Το πρώτο που σκέφτεται κάποιος όταν βλέπει τον Γιόνας Κάουφμαν είναι πως είναι εξαντλητικά όμορφος. Ο βασιλιάς των τενόρων, ο σούπερ σταρ της όπερας, το πρόσωπο που κυριαρχεί στον κόσμο της κλασικής μουσικής και με κάθε του εμφάνιση γίνεται sold out, με χαρίσματα που φτάνουν σε υπερθετικό βαθμό, έρχεται στην Αθήνα στην ακμή της καριέρας του για να κάνει την πρώτη του εμφάνιση στο Ηρώδειο τη Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου.
Το αθηναϊκό κοινό θα καλωσορίσει τον Γερμανό τενόρο, που θα ερμηνεύσει με την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, υπό τον μαέστρο Γιόχεν Ρίντερ, άριες από όπερες των Τζάκομο Πουτσίνι, Τζουζέπε Βέρντι, Ζορζ Μπιζέ, Πιέτρο Μασκάνι, Ζιλ Μασνέ, Ουμπέρτο Τζορντάνο.
Για περισσότερα από είκοσι χρόνια ο Κάουφμαν είναι κυρίαρχος και πρωταγωνιστής της σκηνής στα κλασικά θέατρα του κόσμου, με κάθε εμφάνισή του να αποτελεί γεγονός. Δεν είναι μόνο οι opera goers που τον ακολουθούν πιστά αλλά και το μεγάλο κοινό της μουσικής που κάνει κάθε δίσκο του μπεστ-σέλερ και τα εισιτήρια για κάθε του εμφάνιση να εξαφανίζονται κυριολεκτικά μέσα σε λίγες ώρες.
Ο τίτλος «νέος βασιλιάς των τενόρων» που του έδωσαν οι κριτικοί μετά το ντεμπούτο του στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης ως Αλφρέντο στην «Τραβιάτα» το 2006, επιβεβαιώνεται με κάθε του εμφάνιση, που είναι μια αξεπέραστη εμπειρία. Γιατί ο Κάουφμαν, εκτός από τις μοναδικές ποιότητες της φωνής του, με τις οποίες έχει κατακτήσει ένα πολύ ευρύ ρεπερτόριο και έχει ερμηνεύσει συγκλονιστικά τους πιο σημαντικούς ρόλους του γαλλικού, του ιταλικού και του γερμανικού ρεπερτορίου της όπερας, δίνει στους ρόλους του υποκριτική και θεατρική διάσταση, μια νέα σκηνική υπόσταση.
Ο Κάουφμαν, εκτός από τις μοναδικές ποιότητες της φωνής του, με τις οποίες έχει κατακτήσει ένα πολύ ευρύ ρεπερτόριο και έχει ερμηνεύσει συγκλονιστικά τους πιο σημαντικούς ρόλους του γαλλικού, του ιταλικού και του γερμανικού ρεπερτορίου της όπερας, δίνει στους ρόλους του υποκριτική και θεατρική διάσταση, μια νέα σκηνική υπόσταση.
Ο Γιόνας Κάουφμαν είναι ένας τραγουδιστής-φαινόμενο, που στο πέρασμα του χρόνου έχει αποδείξει τη μοναδική του αξία και τη διαχρονικότητά του. Ίσως είναι ο μόνος που το κοινό συγχωρεί όταν ακυρώνει παραστάσεις για λόγους υγείας, όπως όταν ακύρωσε τρεις παραστάσεις στη Νέα Υόρκη λόγω ασθένειας, ή επειδή επιθυμεί να περάσει περισσότερο χρόνο με την οικογένειά του, και τον αποκαλεί «Mr. Elusive».
Αν αντιπαθεί κάτι, είναι να τραγουδά όταν δεν είναι καλά. Λέει πως πάντα κάποιος θα βρεθεί στο κοινό να τον ηχογραφήσει και να το ανεβάσει στο YouTube ‒ μια κακή παράσταση που θα τον κάνει να νιώσει χάλια. Αντιπαραβάλλει την κριτική που ασκείται στους τραγουδιστές που ακυρώνουν παραστάσεις στην ανοχή με την οποία αντιμετωπίζονται οι ποδοσφαιριστές σε αντίστοιχες περιπτώσεις. «Αν οι ποδοσφαιριστές τραυματιστούν, ή έχουν προβλήματα, ή μπορούν να παίξουν μόνο το μισό παιχνίδι επειδή δεν είναι σε φόρμα, όλοι λένε: “Αχ! ο καημένος». Δεν λένε: “Κάθαρμα! Γιατί δεν έκανες σωστό ζέσταμα;”».
