Η φωνή του Γιώργου Παπαστεφάνου είναι από τις πιο αναγνωρίσιμες στην Ελλάδα. Οι εκπομπές του έχουν γράψει ιστορία. Οι συναντήσεις του με τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής μουσικής, οι απίθανες συνδέσεις που έκανε τη χρυσή εποχή των ερτζιανών, που του χάρισαν το παρατσούκλι «κύριε Έντισον» χάρη στην πολύ δημοφιλή εκπομπή του «Καλησπέρα, κύριε Έντισον», η στάση του και οι επιλογές του μέσα στον χώρο της ελληνικής μουσικής τον έκαναν υπόδειγμα παρουσιαστή, παραγωγού, δημοσιογράφου και στιχουργού. Όποιοι άκουγαν την πρώτη σειρά εκπομπών του με τίτλο «Στις 11 το βράδυ, κάθε Δευτέρα» έπαιρναν μια γεύση από τα πιο δημιουργικά που συνέβαιναν στο τραγούδι εκείνη την εποχή. Στην τηλεόραση, με τις εκπομπές «Η μουσική γράφει ιστορία», «Μουσική βραδιά», «Διαδρομές, «Οι φίλοι μου» και «Οι παλιοί φίλοι», όρισε τη συνύπαρξη σπουδαίων καλλιτεχνών.
Οι στίχοι που έγραψε για περίπου πενήντα τραγούδια ακούγονται και σήμερα και αγαπιούνται και από ένα νέο κοινό.
Στο Ct Garden, στις 13 Ιουνίου, ένα μεγάλο αφιέρωμα στα εξήντα χρόνια της στιχουργικής του διαδρομής θα μας θυμίσει τραγούδια όπως τα «Ένα πρωινό (Άναμπελ)», «Ανάμνηση», «Μια αγάπη για το καλοκαίρι», «Σου 'δωσα την αγάπη μου», «Κι αν σ' αγαπώ δε σ' ορίζω», «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη», «Μια φορά θυμάμαι», «Μικρό ταξίδι στον γιαλό», «Στου Προφήτη Ηλία τα σοκάκια», «Μπρος στο μπαλκόνι σου», «Summer dream». Πρόκειται για κάποιες από τις πολλές και μεγάλες του επιτυχίες που μελοποίησαν σημαντικοί συνθέτες όπως οι Γεράσιμος Λαβράνος, Γιάννης Μαρκόπουλος, Δήμος Μούτσης, Σταύρος Ξαρχάκος, Βαγγέλης Παπαθανασίου, Βαγγέλης Πιτσιλαδής, Γιάννης Σπανός, ανάμεσα σε άλλους.
Συναντηθήκαμε στο σπίτι του στο Παγκράτι και μας αφηγήθηκε το ξεκίνημά του στον κόσμο της μουσικής και του ραδιοφώνου και τη γνωριμία του με τις μεγάλες προσωπικότητες του ελληνικού τραγουδιού.
Για μένα ένα από τα μεγαλύτερα λάθη είναι ο λαϊκισμός. Δεν προσπάθησα ποτέ να κατεβώ τα σκαλιά για να πλησιάσω τον ακροατή, ήθελα να φέρω τον ακροατή προς εμένα. Αυτή ήταν μια γραμμή που ακολούθησα από τα πρώτα μου βήματα μέχρι το τέλος.
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1941 από πατέρα Κρητικό και μητέρα Ροδίτισσα. Πρόλαβα αυτή την Αθήνα και την Ελλάδα την υπέροχη, που μεταπολεμικά κοίταζε ψηλά, όταν όλοι πιστεύαμε ότι κάτι θα αλλάξει σε αυτό τον πλανήτη, πιστεύαμε σε έναν καλύτερο κόσμο. Ήταν η εποχή των μεγάλων οραμάτων και των μεγάλων ιδεολογιών –τα περισσότερα βέβαια διαψεύστηκαν–, αλλά μέσα σε αυτό το κλίμα άνθησαν πολύ οι τέχνες.
