Ο θάνατος της Τζένης Μαστοράκη στις 30 Ιουλίου έπεσε σαν κεραυνός στα πέριξ. Σημαντική ολιγογράφος ποιήτρια και διακεκριμένη μεταφράστρια, πολλών και τελείως διαφορετικών μεταξύ τους βιβλίων, η Τζένη Μαστοράκη, μικρή αδελφή του Νίκου Μαστοράκη (του δημοσιογράφου, προμότερ της ελληνικής ποπ του ’60, νταϊρέκτορα, τηλε-ραδιο-παραγωγού κ.λπ.), υπήρξε, όταν ήταν μαθήτρια ακόμη, κάτι σαν «σύμβολο» για το νεανικό πληθυσμό της δεκαετίας του ’60, που ασχολιόταν με την ποπ μουσική και τα μοντέρνα ελληνικά συγκροτήματα.
Επειδή παρακολουθώ από παλαιά την πορεία της, και επειδή αυτά τα θέματα τα είχα συζητήσει εκ του σύνεγγυς και μαζί της, θα πω πως, για πολλά χρόνια, για δεκαετίες, ένα μεγάλο μέρος του κόσμου που την γνώριζε από τα ποιητικά βιβλία και τις μεταφράσεις της δεν ήξερε ή δεν είχε συνειδητοποιήσει πως η Μαστοράκη των «Διοδίων», του «Σογιού» και του «Φύλακα της Σίκαλης» (του βιβλίου του J.D. Salinger, για τη μετάφραση του οποίου θα μνημονεύεται έκτοτε από τους πάντες) ήταν η Μαστοράκη των «Μοντέρνων Ρυθμών» και της «γιε-γιε» δημοσιογραφίας, στο μέσο των σίξτις.
Είτε γιατί η ίδια δεν μιλούσε για το νεανικό παρελθόν της (από τη στιγμή που δεν τη ρωτούσε και κανένας δηλαδή), είτε γιατί ο κόσμος της ποίησης και της λογοτεχνίας, από τη μια μεριά, και της μουσικής και των συγκροτημάτων του ’60, από την άλλη, δεν βρισκόταν στην απαιτούμενη όσμωση και επικοινωνία, το συμπέρασμα είναι ένα. Η σίξτις δουλειά της Μαστοράκη (κατά βάση το χόμπι της) θα παρέμενε για χρόνια κάτι άγνωστο και κάτι ξεκομμένο, για τους περισσότερους που όμνυαν στην άλλη περσόνα της (την ποιητική και μεταφραστική).
Όλο το στυλ άφηνε μια αύρα κοσμοπολιτισμού, που χαρακτήριζε ένα μικρό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής, περιγράφοντας, κατά μίαν έννοια, και το νεανικό κοινό – τους μαθητές και τις μαθήτριες των τελευταίων τάξεων του εξαταξίου Γυμνασίου, που είχαν μια οικονομική άνεση, που δεν είχαν παρατήσει το σχολείο, για να βρουν δουλειά (όπως τα παιδιά των λαϊκών γειτονιών) και που άκουγαν ξένη, μοντέρνα μουσική.
Όταν το 2014 θα έγραφα για πρώτη φορά, στο μπλογκ μου «Δισκορυχείον», για τα πεπραγμένα της Μαστοράκη στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, δεν ήξερα αν η ίδια θα διάβαζε τα σχετικά, και το κυριότερο... δεν ήξερα πώς θα αντιδρούσε (αν τύχαινε να τα διαβάσει). Όταν ανασκαλεύεις από μόνος σου το παρελθόν των ανθρώπων (χωρίς να επικοινωνείς μαζί τους, για να «εγκρίνουν» όσα θα γράψεις) δεν είσαι ποτέ σίγουρος για το πώς θα το πάρουν. Αν κι εγώ, προσωπικά, ασχολούμαι πάντα με τις έντυπες πηγές, αδιαφορώντας σχεδόν εντελώς (όχι παντελώς) για τη λεγόμενη «προφορική ιστορία» (που εμπεριέχει συνήθως ξεθωριασμένες αναμνήσεις, ενίοτε κουτσομπολιά κ.λπ.), πάντα ενέχει ο κίνδυνος να επαναφέρεις στο φως κάτι, για το οποίο ο άλλος να μην νοιώθει οκέι.
