκέφτηκα να βγάλω τον δίσκο υπήρχαν γύρω στα 25 τραγούδια. Διάλεξα αυτά που μ’ αρέσουν περισσότερο. Ήταν όλα στο ύφος της τζαζ. Πάντως τζαζ άκουγα από πολύ μικρή. Για καλή μου τύχη άκουγαν οι δικοί μου. Ορχήστρες βασικά και τις γνωστές τραγουδίστριες. Ερμηνευτικά επηρεάστηκα περισσότερο από τις βραζιλιάνες τραγουδίστριες. Εκεί βρίσκεται όλη η γοητεία τής αφαίρεσης στην ερμηνεία. Εκεί δεν τραγουδάς για να ναρκισευτείς στο άκουσμα τής φωνής σου. Τραγουδάς, για να ικανοποιήσεις το τραγούδι».
Η «Αυταπάτη» της Ηδύλης Τσαλίκη κυκλοφορεί γύρω στις αρχές καλοκαιριού του ’83. Και ήταν τότε, όταν θα άκουγα ένα από τα τραγούδια της στο ραδιόφωνο, στο Δεύτερο Πρόγραμμα (ήταν το «Ευρυγώνιο»), που θα μου άρεσε αρκετά και που θα με έστελνε στο δισκάδικο, για να αγοράσω το άλμπουμ σε κασέτα. Γνώριζα βεβαίως την Τσαλίκη από την Κέρκυρα του ’81 και περίμενα το long-play της, όπως περίμενα και των υπολοίπων «Κερκυραίων», επιλέγοντας την κασέτα, επειδή βασικά ήταν φθηνότερη. (Τα πιο πολλά λεφτά προτιμούσα να τα δίνω σε δίσκους εισαγωγής, που ούτως ή άλλως δεν κυκλοφορούσαν, στην αγορά, σε κασέτες). Ξεκινώ, λοιπόν, με το «Ευρυγώνιο» που το ακούω σ’ εμπλοκή...
Ηδύλη Τσαλίκη - Ευρυγώνιο
Φυσικά, στη διαδρομή, ακούω όλη την «Αυταπάτη» και ταράσσομαι. Δεν είχα τέτοια ακούσματα, τότε, ούτε είχα ξανακούσει τέτοιους στίχους σε ελληνικά τραγούδια. Δεν είχα ξανακούσει ελληνίδα τραγουδίστρια, εννοώ, να τραγουδάει ας πούμε σαν σε blues... «θα βγω έξω στους δρόμους γυμνή / και κανένας δεν μπορεί να με σταματήσει / θα βγω έξω στους δρόμους τρέχοντας / με το δέρμα μου ακάλυπτο, το μυαλό μου ωραίο / και κανένας δεν μπορεί να με σταματήσει»...
Βάζω την κασέτα δεκάδες φορές στο κασετόφωνο, κοινώς τη λιώνω, με αποτέλεσμα, μετά από λίγους μήνες να αγοράσω τελικά και τον δίσκο (να κάνω, δηλαδή, διπλά έξοδα), αφού άκουγα τα τραγούδια συνεχώς, θέλοντας πλέον να τα απολαύσω και στο πικάπ.
Τα τραγούδια σε «πιάνανε» πρώτα από τα λόγια, μετά από τις συνθέσεις και τα παιξίματα των μουσικών, και τελευταία θα έλεγα από τις ερμηνείες, που ήταν κάπως «αδύναμες», αλλά το παράβλεπες, γιατί όλα τα υπόλοιπα ήταν τοποθετημένα σε υψηλό επίπεδο.
Το άλμπουμ, χοντρικά, θα το έλεγες και fusion, γιατί εντός άκουγες τζαζ, ροκ, λάτιν, blues και funk, με αποτέλεσμα να αλλάζει συνεχώς περιβλήματα, έχοντας πάντα σε πρώτο πλάνο τα λόγια της Τσαλίκη, που έσπαζαν κόκαλα.