Το πατρικό μου ήταν μεταξύ πλατείας Καραϊσκάκη και πλατείας Μεταξουργείου, σε μια θεατρογειτονιά. Τα απογεύματα, όταν έβγαινα στον δρόμο, έβλεπα στο θέατρο Βέμπο, στο Περοκέ, στου Σαμαρτζή όλον αυτόν τον μυθικό κόσμο, τους ηθοποιούς, να κάθονται στα τραπεζάκια να πίνουν τον καφέ τους και τους μίλαγα, έπαιρνα αυτόγραφα. Πιο πέρα, κοντά στον Σταθμό Λαρίσης, ήταν το μυθικό Αλκαζάρ, το βαριετέ του Λάσκου, όπου έκανε και τις τελευταίες του εμφανίσεις ο Αττίκ πριν αυτοκτονήσει τα χρόνια της Κατοχής, και το θερινό σινεμά Βικτώρια. Όλα αυτά για μένα έχουν ένα άρωμα γοητευτικό. Θυμάμαι, βλέπαμε ταινίες και ακουγόταν το σφύριγμα του τρένου που έμπαινε στην Αθήνα, ήταν σαν ηχητικό εφέ. Έχω πολλά χρόνια να περάσω από αυτά τα μέρη.
Μεγάλωσα σε μια εκπληκτική οικογένεια. Μεγαλοαστή Ροδίτισσα η μητέρα μου, από οικογένεια που πρόσφερε στο νησί τα δυο του γυμνάσια, το Καζούλειο και το Βενετόκλειο. Ήταν οικογένεια εμπόρων καλλιεργημένων, υπήρχε ένα πνευματικό περιβάλλον πολύ έντονο. Στη Ρόδο πέρασα όλα μου τα παιδικά καλοκαίρια. Ο πατέρας μου ήταν παιδί παπά, πρώτος ξάδελφος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και Κωνσταντινούπολης Μελέτιου Μεταξάκη, και από παιδί άκουγα στις αφηγήσεις του τα κατορθώματά του στη Μικρά Ασία και την πνευματικότητα που είχε.
Στο σπίτι υπήρχε ραδιόφωνο πριν γεννηθώ, οι γονείς μου με πήγαν παιδί στο θέατρο, όχι στο γήπεδο, είδα συγκλονιστικές παραστάσεις και απίστευτους ηθοποιούς που είχα το θάρρος να τους πλησιάζω, να παίρνω αυτόγραφα και να τους κουβεντιάζω. Χαιρόμουν πολύ γιατί έβλεπα ότι τους ευχαριστούσε κι εκείνους να μιλάνε μαζί μου. Η Ελένη Χαλκούση ήταν από τις πρώτες φιλενάδες μου στον χώρο του θεάτρου, που κάτι μου έβρισκαν. Εκείνη όμως που μου βρήκε τα περισσότερα ήταν η Φραγκίσκη Ψαχαροπούλου Καρόρη, ένα από τα πιο μεγάλα πρόσωπα του κρατικού ραδιοφώνου, αυτή που δημιούργησε το Δεύτερο Πρόγραμμα και υπήρξε δασκάλα πολλών ραδιοφωνικών παραγωγών. Όταν άκουσα κάποιες από τις πρώτες εκπομπές της που άρχισαν να μεταδίδουν ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια ήμουν στο γυμνάσιο, στο Βαρβάκειο, σχεδόν τελειόφοιτος, και θέλησα να την πλησιάσω ως ακροατής. Εκείνη, με την αγάπη που είχε για τους νέους ανθρώπους, άρχισε να με εξετάζει εξονυχιστικά, τα γούστα μου, τις προτιμήσεις μου, τι βλέπω και τι μπορώ να κάνω· στο τέλος μιλήσαμε πολύ για μουσική – ήταν το ξεκίνημα της εποχής Χατζιδάκι. Πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, μου λέει «μου κάνεις για το ραδιόφωνο, θέλεις να δουλέψεις μαζί μου;». Έτσι μπήκα στο ραδιόφωνο. Ένας φίλος της μητέρας μου, που είχε μεγάλη θέση στη ραδιοφωνία, την πήρε στο τηλέφωνο και της είπε: «Μαίρη, μην το καταστρέψεις το παιδί, η ραδιοφωνία είναι τάφος». Αλλά οι γονείς μου είχαν πολύ μεγάλη κατανόηση και η μητέρα μου είπε «αφού το θέλει, ας δοκιμάσει».