Δεν είναι σκοπός μου να φέρω σε δύσκολη θέση κάποιον. Ο στόχος μου είναι και παραμένει καθαρά ερευνητικός, ό,τι κάνω εντάσσεται κάπου ευρύτερα, και ό,τι γίνεται γίνεται προς χάριν της αλήθειας και της ιστορίας. Έτσι, και παρά το γεγονός πως όταν γράφω γράφω «σφιχτά», χωρίς συναισθηματισμούς και εγκαρδιότητες, η Τζένη Μαστοράκη, ως άνετη, χαλαρή και ακομπλεξάριστη κυρία, όπως ήταν, θα εκτιμούσε όσα έγραφα για ’κείνη (εν τη αγνοία της), για το «γιεγιέδικο» παρελθόν της εννοώ, το πρώτο «άγνωστο» βιβλίο της «Μπητλς και Σία», τα ποπ-ροκ τραγούδια που υπέγραφε τότε ως στιχουργός (που, όμως, θα άλλαζαν credits στην πορεία) κ.λπ. απαντώντας μου, σε όλα αυτά, μ’ ένα σχόλιο/η-μέηλ της:
«Αγαπητέ Φώντα Τρούσα, έρχομαι να προσθέσω μερικά στοιχεία που θα είναι χρήσιμα για τους αναγνώστες του μπλογκ. Πριν από τις “16χρονες κουβέντες” των “Μοντέρνων Ρυθμών”, υπήρχαν και 15χρονες και 14χρονες στη “Δισκοθήκη”, μια εφημεριδούλα που έβγαζε ο αδερφός μου. Κάπου πρέπει να έχω το μοναδικό φύλλο που σώθηκε. Θα το βρω και θα σου το χαρίσω. Στη “Διάπλαση των Παίδων” έστειλα ποιηματάκια τρεις-τέσσερις φορές, από τα δεκατέσσερά μου (το 1963), μέχρι και τα δεκαεφτά περίπου. Με ονοματεπώνυμο, κι από κάτω ετών-τόσο. Είχα όμως και ψευδώνυμο για τις “Μικρές Αγγελίες”, που τώρα πια χρειάζονται ολόκληρη υποσημείωση (τι ήταν, τι λέγαμε, πώς τις πληρώναμε λέξη-λέξη σε ασφράγιστα γραμματόσημα). Άλλη ιστορία αυτό. Το “Μπητλς και Σία” ήταν “δώρο” του Νίκου, με κομμάτια μαζεμένα από τα περιοδικά. Με τα στιχουργικά δεν ασχολήθηκα. Όχι πως θα με χάλαγε καθόλου, τότε, αλλά δεν έτυχε κι ούτε ξέρω αν θα τα κατάφερνα, και να τύχαινε. Υποθέτω με βεβαιότητα (από τους δίσκους, που τους αγνοούσα) πως κάτι δεν θέλησε να υπογράψει ο Νίκος, κι έβαλε το δικό μου όνομα. Δεν ήταν, εννοείται, υποχρεωτικό να με ρωτήσει. Κάποια στιγμή θα τον ρωτήσω εγώ. Για το “Χόμπυ”, δεν είμαι σίγουρη – αλλά, για να το λες, κάτι θα ξέρεις. Έχω στα χέρια μου όλες κι όλες τρεις σελίδες, κομμένες από την “Αθηναία” και από το “Πρώτο”. Οι μεταφράσεις που αναφέρεις είναι ακριβώς ό,τι κυκλοφορούσε στη μεταπολίτευση –και όχι μόνο από τα δύο βασικά μου “αφεντικά”, τις εκδόσεις Μπουκουμάνη και τον Εξάντα. Πολιτικά βιβλία κατά κόρον, κάπως λιγότερα ψυχολογικά, ακόμη λιγότερα παιδικά και επιστημονική φαντασία. Και το κριτήριο του εκδότη, σε εποχές περιορισμένης γλωσσομάθειας, δεν ήταν η ειδική (π.χ. μαρξιστική) παιδεία του μεταφραστή, αλλά η ξένη γλώσσα: τα αγγλικά και τα γερμανικά κυρίως, μερικές φορές και τα ιταλικά. Στο διάστημα 1974-1980 περίπου –όσο νόμιζα δηλαδή πως θα μπορούσα να ζήσω από τη μετάφραση– έκανα πολλά τέτοια βιβλία. Ποτέ δεν μου ζητήθηκε εκτενές εργοβιογραφικό, για να τα βάλω μέσα. Αυτά είχα να σου πω (και σε παρακάλεσα να σου τα πω με μέηλ, γιατί με στένευε πολύ το τετραγωνάκι των “σχολίων” στο μπλογκ σου). Τα υπόλοιπα τα είπες εσύ. Σ’ ευχαριστώ για τη φιλοξενία. Τζένη Μαστοράκη».