«Βουτηγμένη σ’ όλα, αδειανή από όλα / άγγιξα με δέος το μήκος κύματος τής θαμμένης μου εποχής / Και ξεσκόνισα το παιδικό μπαούλο των ονείρων μου / χαιρέτησα τους ήχους, τις αφίσες στους τοίχους / και γέλασα γλυκά. Έγχρωμη και άσπρη / τραγική και τολμηρή, πικραμένη και δυνατή / ανίσχυρη κι οχυρωμένη / με κάνατε λουλούδι, με βάλατε σ’ ένα βάζο, δίχως νερό. Κείνο το μικρό πιστόλι των εντυπώσεων / το χάιδεψα απαλά, το κράτησα στο χέρι μου σφιχτά / και πλησίασα στον καθρέφτη το είδωλό μου / το πρόσεξα καλά και μου ’ριξε μια ύποπτη ματιά».
Κανείς και καμιά δεν είχαν γράψει τόσο βαθιά για το δικό τους «είναι», που εν προκειμένω ήταν το γυναικείο, την ατομική και σεξουαλική τους υπόσταση, το οικογενειακό τους περιβάλλον ή τον τρόπο που θα μεγάλωναν, εκείνη την εποχή. Ο προσωπικός τόνος στο τραγούδι, γενικότερα, μπορεί να άγγιζε τα κοινωνικά θέματα (στην καλύτερη των περιπτώσεων), αλλά πολύ δύσκολα ο τραγουδοποιός θα μιλούσε τόσο αφοπλιστικά για τον ίδιο του τον εαυτό. Κοίταζες «έξω σου», όχι «μέσα σου». Αυτό το ήξερε η Ηδύλη Τσαλίκη και το είχε εντοπίσει και σ’ εκείνη τη συνέντευξή της στην «Μουσική»:
«Αυτή η δουλειά έγινε μετά από μια μετάφραση που έκανα σε ποιήματα του Ρεμπώ. Δεν τ’ άντεξα όμως – πραγματικά αρρώστησα. Μετά έψαχνα για άλλους ποιητές. Γιουγκοσλάβους, Κινέζους, από παντού. Τίποτα, όμως, δεν με κάλυπτε. Μ’ άρεσαν, αλλά εκείνη την περίοδο δεν ταυτίζονταν μ’ εμένα. Ασχολήθηκα με διάφορους ποιητές, όταν ταυτίστηκαν μαζί μου. Γιατί και στα δεκάξι μου προσπάθησα να διαβάσω Ρεμπώ και το ’κλεισα (το βιβλίο). Ξαφνικά έφυγε ένα απόγευμα από τη βιβλιοθήκη (το βιβλίο) και άνοιξε από μόνο του ανάμεσα στα χέρια μου. Στην αρχή έκανα τους στίχους μου περισσότερο για πλάκα. Έγραψα τελείως προσωπικά πράγματα και μάλιστα προβληματίστηκα, για το αν επιτρέπεται να κάνει κάτι τέτοιο ένας καλλιτέχνης. Όμως και η μουσική αφού είναι καθαρά “εγώ”, γιατί να μην ισχύει το ίδιο και για το στίχο;».
Για να αντιληφθούν οι νεότεροι το πώς αντιμετωπιζόταν τότε η προσωπική εξομολόγηση στο τραγούδι, η οποία μαζικά θα εκφραζόταν στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού, της Κέρκυρας, το 1981-82, δείτε τι έγραφε κάποιος Γ.Μ. στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» (30 Σεπτ. 1982):
«“Τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε απ’ τον κόσμο”, γυρνάμε την πλάτη στον κόσμο και ανάγουμε το περιθωριακό, το καθαρά ατομικό, το ιδιωτικό, τον ιδιωτικό τρόπο ζωής σε αξία και κριτήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αυτό φαίνεται να καλλιεργούν οι Αγώνες της Κέρκυρας(...). Ατομικά προβλήματα, ψευδοπροβλήματα ίσως, ανάγονται σε καθολικές αξίες. Γίνονται modus vivendi (τρόπος ζωής) και τραγουδιούνται, και επιχειρούν να δώσουν μέσα από την τηλεόραση το “στίγμα” του πολιτισμού μας. Στην πραγματικότητα τον στιγματίζουν».