Στο ραδιόφωνο με υποδέχτηκαν πραγματικά με φανούς και λαμπάδες τον Φεβρουάριο του '60. Ήμουν 18 χρονών. Είχα μια υπέροχη προϊσταμένη, την Κίττυ Σολομού, τη γυναίκα του σκηνοθέτη Αλέξη Σολομού, που από την πρώτη στιγμή μού έδωσε όλα όσα μπορούσα να έχω για να αισθάνομαι καλά και να πετάω μέσα στη ραδιοφωνία.
Ήμουν στο ελληνικό πρόγραμμα δίπλα στη Φραγκίσκη, που ήταν αληθινή δασκάλα, και από κει και πέρα άφηνα τη φαντασία μου ελεύθερη. Όταν με πήραν στη ραδιοφωνία, με έβαλαν να υπογράψω ένα χαρτί ότι θα με δοκιμάσουν χωρίς χρήματα για δύο μήνες. Στους δύο μήνες η Φραγκίσκη με έβαλε να κάνω μια πολύ δύσκολη εκπομπή που ήταν μια μουσική παρέλαση, εξήντα κομμάτια, το ένα μέσα στο άλλο για μία ώρα. Αυτή η εκπομπή έκανε μεγάλη εντύπωση και την επομένη της μετάδοσης με κάλεσε ο Πύρρος Σπυρομήλιος, που ήταν διευθυντής στη ραδιοφωνία, αυτός που επέτρεψε τα λαϊκά στο ραδιόφωνο, το ρεπερτόριο Χατζιδάκι - Θεοδωράκη, έκανε συναυλίες με τη ραδιοφωνία και δημιούργησε το Φεστιβάλ Ελαφρού Ελληνικού Τραγουδιού, που τράβηξαν το ενδιαφέρον του κοινού προς το τραγούδι . Μου είπε «έχεις γνώσεις, γούστο, φαντασία και μνήμη, αυτά που χρειάζεται ένας παραγωγός, σε προσλαμβάνω». Έτσι ξεκίνησα και από εκεί και πέρα δούλεψα πολύ, έμαθα και τα λάθη μου να διορθώνω και των άλλων να τα αποφεύγω και να αφήνω τη φαντασία μου ελεύθερη.
Η Καίτη Χωματά στην εκπομπή του Γιώργου Παπαστεφάνου «Μουσική βραδυά» το 1976 τραγουδάει «Κι αν σ' αγαπώ δε σ' ορίζω». Στο πιάνο τη συνοδεύει ο Γιάννης Σπανός.
Για μένα, ένα από τα μεγαλύτερα λάθη είναι ο λαϊκισμός. Δεν προσπάθησα ποτέ να κατεβώ τα σκαλιά για να πλησιάσω τον ακροατή, ήθελα να φέρω τον ακροατή προς εμένα. Αυτή ήταν μια γραμμή που ακολούθησα από τα πρώτα μου βήματα μέχρι το τέλος.