Ξεκινά λοιπόν από την εφημερίδα «Δισκοθήκη» του Νίκου Μαστοράκη η Τζένη, τη διετία 1963-64, για να περάσει στην πορεία στην «Αθηναία», στο «Πρώτο», στους «Μοντέρνους Ρυθμούς» και στο «Χόμπυ». Στο τέλος του 1965, για να το πω πιο απλά, η λίγο πριν από τα 17 της, η Μαστοράκη μπορεί να έγραφε σε τέσσερα περιοδικά ταυτόχρονα και σίγουρα σ’ ένα εξ αυτών ανώνυμα, για ευνόητους λόγους.
Η «Αθηναία», από αισθητικής πλευράς, ήταν ένα από τα ωραιότερα περιοδικά της δεκαετίας του ’60. Μπορεί να μην μακροημέρευσε (πρέπει να κυκλοφόρησε περί τα δύο χρόνια, με πρώτο τεύχος από τον Σεπτέμβριο του ’64), όμως άφησε έντονο στίγμα την εποχή που βρισκόταν στα περίπτερα. Σαν περιοδικό διέθετε και έγχρωμες σελίδες, και διχρωμίες, και ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ενώ ήταν φοβερά καλοτυπωμένο, πολυσέλιδο (υπήρχαν τεύχη που είχαν 164 σελίδες!), κοστίζοντας 10 δραχμές, όταν οι «Εικόνες» είχαν 130 σελίδες και κόστιζαν 5 δραχμές. Και κάπως έτσι, με διπλή τιμή από τις «Εικόνες», δεν υπήρχε περίπτωση να τραβήξει για πολύ.
Η «Αθηναία» ήταν περιοδικό της ευζωίας. Απευθυνόταν στην μεσοαστική και αστική τάξη, διαθέτοντας δύο σελίδες και για την μοντέρνα μουσική τις οποίες ξεκίνησε να γράφει ο Νίκος Μαστοράκης (αν και οι πιτσιρικάδες με τις πιτσιρίκες δεν την αγόραζαν, την αγόραζαν, σίγουρα, οι γονείς τους και ήταν το ίδιο). Οι σελίδες, που είχαν τίτλους «Δίσκοι / Με το κλειδί του σολ / Η Αθηναία και οι ρυθμοί», θα περνούσαν πολύ γρήγορα στην Τζένη, η οποία στο τεύχος #3 (Νοέμβριος 1964) θα έγραφε για Beatles, Peter and Gordon, Elvis Presley, Sandy Nelson, Sergio Endrigo κ.ά. Ένα χρόνο αργότερα (Νοέμβριος 1965) οι σελίδες της θα ήταν ανώνυμες, με την Τζένη να γράφει ξανά για Beatles και ακόμη για Rolling Stones, Byrds, Freddie & The Dreamers, Chad & Jeremy κ.ά. Περιττό να το πω πως το δισέλιδό της στην «Αθηναία», αισθητικά, ήταν το ωραιότερο όλων.