Αυτές οι άτεγκτες και ακατέργαστες απόψεις ακούγονταν, τότε, και πέρα από την «παραδοσιακή αριστερά», καθώς τις ενστερνιζόταν ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια οι Αγώνες της Κέρκυρας είχαν ανοίξει ένα δρόμο στο ελληνικό τραγούδι, που θα γινόταν πιο κατανοητός καθ’ όλη τη διάρκεια των έιτις, όταν η θεματολογία του τραγουδιού μας θα ανανεωνόταν – όχι μόνον από τους «Κερκυραίους», που θα έκαναν τους δικούς τους μεγάλους δίσκους, μα και από άλλους τραγουδοποιούς, που θα έβρισκαν στην προσωπική εξομολόγηση μια νέα φόρμα επικοινωνίας με τον κόσμο. Στο πλαίσιο αυτό το είδος του λόγου που θα άρθρωνε η Ηδύλη Τσαλίκη θα αποδεικνυόταν ακρογωνιαίο, ασχέτως αν δεν θα του αποδιδόταν η αξία που του έπρεπε σε πρώτο χρόνο.
Τώρα, το πώς θα επενδύονταν αυτά τα λόγια της Τσαλίκη ήταν ένα θέμα. Εντάξει, λάτιν και brazilian jazz, αλλά με ποιο τρόπο, ποιους μουσικούς και με τι παραγωγή; Την τελευταία θα την αναλάμβανε ο Φίλιππος Παπαθεοδώρου, που δεν ήταν τυχαίος φυσικά.
Ο Παπαθεοδώρου ήταν μουσικός κατ’ αρχάς. Ήταν μέλος του Τρίο Καντσόνε στα μέσα του ’50, ενός σχήματος που θα εξελισσόταν σταδιακά στο κουιντέτο των Αθηναίων (γνωστοί, και για πολλά χρόνια, ως η backing band της Νάνας Μούσχουρη). Μουσικός με τεράστια εμπειρία, όντας στην ομάδα μιας παγκόσμιας φωνής, όπως ήταν τότε η Νάνα Μούσχουρη, ο Φίλιππος Παπαθεοδώρου, είναι από τις αρχές του ’70 ένας από τους δυο-τρεις πιο βασικούς παραγωγούς της Phonogram – για να μην πούμε ο βασικότερος. Όμως πολύ δύσκολα ένας έλληνας παραγωγός, εκείνη την εποχή, θα μπορούσε με τον ήχο του να πιάσει το feeling των εγγραφών της Tania Maria. Έτσι –και θα πρέπει να το πούμε αυτό–, η παραγωγή δεν θα μπορούσε παρά να αδικήσει το άλμπουμ.
Ο Παπαθεοδώρου ίσως να πρότεινε κάποιους μουσικούς, όπως τον Φίλιππο Τσεμπερούλη στο άλτο σαξόφωνο ή πιθανώς και τον Γιώργο Ζηκογιάννη στο μπάσο (που κάνει φοβερή δουλειά στην «Αυταπάτη»), αλλά, σίγουρα, η Τσαλίκη θα είχε τις απόψεις της για την ορχήστρα, καθώς ήθελε η δουλειά της να ηχεί και τζαζ και «βραζιλιάνικα».
Προς τούτο έρχονται στο στούντιο ο αείμνηστος Μάρκος Αλεξίου σε πιάνο, keyboards, ένας από τους κορυφαίους τζαζ πιανίστες στη χώρα (μέλος των Sphinx κ.λπ.), ο ντράμερ Λευτέρης Τζήμας (κι αυτός με τεράστια εμπειρία σε ροκ και τζαζ σχήματα), ο ηλεκτρικός κιθαρίστας Λάκης Ζώης (ακόμη ένας «άσσος» μουσικός του χώρου, με επίσης θητεία στους Sphinx, στο «σχολείο» του Γιώργου Μπαράκου στο Τζαζ Κλαμπ κ.λπ.) και τέλος ο Δημήτρης Ζαφειρέλης στην κλασική κιθάρα (που την προηγούμενη χρονιά είχε κάνει στην Lyra τον ενδιαφέροντα δίσκο «Φυλλωσιές»).