Ο παντρεμένος σε δεύτερο γάμο με τη σκηνοθέτιδα της όπερας Christiane Lutz, Κάουφμαν, ζει με τα τέσσερα παιδιά του ‒τα τρία από τον προηγούμενο γάμο του‒ έξω από το Μόναχο. Έχει ομολογήσει ότι το βάρος της φήμης, το βαρύ πρόγραμμα και οι συχνές απουσίες συντέλεσαν στη διάλυση του πρώτου του γάμου με τη μέτζο σοπράνο Margarete Joswig.
Ο λαμπερός, υψηλού προφίλ τενόρος και αγαπημένος των μέσων ενημέρωσης ξέρει να μιλά ωραία και να απαντά στις συνεντεύξεις με ευχέρεια σε διάφορες γλώσσες, ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά ή γερμανικά, οι οποίες χρωματίζονται με μια πολύ μικρή προφορά του γερμανικού Νότου.
Μπορεί να είναι από τα μεγαλύτερα ονόματα της όπερας, αλλά δεν εφησυχάζει, ακόμα και μετά από είκοσι πέντε και πλέον χρόνια στη σκηνή. Γιατί έχει τόσο πυκνό πρόγραμμα; «Δεν θα δούλευα τόσο σκληρά, αν δεν πίστευα βαθιά μέσα μου ότι με τη δουλειά μου μπορώ να ασκήσω κάποια επιρροή. Ακόμα κι έτσι, όμως, κανείς δεν μπορεί ποτέ να εξαρτάται πραγματικά μόνο από την επιτυχία» έχει πει σε μια συνέντευξη που έδωσε στο «Der Spiegel».
Ο Γιόνας Κάουφμαν είναι σήμερα πενήντα δύο ετών. Σε όλες σχεδόν τις συνεντεύξεις, ειδικά μετά τα πενήντα, του ζητούν να αναλογιστεί μια καριέρα που τον έχει φέρει στο απόγειο του επαγγέλματός του. Μήπως αυτό το ορόσημο των πενήντα σημαίνει μια επιβράδυνση της καριέρας του; Ο ίδιος το διαψεύδει με τις εμφανίσεις του.
«Σκοπεύω να συνεχίσω να τραγουδώ όσο το δυνατόν περισσότερο, που νομίζω ότι θα είναι άλλα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια. Είναι πολύ λυπηρό να κρατά κάποιος μια θέση μόνο λόγω του ονόματός του και να το παρακολουθεί και το κοινό αυτό. Αλλά προς το παρόν είμαι ικανός, πιστεύω, να κάνω το 99% αυτού που μπορούσα να κάνω όταν ήμουν νέος, και πολύ περισσότερο, προσθέτοντας κι άλλα πράγματα. Η φωνή μου είναι ακόμα φρέσκια και ευέλικτη, μπορώ να τραγουδήσω όλα τα είδη με αυτήν. Δεν βλέπω ακόμα τα όρια λόγω γήρατος ή κάτι παρόμοιο» λέει.
Ο Κάουφμαν προσπαθεί κάθε χρόνο να προσθέτει και έναν νέο ρόλο στο ρεπερτόριό του. Ποτέ δεν είχε τη φιλοδοξία να είναι ερμηνευτής ενός συνθέτη και λέει ότι: «Αυτό δεν είναι must για μένα. Αν σημαίνει ότι πρέπει να περιοριστώ με άλλους τρόπους, για παράδειγμα να μη δίνω τα ρεσιτάλ λίντερ όπως τώρα, τότε δεν θα το κάνω».
Γεννημένος στο Μόναχο το 1969, ο Κάουφμαν μεγάλωσε σε μια οικογένεια που εγκατέλειψε την Ανατολική Γερμανία τη δεκαετία του 1960. Έχει όμορφες αναμνήσεις από τον παππού του, που έπαιζε Βάγκνερ στο πιάνο όταν ήταν παιδί.