The Byrds "Mr. Tambourine Man" on The Ed Sullivan Show
Τώρα... τι έγραφε σ’ αυτές τις σελίδες η Μαστοράκη; Βασικά ειδησούλες, για γκρουπ, καλλιτέχνες και δίσκους, βιογραφικά καλλιτεχνών, όπως και διάφορα μικρο-κουτσομπολιά (έτσι τα αποκαλούσε και η ίδια εξάλλου), με τις πηγές της να είναι, κυρίως, γαλλικής προέλευσης. Ίσως γι’ αυτό το λόγο τον Ντύλαν να τον έγραφε... Ντυλάν, σε μια εποχή όπου μπορούσε να τον δεις γραμμένο ακόμη και ως... Ντάυλαν. Δείγμα:
«Ένα βιαστικό “γεια σας” θα είναι ο σημερινός πρόλογος της στήλης μας, μια και όλα τα αστεράκια μας, ειδικά αυτόν το μήνα, έδωσαν αρκετές ευκαιρίες στους δημοσιογράφους να ασχοληθούν μαζί τους. Λοιπόν, αν είσαστε έτοιμοι... Νέο κρούσμα “κινηματογραφήτιδος”. Άλλο ένα δημοφιλές συγκρότημα, ο Φρέντυ και οι Ντρήμερς ετοιμάζονται για το γύρισμα του πρώτου τους έργου και φιλοδοξούν να επισκιάσουν τους Μπητλς. Νόου κόμμεντς, ώσπου τουλάχιστον να προβληθεί το φιλμ. Άγνωστες λεπτομέρειες από την ιδιωτική ζωή των Ρόλλινγκ Στώουνς κυκλοφορούν στην Αγγλία σε μικρά βιβλία και γίνονται ανάρπαστα από τις θαυμάστριες των τρομερών και... κατρακυλιστών παιδιών. Ένα απάνθισμα των περιεχομένων του εν λόγω βιβλίου μας πληροφορεί ότι... ο Μικ Τζάγκερ είναι... άστεγος, εδώ και αρκετό καιρό, μια και το διαμέρισμά του έχει... λεηλατηθή πάμπολλες φορές από τις ορμητικές και θερμόαιμες θαυμάστριές του(...). Ο Τσάρλυ Γουάτς είναι φανατικός θαυμαστής του Μπομπ Ντυλάν και του... Στέφεν Γουάιμαν, του τετράχρονου γιού τού Μπίλλυ(...)».
Απ’ όλα τούτα συνάγονται διάφορα. Κατ’ αρχάς πως ένα 16χρονο κορίτσι της εποχής είχε μια μεγάλη άνεση στον γραπτό λόγο, διατυπώνοντας καθαρά και με σαφήνεια ό,τι ήθελε να πει –κάτι όχι αυτονόητο ούτε για τότε, ούτε και για σήμερα–, με την πληροφόρηση να είναι, οπωσδήποτε, απλοϊκή. Και δεν θα μπορούσε να ήταν κάτι άλλο εκείνη την εποχή.
Έπειτα, η χρήση φράσεων του τύπου «νόου κόμμεντς» φανέρωνε, ενδεχομένως, μια άνεση της Μαστοράκη στα αγγλικά, δείχνοντας παράλληλα πως απευθυνόταν και σ’ ένα κοινό που γνώριζε τη γλώσσα ή τέλος πάντων σε παιδιά που πήγαιναν στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών και που θα την καταλάβαιναν. Όπως, τα ίδια παιδιά, θα εκτιμούσαν την... κινηματογραφήτιδά της, τους... κατρακυλιστές Stones κ.λπ.
Όλο το στυλ άφηνε μια αύρα κοσμοπολιτισμού, που χαρακτήριζε ένα μικρό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής, περιγράφοντας, κατά μίαν έννοια, και το νεανικό κοινό – τους μαθητές και τις μαθήτριες των τελευταίων τάξεων του εξαταξίου Γυμνασίου, που είχαν μια οικονομική άνεση, που δεν είχαν παρατήσει το σχολείο, για να βρουν δουλειά (όπως τα παιδιά των λαϊκών γειτονιών) και που άκουγαν ξένη, μοντέρνα μουσική. Παιδιά κυρίως «καλών οικογενειών», των αστικών συνοικιών της Αθήνας, των βορείων προαστίων κ.λπ. Σε γενικές γραμμές ίσχυαν αυτά, και τα κείμενα –και της Μαστοράκη και των άλλων συντακτών–, είναι «καθρέφτης» για τα μοντέρνα νεανικά ήθη της εποχής.