Εκείνη την εποχή ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης είχαν κάνει επανάσταση. Μέχρι τότε υπήρχε βαλς, τανγκό και διάφορες εξωτικές χορευτικές μόδες, οι σάμπες, οι ρούμπες, το λεγόμενο ελαφρό τραγούδι, το οποίο έχει δώσει κι αυτό αριστουργήματα, αλλά ήταν ένα άλλο είδος. Υπήρχε μια εμπόλεμη κατάσταση ανάμεσα στο ελαφρό και στο λαϊκό και στα λαϊκά όργανα, αλλά με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη αυτός ο πόλεμος σταμάτησε. Και ανακαλύψαμε τη μαγεία του λαϊκού τραγουδιού μαζί και την παραδοσιακή μουσική, το δημοτικό τραγούδι. Ήταν η περίοδος που γινόντουσαν θαύματα στην Ελλάδα στον χώρο του τραγουδιού.
Το τραγούδι ήταν τόσο πολύ μέσα στη ζωή μας που ήταν θέμα της ημέρας, τα περιοδικά, οι εφημερίδες ασχολούνταν με αυτό, ο ανταγωνισμός Χατζιδάκι - Θεοδωράκη ήταν κι αυτό ένα θέμα που πήρε διαστάσεις με την «Όμορφη πόλη» και την «Οδό Ονείρων» το καλοκαίρι του 1962. Και βεβαίως ο κόσμος ήταν διχασμένος, φανατικά με τον ένα ή τον άλλον. Μάλιστα τότε ο Θεοδωράκης είχε πει «μας κάνετε να νιώθουμε σαν άλογα κούρσας». Ήταν και οι δυο σπουδαίοι, έκαναν τομή και άνοιξαν δρόμους για το τραγούδι, να ταξιδέψει έξω από την Ελλάδα.
Σε ένα τέτοιο κλίμα, λοιπόν, που ήταν τόσο εύφορο για το τραγούδι και τον πολιτισμό, είχαμε και κινηματογραφικές και θεατρικές επιτυχίες στο εξωτερικό, γινόταν ένας ντόρος για την Ελλάδα. Σε αυτό το κλίμα, ένα παιδί 20 χρονών είχε το προνόμιο να κάνει το παιδικό του παιχνίδι επάγγελμα.
Βίκυ Μοσχολιού - «Μπρος στο μπαλκόνι μου»
Προσπάθησα να τα δώσω όλα στη δουλειά μου και δεν ήμουν μόνο εγώ. Τότε άρχισαν να ανθούν και οι μπουάτ στην Αθήνα –ένα τέλειο πλαίσιο– και άνθρωποι από εντελώς διαφορετικούς χώρους να ασχολούνται με το τραγούδι.
Ο Χουλιαράς και η Αρλέτα ήταν εικαστικοί, ο Κοντογιώργος ήταν φοιτητής Ιατρικής, πολλοί ηθοποιοί τραγουδούσαν, ο Ζωγράφος, ο Μαρίνος, ο Αλέξης Γεωργίου, δηλαδή το τραγούδι αφορούσε όλους.
Μέσα σε αυτό το πολύ εύφορο κλίμα είπα κι εγώ να γράψω στιχάκια σε ένα πολύ βαρετό μάθημα στο πανεπιστήμιο – γιατί σπούδαζα στη Νομική παράλληλα με το ραδιόφωνο. Πολλές φορές έφευγα από το ραδιόφωνο και τους καταπληκτικούς ανθρώπους που συναντούσα και πήγαινα στο πανεπιστήμιο κι έβλεπα ανθρώπους πολύ μικρότερης εμβέλειας, όπως ήταν ο καθηγητής Ράμμος, που στο δικό του μάθημα, για να μη με πάρει ο ύπνος, έγραψα στα φοιτητικά θρανία το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι».