Ήταν μόλις επτά χρονών όταν οι γονείς του τον πήγαν να δει τη «Madama Butterfly» του Πουτσίνι στο Μόναχο. «Δεν ξέρω αν ήταν μια καλή παράσταση, αλλά για μένα ήταν μια κρίσιμη εμπειρία. Με συγκίνησαν βαθιά η μουσική και οι τραγουδιστές. Αυτή ήταν η στιγμή που σκέφτηκα ότι το να είσαι μέρος αυτού του κόσμου πρέπει να είναι παράδεισος». Ήταν τόσο εντυπωσιασμένος, είχε πιστέψει ότι όλα ήταν αληθινά και έπαθε σοκ όταν είδε ότι η Μπατερφλάι ήταν ζωντανή και βγήκε να χαιρετήσει το κοινό.
«Ο πατέρας μου είχε μια μεγάλη συλλογή δίσκων». Ένα ράφι γεμάτο βινύλια αφιερωμένο στους Μπρούκνερ, Mάλερ, Σοστακόβιτς, Ραχμάνινοφ και Βάγκνερ. «Ήταν ένα είδος οικογενειακής παράδοσης η αδελφή μου κι εγώ να καθόμαστε στον μεγάλο καναπέ στο σπίτι, ακούγοντας συμφωνίες και όπερες» λέει.
Του άρεσε να τραγουδάει σε χορωδίες και ανησυχούσε πως αν έκανε σπουδές επαγγελματία τραγουδιστή θα έχανε τη χαρά του τραγουδιού. Ο πατέρας ήταν ασφαλιστής, η μητέρα του δασκάλα κι εκείνος, αρχικά, σκόπευε να σπουδάσει μαθηματικά. Αυτό άλλαξε γρήγορα και το καλοκαίρι του 1989 ξεκίνησε σπουδές φωνητικής στην Ανώτατη Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου του Μονάχου. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του τραγούδησε κάποιους μικρούς ρόλους στη Βαυαρική Κρατική Όπερα.
«Ακόμα και όταν ήμουν μικρός μού άρεσε η υποκριτική, μου άρεσε να παίζω ρόλους. Ως παιδί διασκέδαζα τους γονείς μου και τους φίλους τους. Και πάντα τραγουδούσα. Αλλά ποτέ δεν σχεδίαζα να γίνω τραγουδιστής. Ούτε που ήξερα ότι υπήρχε αυτό. Ξεκίνησα να σπουδάζω μαθηματικά, γιατί αυτό ήταν κάτι σωστό και σταθερό, με μέλλον και ίσως κάποια εγγύηση για να βρω δουλειά, σε αντίθεση με το τραγούδι, όπου κανείς δεν ξέρει τι πρόκειται να έρθει, αν θα έχεις επιτυχία ή όχι. Όταν ήμουν δεκαπέντε ετών έκανα τα πρώτα μου μαθήματα στο τραγούδι και ο δάσκαλός μου μού πρότεινε να πάω στο ωδείο, στο Μόναχο. Τότε μόνο συνειδητοποίησα ότι μπορούσες να σπουδάσεις τραγούδι, όπως κάθε άλλο μάθημα στο πανεπιστήμιο. Δεν είχα ιδέα μέχρι τότε», λέει.
Αποφοίτησε από τη σχολή το 1994, αλλά έναν χρόνο αργότερα, καθώς παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα στη φωνή του, μια κρίση, ζήτησε τη βοήθεια του Αμερικανού βαρύτονου Mάικλ Ρόουντς, που τον δίδαξε έναν «νέο τρόπο απόδοσης τραγουδιού» και πώς να γίνει «πιο άνετος με τη φωνή του και τον εαυτό του».
Σήμερα λέει ότι υπήρξε πολύ τυχερός που συνάντησε τον Ρόουντς, γιατί ο τρόπος με τον οποίο είχε εκπαιδευτεί να τραγουδά μέχρι τότε τον έκανε να μην έχει αξιόπιστο όργανο, ενώ με τον Ρόουντς, που έπρεπε ξεκινήσει ξανά από το μηδέν και να βρει την πραγματική του φωνή, έμαθε έναν νέο τρόπο τραγουδιού, που ήταν δύσκολος, είχε μειονεκτήματα, αλλά ήταν ο μόνος για να τραγουδά και να μην κουράζεται ποτέ. Ο Κάουφμαν πίστεψε σε αυτήν τη μέθοδο, «κόλλησε» με αυτήν και την τελειοποίησε. «Ήταν σαν να μαθαίνω να οδηγώ για δεύτερη φορά», λέει. «Ήταν η αρχή της πραγματικής μου καριέρας».