Ηδύλη Τσαλίκη - Happy Family
Με τέτοιους μουσικούς είναι σίγουρο πως τα αποτελέσματα στον οργανοπαικτικό και ενορχηστρωτικό τομέα (εδώ θα βοηθούσε όχι μόνον η Ηδύλη Τσαλίκη, μα και ο συνθέτης-τραγουδοποιός Λουκάς Θάνος) θα ήταν τα καλύτερα. Και όντως, αφού ο δίσκος έχει έξοχα παιξίματα, παρά την τυπική παραγωγή. Όπως είχε πει και η Τσαλίκη εκείνη την εποχή:
«Τώρα που ακούω τον δίσκο ανακαλύπτω συνέχεια διάφορα που με δυσαρεστούν. Σε γενικές γραμμές, όμως, είμαι ευχαριστημένη. Τι μπορώ να πω, όταν ο δίσκος έγινε μέσα σε εφτά μέρες; Σίγουρα τα τραγούδια θα μπορούσε να ερμηνευτούν πολύ καλύτερα – από προσωπική μου πια πρωτοβουλία, πέρα από το αν ο παραγωγός βοηθάει ή όχι. Όλα τα τραγούδια, συνολικά, θα τα έλεγα μέσα σε πέντε ώρες! Σε σχέση με τους μουσικούς, τώρα, είχα ετοιμάσει τους βασικούς οδηγούς. Μπήκαμε στο στούντιο και τους έπαιξα από δύο φορές το κάθε τραγούδι. Τα παιδιά όμως ήταν μουσικάρες. Ταλαιπωρήθηκα πολύ να τους βρω και να τους πείσω, αλλά άξιζε τον κόπο. Προβάραμε τρεις-τέσσερις φορές, ενώ ο ηχολήπτης έγραφε. Κι αυτό ήταν πολύ καλό, γιατί στην πρόβα επάνω βγαίνει το τέλειο αποτέλεσμα. Πολλά από τα τραγούδια θα έβγαιναν έτσι».
Όλα τα τραγούδια είχαν και έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Και αν το «Ευρυγώνιο» προοριζόταν για το hit, ας το πούμε έτσι, του δίσκου, ήταν όλα τα υπόλοιπα tracks, που τα ανακάλυπτες σιγά-σιγά και που σε κέντριζαν το ένα μετά το άλλο.
Λέμε για τις τζαζ μπαλάντες «Αποδοχή», «Στιγμή» και «Αυταπάτη», τα blues «Κάθαρση» και «Αίτηση σε γάμο» (με το πολύ ωραίο scat singing στο τέλος και το σόλο στην κιθάρα του Λάκη Ζώη), το ελαφρό latin-jazz «Παιδικό μπαούλο» και ακόμη το funk στην «Σεξουαλική επένδυση», την «Μιμή» και το “Happy family” με το φοβερό μπάσο στις εισαγωγές του Γιώργου Ζηκογιάννη και το δυναμικό piano-playing του Μάρκου Αλεξίου στο τέλος (στο πρώτο και τρίτο τραγούδι).
Η «Αυταπάτη», περιττό να το πούμε, πάτωσε εμπορικά. Και ήταν λογικό αυτό από μια μεριά. Ήταν δύσκολο να υποστηρίξει έναν τέτοιο δίσκο, τότε, η polyGram. Θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος... ε, τότε γιατί τον έκανε;
Μα αυτά συμβαίνουν στην δισκογραφία. Εκατοντάδες, χιλιάδες δίσκοι στην ιστορία της μουσικής δεν βρήκαν το δρόμο τους, όταν κυκλοφόρησαν. Άλλοι χάθηκαν δια παντός (και παραμένουν ακόμη στο σκοτάδι, μήπως και τους ανακαλύψει κάποιος), ενώ μερικοί θα ανακαλύπτονταν μετά από δεκαετίες, για να κάνουν μια πιο επιτυχή πορεία στα χρόνια μας (θυμηθείτε, για παράδειγμα, τα άλμπουμ του Sixto Rodriguez).