Πριν ξεκινήσει να γράφει στους «Μοντέρνους Ρυθμούς», τον πολύ σκληρό Ιούλιο του ’65 (Αποστασία, δολοφονία Σωτήρη Πέτρουλα κ.λπ.), η Τζένη Μαστοράκη έγραφε και στο περιοδικό «Πρώτο». Το «Πρώτο» ήταν ένα λαϊκό έντυπο, κάπως σαν το «Ρομάντσο», αλλά λίγο πιο ανεβασμένο σε θεματολογία, είχε φθηνή εκτύπωση και κόστιζε μόλις 4 δραχμές. Εκεί ανάμεσα υπήρχε και ένα «σαλόνι», που είχε τίτλο «Δυο σελίδες του Πρώτου αφιερωμένες σε ό,τι ενδιαφέρει τη νεολαία...» την επιμέλεια του οποίου είχε ξανά ο Νίκος Μαστοράκης. Ανάμεσα στους συνεργάτες του δισέλιδου και η αδελφή του Τζένη. Η στήλη της είχε τίτλο «Στις 45 στροφές» και κάπου διαβάζουμε [τεύχος #250, 2 Απριλίου 1965]:
«Σήμερα γκάυς, έχω για σας δίσκους κα-τα-πλη-κτι-κούς. Φρέσκους και φυσικά... ακλώτσητους. (Βέβαια, το τελευταίο θα το διαπιστώσετε εφ’ όσον τους ακούσετε και εφ’ όσον οι χορευτικές σας επιδόσεις αφήνουν... σώον και αβλαβή τον ή την παρτεναίρ σας και τα παπούτσια του στο φυσικό τους χρώμα). ΔΕ ΛΕΤΚΙΣ ΓΟΥΩΚ: Η γιάνκα ή γιένκα ή λέτκις είναι τρεις μήνες που κυκλοφορεί στην Ελλάδα και κάνει τώρα τα πρώτα της βήματα, κοινώς... “στράτα-στρατούλα”... Φυσικά, φαίνεται λιγάκι παράξενο και δεν έχει ξανακουστή τώρα μόλις να περπατάει χορός, που χορεύτηκε ακόμα και στους δρόμους, βλέπε Φιλελλήνων, Σύνταγμα, Θεσσαλονίκη, Ελευσίνα... Αν δεν κινδύνευα να γράψω βιβλίο Γεωγραφίας θα συνέχιζα».
Υπάρχει μια νεανική σπιρτάδα στο γράψιμο της Τζένης και μια εκφραστική σιγουριά, που, οπωσδήποτε, ήταν αξιοπρόσεκτες. Αυτό το στυλ θα το πήγαινε ακόμη πιο πέρα η Μαστοράκη όταν, περί το καλοκαίρι του ’66, θα αναλάμβανε μόνη της την επιμέλεια του δισέλιδου στο «Πρώτο», δίχως την εποπτεία του αδελφού της.