Εκείνη την εποχή είχα κάνει το πρώτο μου ταξίδι στο Παρίσι και ένας φίλος μού είχε δώσει το τηλέφωνο ενός συνθέτη από το Κιάτο που ζούσε εκεί· ήταν ο Γιάννης Σπανός. Συναντηθήκαμε, γίναμε φίλοι αδελφικοί και όταν επέστρεψα έπαιζα στο ραδιόφωνο τους δίσκους που είχε κάνει στο Παρίσι. Τους άκουσε ο Αλέκος Πατσιφάς που σκεφτόταν να κάνει τη Λύρα και μου είπε «θέλω να με φέρεις σε επαφή με τον Σπανό». Έγινε το ραντεβού και του μίλησα και για την Καίτη Χωματά που είχα ακούσει στα ταλέντα του Οικονομίδη και μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η φρεσκάδα της φωνής της. Ήταν μαθήτρια τότε, αλλά με μια φωνή αλλιώτικη απ' όσες κυκλοφορούσαν τότε στα κέντρα και στους δίσκους. Τη δοκίμασε και όλα τα άλλα είναι ιστορία. Η Καίτη είπε σε πρώτη εκτέλεση το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» σε μουσική του Γιάννη.
«Μια αγάπη για το καλοκαίρι» - Καίτη Χωματά
Όταν ήρθε η χούντα, το πολιτικό τραγούδι υπήρχε και ανθούσε, αλλά κόπηκε από παντού. Έχω ζήσει το κυνηγητό που υπέστη ο Μίκης με τα τραγούδια του τα πολιτικά. Απαγορεύτηκαν όλα, βρέθηκε να είναι κυνηγημένος, όπως η Μελίνα. Στο ραδιόφωνο εμείς παίζαμε όλα τα υπόλοιπα, π.χ. υπήρχε το νέο κύμα. Θυμίζω ότι εκείνη την εποχή γράφτηκαν καταπληκτικά τραγούδια, και λαϊκά τραγούδια ωραία. Ήμασταν πολύ νέοι και περνούσαμε καταπληκτικά και με την Ανθούλα Αλιφραγκή και τον Φλωρινιώτη πριν τον ανακαλύψει ο Χατζιδάκις. Υπήρχε ένας ερωτισμός στην ατμόσφαιρα, βγαίναμε πολύ, ήμασταν παρέες με πολύ ανοιχτούς ορίζοντες. Ακούγαμε λαϊκά όπως και αυτό που ονομάστηκε «έντεχνο», μια γενιά με σπουδαίους δημιουργούς που συνέχισαν τον δρόμο που άνοιξαν ο Μάνος και ο Μίκης. Ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Λοΐζος, ο Μαυρουδής, ο Μούτσης, ο Ανδριόπουλος, ο Λεοντής, ο Μικρούτσικος, ο Σαββόπουλος, όλοι αυτοί ήταν μεγάλα πρόσωπα για τον χώρο του τραγουδιού.
Από ένα σημείο και μετά το τραγούδι άρχισε να γίνεται εμπορικό. Πρώτα ενδιέφερε τι θα πουλήσει και μετά τι κοινωνικό ρόλο θα παίξει. Άρχισαν να χάνονται οι μπουάτ και πολλά από τα πρόσωπα που ξεκίνησαν εκεί έγιναν πολύ μεγάλα ονόματα και έφυγαν από τους μικρούς χώρους. Το τραγούδι δεν πέρασε κρίση, πάνω στον Λυκαβηττό είχαμε καταπληκτικές συναυλίες και ακούγαμε υπέροχα τραγούδια. Απλώς, κάποια στιγμή, όταν πια το τραγούδι άρχισε να πουλάει πολύ ως εμπορικός δίσκος, παράλληλα με τους καλούς, άρχισαν να ξεπετιούνται και δίσκοι που βοηθήθηκαν και από τους ιδιωτικούς σταθμούς και από τα έντυπα της εποχής που δημιούργησαν μοντέλα τραγουδιστών εμπορικής προδιαγραφής. Υπήρξε μια εποχή που οι τραγουδιστές οι ίδιοι πλήρωναν τη διαφήμισή τους και την παραγωγή τους και υπήρχαν μικρές εταιρείες, αυτές που λέγαμε «της Ομόνοιας», στις οποίες το βάρος έπαιρναν οι τραγουδιστές και είχαν παρουσία μεγάλη, έριχναν χρήματα στη διαφήμιση. Οπότε αυτό έδωσε την ευκαιρία να απλωθεί ένα είδος που άρεσε στο πλήθος και όχι σε επιλεγμένο κοινό.