Πάντως και ανεξαρτήτως της πορείας του δίσκου είναι περίεργο το γεγονός πως η Ηδύλη Τσαλίκη χάνεται, έκτοτε, από τα πράγματα – με τις παρουσίες της σε δύο ενδιαφέροντα άλμπουμ του Λουκά Θάνου, την «Αναστροφή» και το “Jazzburger” από το 1983-84, όπως και σ’ ένα synth-pop 12ιντσο του Βασίλειου Κωστέτσου(!) από το 1993 στο οποίο τραγουδά, να μην αλλάζουν, επί της ουσίας, το σκηνικό. Πολύ δε περισσότερο, όταν η ίδια είχε πει τότε, το ’83, πως:
«Ήδη έχω προχωρήσει μια ακόμη δουλειά μετά την “Αυταπάτη” και πιστεύω να είναι η δεύτερη. Μπορώ να πω ότι είναι πιο “καθαρή” τζαζ. Δεν ξέρω αν θα βγει σε δίσκο του χρόνου. Μέχρι τότε μπορεί να έχουν αλλάξει χιλιάδες πράγματα».
Οι νεότεροι στην Ελλάδα, και κάμποσοι στο εξωτερικό, θα μάθαιναν για την περίπτωση της Ηδύλης Τσαλίκη το 2005, όταν η γερμανική εταιρεία Perfect Toys Records θα πρότεινε μια συλλογή, την “Jazz.Toys”, ανθολογώντας, ανάμεσα σε σπάνια κομμάτια των Swegas, Catch Up, Chet Baker and The Boto Brazilian Quartet, Heikki Sarmanto Big Band κ.ά., την «Μιμή» της Ηδύλης Τσαλίκη. Το αποτέλεσμα; Η πρώτη και μοναδική έως τότε έκδοση του άλμπουμ «Αυταπάτη», από το 1983, να εκτοξευθεί στην τιμή. Παλαιά ήταν πολύ πιο ακριβός ο δίσκος, ενώ ακόμη και τώρα αν κάποιος θέλει το original αντίτυπο, σε μια «σωστή» κατάσταση, θα πρέπει να δώσει πάνω από 80 ευρώ.
Ηδύλη Τσαλίκη - Η Μιμή
Τέλος πάντων αυτή τη φάση έρχεται τώρα να την «σπάσει» η Veego Records, τυπώνοντας σε μια 40th anniversary edition την πρώτη επανέκδοση του άλμπουμ, σε 400 αντίτυπα και 180άρι βινύλιο, με νέο mastering, από τα original analog tapes, φρεσκάροντας τον ήχο και δίνοντάς του νέες δυναμικές, προσφέροντας ακόμη innersleeve με κείμενα και ανέκδοτες φωτογραφίες. Χρειαζόταν!
Αξίζει, τέλος, να πούμε πως τα πιο πρόσφατα χρόνια συναντάμε την Ηδύλη Τσαλίκη κυρίως ως μεταφράστρια, ενώ υπάρχει κι ένα βιβλίο-θεατρικό έργο, που συνυπογράφει με τον Χρήστο Θάνο (που μάλλον είναι γιος της) και που έχει τίτλο «Για κανέναν πάνω δεν είναι εύκολα κάτω» [Εκδόσεις Σοκόλη, 2009]. Ενδιαφέρον, δε, έχει και το σημείωμά της στο innersleeve της επανέκδοσης της Veego και με αυτό ας κλείσουμε:
«Απ’ ό,τι μπορώ να θυμηθώ η “Αυταπάτη” είχε δημιουργηθεί μέσα σ’ ένα κλίμα έντονης προσπάθειας ν’ αντιδράσω σε σχέσεις και καταστάσεις, που θα μπορούσαν να αναστείλουν την ελευθερία μου. Τότε την είχα αφιερώσει στον αγαπημένο μου γιο. Τον Χρήστο. Σήμερα την αφιερώνω στην αγαπημένη μου εγγονή. Την Έλλη-Ηδύλη. Δεν προβλέπεται να αφιερωθεί πουθενά αλλού ξανά!».
Ηδύλη Τσαλίκη - Το Παιδικό Μπαούλο (1983)