Τώρα... ακόμη πιο φθηνό και από το «Πρώτο» ήταν το περιοδικό «Χόμπυ», που κόστιζε μόλις 3 δραχμές, στο μέσο της δεκαετίας του ’60 (και πιο μετά 2 δραχμές!), έχοντας πολύ μέτρια εκτύπωση και ακόμη χειρότερες φωτογραφίες. Και σ’ αυτό το περιοδικό υπήρχαν σελίδες για τη μοντέρνα νεολαία, καθώς στο τεύχος #119, από τις 7 Οκτωβρίου 1965, διαβάζουμε στο σαλόνι «Ινδάλματα του πενταγράμμου απ’ όλο τον κόσμο / Δύο σελίδες από τον κόσμο της ξένης ελαφράς μουσικής που γράφει και επιμελείται η Τζένη Μαστοράκη» την ανταπόκριση της 16χρονης Τζένης από μια συναυλία των Forminx στη Θεσσαλονίκη:
«Φωτογραφίες των Φόρμιγξ, πανώ, ζακέτες, περιοδικά και... σαΐτες ανέμιζαν στον αέρα, ενώ όλα γύρω βούιζαν από το ρυθμικό χειροκρότημα σε στυλ “Λετ’ς γκόου” και τις φωνές των παιδιών, που επέμεναν να υποστηρίζουν πως “πέ-ρα-σε-η-ώ-ρα” κι ας ήταν μόνο 8 παρά τέταρτο. Βλέπετε, τα περισσότερα παιδάκια, επειδή ήσαν πολύ φανατικά και πολύ φιλότιμα, είχαν αρχίσει την πολιορκία από τις πέντε το απόγευμα. Ήρθε λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου και ύστερα από εναγώνια αναζήτησι, ανάμεσα στα πρόσωπα που περπατούσαν στη σκηνή και στην πλατεία, για να αναγνωρίσουν κάποιον από τους Φόρμιγξ ή το αδελφάκι μου, και αφού πολλοί από τους ηλεκτρολόγους, που ανέβηκαν για να διορθώσουν κάποιο καλώδιο, εισέπραξαν γενναίο χειροκρότημα και ζητωκραυγές, τα φώτα μισόσβησαν (για να δημιουργηθή ατμόσφαιρα είπε κάποιος και ύστερα ξανάναψαν – ευτυχώς, τελικά, δεν κάηκαν οι ασφάλειες). Ύστερα άρχισαν πάλι να παρελαύνουν από σκηνής όλοι οι ηλεκτρολόγοι της Θεσσαλονίκης για να ελέγξουν τις συσκευές και να εισπράξουν τα χειροκροτήματά τους... Τελικά, σε μια στιγμή που κανείς δεν την περίμενε, μέσα σε μια θύελλα από φιλιά, χειροκροτήματα και... ουρλιαχτά –απαραίτητο γαρνίρισμα όλης της βραδυάς– έκανε την εμφάνισί του το αδερφάκι μου, με αρκετό τρακ (υστερικές εκδηλώσεις αγάπης γαρ) και με αγγελικό χαμόγελο παρουσίασε τους Φόρμιγξ ύστερα από ένα τέταρτο, αφού περίμενε να σταματήση η θύελλα που θύμιζε έντονα προεκλογικό λόγο».
Άφησα για το τέλος την παρουσία της Μαστοράκη στους «Μοντέρνους Ρυθμούς». Εκεί η Τζένη θα γράψει για πρώτη φορά στο τεύχος #33, την 7η Ιουλίου 1965, όταν ήταν 16 και κάτι ετών. Προφανώς την είχε φέρει εκεί ο 24χρονος (τότε) αδελφός της Νίκος, ο οποίος είχε ξεκινήσει να συνεργάζεται με το περιοδικό λίγους μήνες νωρίτερα, στο τεύχος #28, της 21ης Απριλίου 1965. Η στήλη της νεαρής δημοσιογράφου είχε τίτλο «16χρονες κουβέντες / Μια σελίδα της Τζένης Μαστοράκη», για να μετονομαστεί αργότερα σε «17χρονες κουβεντούλες» (τεύχος #50, 9 Μαρτίου 1966) και πιο μετά σε «18χρονες κουβεντούλες» (τεύχος #75, 22 Φεβρουαρίου 1967). Στα 19 της, η Τζένη, θα εγκατέλειπε για πάντα και τους «Μοντέρνους Ρυθμούς».