«Ένα πρωινό (Άναμπελ)» - Κορίτσια στον ήλιο
Το καλό τραγούδι υπήρχε πάντα και εξακολουθούσε να αναπνέει και να δίνει δείγματα εξαιρετικά και μετά το '80 και το '90. Πιστεύω ότι δεν πέρασε πραγματική κρίση, αλλά κάποια στιγμή –ίσως να φταίει και το lifestyle της εποχής– το «άλλο» τραγούδι βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στη ζωή μας. Εννοώ το ευτελές, της μίας χρήσης, το σουξέ που θα κρατήσει λίγους μήνες. Φυσικά, αυτό συνέβη με τη στήριξη του κοινού. Αλλά και το υπόλοιπο δεν έπαψε να ακούγεται μέχρι σήμερα και είναι πολύ ωραίο πάντα.
Την εποχή που έκανα τις εκπομπές μου υπήρχε ένα μικρό αναλογικά κοινό που άκουγε ξένο τραγούδι και έδινε μεγαλύτερο βάρος σε αυτά που συνέβαιναν στην αγγλική ή την αμερικανική σκηνή. Σήμερα τα παιδιά μεγαλώνουν διαφορετικά, το βλέπουμε στον τρόπο που μιλούν, μεγαλώνουν με διαφορετικά πρότυπα και κοινωνικά και καλλιτεχνικά. Οι «σχολές τραγουδιού» που υπήρχαν, η γαλλική, η ιταλική –μιλάμε για τραγούδια πάντα–, εξαφανίστηκαν, λίγο πολύ όλα αμερικανοποιήθηκαν, αυτό ισχύει και για τη δική μας μουσική. Ο Μίκης θύμωνε όταν έβλεπε νέους να ακούνε τόσο πολύ ξένη μουσική. Μου έλεγε: «Το ακούνε, αλλά δεν το βιώνουν». Ενώ το βαλς και το τανγκό το βίωσαν και έβγαλαν κάτι δικό τους.
Και την τηλεόραση και το ραδιόφωνο τα έζησα πολύ σοβαρά, δεν τα είδα ως επάγγελμα, να βγάλω το μεροκάματο. Σε κανέναν χώρο, ούτε στη διαφήμιση, δεν το σκεφτόμουν αυτό. Πίστευα ότι είναι σπουδαίο να επενδύουν στη φωνή μου το προϊόν τους, αυτό το σεβάστηκα πάρα πολύ. Πάντα ήθελα να τα λέω με τον καλύτερο τρόπο. Το ραδιόφωνο ξεκίνησε σαν παιχνιδάκι, αλλά βλέπεις στη διαδρομή ότι πρέπει να κάνεις ένα βήμα ακόμα πιο βαθύ, πιο δύσκολο, είσαι εσύ που βάζεις έναν ακόμα βαθμό δυσκολίας. Ανεβάζεις τον πήχη και δουλεύει το μυαλό και γεμίζεις τη ζωή σου με έργο κι αυτό σου δίνει ζωή. Αυτό το κάνεις για τον εαυτό σου, γιατί ο ανταγωνισμός, που είναι κάτι πολύ κουραστικό, και ο πρωταθλητισμός δεν με ενδιέφεραν ποτέ. Δεν θέλησα ποτέ να είμαι πρώτος αλλά να είμαι ένας από τους καλούς.