Το ρεπερτόριο του Κάουφμαν είναι ασυνήθιστα ευρύ, είναι ένας από τους λίγους τραγουδιστές που τον ζητούν για να τραγουδήσει τόσο Βέρντι όσο και Βάγκνερ. «Εάν κάνεις μόνο το ένα από τα δύο είναι βαρετό και επίσης επικίνδυνο για τη φωνή του», λέει. «Υπάρχουν πάντα νέες κορυφές για να ανέβεις». Πάντως, κατά γενική ομολογία έχει τραγουδήσει όσα θα έφταναν για να καλύψουν πολλές καριέρες.
«Δεν είμαι ποτέ νευρικός, σε αντίθεση με κάποιους άλλους, που βλέπουν το κοινό ως κριτικό, ίσως και ως εχθρό και φοβούνται τις απόψεις και την κρίση του. Ξέρω ότι δεν έρχονται για να με κοροϊδέψουν. Έρχονται για να διασκεδάσουν και το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να τους το δώσεις. Νομίζω ότι είναι αρκετά απλό», λέει.
Τη νέα χιλιετία ο Κάουφμαν κατέκτησε σταδιακά τις μεγάλες σκηνές όπερας του κόσμου, από το Παρίσι, τις Βρυξέλλες, το Μιλάνο και το Μόναχο μέχρι το Σάλτσμπουργκ, τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, τη Βιέννη και το Βερολίνο. Ξεκινώντας με λυρικούς ρόλους, προχώρησε σταδιακά στην κατηγορία των ηρωικών τενόρων: από τον Μότσαρτ και τον Βέρντι στον Βάγκνερ, κυρίως στην πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Μπαϊρόιτ 2010, στον ρόλο του Λόενγκριν.
Για μερικούς, η φωνή του δεν θα μπορέσει να δώσει ποτέ τη σπλαχνική συγκίνηση που έχει δώσει ένας Παβαρότι, αλλά ο Κάουφμαν λέει ότι πολλές σταδιοδρομίες τενόρων έχουν καταστραφεί στην προσπάθεια αντιγραφής του Παβαρότι. «Ήταν μοναδικός. Ήταν μια μηχανή. Είχε μια δική του τεχνική και μια δική του φωνή». Προτιμά να συγκρίνει τον εαυτό του με τον Φράνκο Κορέλι, έναν θαυμάσιο Ιταλό τενόρο της δεκαετίας του ’50 και του ’60.
Jonas Kaufmann - Nessun Dorma
Μιλώντας για τα ρεσιτάλ, λέει ότι του δίνουν ενέργεια, καλλιτεχνική ελευθερία που δεν περιορίζεται από τις προσδοκίες των άλλων. «Αν ρωτήσετε τον μέσο διοργανωτή ή το κοινό της συναυλίας τι προτιμούν, πιθανότατα θέλουν να τραγουδήσω το “Nessun dorma”, και καταλαβαίνω γιατί συμβαίνει αυτό, επειδή πουλάει εισιτήρια. Αλλά δεν έχει νόημα να ακούτε τον ίδιο καλλιτέχνη να τραγουδά τις ίδιες άριες ξανά και ξανά ‒ θέλω να ακούσω κάτι άλλο, να δω διαφορετικές πτυχές, διαφορετικές γωνίες. Γι’ αυτό αρνούμαι να κάνω μια όπερα, όπως η “Τόσκα”, ξανά και ξανά. Λατρεύω αυτήν τη μουσική, αλλά αν την τραγουδάω πολύ συχνά, η ποιότητα πέφτει, επειδή δεν τη βλέπω ως κάτι το ιδιαίτερο. Γίνεται μια ρουτίνα και τελικά καταστρέφεται η μαγεία. Όλα αυτά με βοήθησαν να διατηρηθώ σε φόρμα και να είμαι φωνητικά υγιής. Και επίσης να απολαμβάνω ψυχικά αυτό που κάνω και να μη βαριέμαι. Αλλά και πάλι, αυτό είναι κάτι που η φωνή μου ήταν ικανή να κάνει. Πρέπει να αποδεχτείς αυτό που έχεις και όχι απλώς να πεις “θέλω, θέλω, θέλω” μέχρι αυτή η φωνή να σπάσει».