Γενικά, στους Μ.Ρ. το στυλ της Μαστοράκη θα γίνει πιο... ατίθασο, πιο προσωπικό και λιγότερο μουσικό. Θα γράφει και για γκρουπ και για τραγούδια φυσικά, αλλά θα αναπτύξει και μια πιο ειδική σχέση με τους αναγνώστες της, μοιραζόμενη μαζί τους εμπειρίες από τη σχολική ζωή, τις εκδρομές, τις φιλίες, τα πάρτυ και από άλλα διάφορα συμβάντα της καθημερινότητας. Σίγουρα μ’ αυτόν τον τρόπο η Τζένη «οδηγούσε» το κοινό της, το οποίο την «χάνει» την άνοιξη του ’67, όταν προετοιμαζόταν για να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, για να την ξανασυναντήσει το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, φοιτήτρια πλέον της Φιλοσοφικής. Από το τεύχος #68 των Μ.Ρ. της 16ης Νοεμβρίου 1966:
«Γεια σας λουβάκια (σ.σ. εκ του luvs). Άκουσα Γουί Φάιβ φρέσκους και καταπληκτικούς στο Ακροπόλ πριν δέκα μέρες. Για να σας γράψω εντυπώσεις αποκλείεται, για θα κινδυνέψω να γράψω “γουιφαϊβικό” ύμνο. Επομένως, φροντίστε να αποκτήσετε προσωπική πείρα του προγράμματος και, αν συμφωνήσουμε, ελάτε να τον συνθέσουμε μαζί... Τα πιο τέλεια τραγούδια που άκουσα από τους Εμάς τους Πέντε: “Ντου γιου γουάννα ντανς”, “Γουάιλντ θινγκ”, “Λαίηντυ Τζέην”, “Γουέν ε μαν λαβς ε γούμαν”, “Καλιφόρνια ντρήμινγκ”... Εμείς οι Πέντε είμαστε καταπληκτικοί. Μια μεγάλη παράλειψη, που πρέπει να την επανορθώσω: Θερμά συλλυπητήρια σε όλα τα καημένα τα παιδάκια της Γ2 του Λυκείου μας, που... πενθούν ύστερα από ένα αιφνιδιαστικό διαγώνισμα... λογαριθμο-αλγεβρικό κάποιο πρωί Τετάρτης. Και μια και η... Αλγεβρίτις και η... Τριγωνομετρίτις μαστίζουν πολλά σχολεία και ακόμα περισσότερα ταλαιπωρημένα παιδάκια έχω να δώσω μια πολύ απίθανη συνταγή για την ασφαλέστερη αντιμετώπισί τους. Είναι η συνταγή για το “σέικ των αγγέλων” και για όσους την δοκιμάσουν καλή επιτυχία... Υλικά: ένα βιβλίο άλγεβρας, ένα βιβλίο τριγωνομετρίας, ένα βιβλίο λογαριθμικών πινάκων, ένα μικρό σχετικό φυτίλι, 275,79341 γραμμάρια εκρηκτικές ύλες...» και λοιπά... και λοιπά...
THE WE FIVE - WHEN A MAN LOVES A WOMAN (1966)
Και ήταν εκείνη τη χρονιά, το 1966, όταν θα κυκλοφορούσε και το πρώτο-πρώτο βιβλίο της Τζένης Μαστοράκη, το οποίο σπάνια θα το δεις να παρουσιάζεται σε κάποια βιβλιογραφία της (έντυπη ή ηλεκτρονική). Προφανώς όλοι (ή σχεδόν όλοι) το αγνοούν ή τέλος πάντων το αγνοούσαν έως εσχάτως. Είχε τίτλο «Μπητλς και Σία»» και ήταν έκδοση της Μ Plus M Enterprises, που είχαν ιδρύσει οι Νίκος Μαστοράκης και Α. Μανιατόπουλος, μιας εταιρείας που φιλοδοξούσε να ανακατευθεί, με οτιδήποτε αφορούσε τον «γιγιέδικο περίγυρο».
Το βιβλίο, που πρέπει να βγήκε τον Μάρτιο του ’66, αν κρίνω από μια καταχώρηση που υπάρχει στο τεύχος #52 των Μ.Ρ. (6 Απρ. 1966), είναι το πρώτο με ποπ-ροκ θεματολογία που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα – ένα προϊόν της εποχής, που έχει την αξία που έχει, παρουσιάζοντας θέματα για τα... Σκαθαράκια, τους Rolling Stones, τους Forminx, τους Dino Desi & Billy, τους Juniors, τον Gene Pitney, τους Stormies, τους Animals, τους Chad & Jeremy, τους Dave Clark Five, τους Beach Boys, τους Peter & Gordon, την France Gall... Λέμε για τον... πόλεμο των τραγουδιών βασικά...
France Gall - La guerre des chansons (1966)