TΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΕΠΙΦΑΝΟΥΣ μουσικού δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζον Σάβατζ –υπεύθυνου για μια σειρά σημαντικών τίτλων, από το England's Dreaming του 1991, μιας αξεπέραστης ιστορίας του πανκ, μέχρι το Teenage: The Creation of Youth του 2007 για την ανάδυση του εφήβου ως κοινωνικής και πολιτιστικής κατηγορίας– έχει τίτλο The Secret Public (Το μυστικό κοινό) και αποτελεί έναν εκθαμβωτικό απολογισμό της επιρροής που είχε η queer αντίληψη στην ποπ κουλτούρα, αλλά και το αντίστροφο. Η αφήγηση εκτείνεται από το 1955 και την εμφάνιση του Little Richard – του πρωτοπόρου του ροκ εν ρολ που από μικρός ήταν γνωστός ως «αδελφή και φρικιό» – μέχρι την επιτυχία του queer σταρ της ντίσκο Sylvester το 1978, το κομμάτι-ύμνος του οποίου You Make Me Feel (Mighty Real) ο Σάβατζ περιγράφει εύστοχα ως «μια σημαντική δήλωση για την απελευθέρωση των γκέι».
Στα 24 ταραχώδη χρόνια που καλύπτει το βιβλίο –κατά τη διάρκεια των οποίων η ποπ μουσική μεταμορφώθηκε από το ωμό ροκ εν ρολ, μέσω της σόουλ, της ψυχεδέλειας, του γκλαμ και του πανκ, στη φουτουριστική ηλεκτρονική ντίσκο– οι ΛΟΑΤΚΙ+ άνδρες και γυναίκες πέρασαν από τη σκιά και τον διαρκή κίνδυνο της βίας, του εξοστρακισμού και του εκβιασμού, στην ορατότητα, αν όχι ακριβώς στην καθολική αποδοχή. Αυτή η ορατότητα ήρθε χάρη σε λαμπερές φιγούρες όπως ο David Bowie και ο James Dean, καθώς και σε γκέι είδωλα όπως η Grace Jones και η Donna Summer, που παρά το γεγονός ότι ήταν στρέιτ, εξέφρασαν και ενσάρκωσαν τα όνειρα και τις επιθυμίες μιας ολόκληρης κοινότητας.
Η πιο κομβική φιγούρα του βιβλίου όμως είναι μάλλον ο Andy Warhol, ταυτόχρονα πρωτοστάτης λόγω του δικού του έργου, ιμπρεσάριος του Velvet Underground και των “superstars” του, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν γκέι και τρανς, και ενθουσιώδης συμμετέχων στη σκηνή της ντίσκο ως τακτικός θαμώνας του Studio 54.
Σε ό,τι αφορά την περίπτωση του Bowie, μέσα από σχολαστική και συχνά αποκαλυπτική έρευνα, ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι, ενώ ο David Bowie σίγουρα είχε υπολογίσει ότι η δήλωση του στη μουσική εφημερίδα Melody Maker το 1972 ότι είναι «γκέι» θα προκαλούσε ντόρο, ο ίδιος ήταν μέρος ενός «σεξουαλικά ρευστού», θεατρικού περιβάλλοντος, το οποίο ήθελε να στηρίξει. «Πολλοί από τους φίλους μου είναι γκέι και δεν θα μπορούσα να εμφανίζομαι στις εφημερίδες ότι τη μία νύχτα πάω με τη Σοφία Λόρεν και την άλλη με την Ράκελ Γουέλς», εξηγούσε στους Sunday Times ο Bowie την ίδια εκείνη χρονιά. Όπως γράφει ο Σάβατζ, ο Bowie «είχε κατανοήσει ότι η νέα δεκαετία απαιτούσε μια νέα διαφάνεια και μια νέα ειλικρίνεια για τις "κρυμμένες" ανθρώπινες ζωές ... και αυτό ήταν μέρος ενός ευρύτερου πολιτισμικού και πολιτικού κινήματος».
Η πιο κομβική φιγούρα του βιβλίου όμως είναι μάλλον ο Andy Warhol, ταυτόχρονα πρωτοστάτης λόγω του δικού του έργου, ιμπρεσάριος του Velvet Underground και των «superstars» του, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν γκέι και τρανς, και ενθουσιώδης συμμετέχων στη σκηνή της ντίσκο ως τακτικός θαμώνας του Studio 54. Το 1967, υποστηρίζει ο Σάβατζ, ο Warhol ήταν «ο πιο διάσημος ομοφυλόφιλος στην Αμερική», εκθέτοντας τις πιο παραβατικές πτυχές της γκέι ζωής σε ταινίες όπως το «Flesh» και το «Trash», αλλά και στα τραγούδια των Velvet Underground, στους οποίους διετέλεσε παραγωγός, εμπνέοντας τον Bowie, ο οποίος έγινε με τη σειρά του παραγωγός συνέχισε του κλασικού – και εξαιρετικά queer – άλμπουμ «Transformer» του Lou Reed το 1972.
Το βιβλίο δείχνει τον τρόπο με τον οποίο τα δικαιώματα των γκέι προχώρησαν με μια σειρά από άλματα προς τα εμπρός, ακολουθούμενα από βίαια πισωγυρίσματα – ένα μοτίβο που ίσως συνεχίζεται και σήμερα. Οι τελευταίες ενότητες ξεναγούν τον αναγνώστη με γλαφυρό τρόπο στα γκέι κλαμπ της Νέας Υόρκης που εξέθρεψαν την ντίσκο, η οποία μετατράπηκε σε εθνική, και στη συνέχεια σε παγκόσμια τρέλα, φτάνοντας στο εμπορικό της ζενίθ με τη μορφή των Bee Gees, τους οποίους διαχειρίστηκε ο Robert Stigwood, εκπρόσωπος μιας φουρνιάς γκέι μάνατζερ με τεράστια επιρροή που καθοδηγούσαν την πορεία της ποπ μουσικής από το παρασκήνιο. Ο Σάβατζ τελειώνει την ιστορία του λίγο πριν το AIDS μετατρέψει σε νεκροταφεία γκέι θύλακες όπως το Σαν Φρανσίσκο, που πάλλονταν υπό τους ήχους της ηλεκτρονικής ντίσκο από τοπικούς αστέρες όπως ο Sylvester και ο Patrick Cowley.
Στη διαδρομή του βιβλίου του, ο συγγραφέας αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο η ποπ μουσική μπόρεσε όχι μόνο να δείξει τον δρόμο προς μια πιο απελευθερωμένη ύπαρξη, αλλά και να πραγματοποιήσει όνειρα που προηγουμένως έμοιαζαν ανέφικτα. Όπως γράφει στο εισαγωγικό κεφάλαιο, «η ποπ μουσική είχε τη δυνατότητα να απελευθερώσει τους πάντες – όχι μόνο τους γκέι άνδρες, τις λεσβίες και τα τρανς άτομα, αλλά και τους νέους ετεροφυλόφιλους άνδρες και γυναίκες που δεν αποδέχονταν τα κριτήρια και τις δεσμεύσεις που επέβαλλε η κυρίαρχη κουλτούρα».
Με στοιχεία από The Guardian