Για τον Κάουφμαν, το να τραγουδά εξακολουθεί να είναι διασκεδαστικό μέχρι σήμερα. Πιστεύει ότι «το να είσαι τραγουδιστής είναι φανταστικό επειδή είσαι το όργανο. Δεν υπάρχει άλλο όργανο στον κόσμο που να έχει στενότερη σύνδεση με τις σκέψεις και τα συναισθήματά από τη φωνή. Εάν κυριαρχείς στο όργανό σου, αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να προβάλλεις συνεχώς τα συναισθήματά σου, βάζοντάς τα στον ήχο. Κανένα άλλο όργανο δεν είναι ικανό να το κάνει αυτό με τόσο έντονο τρόπο».
Στον Κάουφμαν δεν αρέσει καθόλου να δεσμεύεται για το τι θα κάνει πέντε χρόνια πριν, εκτός αν πρόκειται για την πατρίδα του, το Μόναχο, όπου τραγουδάει κάθε χρόνο, το Met στη Νέα Υόρκη και το Covent Garden, με τα οποία έχει ισχυρούς δεσμούς και επιμένουν σε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει ακριβώς τι θέλει να τραγουδήσει για να το οργανώσει τόσο νωρίς και αυτό τον βοηθά να διατηρεί μια ευελιξία στο πρόγραμμά του, που του δίνει χαρά, και δεν πιστεύει ότι πρέπει να αρπάζει μια ευκαιρία αν δεν είναι καλά προετοιμασμένος. «Παίρνοντας μια σειρά λανθασμένων αποφάσεων μπορεί να καταστρέψεις μια καριέρα. Αυτό είναι κάτι που πολύ δύσκολα διδάσκεται σε νέους τραγουδιστές, γιατί δεν μπορείς να τους πεις απλά: “Μην παίρνεις τις ευκαιρίες σου”. Αυτό θα ήταν λάθος. Πρέπει να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου».
Ο Κάουφμαν συμπεριφέρεται περισσότερο σαν ένας συνηθισμένος τύπος παρά σαν σούπερ σταρ. Η σοβαρότητά του, γράφει η «Guardian», είναι «υπέροχα γερμανική».
«Πρέπει να είμαι πολύ προσεκτικός», λέει. «Αν συναντήσω κάποιους θαυμαστές στον δρόμο, δεν μπορώ να είμαι αγενής και να αρχίσω να τρέχω μακριά. Μερικές φορές θέλεις να πεις: “Mπορώ να έχω μια ελεύθερη στιγμή, παρακαλώ;”. Αλλά τους χρειαζόμαστε όλους. Θέλω οι άνθρωποι να μπορούν να απολαμβάνουν ζωντανή κλασική μουσική σε εκατό χρόνια από τώρα».
«Η πρόκληση για μένα είναι να μείνω εκεί που είμαι», λέει ο Κάουφμαν όταν τον ρωτούν τι σκέφτεται για τα επόμενα χρόνια. Μέχρι σήμερα τίποτα δεν δείχνει ότι η καριέρα του επιβραδύνεται. Οι συνεντεύξεις του αποκαλύπτουν τη στοχαστική και αισιόδοξη διάθεσή του και ο ίδιος δηλώνει ότι θα συνεχίσει για πολύ καιρό. Έχει μυαλό, τεχνική και χάρισμα και μια υπέροχη φωνή που συγκινεί. Πιθανότατα, αν ζούσαν κάποιοι μεγάλοι συνθέτες όπως ο Στράους, ο Βέρντι ή ο Βάγκνερ, ο Κάουφμαν θα μπορούσε να είναι ο αγαπημένος τους τραγουδιστής.
Jonas Kaufmann — Wagner: Parsifal
Ο Γιόνας Κάουφμαν για πρώτη φορά στο Ηρώδειο
Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021
Ωδείο Ηρώδου Αττικού
Ώρα έναρξης 21.00
Μουσική διεύθυνση: Γιόχεν Ρήντερ
Με την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Τιμές εισιτηρίων: 40, 80, 90, 120, 200 €
Έναρξη προπώλησης: 20 Ιουλίου 2021, στις 12.00