Δεν παρακολουθώ πολύ το τραγούδι σήμερα, είναι η αμαρτία μου και το λέω, γι' αυτό και αποφεύγω να έχω γνώμη για το σήμερα, γιατί δεν έχω πλήρη εικόνα. Ακούω σποραδικά, αλλά πιστεύω ότι τα ταλέντα δεν σταματούν ποτέ να υπάρχουν, απλώς η εποχή τα αναδεικνύει ή τα καταργεί. Ίσως έσβησε ο φάρος εκείνος που φώτιζε και έδινε την ώθηση να νιώθεις ότι το τραγούδι είναι ένας μεγάλος πόλος στη ζωή μας. Παλιά το έδιναν οι εταιρείες, ο Πατσιφάς ήταν πρωτοπόρος στη Λύρα και οι άλλοι που πήραν το μήνυμα, ο Λαμπρόπουλος, ο Μάτσας, ο Αντύπας, ακολούθησαν το παράδειγμα και έψαχναν καινούργια πρόσωπα, δημιουργούς. Και με αυτούς και τους τραγουδιστές που το προώθησαν απέκτησε τόση δύναμη. Αλλά υπάρχει και το κοινό που αποφασίζει και δεν μπορείς να το αγνοήσεις.
Ούτε ραδιόφωνο ακούω, τα έφερε έτσι η ζωή. Κάποτε δεν πίστευα ότι κάποια πράγματα θα μπορούσα να τα αποχωριστώ. Ακούω κυρίως κλασική μουσική, εκπομπές ενδιαφέρουσες, αλλά δεν έχω το πάθος που είχα παλιά – για πολλά πράγματα δεν το έχω πια, ούτε στις μουσικές σκηνές ούτε στα θέατρα πηγαίνω. Αλλά νομίζω ότι η ζωή κάνει κύκλους, χορταίνεις κάποια στιγμή, κι εγώ είμαι πολύ γεμάτος, έχω ζήσει πολλές ζωές μαζί.
«Μια φορά θυμάμαι» - Αρλέτα
Ο Μιχάλης Κουμπιός σκέφτηκε και οργάνωσε αυτήν τη συναυλία, για να ακουστούν τα τραγούδια που έχω γράψει. Είναι περίπου πενήντα στα έξι-επτά χρόνια που ασχολήθηκα με τον στίχο. Κάποια από αυτά έγιναν και επιτυχίες μεγάλες. Το «Μια φορά θυμάμαι» είναι ένα τραγούδι που πούλησε στην Αυστραλία πάνω από εκατό χιλιάδες αντίτυπα σε μια διασκευή παράξενη και ενδιαφέρουσα, ψυχεδελική, αλλά το χρησιμοποίησε και ο Τζιάνι Αμέλιο στην ταινία «La Tenerezza», που ακούγεται και με τη φωνή της Αρλέτας, και σε μια γερμανική ταινία, τη «Θυγατέρα». Το «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη», που είναι ο ελληνικός τίτλος του θεατρικού έργου του Νόελ Κάουαρντ «Ιδιωτικές ζωές», το γράψαμε με τον Γιάννη Σπανό μετά από παραγγελία της Έλλης Λαμπέτη, που πρωταγωνιστούσε στο έργο. Κάθε τραγούδι έχει και μια ιστορία και πολλά από αυτά που γράψαμε με όλους αυτούς τους συνθέτες τα αγάπησε κόσμος, τα τραγουδά ακόμα και σήμερα κι αυτό με συγκινεί πολύ. Αυτή η βραδιά θα είναι μια ευκαιρία να τα θυμηθούμε και να τα τραγουδήσουμε ξανά.
Με τη συναυλία «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» θα γιορτάσει ο Γιώργος Παπαστεφάνου τα 60 χρόνια στο τραγούδι στο CT Garden Festival 2024, την Πέμπτη 13 Ιουνίου. Πληροφορίες / Κρατήσεις στο 2117701700 και στο ct.gr.